Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2022

οκτώβριος 2022 _ "4Μ" : Πολυδούρη – Αξιώτη – Χατζηλαζάρου – Αραβαντινού


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

4Μ : Πολυδούρη – Αξιώτη – Χατζηλαζάρου – Αραβαντινού

 

Άννα Γρίβα, Κατερίνα Ηλιοπούλου, Ακριβή Κακλαμάνη, Κωνσταντίνα Κορρυβάντη, Θεώνη Κοτίνη, Δήμητρα Κωτούλα, Ιφιγένεια Ντούμη, Όλγα Παπακώστα, Παναγιώτης Ιωαννίδης (επιμ.)

 

Ως προοίμιο της 10ης περιόδου του, την Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2020 στο κανάλι του στο YouTube, το “Με τα λόγια (γίνεται)” παρουσίασε ένα αφιέρωμα στο ποιητικό έργο της Μαρίας Πολυδούρη (1902-1930), της Μέλπως Αξιώτη (1905-1973), της Μάτσης Χατζηλαζάρου (1914-1987), και της Μαντώς Αραβαντινού (1926-1998), σε επιμέλεια του Παναγιώτη Ιωαννίδη. Δώδεκα σύγχρονες Ελληνίδες ποιήτριες –Φοίβη Γιαννίση, Άννα Γρίβα, Κατερίνα Ηλιοπούλου, Ακριβή Κακλαμάνη, Κωνσταντίνα Κορρυβάντη, Θεώνη Κοτίνη, Δήμητρα Κωτούλα, Παυλίνα Μάρβιν, Γιάννα Μπούκοβα, Ιφιγένεια Ντούμη, Όλγα Παπακώστα, και Δανάη Σιώζιου– επέλεξαν, διάβασαν και σχολίασαν από το έργο των τεσσάρων παλαιότερων ποιητριών που χρονικά απέχουν μεταξύ τους μετά βίας κατά το διάστημα μιας 'γενιάς' (25 έτη), μα όλες μαζί και καθεμιά με την δική της γραφή –και με το μικρό ή μεγαλύτερο σε έκταση ποιητικό έργο της– δείχνουν και πραγματώνουν ένα αξιοθαύμαστο εύρος ποιητικών τρόπων που αποτελούν ακόμα πηγή έμπνευσης για μας σήμερα.

Στο τ. Οκτ. 2022 του "The Books' Journal" δημοσιεύθηκαν οκτώ από εκείνες τις παρουσιάσεις.

 

*

 

Άννα Γρίβα



Μαρία Πολυδούρη

 

[ΟΙ ΝΕΟΙ ΠΟΥ ΦΤΑΣΑΝΕ ΜΑΖΙ…]

 

Του Καρυωτάκη

 

Οι νέοι που φτάσανε μαζί στο έρμο νησί» με σένα

κάποια βραδιά μετρήθηκαν ι ήβραν εσύ να λείπεις.

Τα μάτια τους κοιτάχτηκαν τότε, χωρίς κανένα

ρώτημα, μόνο εκίνησαν τις κεφαλές της λύπης.

 

Νύχτες πολλές, θυμήθηκαν, από τη μόνωσή σου

ένα σημείο από φωτιά τους έστελνες· γνωρίζαν

το θλιβερό χαιρέτισμα που φώταε της αβύσσου

τους δρόμους, κι όλοι απόμεναν στον τόπο τους

που ορίζαν.

 

Απόμεναν στην ίδια τους πικρία, κρεμασμένοι

έτσι μοιραία και θλιβερά στο «βράχο» του κινδύνου.

Κι όταν πια τους χαιρέτησες, οι αιώνια απελπισμένοι

ψάλαν μαζί κάποια στροφή καθιερωμένου θρήνου.

 

Μα φτάνουν πάντα στο «νησί» τα νέα παιδιά ολοένα.

Στην άδεια θέση σου ζητούν της ζωής το ελεγείο.

Σου φέρνουνε στα μάτια τους δυο δάκρυα παρθένα

και της καινούργιας σου Εποχής το πλαστικό εκμαγείο.

 

Το παραπάνω ποίημα της Μαρίας Πολυδούρη, γραμμένο το 1929, αποτελεί μιαν «απόκριση» στο ποίημα του Καρυωτάκη «Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ…», το οποίο βρίσκεται στη συλλογή του Ελεγεία και Σάτιρες (1927). Στο ποίημα του Καρυωτάκη, εκείνος και οι σύντροφοί του φτάνουν σε ένα έρμο νησί, στο χείλος / του κόσμου. Εκεί τους άφησε το πλοίο της ζωής, μια νύχτα, και τώρα το βλέπουν να αναχωρεί προς άγνωστη κατεύθυνση. Εκείνοι είναι πια ναυαγοί, έχασαν στη στέρεα γη των ονείρων τους, της νιότης τους, της ελπίδας. Ό,τι έμεινε από αυτούς είναι το άρρωστο κορμί τους και η αναρώτηση: τι να ῾χουμε, τι να ῾χω, / που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ᾿ έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!

Στο ποίημα της Πολυδούρη, η συντροφιά επιστρέφει στο έρμο νησί, αυτή τη φορά, όμως, ο Καρυωτάκης λείπει και τα ερωτήματα έχουν πάψει. Το μόνο που υπάρχει είναι η μνήμη εκείνου που κάποτε φώτιζε της αβύσσου τους δρόμους. Όμως, το ποίημα της Πολυδούρη δεν μένει στη θλίψη, στη νοσταλγία εκείνου που έφυγε, αλλά γίνεται μια προφητεία: στο «νησί» της ποίησης του Καρυωτάκη φτάνουν τα νέα παιδιά ολοένα, για να γνωρίσουν της ζωής το ελεγείο: ένα τραγούδι που αναγγέλλει τη νέα Εποχή, αυτή που πρώτος διείδε ο Καρυωτάκης. Γιατί η Πολυδούρη ξέρει καλά ότι τα σπουδαία ποιήματα ανήκουν στο μέλλον και πως η Μούσα και η Ομορφιά φτάνουν παντού, ακόμη και στο σκοτάδι της αβύσσου.

 

Μαντώ Αραβαντινού

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΡΑΦΗ Α΄ (1962)

 

Παρίσταμαι, δεν διαγράφομαι σε σχήμα.

Κανείς, δεν διαγράφεται στο ασχημάτιστο χρώμα.

Ο Απών είναι πλησίον.

Ευρέθη.

Αυτό το γνώρισε πρώτη η μνήμη της άσπρης λειχήνας. Ο χώρος είναι ιδιαιτέρως οικείος. Αγωνιώδης, εφιαλτικός και οικείος, μισώ την υπόστασή μου εκείνη την πρώτη.

 

Μισώ την μορφή της λειχήνας. Απαιτώ να υπάρξω στην μορφή μου την άλλη. Την μορφή που ο Απών καθορίζει. Την μόνη που ίσως ακόμα θυμάται.

 

Την πρώτη μορφή μου, όχι αυτήν της λειχήνας. Ο Απών ελέγχει, νομίζω ακόμη την μνήμη. Η αγωνία ογκούται, ο Απών είναι πλησίον, σχεδόν τον αγγίζω.

 

Αγνοώ την μορφή μου.

Αποκτώ κινήσεις πνιγμένου.

Διαγράφω αόρατος κύκλους.

Αιωρούμαι στο χώρο.

Διαπερνώ τις μορφές χωρίς ύλη.

Αποκτώ την πλήρη μορφή μου.

 

Το παραπάνω απόσπασμα θα μπορούσε να είναι ένα αστρικό ταξίδι, ένα ταξίδι σε άλλες υπάρξεις, σε προηγούμενες ζωές, μια εκκίνηση της συνείδησης από το μηδέν. Δεν ξέρω τι θα έλεγε η Αραβαντινού αν διάβαζε αυτή τη γνώμη μου, αλλά πάντοτε τα ποιήματά της, κρυπτικά και μυστηριώδη, μοιάζουν με την είσοδο σε έναν κόσμο εσωτερικών οριακών καταστάσεων. Αυτή η αίσθηση των ειδικών της ενδιαφερόντων μού είχε δημιουργηθεί από την πρώτη φορά που διάβασα ένα δικό της κείμενο: αυτό δεν ήταν ένα ποίημά της, αλλά ο σύντομος πρόλογος που είχε γράψει για το βιβλίο του Jacques Lacarriere Οι γνωστικοί (Χατζηνικολής, 1976). Θα σας προέτρεπα να αναζητήσετε αυτό το κείμενο, το οποίο, σαν ένας σπινθήρας, μεταδίδει την αρχέγονη αγωνία των πρώτων Γνωστικών, εκείνων των εξόριστων του κόσμου, που στοίχειωναν την έρημο, προσπαθώντας να ξεφύγουν από το λάθος ενός κατώτερου δημιουργού. Το ίδιο συμβαίνει και στο ποίημα: παρακολουθούμε μια δημιουργία εκ του μηδενός κι έπειτα την οργή και την αγωνία του δημιουργήματος προς τον μεγάλο Απόντα Θεό, που άφησε έκθετη την ψυχή να αναζητά μια μορφή, μια θέση στο σύμπαν. Απαιτώ να υπάρξω στη μορφή μου την άλλη, λέει το δημιούργημα. Ένας δύστυχος Φρανκενστάιν, ένα δύστυχο δημιούργημα και συγχρόνως δημιουργός, περιπλανιέται χωρίς τέλος μέσα στους στίχους. Η Αραβαντινού είναι μια εξαιρετικά πολυμαθής ποιήτρια: η γνώση της και η διάνοιά της είναι μέρος του αισθήματος και το αντίστροφο. Και διαβάζοντάς την δεν μπορεί κανείς παρά να ανακαλεί αυτομάτως πλήθος γνώσεων, αισθήσεων, εσωτερικών βιωμάτων.

