Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017

ιούνιος 2017 _ γουώλτ γουίτμαν [μτφρ.: κατερίνα και ελένη ηλιοπούλου]














Γουώλτ Γουίτμαν

ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΕΝΑΗ ΤΑΛΑΝΤΕΥΣΗ ΤΟΥ ΛΙΚΝΟΥ [απόσπ.]

Μέσα από την αέναη ταλάντευση του λίκνου,
Μέσα από το λαρύγγι του κότσυφα, τη μουσική του αργαλειού σαΐτα,
μέσα από το μεσονύχτι του Σεπτεμβρίου,
πάνω από την άγονη αμμουδιά και τα λιβάδια πέρα, όπου το παιδί εγκαταλείποντας την κλίνη του μόνο του περιπλανιόταν, ξεσκούφωτο, ξυπόλητο,
κάτω από το φωτοστέφανο της βροχής,
μέσα από το απόκρυφο παιχνίδι των σκιών που πλέκονταν και τυλίγονταν
σα να’ ταν ζωντανές,
μέσα από τις λόχμες με τ’ αγκάθια και τις βατομουριές,
μέσα από τη θύμηση ενός πουλιού που μου τραγουδούσε,
μέσα από τη δική σου θύμηση θλιμμένε αδελφέ μου, μέσα από τις κλίμακες τις μουσικές που ανεβοκατέβαιναν,
κάτω από εκείνο το αργοπορημένο κίτρινο μισοφέγγαρο, φουσκωμένο λες από δάκρυα,
μέσα από εκείνες τις εναρκτήριες νότες λαχτάρας και έρωτα μες στην καταχνιά,
μέσα από τις χιλιάδες αποκρίσεις της καρδιάς μου που ποτέ δεν θα σιγήσουν,
μέσα από τις μυριάδες λέξεις που αναδύθηκαν εκεί,
μέσα από την πιο δυνατή και ηδεία απ’ όλες λέξη,
από αυτές κινώντας τώρα εδώ την ίδια σκηνή επαναλαμβάνουν,
σαν ένα κοπάδι από πουλιά, τιτιβίζουν, ανυψώνονται, πετούν από πάνω μου,
φερμένα εδώ, όπου όλα με βιάση μού διαφεύγουν,
ένας άντρας, κι όμως μ' αυτά τα δάκρυα παιδί ξανά,
ρίχνομαι στην άμμο, αντιμέτωπος με τα κύματα,
Εγώ, που έχω υμνήσει τον πόνο και τη χαρά, που ενώνω το εδώ με το επέκεινα,
εγώ που όλα τα ίχνη αδράχνω για να τα χρησιμοποιήσω, όμως γοργά ακόμη πιο πέρα προχωράω,
μια ανάμνηση τώρα τραγουδώ.

Κάποτε στο Πόμανοκ
Όταν η πασχαλιά σκόρπιζε το άρωμά της και η χλόη του Μαΐου πρασίνιζε,
μέσα στους θάμνους δίπλα στο ακρογιάλι
δύο επισκέπτες φτερωτοί από την Αλαμπάμα, δύο μαζί,
και η φωλιά τους και τέσσερα αχνοπράσινα αυγά με καφέ στίγματα,
και κάθε μέρα εκείνος πηγαινοερχόταν
και κάθε μέρα εκείνη κλωσσούσε στη φωλιά, σιωπηλή με μάτια λαμπερά,
και κάθε μέρα εγώ, αγόρι περίεργο, χωρίς ποτέ να πλησιάζω πολύ κοντά, να μην τους ενοχλήσω,
υπομονετικά παρακολουθούσα, αφομοίωνα, μετέφραζα.

Λάμψε! Λάμψε! Λάμψε!
Κατάκλυσέ μας με την θέρμη σου, ήλιε τρανέ!
Εμείς προσμένουμε την θαλπωρή, εμείς οι δυο μαζί.

Οι δυο μαζί!
Ο άνεμος φυσάει απ’ τον νοτιά φυσάει απ’ τον βοριά,
έρχεται η μέρα λευκή και η νύχτα μαύρη,
στον τόπο μας, ή μακριά, πέρα από ποτάμια και βουνά,
όλο τον χρόνο τραγουδώντας, ξεχνάμε τον χρόνο,
όσο εμείς οι δύο είμαστε μαζί.

Μέχρι που έξαφνα,
ίσως να σκοτώθηκε, δίχως το ταίρι της να το ξέρει,
κάποιο πρωί δεν κλώσσησε εκείνη στη φωλιά,
κι ούτε το απομεσήμερο επέστρεψε, ούτε και το επόμενο,
ούτε ποτέ δεν ξαναφάνηκε.

