Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2018

ιανουάριος 2018 _ εννιά ποιήματα για τον νίκο εγγονόπουλο















Την Πέμπτη 27 Απριλίου 2017, στο Θέατρο της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης της Αθήνας, στην έκτη εκδήλωση της έκτης περιόδου των μηνιαίων ποιητικών συναντήσεων «Με τα λόγια (γίνεται)», με αφορμή τα 110 χρόνια από την γέννηση του σπουδαίου Έλληνα ποιητή, παρουσιάστηκε αφιέρωμα στον Νίκο Εγγονόπουλο (1907-1985). Επικρατεί η πεποίθηση ότι το λογοτεχνικό έργο του –ποιήματα, αλλά και διαφόρων ειδών πεζά– είναι γνωστό. Εντούτοις, είναι πιθανό να μην έχουν γίνει αντιληπτές η ποικιλομορφία του και οι πολλές, διαφορετικές χάρες (και χαρές) του. Για την εκδήλωση αυτή, λοιπόν, δέκα σύγχρονοι Έλληνες ποιητές και ποιήτριες ξαναδιάβασαν το έργο του ώστε να εντοπίσουν σημεία συνομιλίας μαζί του και να γράψουν ένα ποίημα ‘σε απόκριση’ προς αυτό. Δημοσιεύονται τώρα εδώ τα εννέα από τα δέκα εκείνα ποιήματα.


*

Ορφέας Απέργης

ΛΩΤΟΦΑΪ

Το λωτό μού τον έμαθε η γυναίκα μου
είναι σαν ντοματούλα αλλά πιο ζουμερή
με σπόρια ακόμα αρκετά
άμα δεν δαγκώσεις πολύ δυνατά
και δεν πεταχτούν-
ε έξω
και σε λερώσουνε

Μου παραγγέλνει δυο λωτούς
ακριβούς
από τη λαϊκή της Πέμπτης
και πάω αργά
όταν έχουνε φτηνύνει

και τους αγοράζω
πολλές φορές αντί για ντομάτες
έτσι που μπερδεύονται χρωματικά
μες στο κοφίνι

αλλά καθόλου στη γεύση,
πιο γλυκός ο λωτός
που μου πουλάει ο Ινδός

κι ενώ πάω αργά στη λαϊκή
αργώ πολύ
καθώς μου λέει για το χέρι του που πονεί
καθώς μου λέει για το σαγόνι του που πονεί
καθώς μου βάζει στο χέρι τη φωτογραφία που πονεί

κι έπειτα σιωπή
φεύγω
περνάει το καθαριστικό του δήμου
με το πιεστικό που απολυμαίνει
μάνικες σπρώχνουνε τα φρούτα στα κράσπεδα του δρόμου

γυρίζω σπίτι
τις Πέμπτες
και βάζω, στοιβάζω
τα μαναβικά στο ψυγείο

δεν τα πλένω
τα πλένει η γυναίκα μου
και τα τακτοποιεί όπως μου τα παράγγειλε

ξεχάστηκα και δεν πήρα τους δυο λωτούς
κι ανάμεσα στα φρούτα
βρήκε τη φωτογραφία

είναι ο Γκανέσα
ο θεός της σοφίας
και προστάτης των επιστημονικών τεχνών
που αίρει τα εμπόδια σα φυλαχτό,
ο ελεφαντόμορφος θεός
κύριος των δυνάμεων,
gana και isha
θα πει αυτό,
κύριος των στοιχείων και των κατηγοριών
του κόσμου,
κι εδώ ανάμεσα στα φρούτα
κάθεται σε θρόνο από το άνθος του ιερού λωτού,
άλλος λωτός αυτός
ούτε το τζίτζυφο απ’ την Οδύσσεια
ούτε ο διόσπυρος βιργίνιος που μοιάζει με ντομάτα,
άλλος λωτός αυτός
που από τη λάσπη βγαίνοντας σα νούφαρο
ποτέ του δε λερώνει,
άλλος λωτός
που πάνω του έχει θρονιαστεί ο Ινδός θεός
και όλα τα θυμάται,
όπως οι ελέφαντες του Μόγλη
που μάθαινα μικρός
από τη δασκάλα μου
που της άρεσε ο Κίπλινγκ,