 

*

 

Κατερίνα Ηλιοπούλου

 

Μέλπω Αξιώτη

“Να μην παράκαμες καιρό σ’αλησμονεί το σπίτι σου”. Αυτή η μυκονιάτικη παροιμία είναι το μότο στην ποιητική σύνθεση Κοντραμπάντο της Μέλπως Αξιώτη (που γράφτηκε το 1959 στο Ανατολικό Βερολίνο). Η ζωή και η τέχνη της Αξιώτη καθορίστηκε από την εμπειρία της εξορίας και στο έργο της εκδηλώνεται με πολλές μορφές η αγωνία για την απογύμνωση που επιφέρει στο υποκείμενο η απώλεια του τόπου και της γλώσσας. Το Κοντραμπάντο γράφεται μετά από μια δεκαετία σιωπής. Αυτό το ποίημα-καράβι -σπίτι- σώμα ταξιδεύει μέσω των λέξεων και καταφέρνει την επιστροφή μέσω της βιολογικής σχέσης με τη γλώσσα που είναι το επίτευγμα της ποιητικής της Αξιώτη. Η γέφυρα που εμφανίζεται προς το τέλος του ποιήματος ορίζει αυτή την ενδιάμεση περιοχή όπου στέκεται η ποιήτρια, που ενώνει και χωρίζει, μεταξύ ζωής και θανάτου, μνήμης και λήθης, παρουσίας και απουσίας.

 

ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΝΤΡΑΜΠΑΝΤΟ

 

(…) Τώρα όμως έφτασα στη γέφυρα.

Κάθεται μόνη και αξιοπρεπής.

Μα βλέπω πως η μια χρονιά προσφέρει πάντα στον άλλο χρόνο ένα κλωνάρι περσινό ρεζεντά,

ακόμα και σ’αυτό το απελπισμένο μέρος ξεπετιέται από τον ακαθόριστο τοίχο

ένα χόρτο ζουρλό, που βιάζεται να επισημάνει την παρουσία του

και το μαδά κανονικά η κακοκαιρία, πριν να στερεώσει εντελώς η άνοιξη,

και όμως πάνω στη χέρσα γη – από τις λίγς που εξέφυγαν τα σχέδια των μηχανικών συγχρονισμένης πολιτείας -

τούτη η αναχρονιστική παρουσία, η τόσο μικροσκοπική,

δημιουργεί την αίσθηση κήπων που εξαφανίστηκαν ή ποτέ δεν υπήρξαν,

αν έρθει μάλιστα να προστεθεί και ο ήλιος καθώς αυτό συνηθίζεται,

η χέρσα γη άλλαξε ως τοπίο την όψη της – όπως στο παραμύθι.

Είναι μια λύση, έστω προσωρινή, μιας σταθερής εντύπωσης από ευτυχία.

Αλλά εδώ είναι και η γέφυρα.

Μήπως είναι μια λέξη από αυτές που αποφεύγουν να τις προφέρουν ολομόναχες;

Η γέφυρα ήταν από τις έξυπνες κατασκευές του παρελθόντος.

Την είχαν σχεδιάσει για να περνά από κάτω ο ποταμός.

Κατόπι αυτός ο ποταμός ήρθε η ώρα και εστείρεψε.

Τότε η γέφυρα αποσπάστηκε από τον αρχικό προορισμό της, δεν έμεινε όμως στον αέρα ξεκάρφωτη, ούτε περιττή.

Την είχαν οι πεζοί να περνούν από πάνω της.

Τώρα την έχουν τάφο τους μερικοί νεκροί και οι ζωντανοί για ενθύμιο.

Η γριά γέφυρα είναι μια νέα κατασκευή

από τις σταθερές ώρες του παρελθόντος

(...)

 

Μια τέτοια γέφυρα που ενώνει και χωρίζει, αποτελεί και η αλληλογραφία της Μέλπως Αξιώτη με τον Γιάννη Ρίτσο που με αφορμή την έκκληση που του κάνει να την βοηθήσει να εκδώσει το ποίημα στην Ελλάδα (έκκληση στην οποία ανταποκρίνεται με συγκινητική φροντίδα και στοργή) αποτελεί και μια σπαρακτική απόπειρα επανασύνδεσης μεταξύ δύο στενών φίλων που έχουν χωρίσει λόγω της εξορίας και των συνταρακτικών γεγονότων που έχουν συμβεί στις ζωές τους.

(...) να μου πέψεις δυο λόγια όχι για σένα αλλά για μένα για να καταλάβω πως υπάρχω μέσα στο νου καποιανού που τον έλεγα φίλο-(...)

Και της απαντά με μεγάλη στοργή:

(...)Μα δεν ντρέπεσαι κυρά μου να μου λες πως εκτός και αν δεν νομίζεις πως είναι ποίημα;.,… Άφησε λοιπόν τις εύκολες κοκεταρίες που δεν σου πάνε. Είναι ένα αληθινό ποίημα-μη-προαποφασισμένο (ξέρεις εσύ τι θα πει αυτό) , που ανακαλύπτεται στο δρόμο του διατηρώντας όλη τη θερμότητα της ίδιας του της λειτουργίας .(...)

Τα γράμματά της τα ονομάζει εμπορικά και ξυλοκέρατα, έχω ξεμάθει, λέει, να μιλώ και να γράφω-μα θα στήσω καραούλι που μου ξανάρχεται κάποτε η λαλιά για να κουβεντιάσουμε-

Μόνο σε ένα από τα επτά καταφέρνει να του μιλήσει για τον εαυτό της:

(...)Είχα να γράψω σε φίλους δέκα χρόνια – γιατί δεν μπορούσα- δεν είχα τίποτα να πω αν δεν έλεγα πολλά- η απόσταση που μας χώρισε ήταν μεγάλη-είχε πολλών ειδών μάκρη-και ακατανόητα για όποιον δεν τα περπάτησε- Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε τον άνθρωπο που βαδίζει με δύο δεκανίκια κι ας θαρρεί πως μοιράζεται τον πόνο του αυτό είναι τίποτα μπροστά στο κάθε βήμα που πρέπει να κάνουνε τα ξένα πόδια σφηνωμένα/στο δικό σου κορμί. Έτσι μπορεί να μάθεις να βαδίζεις, μα ξεμαθαίνεις να μιλείς με το διπλανό σου- κατάλαβε λοιπόν γιατί δεν σου γραψα παρά για τα πραχτικά ζητήματα. (...)

Η Μέλπω Αξιώτη δεν ξέμαθε βέβαια να μιλά όπως φοβόταν και μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα το 1965, έγραψε το κορυφαίο της έργο Κάδμω.

 

Μαντώ Αραβαντινού

Πρώτα, μερικά αποσπάσματα από την συνέντευξη που έδωσε στην ποιήτρια Νατάσσα Χατζιδάκι, για το περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 81, 1983:

Προσπαθώ να γεωγραφήσω τον χώρο μου. Τώρα το βλέπω, δεν μπορώ να το δω την ώρα που γράφω ποίηση, το βλέπω μετά, ότι προσπαθώ να ανιχνεύσω και να γεωμετρήσω έναν χώρο, πρώτα. Έναν εντελώς άγνωστο και τρομερό μαζί χώρο……..Και ο χώρος αυτός είναι ο χώρος της γλώσσας. ...Η αφασία είναι κι αυτή μέρος της γραφής. Ένα ανοργάνωτο, άρρυθμο πράγμα. Αυτό οργανώνεται για μια στιγμή και μετά ξεφεύγει. Είναι ένας παλλόμενος οργανισμός που το καθένα πλησίασμα μπορεί ή να ξαναρίξει εκεί απ’όπου προήλθε, στην αφασία, ή να προωθηθεί σε μια λέξη που θα μου χρησιμεύσει σαν φανοστάτης, σαν ένας οδηγός, ένας φάρος. Και κάθε φορά που η λέξη καθηλώνεται είναι σαν να φωτίζεται ο περίγυρος, να λαμπαδιάζει(...)