Και έκτοτε ολόκληρο το καλοκαίρι μέσα στο βουητό της θάλασσας,
και τις γαλήνιες νύχτες κάτω απ’ το ολόγιομο φεγγάρι,
πάνω από τον άγριο σάλο των κυμάτων,
ή από θάμνο σε θάμνο αλαφροπετώντας,
έβλεπα, άκουγα κατά διαστήματα, εκείνον που είχε μείνει πίσω,
τον μοναχικό επισκέπτη από την Αλαμπάμα.

Φυσήξτε! Φυσήξτε! Φυσήξτε!
Φυσήξτε άνεμοι της θάλασσας πάνω από του Πόμανοκ τις ακτές·
Εγώ είμαι εδώ και περιμένω, το ταίρι μου να φέρετε κοντά μου.

Ναι, κάτω από την αστροφεγγιά,
ολονυχτίς στην κορυφή ενός βρυοσκέπαστου πασσάλου,
μέσα στον βρυχηθμό των κυμάτων,
καθόταν μόνος και υπέροχα, μέχρι δακρύων, τραγουδούσε.

Καλούσε το ταίρι του,
Αναβλύζοντας τα λόγια που μόνο εγώ γνωρίζω από όλους τους ανθρώπους.

Ναι αδελφέ μου ξέρω,
Οι άλλοι μπορεί να μην καταλαβαίνουν, όμως εγώ σα θησαυρό έχω κάθε νότα σου φυλάξει,
Αφού πολλές φορές, μέσα στη σκοτεινιά γλιστρούσα στην ακτή,
αθόρυβα, αποφεύγοντας ακόμα και του φεγγαριού το φως, γινόμουν ένα με τις σκιές,
θυμάμαι τώρα τα θολά σχήματα, τον αντίλαλο, τους ήχους και τις μορφές τους,
τα λευκά μπράτσα των κυμάτων που ακούραστα έτειναν σε μένα,
εγώ, ξυπόλυτος, παιδί, με τον αέρα να μου ανακατεύει τα μαλλιά,
άκουγα, άκουγα, αχόρταγα.

Άκουγα για να μην ξεχάσω, να τραγουδήσω, μεταφράζοντας τις νότες,
ακολουθώντας σε αδελφέ μου.

Ησύχασε! Ησύχασε! Ησύχασε!
Το κύμα το αδελφικό το πίσω κύμα ησυχάζει,
με το επόμενο αγκαλιάζεται, τυλίγεται κοντά του,
αλλά η δική μου αγάπη, εμένα, εμένα δεν με ησυχάζει.

Χαμηλά κρέμεται το φεγγάρι, ανέτειλε αργά,
Αργοσέρνεται – θα είναι βαρύ απόψε από αγάπη, από αγάπη.

Ω παράφορα ξεχύνεται η θάλασσα στη στεριά, από αγάπη, από αγάπη.

Ω νύχτα! Μην είναι αυτή εκεί η αγάπη μου που φτερουγίζει ανάμεσα στα κύματα;
τι να ’ναι εκείνο το μικρό μαύρο σημάδι μέσα στους αφρούς;

Δυνατά! Δυνατά! Δυνατά!
Δυνατά σε καλώ, αγαπημένη!
Ψηλά και καθαρά εκσφενδονίζω τη φωνή μου πάνω από τα κύματα,
σίγουρα ξέρεις ποιος είναι εδώ, ποιος είναι εδώ,
ξέρεις ποιος είμαι, αγάπη μου.

Ω φεγγάρι χαμηλό!
Τι να ’ναι αυτό το σκιερό σημείο μέσα στο κίτρινο;
Αχ είναι η μορφή, η μορφή της αγαπημένης μου!
Ω φεγγάρι μην την κρατάς μακριά μου πια.

Στεριά! Στεριά! Ω Στεριά!
Όπου και να γυρίσω, νομίζω πως πίσω θα μου δώσεις την αγάπη μου αν το θελήσεις μόνο,
γιατί παντού τη διακρίνω σχεδόν όπου και να κοιτάξω.

Ω αστέρια λαμπερά!
Ίσως αυτή που τόσο πολύ ποθώ κάπου θα λάμψει, θα λάμψει ανάμεσά σας.

Ω εσύ φωνή! φωνή μου που δονείσαι!
Ήχησε διαυγής μέσα στον αέρα!
Διαπέρασε τα δάση, το χώμα,
Κάπου θα είναι εκείνη που ποθώ και θα σε ακούσει.

Τραγούδια μου ξεχυθείτε!
Μοναχικά είναι εδώ, της νύχτας τα τραγούδια!
Τραγούδια της έρημης αγάπης! Τραγούδια του θανάτου!
Τραγούδια κάτω από το αργόσυρτο, κίτρινο, στη χάση του φεγγάρι!
Αχ κάτω από αυτό το φεγγάρι που όλο χαμηλώνει και μες στη θάλασσα πάει να χαθεί!
Ω παράτολμα απελπισμένα τραγούδια.