με ρώτησε τι είναι αυτή
η φωτογραφία
κι εγώ
που όντως μπερδεύτηκα
και δεν θυμόμουνα
της είπα γελώντας
μου την έδωσε η Λάκσμι,
είναι μια Ινδή που είχα γνωρίσει
στο κολλέγιο στην Αγγλία
και τη ζήλευε όταν ήμασταν όλοι νέοι
προπτυχιακοί

κι εκείνη τότε
σιωπηλά
σχεδόν απαλά
με ρυθμικούς υπόκωφους λυγμούς
άρχισε να κλαίει
(είναι από τα κρεμμύδια)

κι ένιωθα λίγο λίγο
το ασυγκράτητο έλασμα το καταχθόνιο της ζήλειας
που ακόμα πάλλεται
όταν θυμάται μετά από χρόνια και χρόνια
και δεν μπορεί να υπερνικήσει το εμπόδιο

παρά σαν υμένας και λεπτό πετάλιο
πέταλο
σιγοτρέμει
πράσινη στιβάδα της μνήμης
που φοβάται να πετάξει και κουρνιάζει
σαν σιγή ανάμεσα στα φύλλα

και σα λεπτή ζωή
από έναν παρθενώνα
που τα λοστάρια δεν κατάφεραν ποτέ να αποξέσουν
μέσα στους ψαλμούς,

λοστός ο γάμος κι ο γαμήλιος ψαλμός

λοστός ο γάμος
και λωτός
από μια φωτογραφία
κινδυνεύοντας
να μην ξεχάσει

σαν το Γκανέσα
που όλα τα θυμάται
(κι αυτόν όλον η Λάκσμι μού τον έμαθε)

που όλα τα θυμίζει
σα χοάνη
αρμέγοντας
όλο το φως των άστρων και του φεγγαριού,
τυραννικός θεός
θεός της μνήμης.

*

Άννα Γρίβα


ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΝΕΡΟ

Ένα λύκος ουρλιάζει πένθιμα στη γωνιά της σκάλας. Κι’ είμαι εγώ ο ίδιος, ή μάλλον είναι η καρδιά μου, που προσμένει χρόνια τώρα τον ερχομό του Σαρδανάπαλου, υπό μορφήν είτε φυσιγγίου δυναμίτιδος, είτε άνθους χαρίτων.

από το ποίημα «Παράδοσις» (Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν, 1938)

Κάποτε με ρώτησαν ποιο ζώο αγαπώ.
Την αλεπού με τα μεγάλα αυτιά;
Τ’ αγριοκάτσικα που σκαρφαλώνουν
ανάποδα τα βράχια;
Τις λύκαινες; Τους κύκνους;
Ή μήπως ζώα μυθικά:
τέρατα Κενταύρους
θεούς που αλλάζουνε την όψη τους
και γίνονται ελάφια;

Μα εγώ δεν θα σας πω ποιο ζώο αγαπώ
γιατί έχω μέσα μου ολόκληρο το δάσος:
τα άγρια πουλιά που γίνονται άνθη
όταν ξαπλώνουν στα κλαδιά
τα φίδια που απλώνονται
κλωστές πολύχρωμες στο χώμα
τα έντομα τα σκουληκάκια
τα άγρια θηρία των γκρεμών
και κάπου βαθιά στο στήθος μου
ένα μικρό κορίτσι που ατίθασο χορεύει.

Κλείστε τα μάτια
κι ακούστε την καρδιά σας στο σκοτάδι
το τύμπανο που κρούει τον πιο τρελό χορό
και γύρω του ένα ποτάμι μυστικό
με σκοτεινό νερό
με αυτό την κούπα σας γεμίστε
με αυτό γλεντήστε:
συμποτικό τραγούδι η σιωπή
και πρόποση στο χάος.