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΡΑΦΗ Γ΄ (1971)

 

Ποια μέθη κρατάει τα βλέφαρά σας μισόκλειστα;

Η μνήμη του αδιέξοδου; ή η γνώση του ελάχιστου;

 

Έτσι τους μίλησα και κρατούσα τα μάτια ορθάνοιχτα μέσα στη νύχτα.

Γιατί αυτή των φθόγγων η δύναμη/ των αισθήσεων μαλακτικό και μαστίγιο.

Όμως άπνοια του θέρους και θρηνωδία πουλιών.

 

Τότε τα πράγματα με πλησίασαν ανάλγητα και αυτά περιγράφω.

Προχωράω σε βάθος.

Διαπερνώ τον χώρο του λόγου.

Αρθρώνω τους φθόγγους που βγαίνουν απρόθυμοι απ’ την καρδιά των αντικειμένων.

Περισφίγγω ασφυκτικά το αντικείμενο.

Ενσωματώνω κι ενσωματώνομαι στις μορφές του αντικειμένου.

Η γλώσσα ακόμα ανάπηρη.

 

Το εκεί, το εδώ, που πάντα συμπλέκεται/.

Το εγώ και το συ στους δικούς του τους νόμους./

Ακούω τους κραδασμούς του ανέκφραστου,/

των ανάρθρων τους ήχους,

των φθόγγων φευγαλέα την άρθρωση,

την ροή του χειμάρρου.

 

Μετράω σιωπή.

 

Και πάλι από την προαναφερθείσα συνέντευξη: (...)Πάντως φαίνεται πως προσπαθώ να απομονώσω ακριβώς και να περιγράψω και να καταγράψω τη στιγμή που η ποίηση συντελείται. Αυτή η κινητικότητα του εγώ που μιλεί και του χώρου μέσα στον οποίο βρίσκεται -το εγώ , αλλάζει χώρους κινείται συνεχώς. (...)

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΡΑΦΗ Β΄(1964)

 

Μεταθέτω συνεχώς την εστία κινδύνου. Με αβέβαιες κινήσεις και το συγκεκριμένο ένδυμα φόβου. Υπακούω στα σήματα αφυλάκτων διαβάσεων στον ρυθμό ακινδύνων οδών διπλής κατευθύνσεως, με ασαφή σήματα εκκινήσεως και ελευθέρως μετατιθέμενα τέρματα.

Στον ασαφή προσανατολισμό των υπογείων διαβάσεων.

 

Πλανώμαι στους δρόμους του Νότου εκτεθειμένη στις ριπές του Νοτίου ανέμου που διευκολύνουν τους βηματισμούς και την μνήμη ονείρου.

 

…………….

Γεγονός δεν υπάρχει. Το γεγονός αν υπάρχει δεν έχει εγγράψει στην μνήμη κανένα σημείο. Το γεγονός υπάρχει στην αίσθηση. Η αίσθηση είναι γεγονός. σ’ αυτήν βρίσκω πλήρη και ακριβή σηματογραφία.

 

 

Και ξανά από την προαναφερθείσα συνέντευξη: (...)Θυμούμαι πάρα πολύ καλά, αν αυτό μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση της ποίησής μου, ότι κατοικούσα σε ένα σπίτι που είχε έναν μακρύ διάδρομο. Λοιπόν είπα,/ τώρα δεν έχεις παρά μόνο μια ευθεία. Δηλαδή τα σημεία Α και Β. Ήταν ένας διάδρομος έξι μέτρων και φαρδύς αρκετά, Και ανεβοκατέβαινα αυτόν τον διάδρομο. Συνέχεια. Από το Α στο Β σημείο με μανία, με μανιακή αναζήτηση. (...)

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΡΑΦΗ Α’ (1962)

 

Είμαι μάρτυρας μοναδικός του φύλου μου.,
Μάρτυρας μοναδικός και αυτόκλητος.
Μάρτυρας αδιάφορος. Μάρτυρας μόνος.
Μάρτυρας που δεν εζητήθη. Μάρτυρας που δεν ερωτήθη. Ο Μάρτυρας εμποδίζει την θέα.
Να φύγει ο Μάρτυς.

Περνάω ξυστά απ’ την κόκκινη βελουδένια κουρτίνα., ξαναβρέθηκα στο χώρο με τον κίτρινο ήλιο. Ο χώρος είναι ολότελα άδειος κατεβαίνω επτά σκαλοπάτια. Ο δρόμος είναι γκρίζος και άδειος. Ο δρόμος είναι πλατύς και ωραίος.
Ο δρόμος είναι άδειος κτιρίων. Ο δρόμος δεν κατοικείται. Ο δρόμος είναι άδειος ανθρώπων.
Ο δρόμος είναι μόνο δικός μου.

 

*

 

Ακριβή Κακλαμάνη

 

Τη στιγμή που η ποίηση δημιουργείται, γεγονός δεν υπάρχει

 

 

Σαφής είναι η μνήμη εκείνης της ημέρας, ασαφής παραμένει η αίσθηση,

εντελώς δεν την κατέχω. Κατέχω τον χώρο.

 

[…] Τον χώρο ακριβώς μόνου και όρθιου ανθρώπου

που ψάχνει κάτι στη μέση της κάμαρας.

Είπα, μόνου ανθρώπου.

[…]

 

Ο θόρυβος του ανεμιστήρα στη γωνιά του χαρτιού

που ξεφεύγει, εντείνει την στιφή γεύση μετάλλου

Γύρω από τα δόντια.

 

[…]

 

Απαιτώ την ακριβή αίσθηση. Ξαναρχίζω.

 

(Μαντώ Αραβαντινού, Γραφή Α’, Ι)

 

 

***

 

διαγράφοντας κύκλους

 

Καταγράφω την μνήμη συγκεκριμένων πραγμάτων.

Καταγράφω μόνο την μνήμη συγκεκριμένων προσώπων.

Καταγράφω και επιμένω στη σχέση προσώπων και αντικειμένων. Καταγράφω τις ιδιότητες αυτών των προσώπων. Είμαι ένα εξ αυτών των προσώπων.

Είμαι το πρόσωπο το ίδιο.

 

(Γραφή Α’, IV)

 

***

 

 

πέραν του λυτρωτικού μου ονείρου

 

Δεν γνωρίζω το σχήμα και την ηλικία μου.

Γνωρίζω αμυδρώς τα χρώματα και τη θάλασσα.

Η θάλασσα δεν είναι αυτή των ονείρων μου.

Δεν γνωρίζω το όνομα.

Υποψιάζομαι την προέλευση.

Δεν έχω καν πρόσωπο.

Εν τούτοις γνωρίζω το χρώμα μου. Το ειδικό αυτό

πράσινο.

 

[…]

 

Γνωρίζω των ηλικιών μου την μνήμη.

Διατηρώ των ηλικιών μου την αίσθηση.

 

[…]

 

Τελευταία γραφή στην επεξεργασία της ύλης.

 

(Γραφή Α’, VI)

 

***

 

ξεκίνησα να ιστορήσω μια κάποια γραφή

 

 

Δεν ξέρω να πω πώς έφτασα σ’ αυτό τον προωθημένο σταθμό.

 

Πανικός, καλπασμός του μυαλού σ’ άλλους χώρους παλιούς

αξεδιάλυτους,

διαβάσματα της εφηβείας καρποφόρα.

[…]

 

Μακριές του χειμώνα οι νύχτες

και το παρόν ξεχασμένο στ’ άπληστα του παρελθόντος μου

πλαίσια.

[…]

 

Γεύση από διαβάσματα φρέσκου μυαλού

Επεμβαίνουν να ηρεμήσουν ένα παρόν πανικόβλητο

[…]

 

Μπερδεύω τα χνάρια.

[…]

 

Αλλάζω σημάδια, παραπλανώ

Λαθεύουν οι διώκτες μου

Χάνομαι. […]

 

Πώς βρεθήκαμε σ’ αυτό τον προωθημένο σταθμό;

 

[…]

καιροφυλακτώ τη στιγμή της εξόδου

Πατάω τα ίχνη που άφησαν πατήματα

άγνωστα και φωνές ποιητών, σκιές του λόγου και ίσκιοι

που πάτησαν

ποιητών άλλους ίσκιους.