Απαλά τώρα! Χαμηλόφωνα!
Απαλά! Μόλις που μουρμουρίζω,
Κι εσύ θάλασσα χαμήλωσε λιγάκι τον βραχνό σου αχό,
Γιατί κάπου νομίζω πως άκουσα το ταίρι μου να μου απαντάει,
τόσο αμυδρά, πρέπει να μείνω ακίνητος, να αφουγκραστώ,
αλλά όχι εντελώς, γιατί μπορεί έτσι να χαθεί, να μην μπορέσει αμέσως να με βρει.

Εδώ αγαπημένη μου!
Είμαι εδώ! Εδώ!
Με αυτή την ανεπαίσθητη νότα τον εαυτό μου αναγγέλλω σε σένα,
αυτό το κάλεσμα το απαλό είναι για σένα, αγάπη μου, για σένα.

Μην παρεκκλίνεις, μην πλανιέσαι,
αυτό είναι το σφύριγμα του ανέμου, όχι η φωνή μου,
αυτό είναι το φλοίσβισμα, το φλοίσβισμα των κυμάτων,
αυτές είναι των φύλλων οι σκιές.
Ω σκοτεινιά! Ω ματαιότης!
Είμαι τόσο αδύναμος και λυπημένος.

Ω σκούρο φωτοστέφανο του ουρανού, γύρω από το φεγγάρι που γέρνει στη θάλασσα!
Ω ταραγμένη αντανάκλαση!
Ω λάρυγγα! Ω καρδιά που βροντοχτυπάς!
Κι εγώ να τραγουδώ ανώφελα, να τραγουδώ ανώφελα ολονυχτίς.

Ω παρελθόν. Ευτυχία της ζωής! Τραγούδια της χαράς!
Μέσα στον αέρα, μέσα στα δάση, πάνω απ' τα λιβάδια,
Αγαπημένοι! Αγαπημένοι! Αγαπημένοι! Αγαπημένοι!
Αλλά το ταίρι μου δεν είναι πια, δεν είναι πια μαζί μου!
Εμείς οι δυο μαζί ποτέ ξανά.

Βουλιάζει η άρια,
όλα τα άλλα συνεχίζουν, τ' αστέρια λάμπουν,
οι αέρηδες φυσούν, οι νότες του πουλιού αδιάκοπα αντηχούν,
με θυμωμένα βογγητά η μανιασμένη αρχαία μητέρα ακατάπαυστα βογγάει,
πάνω στην γκρίζα άμμο της ακτής του Πόμανοκ που θροΐζει,
το κίτρινο μισοφέγγαρο βουλιάζει τεράστιο, γέρνει,
αγγίζοντας σχεδόν την επιφάνεια της θάλασσας,
το αγόρι εκστατικό, ξυπόλητο στα κύματα,
με τον αέρα να ανακατώνει τα μαλλιά του,
τώρα ο έρωτας που ήταν φυλακισμένος στην καρδιά,
ελευθερώνεται, επιτέλους ξεσπάει σαν θύελλα,
το νόημα της άριας, τα αφτιά, η ψυχή, γοργά μέσα τους το ρουφάνε,
τα παράξενα δάκρυα που τρέχουν στα μάγουλά του,
η συνομιλία αυτή, το τρίο, η φωνή τού κάθε μέλους,
ο υπόκωφος ήχος, η άγρια αρχαία μητέρα που αδιάκοπα θρηνεί,
μέσα στην ψυχή του παιδιού μελαγχολικά αθροίζονται τα επάλληλα αινίγματα,
κάποιο πνιγμένο μυστικό ψιθυρίζει,
στον νεότοκο ποιητή.

(...)


– μτφρ.: Ελένη Ηλιοπούλου και Κατερίνα Ηλιοπούλου

*

Ελένη Ηλιοπούλου. Mεταφράστρια. Έχει μεταφράσει πολλά βιβλία σύγχρονης αγγλόφωνης πεζογραφίας και ποίησης, μεταξύ άλλων το Άριελ της Σύλβια Πλαθ. Ανήκει στη συντακτική ομάδα του εξαμηνιαίου περιοδικού [ΦΡΜΚ].

Κατερίνα Ηλιοπούλου. Ποιήτρια και μεταφράστρια. Το πιο πρόσφατο βιβλίο της, Μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα, κυκλοφόρησε το 2015. Διευθύνει το εξαμηνιαίο περιοδικό [ΦΡΜΚ], για την ποίηση, την ποιητική και τα εικαστικά.