*




Δήμητρα Κωτούλα

           
φάγαμε το μπαρούτι με τη χούφτα
στ’ άγρια βουνά και
τα λαγκάδια
της Βόρειας Ηπείρου
και φάγαμε
το ξερό ψωμάκι
αυτό π’ αρμόζει
στον καλλιτέχνη
στον ποιητή
μόνη παρηγοριά
τα λουλούδια:
είτανε τα γαρύφαλλα...
μα κάτι γαρύφαλλα!

Ν. Εγγονόπουλος, «Γαρύφαλλα», 4.3.1978


Τα ζηλεύω.

Ζηλεύω το αδιόρατο τρεμούλιασμα
στο χνουδάκι του μίσχου τους
τη στριφτή χαρωπή γλώσσα
του φύλλου που γέρνει
βαρύ στη δροσιά της άνοιξης.
Οι αποφάσεις τους παραμένουν
-εν πολλοίς- ανεξιχνίαστες
όπως αυτές της λευκής σελίδας
πάνω στο τραπέζι μου.
Παρατηρώ τη γύρη-
βάφει αργά με τους σχηματισμούς της
τις ιδέες μου και σχεδόν ντρέπομαι
γι’ αυτές τις συλλαβές που πέφτουν
διόλου ηρωικά
όπως δεν αρμόζει       
στον καλλιτέχνη
                                    στον ποιητή
σαν πηχτό μέλι στο εύτακτο ορθογώνιο πεδίο της.

Τίποτε εδώ δεν μυρίζει μπαρούτι.
Δε φυτρώνουν εδώ λουλούδια απ’ τα λαγκάδια
τ’ άγρια βουνά.


Τα ζηλεύω.

Ζηλεύω τη σοφή μανιασμένη αδημονία τους
να γίνουν τέλεια
-μικροί Θεοί- για μια στιγμή
κι ύστερα πάλι
τι-        πο-       τα.


*

Αλέκος Λούντζης


ΞΕΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ

Δεν είχαμε ως απόψε δει
νεράκι στο κατώφλι μας
Μα ξέραμε
πως κατά βάθος
δεν έχει πόρτα ο βυθός

Και πέρασε η νύχτα τις όχθες των σπιτιών
και χώρισαν οι όχθες
τον ύπνο των παιδιών
σε δικό τους
και σε δικό μας

και εστάθη ο ύπνος με μάτια ανοιχτά
Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;1

Γιατί ούτ’ εδώ
στις άνυδρες πλημμύρες
σ’ όσα μοιάζουν με πόλεμο ή μοιάζουν μεταξύ των
σε κουκλοθέατρο
παιχνίδια επί παιγνίων

δεν είναι για γραφή απ’ τη μεριά αυτή2
Ίσως ούτε από την άλλη

Ποια εποχή ιδανική να γράψεις ή να ζήσεις
για όσα λίγα δύναται κάθε μισός Μεσσίας;
Αυτή τη νύχτα τη μακρά
άλλοι νοστάλγησαν μια θύρα ασφαλείας
άλλοι σφιχτά δεθήκανε στο άλλο Του μισό

μάταια· όπως απεδείχθη
όλοι κάποιον άλλον ανέμεναν


1. βλ. «Στον Νίκο Ε... 1949», Παρενθέσεις (1949) του Μ. Αναγνωστάκη
2. βλ. «Ποίηση 1948», ΕΛΕΥΣΙΣ (1948) του Ν. Εγγονόπουλου

*


Παυλίνα Μάρβιν


ΝΑ ΦΡΟΝΤΙΣΕΙΣ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ

Είναι πραγματικά κροκόδειλος, γέροντα ωκεανέ
και είμαι η σφίγγα του παραμυθιού

Αυτά τα δύο αστέρια
δεν είθισται να συνυπάρχουν

Μα μιας που ο ραβίνος είναι φίλος μου
τον παρακάλεσα για μια όσο το δυνατόν
πλατύτερη επικράτηση
των ακαθόριστων σχεδίων της αγάπης
που ορίζουν τη ζωή μας