Απροστάτευτη η κάθε γραφή

[…]

 

(Γραφή Δ’, Ι)

***

 

τη στιγμή που η ποίηση δημιουργείται

 

[…] φαίνεται πως προσπαθώ να απομονώσω ακριβώς, και να περιγράψω, και να καταγράψω τη στιγμή που η ποίηση συντελείται. Αυτό το κάνω χωρίς να έχω συνείδηση ακριβώς. Αυτό είναι το καινούριο σε μένα. Εάν έχω προσφέρει κάτι καινούριο στον ποιητικό χώρο είναι αυτό: καταγράφω τη στιγμή που η ποίηση δημιουργείται.

(«Διαβάζω», τχ. 81)

 

***

 

Η Αραβαντινού καταγράφει.

Η Αξιώτη διασώζει.

 

Τι διασώζουμε; Τι θέλουμε να διασώσουμε γράφοντας;

 

Ημερολόγια γραμμένα, κρυμμένα κάτω από της οροφής τα σανίδια. Κι αν τα έβρισκες, αν σου ήταν δυνατόν να τα βρεις, θα διάβαζες εκεί όλη την ιστορία – γι’ αυτό τα είχαν κρύψει. Μα τι απόγιναν όλα αυτά;

 

[…]

 

Όλα ανακατεμένα, αναμνήσεις, καταστάσεις, ταξίδια, εξορίες, τύποι ξένοι κι ελληνικοί, που πήρανε τους δρόμους μιας αρκετά μακρόχρονης ή και παντοτινής εξορίας.

 

(Μέλπω Αξιώτη, Κάδμω)

 

***

 

φορούν καπέλο σε ώρα απρόοπτη


Εσταματήσαμε τότε σε σπίτια που δεν έχουν παράθυρο

κοντά στις γειτονιές με τα παράθυρα που δεν έχουν σπίτι,

είναι σαν τους αμοιβαίους έρωτες – όταν

δε συμφωνήσουν οι χρονολογίες.

 

 

(Θαλασσινά, Κακωσύνη)

 

 

***

 

Σου φέρνω τον εαυτό μου

τώρα

ξένον ταξιδιώτη

μέσα στο καράβι μου.

 

(Κοντραμπάντο)

 

***

 

ένα βιβλίο πλαγιαστό

 

Λένε πως όσοι γράφουν κρατούνε σημειώσεις.

Εσύ, τρέχα γύρευε τώρα να γράψεις χωρίς προηγούμενο.

Ολόγυμνη.

Σαν το σκουλήκι.

[…]

Γιατί πρέπει η λέξη να έχει μια απέραντη μνήμη.

Κι ο άνθρωπος με το χαρτί, πρέπει κάθε φορά και να την λησμονεί,

για να την ξαναβρίσκει.

Αλλά μπορεί να τύχει σε άνθρωπο μια διαφορετική αιτία της λησμοσύνης.

Μπορεί να σου τύχει η αχρησία.

[…]

Όταν θα στερηθείς τις λέξεις διαδοχικά, αυτό είναι το γήρας: ένα -ένα τα όργανά σου σ’ αφήνουν, σ’ αποχαιρετούν.

Είναι του σώματος η αποσύνθεση.

 

(Κάδμω)

***

 

τα ατέλειωτα σπίτια των ανθρώπων

 

Ναι. Πρέπει ο άνθρωπος να τα προλάβει όλα

πριν

φύγει

με κόπο και υπομονή το δρόμο της ζωής

δηλαδή το θάνατο.

 

[…]

 

εμάς οι ευκολίες συχνά μας τρομάζανε

 

50 χρόνια θέλει ο άνθρωπος ύστερα από τη γέννησή του

να γεννηθεί

τώρα πηγαίνετε – μας είπε η μάνα μας∙

έτσι,

σαν ήρθεν και πεθάναμε, δεν πήραμε άλλο τίποτα στις χούφτες μας

τα φιλιά του κόσμου.

 

(Σύμπτωση)

***

 

 

τα μόνα ατόφια από τη φθορά

 

Και τώρα ξέρετε βιάζομαι.

Είναι πολλή η δουλειά, λέτε να προλάβω;

έχω να συναντήσω κάποιον που με γέννησε απάνω

σ΄ ένα κάβο με τ’ όνομα η Ελλάς·

ω, δεν είναι της μόδας το παρελθόν – έτσι μου λένε,

στα ρούχα μεταποιήθηκαν τα πέτα και οι κονκάρδες,

ο συρμός μάλλον φέτος κλίνει στην αμνησία.

 

(Κοντραμπάντο)

 

***

Ξαναδιάβασα με ενδιαφέρον τα ποιήματα των τεσσάρων Μ, σχεδόν βέβαιη, αρχικά, για την επιλογή της Μαρίας Πολυδούρη και της Μάτσης Χατζηλαζάρου, θεωρώντας ότι συγγενεύω περισσότερο με τη θεματολογία και την έμφυλη σωματικότητα της γραφής τους. Προσπαθώντας, όμως, να απαγγείλω τους στίχους τους διαπίστωσα ότι δυσκολευόμουν. Με δυσκόλευαν οι ερωτικοί στίχοι της Χατζηλαζάρου, έβρισκα πολύ νεανική την έκφραση της Πολυδούρη. Ίσως είναι και θέμα ηλικίας. Αλλάζει η θέαση καθώς μεγαλώνουμε, αλλάζει το γιατί και το πώς της γραφής μας. Όσο προχωρούσα στην ανάγνωση των τεσσάρων, τόσο κέρδιζε έδαφος μέσα μου η στέρεη, γεωμετρική καταγραφή του ποιητικού εγώ της Μαντώς Αραβαντινού και η παρουσία ενός διευρυμένου ορίζοντα στη γραφή της Μέλπως Αξιώτη: όχι ποίηση σ’ ένα δωμάτιο, ποίηση μέσα σ’ έναν κόσμο. Από το έργο τους διάλεξα στίχους και φράσεις που συνδέονται με τη διαδικασία και τις αγωνίες της γραφής, το χρόνο και τη μνήμη που του αντιστέκεται. Αυθαιρετώντας έβαλα τίτλους – οδοδείκτες με στίχους μέσα από τα ποιήματά τους, γνωρίζοντας πως:

 

Φυσικά οι νεκροί δεν έχουν ανάγκη να τους κουβεντιάζουμε,

[…]

μα έχουν οι ζωντανοί την ανάγκη να τους πλησιάσουν,

όχι ως ανταπόδοση καθυστερημένης επίσκεψης για ό,τι εκείνοι άλλοτε

τους είχαν προσφέρει,

αλλά από περιέργεια έστω·

 

(Κοντραμπάντο)

 

*

 

Κωνσταντίνα Κορρυβάντη

 

Η αστρολάβος Μάτση Χατζηλαζάρου και η γεωμέτρης Μαντώ Αραβαντινού

 

Πως ανταμώνουν στον ποιητικό συμπαντικό χώρο η αστρολάβος Μάτση Χατζηλαζάρου και η γεωμέτρης Μαντώ Αραβαντινού; Δύο ποιήτριες που εμφανίστηκαν στα γράμματα με διαφορά σχεδόν είκοσι χρόνων (1944 και 1962 αντιστοίχως), διέγραψαν μία πορεία με εξωελλαδικούς σταθμούς και διαμόρφωσαν σημαντικά το ποιητικό τοπίο στην μεταπολεμική Ελλάδα;

Μία πρώτη απάντηση θα τις ήθελε να ακολουθούν εκείνες τις μυστικές συντεταγμένες που γνωρίζουν ενστικτωδώς όλοι οι αληθινά πρωτοπόροι δημιουργοί, οι ικανοί να παράγουν ένα έργο ιδιάζον, προδρομικό και πειραματικό ως προς τις εκφραστικές και γλωσσοκεντρικές αναζητήσεις της ποίησης.

Αναζητήσεις που με το πέρας του χρόνου αποκαλύπτουν όχι απλώς δυο φωνές διακριτές, αλλά δύο ειδικές περιπτώσεις. Αυτή της πρώτης υπερρεαλίστριας ποιήτριας που είναι η Μάτση Χατζηλαζάρου. Η αλλιώς της «πιο ερωτικής ποιήτριας στην Ελλάδα» κατά τον Γ.Π. Σαββίδη, της Μάτσης των Ονείρων κατά τον Μάνο Χατζιδάκι, όπως διαβάζουμε στη μελέτη του Χρήστου Δανιήλ «Ιούς, Μανιούς, ίσως και Aqua Marina» (εκδ. Τόπος, 2011).

Και η περίπτωση Μαντώ Αραβαντινού, η ποιήτρια του «απόλυτου τώρα» κατά τον Νάνο Βαλαωρίτη και το εισαγωγικό του σημείωμα στις «Γραφές Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ» (Εκδ. Μαραθιά 1998), έκδοση που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος του έργου της Αραβαντινού. Ποιήτριας του μετά-υπερρεαλιστικού γεωμετρικού λόγου, της διαύγειας και της προοπτικής. Φωνής, που πάλι κατά τον Βαλαωρίτη, στις πρώτες δοκιμές της θύμιζε εμπειρικική πρόζα που σταδιακά εγκαταλείφθηκε και έλαβε τις πραγματικές της διαστάσεις. Έναν χώρο ολόδικό της για καταγραφή.

Σκέφτομαι πως αν η Αραβαντινού είναι ο οφθαλμός που συνεχώς παρατηρεί, η Χατζηλαζάρου είναι η φλέβα που πάλλεται. Όπου η Χατζηλαζάρου είναι η αδάμαστη μεταβλητή, η Αραβαντινού είναι η λύση μίας λαμπρής εξίσωσης. Κι όπου η Χατζηλαζάρου γεννά αισθαντικότητα, η Αραβαντινού διατηρεί την αυτοτέλεια των αισθήσεων.

Με τις δύο τους μαζί να δημιουργούν μία παράλληλη - αν όχι συμπληρωματική - ποιητική πραγματικότητα που νιώθει και σκέφτεται σε διαφορετικές θερμοκρασίες. Με την παρορμητική Χατζηλαζάρου θερμό σημείο της εκκινούμενης επιθυμίας και την διανοητική Αραβαντινού σημείο ψυχρό μίας επιθυμίας ακυρωμένης, εκφυλισμένης σε μνήμη.

Μεταφέρω δύο αποσπάσματα:

«Το γυμνό μου σώμα βρίσκεται πια στην εύκρατο ζώνη. Γητεία είναι; Όνειρο; Ή θαύμα;» γράφει η Χατζηλαζάρου ως αισθαντική πλοηγός ανακαλύπτοντας, νέα και παράφορα γεωγραφικά πλάτη.

Με την Αραβαντινού σε έναν υπερβατικό διάλογο να απαντά: «Σαφής είναι η μνήμη εκείνης της μέρας, ασαφής παραμένει η αίσθηση, εντελώς δεν την κατέχω. Κατέχω τον χώρο. Ζεστό απόγευμα, καλοκαίρι, επιθυμία, διακεκομμένη αφή, έρωτας. Στην επιστροφή της η μνήμη και τώρα αφήνει οξύτατο πόνο».

Τους παραπάνω στίχους θεώρησα ως τους πλέον ενδεικτικούς για να φωτίσουν ολιγόλεπτα και στιγμιαία το πλησίασμα των δύο τους. Πλησίασμα που επιχείρησα με αφορμή τη συμμετοχή μου στην πρωτοβουλία του «Με τα λόγια γίνεται» και που ομολογώ πως μου αποκάλυψε μία νέα επικράτεια με εδάφη που γεώργησαν όχι μονάχα δύο, αλλά τουλάχιστον τρεις Ελληνίδες ποιήτριες.

Μιλώ για την επικράτεια του μετά-υπερρεαλισμού. Νομίζω δεν θα μπορούσε να μου επιτραπεί η παράλειψη της Ελένης Βακαλό από αυτό το γυναικείο και τριαδικό σχήμα της μεταπολεμικής μας ποίησης. Η εργαστηριακή ποιητική της Βακαλό είναι, άλλωστε, η συγγενικότερη φωνή προς την ποίηση της Αραβαντινού διατηρώντας και εκείνη το χαρακτηριστικό της αισθητικής εξαίρεσης.

Καθώς κλείνω το σύντομο σχόλιό μου, υποσχόμενη μελλοντική επιστροφή, συγκρατώ λέξεις που βαραίνουν σαν εμπειρίες και βάζω μία άνω τελεία σ’ αυτή την αναγνωστική σύζευξη των Χατζηλαζάρου/Αραβαντινού.

Μέχρι την επόμενη φορά, όπου Μάτση Χατζηλαζάρου φαντασία, ένστικτο, παλμός. Κι όπου Μαντώ Αραβαντινού μνήμη, διάνυσμα, κανόνας. Μία τέλεια συνεργία καρδιάς και νόησης.

 

*

 

Θεώνη Κοτίνη

 

Κοντραμπάντο, ο ποιητικός νόστος της Μέλπως Αξιώτη

 

Αυτό που κρατώ από την ποίηση της Μέλπως Αξιώτη είναι ένας λόγος βυθισμένος στο ρευστό της μνήμης, μια φωνή ποντισμένη στη φωνή πολλών προσώπων. Πρόσωπα εντόπια και εντάφια αποτελούν το Χορό της αρχαίας νοσταλγίας της, της τραγικής βίωσης της ζωής. Το τραγικό στην Αξιώτη εδράζεται στην απώλεια της παλιάς βαθιάς ρίζας﮲ κι αυτή είναι η ρίζα της ψυχής, της γλώσσας, του ήθους του τόπου που γέννησε την ποιήτρια. Γι’ αυτό και τούτος ο Χορός αποτελείται, πρωτίστως, από γυναίκες της πιο παλιάς πατρίδας του ανθρώπου, της γλώσσας, που για την Αξιώτη είναι η μυκονιάτικη ντοπιολαλιά. Αποτελείται από έμψυχα σπίτια και αντικείμενα, προγόνους, τόπους, ριζώματα μιας νοσταλγίας αγιάτρευτης που δεν ξεκίνησε μόνο από την αναγκαστική δεκαοχτάχρονη εξορία της, αλλά είναι λες και γεννήθηκε μαζί της. Ήδη από τις «Δύσκολες νύχτες», σε εκείνο το παιδικό και θαυμαστό πλαγκτόν του λόγου που πλάθει, αιωρούνται σε μια αθάνατη εκκρεμότητα οι μνήμες του πατρικού σπιτιού, τα τραύματα των πρώτων χρόνων, τα πρόσωπα δικών και ξένων, η πρώτη ποίηση της ζωής, καταποντισμένη σε θραύσματα πολυώνυμης μνήμης, διαμοιρασμένη στη μοίρα πολλών ανθρώπων.

Με τρόπο ομοιούσιο προς τα πεζά της, η ποίησή της είναι η συνεχής στιγμή του χρόνου, όπου τα σπαράγματα, οι ασυνέχειες, η αίγλη και η σκοτεινιά, το τότε και το τώρα θαλασσοπορούν σε ένα πλατύ πέλαγος λόγου. Ξύλα ενός ναυαγισμένου καραβιού που πλέει ακόμα για να πραγματοποιήσει το πολυπόθητο «Κοντραμπάντο», το πέρασμα στον άλλο χρόνο, την άφιξή στον πάντα τόπο. Δεκατρία ήδη χρόνια στην εξορία στέλνει στον Ρίτσο ετούτο το γραπτό σαν μποτίλια στο πέλαγος, πραγματοποιώντας το πυκνό ποιητικά προσκύνημα στο γενέθλιο τόπο που όταν θα καταφέρει να τον δει από κοντά θα τον βρει αλωμένο από τον τουρισμό. Ο ποιητικός αυτός νόστος είναι ταυτόχρονα και μια νέκυια. Εκεί θα ψάξει να βρει τα αρχετυπικά πρόσωπα, το σπίτι, τα σημάδια του τόπου, εμβλήματα και οδοδείκτες για μια βαθύτερη καταβύθιση, την αναζήτηση του δικού της προσώπου, σμιλεμένου στον μέσα τόπο και σπαραγμένου στον ξένο κόσμο. Γι’ αυτό και επείγεται:

«Και τώρα, ξέρετε, βιάζομαι.

Είναι πολλή η δουλειά- λέτε να τα προλάβω;

έχω να συναντήσω κάποιονε που με γέννησε απάνω

σ’ έναν κάβο με τ’ όνομα η Ελλάς

[…] έχω να συναντήσω τα χέρια, τις φωνές, τα βράδια

που είχα αφήσει

-τα ’χω αφησμένα ατέλειωτα,

και σ’ ένα δώμα μια τρύπα ανοιχτή, λέτε πια να ’χει γιάνει;

λέω πως πια έχει γιάνει, ήταν πολλά τα χρόνια

κι επίσης συντελούνε – στα φαρμακεία υπάρχουν – τα αντιβιοτικά.

Όχι . Δεν το πιστεύω.