Έτσι μεθυσμένη
πήγα να ζήσω στο ποτάμι
μα κάνοντας κι αυτός την ίδια σκέψη
πήρε το δρόμο του για την παγόδα-
γυρεύγει ακόμη να με συναντήσει

Καλά, του λέω, ευλογημένε
αφού δεν συμφωνήσαμε τον τόπο
κι αυτά τα χρώματα ημέρας, νύχτας και γιορτής την λάθος ώρα
μου κρύβουν την πορεία σου

Αν με ακούς, ορκίσου μου
κραδαίνοντας την κουδουνίστρα σου
πως δεν θα πεθάνεις ποτέ

[βασισμένο σε στίχους, φράσεις και λέξεις από την συλλογή Στην κοιλάδα με τους ροδώνες, του Νίκου Εγγονόπουλου (Ίκαρος, 1992)]

*

Όλγα Παπακώστα

ΑΝΗΡ−ΓΥΝΗ 

I

Ω! Αν δεν με παρηγορούσε την καρδιά

Ποτέ δεν θα ΄παιρνα
Eκείνον τον νυχτερινό

Δρόμο προς την αγάπη

Με φόβιζαν
Τα μάτια των γατιών

Δεν μ’ άρεζε
Το μπλε του κοβαλτίου

Ήταν η μουσική της άρπας
Πιο πολύ

Τα σείστρα της φυγής
Η βιβλική κινύρα

Που έκαναν το μαρτύριο
Γλυκύ

Τις  χαρακιές στο μέτωπο
Διάδημα

II

Θύμα μυκητιάσεως
Σε τάφο θολωτό
Περιηγείται μόνη τις Μυκήνες.
Ο εκ Μυκόνου εραστής της
Είχε στήθος τριχωτό
Αλλά το πτέρωμά της
Του εφάνη ανεπαρκές.
Πέταξε με αεροπλάνο
Για το Μαρακές
Φευ!
Δίχως να αναλάβει
Τις ευθύνες.

III

Τώρα το ξέρω
Ότι ματαίως

Δένεται ο κόμπος
Πριν λυθεί

Ποίημα πολλών
Όχι ενός

Ακόμη κι όλων
Όσοι ξέμαθαν

Την ποίηση

Ο  κόσμος
Κούτσα-κούτσα

Θα σωθεί

*


Χρήστος Σιορίκης

ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ ΓΙΑ 128η ΦΟΡΑ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ

Ευρισκόμαστε στην πεδιάδα
μεσημέρι
Στο σβέρκο του παιδιού
που το λένε Νίκο, Ανδρέα, Τζίμη ή Φεδερίκο
οι φύτρες είναι άτακτες
Αυτό
γίνεται αμέσως αντιληπτό από το σκύλο
ο οποίος
τραβάει το λουρί
ζητάει απόγευμα
καθώς επίσης
ζητάει να μάθει
τη ρίζα του αστεριού
Θραύσμα το αστέρι
ασυνάρτητος ο ουρανός
ίδιος με το σβέρκο του παιδιού
που το λένε Νίκο, Ανδρέα, Τζίμη ή Φεδερίκο

Μπερδεμένο δρόμο
– μα δρόμο –
δείχνουν οι φύτρες
ο σκύλος
δαγκώνει τον κουρέα
και βλέπει
το φως να πέφτει
την ώρα που
τα άμφια της οροσειράς νυχτώνουν υποσχέσεις
υποσχέσεις ζωής και χαράς και ζωής και χαράς*

*από το ποίημα του Ν.Ε. «Το έβδομο τραγούδι της αγάπης»

*

Γιώργος Σπανός

ΑΣΠΟΝΔΥΛΟ

κλαίει το άπαν των ονείρων μου
κάτω απ΄ το φως του φεγγαριού
με τα μαλλιά λυμένα
με κάτι μακριά πράσινα χορτάρια μέσα στα μάτια
που κυματίζουνε αργά
ωσάν τις υποσχέσεις
που δε δοθήκανε ποτές
σε μακρινές άγνωστες πόλεις
και σ΄ άδεια
ερειπωμένα εργοτάξια
κι όσο
– μια μουσική παύση από καλά
συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο

απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου –
αλλάζει όλη η μουσική

*

Νάντη Χατζηγεωργίου

ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΟΥ ΜΠΟΛΙΒΑΡ

Θαρρείς πως μόλις
είχε σκοτώσει το άλογό του
κι αντίστροφα απ' τη φορά του ήλιου
βάδιζε σκυφτό
το άγαλμα του Μπολίβαρ

πηδούσε περιμετρικά της γης
στέγη στέγη
ωραίες αρχιτεκτονικές
και κορυφογραμμές
ψάχνοντας
στην εγκάρσια τομή
μια σχισμή
για να ξεκουραστεί

όταν νύχτωσε για καλά
το χορτάρι μαζεύτηκε γύρω του
στεφάνι έφτιαξαν
τα μελισσάκια στην κορφή του

φτάνει τόσο -αναφωνεί
και φραπ
κάνει να σκεπαστεί
μ' ένα σεντόνι χώμα

~

Ορφέας Απέργης. Δημοσιεύει ποιήματα, μεταφράσεις και δοκίμια στα περιοδικά "Ποίηση", "Ποιητική", "Νέα Εστία" και "ΦΡΜΚ". Κυκλοφορεί η συλλογή του Υ (εκδ. Πατάκη, 2011).

Άννα Γρίβα. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στην Αθήνα και Ιστορία και Επιστήμες της Λογοτεχνίας στη Ρώμη. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές, η τελευταία με τίτλο Σκοτεινή κλωστή δεμένη (2017). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ιταλικά, γαλλικά, γερμανικά και ισπανικά σε περιοδικά και ανθολογίες σύγχρονης ελληνικής ποίησης.

Δήμητρα Κωτούλα. Εργάζεται ως αρχαιολόγος και ζει με την κόρη της στην Αθήνα. Η Επίμονη Αφήγηση –δεύτερο ποιητικό βιβλίο της– κυκλοφόρησε το 2017. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε εννέα γλώσσες και δημοσιευτεί στην Ευρώπη και την Αμερική.

Παυλίνα Μάρβιν.  Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1987. Μεγάλωσε στην Ερμούπολη της Σύρου. Σπούδασε Ιστορία. Το πρώτο της βιβλίο, Ιστορίες απ' όλον τον κόσμο μου, κυκλοφόρησε το 2017.

Αλέκος Λούντζης. Σπούδασε νομικά, επικοινωνία και κοινωνική ανθρωπολογία, και εργάζεται στο Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Ενηλίκων. Το 2015 δημοσίευσε τη συλλογή Προπαγάνδα: κάποια γράμματα για κάποια πράγματα (βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή του «Αναγνώστη»). Αυτό τον καιρό γράφει το λιμπρέτο για την όπερα του Δημήτρη Μαραγκόπουλου με θέμα τον βίο και τα κείμενα του Στρατηγού Μακρυγιάννη, η οποία θα παρουσιαστεί στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

Όλγα Παπακώστα. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε κλασική φιλολογία. Το 2013 κυκλοφόρησε η ποιητική της συλλογή Όχι ακόμη Κάρμεν. Έχει μεταφράσει τις Τουσκουλανές Διατριβές του Κικέρωνα. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

Χρήστος Σιορίκης. Διδάσκει ισπανική γλώσσα και λογοτεχνία. Γράφει ποιήματα και μεταφράζει ποίηση από τα ισπανικά. Επιμελήθηκε το αφιέρωμα για τον Ζαχαρία Παπαντωνίου στη «Νέα Εστία» (2016).

Γιώργος Σπανός. Γεννήθηκε στην Αμφιθέα Μεσσήνης. Σπούδασε οικονομικά και μουσική. Ζει στην Αθήνα και διδάσκει στη δημόσια εκπαίδευση. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Προσφυγή (2015).

Νάντη Χατζηγεωργίου.
 Μεγάλωσε στην Ερμούπολη της Σύρου. Σπούδασε φιλοσοφία και γερμανική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μελετά ανθρωπολογία, χορό και παραδοσιακή μουσική.