Δεν δίνω πολλή βάση σ’ αυτούς που ως παρηγοριά μου λέγαν

πως σε γέρασαν οι μήνες κι οι καιροί,

ποιος μπορεί να σου σβήσει το φως σου, ενώ είναι ανάγκη

να το παραμερίζεις στο δρόμο για να προχωρείς,

μόνο πως έχουν μείνει ατέλειωτα τα βράδια-

κανείς δεν έχει παρόμοια δύναμη να παλιώσει τη γη σου

σαν τρύπιο ταψί μπακιρένιο, σκάρτο, να το πετάς,

τα βράδια μόνο εβρέθηκαν μισοστρατίς τη νύχτα,

μπορεί χέρια να πάλιωσαν κι ο χρόνος κόσμο εσκότωσε,

εσύ είσαι πάντα ακέρια.

Σου φέρνω τον εαυτό μου

τώρα

ξένον ταξιδιώτη

μέσα στο καράβι μου».

 

Έχει να συναντήσει εκείνες τις αρχαϊκές γυναίκες που στη συνείδησή της εξισώνονται με όλη τη σοφή ευσπλαχνία του κόσμου και όλη η μαθημένη καρτερία του φύλου τους:

 

«Κάπου πρέπει να βρίσκουνται,

θέλει να ψάξω να τις βρω,

αυτές που ακόμα απόμειναν εκείνου του καιρού

ίσως δε βγαίνουν πια στο δρόμο ή και θαρρούμε πως δεν ζουν

στη χώρα αυτή, που οι γυναίκες της γερνούνε τριάντα χρονών

για να τους μένει της ζωής πιο μακρύ περιθώριο

κι αν τις συνάντησε κανείς, μπορεί να μην τις είδε,

είναι όμοιες με το χάλαρο, με το φθειρμένο λόφο […]».

 

Βιάζεται γιατί «είναι πολύς ο τόπος κι οι ψυχές βαθιές». Έχει να συναντήσει τον καπετάνιο των στοιχειωμένων ταξιδιών της, ορθό στην πλώρη μες στην τρικυμία, το σπίτι, ως αρχική κοιτίδα που ξεθεμέλιωσε ο άνεμος της ιστορίας και της ιστορίας της:

« Ήτανε, λέει, μια φορά στη Ρουβέρα ένα σπίτι,

κι απόμεινε τότε ακυβέρνητο, θέριεψε ο μαύρος γάτης,

φουντώσανε ολούθε οι τρίχες του, τις έσερνε

σαν εγκαταλειμμένο ακλάδευτο φτωχού ιδιοκτήτη περιβόλι».

 

Έχει να ακούσει τα αντικείμενα που όταν φεύγουνε οι άνθρωποί του κρατούν κάτι «[…] ωσάν θύμηση που δεν συγκέντρωσε το πρεπούμενο θάρρος να γίνει ομολογία όσον καιρό ήταν στη ζωή». Έχει να συναντήσει τη ζωή της, σε μια σπάνια, μετά από τόσα χρόνια, συνομιλία με την ψυχή της:

 

«ερχόσουν απ’ τα μακρινά- μες από το θρήνο του

απότιστου δέντρου, που γκαστρώθηκε αδίκως, δίχως να

δέσει τα καρύδια του

είχες τα προαιώνια δικαιώματα του ανθρώπου, το χώμα,

τη βροχή, την πέτρα[…]».

 

Αυτός ο πυκνός διάπλους στο παρελθόν στο τέλος θα της επιτρέψει να αρθρώσει το εγώ της, έστω λαθραία στο παρόν:

 

«Εδώ στάθηκα τώρα

με το παλιό ραβδί μου

- συχνά ένας γέρος άνθρωπος

ξεχνά τις ημερομηνίες

για να θυμάται πιο καλά τα πράγματα

στο σπίτι μου ήρθα τώρα,

ταξιδιώτης ξένος στο καράβι μου

δεν έβγαλα φορτωτική,

δεν έχω εντάξει τα χαρτιά,

άνοιξε νύχτα το φεγγίτη,

εσύ κυρά μου που είσαι γενναία-

πατρίδα σ’ ονομάζουνε- για να μου το κρύψεις

το κοντραμπάντο μου».

 

Σε αυτό τον προαιώνιο σπίτι- πατρίδα επιστρέφει ήδη από την πρώτη της ποιητική σύνθεση, τη Σύμπτωση του 1939, και σε αυτή κατατείνει και στην τελευταία, τα Θαλασσινά, του 1961. Αυτό το σπίτι όμως έχει «γραμμένο πάνω στα θεμέλια του “ούτε σένα ούτε μένα ούτε κανενού ποτέ”»:

 

Μα οι στάβλοι δεν έχουν πια αλόγατα

περιστεριώνες χωρίς πιτσούνια

κλειστό το λαγούμι του κούνελου και κουρνιάζουν

οι όρνιθες στα χείλη αρχαίας ληκύθου.

Τριγύρω ανοίγουν οι κολίγοι βραγιές

για την ντομάτα

αναστηλώνουν τα χαμηλά κλαριά στον ήλιο

που δεν ανήκει σε κανένα-»

(Θαλασσινά, 1961)

 

Το Κοντραμπάντο και λίγο πολύ όλη η νεωτερική της ποίηση είναι το σπαρακτικό, στην ειλικρίνεια και τη γύμνια του, ταξίδι μιας πολύπλαγκτης ψυχής στα οικεία μα όχι πάντα φίλια νερά του μύχιου δράματος. Και ακόμα πιο σπαρακτικό ετούτο το ταξίδι καθώς ο αναγνώστης αισθάνεται πως δεν έχει φτάσιμο. Η ενηλικίωση, οι κοινωνικοί αγώνες, οι περιπέτειες της εξορίας μού μοιάζουν σαν τις διαδοχικές φάσεις εκπατρισμού μιας ευαισθησίας που βρίσκει τον πιο ταυτοτικό πυρήνα της στην ανθρωπιά του ταπεινού και στην οικειότητα του παιδικού, δηλ. μυθικού, χρόνου. Μια τέτοια κρίση δε θέλει να παραγνωρίζει την τόσο φλογερή της στράτευση στα δίκαια του ανθρώπου, αλλά να εξηγήσει με άλλο τρόπο την αφετηρία αυτής της στράτευσης.

 

Μαρία Πολυδούρη

 

Τι είδος ποίηση μπορεί να γράψει ένας νέος άνθρωπος που γνωρίζει αρκετό καιρό πριν το θάνατό του ότι θα πεθάνει; Ναρκισσιστική, καθότι νεανική, ίσως μελοδραματική, καθότι ερωτευμένη με τη νεότητα, ρομαντική, καθότι γυναικεία που κινείται στο πνεύμα της αισθαντικότητας του μεσοπολέμου. Ναι, ισχύουν όλα αυτά για την Πολυδούρη, που όλοι μας την έχουμε διαβάσει λίγο πολύ μέσα από τα ερμηνευτικά φίλτρα της περιλάλητης σχέσης της με τον Καρυωτάκη και το θάνατό της στα 28. Αυτή η ποίηση όμως σταδιακά και ανύποπτα πορεύεται να γίνει υπαρξιακή εντέλει, ένας υπαρξιακός στοχασμός που εκκινεί από την παρατήρηση, την όραση της ομορφιάς και βαθαίνει στη διακινδύνευση.

Ποια υλικά είχε στα χέρια της, ποια γλωσσικά εργαλεία για να αποτυπώσει τον ψυχικό κραδασμό της που κινείται στο δίπολο του έρωτα και του θανάτου; Αυτά της γενιάς της, λίγο φθαρμένα για μας σήμερα μέσα στο χρόνο, αλλά δουλεμένα με αιθέριο χέρι, έτσι που εντέλει να μπορεί να αποσπάσει μια εύθραυστη λεπτή ποιότητα από το κοινόχρηστο γλωσσικό οπλοστάσιο: το όνειρο, το άπειρο, το χάος, το δάκρυ, το αγέρι της χλωμής αυγής είναι αναμενόμενοι νεορομαντικοί αυτοματισμοί, αλλά μέσα σε αυτή την γνωστή ύλη υπάρχει μια ύφανση αγανή, διάφανη, γιατί διάφανη είναι και η ψυχή και πάνω από όλα ειλικρινής. Δεν καμώνεται, δοκιμάζεται μέσα στις ποιητικές της προσπάθειες. Τα ποιήματά της συχνά νωπά από την πρώτη εντύπωση, άγουρος κάποιων ο καρπός, μα δροσερός. Το άνθος, η σελήνη, το φίλημα δεν είναι σύμβολα, αλλά ο τρόπος που βιώνει το σώμα και τον κόσμο, ο τρόπος που αναπνέει τη ζωή, γι’ αυτό και τόσες οι αναφορές σε αυτά.

 

ΣΕ ΜΙΑ ΔΕΣΜΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ

 

Χτες ήταν μπουμπούκια

σεμνά, δίχως καμάρι κι υποσχέσεις.

Σήμερα τόσο ωραία

πρωί-πρωί όπως τάειδα, ταράχτηκα…

Μες στο άνοιγμά τους βόσκει

μια βίαιη δύναμη που ’ναι σαν τη νιότη.

Κι η νειότη αυτή που τρέχει,

τεντώνει τα σαρκώδη φύλλα ως τόξα

Κι ως τη ρίζα τ’ ανοίγει

και ξεχύνει της πρόκλησης το μύρο,

μόλις μ’ ένα φυλλάκι διπλωμένο

την παρθένα ομορφιά τους κρύβει.

Η πεταλούδα θά ‘ρθει.

- τ’ όνειρο μες στη μέθη τους περνάει.

Το ριγηλό θε να σηκώσει φύλλο

και την καρδιά τους θά ’βρει.

 

Η γνώση θανάτου προσγειώνει σταδιακά την ποίησή της σε μια βαρυθυμία που αποποιείται κάθε προγενέστερο ακκισμό, βαρυθυμία που γίνεται συχνά σπαραγμός. Αρνείται, κλαίει, στοχάζεται, δέχεται, όπως εδώ, σε ένα από τα ποιήματα της «Σωτηρίας», εν αναμονή του ύπνου- θάνατου.

 

Ω χαμηλώστε αυτό το φως!

Στη νύχτα τι ωφελάει;

Πέρασε η μέρα. Φτάνει πια.

Ποιος ξέρει ο Ύπνος μου κρυφός

αν κάπου εδώ φυλάει

 

κι αν του ανακόβεται η στιγμή

να ’ρθει που τον προσμένω.

Έχω στο στόμα την ψυχή,

μου παρατήσαν οι λυγμοί

το στήθος κουρασμένο.

 

Πάρτε το φως. Είναι καιρός

να μείνω πια μονάχη.

Φτάνει η απάτη της ζωής.

Κάθε προσπάθεια ένας εχθρός

για τη στερνή μου μάχη.

 

Ας παύσουν πλέον οι σπαραγμοί.

Ας μου απομένει κάτι

για να πλανέψω τη νυχτιά,

να σκύψει κάπως πιο θερμή

στο ανήσυχό μου μάτι.

 

Πάρτε το φως. Είναι η στιγμή!

Τη θέλω όλη δική μου.

Είναι η στιγμή να κοιμηθώ.

Πάρτε το φως. Με τυραννεί…

μου αρνιέται την ψυχή μου…

 

Πέρα από τα όσα απολογητικά έχουν γραφτεί τελευταία για την ποίησή της, που ρίχνουν ένα ενδιαφέρον φως στην ποιητική της και αναδεικνύουν πτυχές του έργου της που είχαν παραναγνωστεί (όπως τη μέριμνα τελικά για τη μορφή που την έλλειψή της τόσο της είχε προσάψει η προγενέστερη κριτική), αυτό που έχουμε στα χέρια μας είναι οι πρώτες συλλογές μιας ποιήτριας που έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του έργου της μέσα στην αγχώδη αναμονή του τέλους και που δεν πρόλαβε να πάει παραπέρα όσα είχε καταφέρει. Και ποια είναι αυτά; Ένας στίχος μελωδικός, αβίαστος και απαλός, ευγένεια της όρασης, αιθέριο άγγιγμα της ομορφιάς και, αν προσέξει ο αναγνώστης, ένας αυξανόμενος βαθμός στοχαστικότητας που εκκινώντας από την εξωτερική παρατήρηση αρκετές στιγμές μπαίνει στην περιοχή του μυστικού εαυτού, που σταδιακά χειραφετείται από την προϊστορία του και αυτοκατανοείται ολοένα και πιο βαθιά, ολοένα και πιο αλγεινά. Γι’ αυτό και σε αρκετά ποιήματα η καθαρή μελωδικότητα στέκεται και βραδύνει σε μια πιο εσωτερική αισθαντικότητα:

 

ΣΤΡΟΦΕΣ

 

Στο πλαίσιο του παράθυρου προβάλλει

το πάρκο πρωινόδε φέγγει ακόμα.

Αχ, πόσες υποσχέσεις δε μοιράζει

της εαρινής αυτής αυγής το στόμα

που σ’ ένα απλό χαμόγελο χαράζει.

 

Και κατοικεί στο πάρκο όλη η γαλήνη

όσων πιστεύουν στην καλή τους μοίρα.

Βλέπω με τι σοφία που ετοιμάζει

και τι σιγά την πράσινη πλημμύρα.

Μα εμέ που δεν πιστεύω με τρομάζει.

 

Στα στήθη μου βαθιά η πληγή ματώνει

σα νέο λουλούδι, νοιώθω την ορμή της

που μου ρουφά τα νειάτα και με λύνει.

Το είναι μου όλο τώρα η δύναμή της

και θα δουλεύει ανύποπτα για κείνη

 

(Παρίσι, Νοσοκομείο «Charité»)

 

Η αφέλεια, ο ρυθμός του παιδικού τραγουδιού, η ομορφιά, ο θάνατος και ο έρωτας, είναι όλα εκεί σε μια ποίηση που δεν είναι μεγάλη, αλλά διαθέτει την ειλικρινή απλότητα μιας συνείδησης που ξανοίγεται στο μυστήριο του της ζωής και του άρρενος άλλου, άλλοτε ως ένα έρρυθμο εύοσμο πέρασμα πάνω στα πράγματα, άλλοτε ως παράφορο ελεγείο για ό,τι χάνεται (έρωτα, νεότητα, όνειρα), τέλος ως συντριβή και γνώση θανάτου.

 

*

 

Δήμητρα Κωτούλα

 

Εκείνες οι «μεγάλες ταπεινοφροσύνες»

(Μάτση Χατζηλαζάρου, 7Χ3, Εφτά γραπτά στα ελληνικά, 1984)

 

...

Έτσι τους μίλησα και κρατούσα τα μάτια ορθάνοιχτα μέσα στη νύχτα.

...

Τότε τα πράγματα με πλησίασαν ανάλγητα και αυτά περιγράφω.
Προχωράω σε βάθος.
Διαπερνώ τον χώρο του λόγου.
Αρθρώνω τους φθόγγους που βγαίνουν απρόθυμοι απ’ την καρδιά των αντικειμένων.
Περισφίγγω ασφυκτικά το αντικείμενο.
Ενσωματώνω κι ενσωματώνομαι στις μορφές του αντικειμένου.
Η γλώσσα ακόμα ανάπηρη.

 
Το εκεί, το εδώ, που πάντα συμπλέκεται.
Το εγώ και το συ στους δικούς του τους νόμους.
Ακούω τους κραδασμούς του ανέκφραστου,
των ανάρθρων τους ήχους,
των φθόγγων φευγαλέα την άρθρωση,
την ροή του χειμάρρου.

    
Μετράω σιωπή.

 

(Μαντώ Αραβαντινού, Γραφή Γ΄, 1964-1967)

 

Ξαναδιαβάζοντας κανείς το έργο των τεσσάρων ποιητριών που παρουσιάζονται εδώ –Πολυδούρη, Αξιώτη, Χατζηλαζάρου, Αραβαντινού- δεν μπορεί παρά να ομολογήσει ότι βρίσκεται μπροστά σε μια ποίηση πολυφωνική, σε τέσσερις πολύ διαφορετικές φωνές και με διαφορετικές αποχρώσεις η κάθε μία.

Κι όμως, τις δένει κάτι: Η τόλμη και το πείσμα να σμιλεύουν ποιήματα στο ύφος της η κάθε μία, με όρους, συχνά, αδιαπραγμάτευτους. Έχουμε συνηθίσει να συνδέουμε την ποίηση ορισμένων ειδικά από τις τέσσερίς τους -Πολυδούρη, Χατζηλαζάρου για παράδειγμα- με μια γραφή αδικαιολόγητα θερμή και επιρρεπή στο «εύκολο» (αν υπάρχει στ’ αλήθεια «εύκολο» για έναν γνήσια ποιητικό τρόπο). Ωστόσο, αν κοιτάξουμε καλύτερα, παρέμειναν όλες με τον τρόπο τους προσηλωμένες σε ό,τι συνιστά τη ραχοκοκαλιά του ποιητικού: τη μέγιστη δυνατή οικείωση του ανθρώπου με τον εαυτό του και τον κόσμο που τον περιβάλλει. Κι αυτό κάθε άλλο παρά εύκολο είναι.

...

σταματάω εδώ για να γράψω

αρχίζοντας απ’ την καρέκλα

κι ένα τηλέφωνο στημένο εκεί δα

αν και άλλα πράγματα φουντώνουν

που νωθρά ταλαντεύονται

πέρα δώθε από τ’ αντικείμενα

 

*

 

Στις οχτώ ο ήλιος φουσκώνει σα γάλος

καμαρώνει στην κορυφή του λόφου

μες στη θάλασσα είναι μεγάλο ματωμένο λαχούρι

εγώ ονειρεύουμαι ακόμα προσηλωμένη

στη μικρή σελήνη της ημέρας

αυτή η τόσο ωχρή η δίχως λάμψη

μετά το τελευταίο πληθωρικό ξέσπασμα του ήλιου ακούω

μια γνήσια ελληνική μουσική που να σκίζει την καρδιά

που κρατάει το αίσθημα επί τόπου

έτσι απόλυτα αιωρούμενο σαν κολιμπρί

τέλος κάτι που μοιάζει με έρωτα

ή το να προσπαθείς να γράψεις.

 

(Μάτση Χατζηλαζάρου, Εκεί-Πέρα Εδώ, I, 1979)

 

Με τον τρόπο της η κάθε μια από τις ποιήτριες αυτές, «κρατώντας τα μάτια ορθάνοιχτα μέσα σε νύχτα», ξεπερνώντας δυσκολίες, περιχαρακώσεις και στεγανά, κοίταξαν «τα πράγματα να φουντώνουν», «άρθρωσαν τους φθόγγους που βγαίνουν» από τα αντικείμενα και τα πρόσωπα κι αναστοχάστηκαν τη δική τους σχέση μαζί τους. Καταφάσκοντας τον έρωτα, την ανθρώπινη (γυναικεία) φύση, το ηδονικό βάσανο του ποιητικού τρόπου, μέσα στις δεδομένες ιστορικές και κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες, διήνυσαν και οι τέσσερις τη δική τους ταπεινή συχνά αλλά εύγλωττη πορεία στην ελληνική γλώσσα. «Ακούγοντας τους κραδασμούς του ανέκφραστου» και ανταποκρινόμενες σε αυτούς, επεξεργάστηκαν πρωτότυπα παραδοσιακούς ποιητικούς άξονες (Αραβαντινού/Αξιώτη), έστρεψαν τις γλωσσικές πυξίδες σε νέους υφολογικά και τεχνικά τρόπους (Χατζηλαζάρου), εξομάλυναν ή φώτισαν αδρότερα αντιθέσεις και οξύμωρα ή συνάφειες της ζωής (Πολυδούρη).

«Μάζεψε τώρα τα χαρτάκια, τις σημειώσεις σου, καθώς είσαι πλαγιασμένη. Κλείσε τα μάτια σου και τ’ αυτιά. Άφησε πια την ελπίδα ότι κάποιος θα έρθει κι από την κλειδαρότρυπα έστω θα πρασπαθήσει να σε δει. Βάλε σε μια γωνιά τα χαρτάκια που μάζευες με τόση προσοχή. Μείνε εσύ μαζί μ’ εσένα. Πρέπει τώρα πια να τα πεις. Μα ποιος θα τ’ ακούσει. Ποιος θα τα πιστέψει. Την ελπίδα αυτή, άφησε την πια κατά μέρος.

Γιατί ο άλλος, ο πλησίον, ο αναγνώστης σου, ας πούμε, πως να σε καταλάβει».

(Μέλπω Αξιώτη, Η Κάδμω, 1972)

 

Μεθοδικά, με κύρια έγνοια το έργο ή/και το βάσανό τους, αδιαφορώντας για τη στενόμυαλη γνώμη ή κριτική του καιρού τους ή την ικανοποίηση ενός εύκολου αναγνωστικού κοινού, όλες τους, ακόμη κι εκείνες που εμείς βασισμένοι στα επιπόλαια ίσως διαβάσματά μας δεν θα το περιμέναμε -για παράδειγμα η Πολυδούρη («Σας χαιρετίζω/ Σκοποί όπου πάτε, μη με ξεχνάτε»)- επανεισήγαγαν διαφορετικά για την εκάστοτε εποχή το ποίημα ως ένα πεδίο ενδυναμωμένων σημείων της σκέψης. Θεμελίωσαν έτσι μια γλώσσα καθαρή και μαχητική απέναντι στις όποιες περιστάσεις. Κατέδειξαν, εν τέλει, ότι η μάταιη επιδίωξη για το τέλειο (έργο) δεν μπορεί παρά να είναι η πιο δυστυχισμένη όψη της ουτοπίας.

 

ΤΑΠΕΙΝΩΣΥΝΗ

 

Φιλάρεσκα αρωματισμένη η νύχτα πάλι
ήρθε κι’ ως τη φτωχή την κάμαρά μου,
μου ζήτησε ένα γέλιο, τη χαρά μου
και στο προκηρυγμένο μου έσκυψε κεφάλι.
Γιατί τη φιλαρέσκεια ακόμα αυτή σε μένα;
Ακόμα μια βρισιά στα αισθήματά μου.
Ξέρει καλά την ταπεινότητά μου
το μέγα Σύμπαν κ’ η ράβδος του Ποιμένα.
Ξέρει καλά πως κι’ αν τα χείλη στην πληγή μου
με ροδοκλώνια, παίζοντας, ανοίγει,
μια περηφάνια πάντοτε θα πνίγη
και τη βλαστήμια ακόμα στη σιγή μου.

 

(Μαρία Πολυδούρη, Οι Τρίλλιες που Σβήνουν, 1928)

 

*

 

Ιφιγένεια Ντούμη

 

Ένα από τέσσερις

 

Ποια μέθη κρατάει τα βλέφαρά σας μισόκλειστα;

Η μνήμη του αδιεξόδου; Ή η γνώση του ελάχιστου; [1]

Επιθυμία είναι η κυρίαρχη αίσθηση.

Υπάρχει ακόμα κλίμα ευεξίας· μάλλον υπερδιέγερση

ευεξίας που καλύπτει μόνο τον ένα, ενώ ο άλλος

παραμένει στην άκρη του κύκλου, μόλις, αμυδρώς

φωτιζόμενος, ωστόσο υπάρχων

Ζεστό απόγευμα, καλοκαίρι, επιθυμία, διακεκομμένη αφή,

έρωτας. Στην επιστροφή της η μνήμη και τώρα αφήνει

οξύτατο πόνο. [2]

[Μπορούσα τόσα πράγματα να τα μετατρέψω σε χαρά και να σ’ τα δώσω. [3]

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.[4]]

Α κακοχρονονάχουνε οι λέξεις [5]

Στην ανάμνηση μπλέχτηκε η γεύση η τωρινή η άλλοτε.

Ασαφώς διαγράφεται όλη η περιοχή του δικού μου χώρου.

Οι όγκοι διαλύθηκαν· πιθανώς δεν υπάρχουν.

Εδώ ήταν. Εδώ ακριβώς

άνοιξε η θάλασσα ένα πρωί και ήρθε το πρώτο καλοκαίρι.

Ήρθε μαζί με τα μαρούλια και τα μούσμουλα κι έναν παρήκοο αέρα

που ξεσηκώνονταν και σφύριζε και τον διαδέχονταν μικρές πνοές

φερμένες από την Ανατολή—

Με τόση βία απότομη εκείνο το πρωί ήρθε το πρώτο καλοκαίρι.

Ύστερα εσκέπασε μια αστένεια τα περάσματα της γειτονιάς. [6]

Μέσα στο φόβο θα βαθαίνει η νύχτα

όταν ο άνεμος θα ‘ρθει ξαφνικά.[7]

Που ‘ναι οι αχτίδες του ήλιου πάνω στα βλέφαρά μου,

που ‘ναι οι καημοί της σάρκας μου πάνω στην άμμο; [8]

Ποια μέθη κρατάει τα βλέφαρά σας μισόκλειστα;

Η μνήμη του αδιέξοδου; ή η γνώση του ελάχιστου;

Έτσι τους μίλησα και κρατούσα τα μάτια ορθάνοιχτα μέσα στη νύχτα.

Γιατί αυτή των φθόγγων η δύναμη των αισθήσεων μαλακτικό και μαστίγιο. [9]

Α κακοχρονονάχουνε οι λέξεις [10]

Ας παύσουν πλέον οι σπαραγμοί.

Ας μου απομείνει κάτι

για να πλανέψω τη νυχτιά,

να σκύψει κάπως πιο θερμή στο ανήσυχό μου μάτι. [11]

 

[1] Αραβαντινού, ΓΡΑΦΗ Γ’, Ι

[2] Αραβαντινού, ΓΡΑΦΗ Α’, Ι

[3] Χατζηλαζάρου, «Σκέπτουμαι μια ζωή που θα ’τανε βαριά σα σήμερα»

[4] Πολυδούρη, «Κοντά σου»

[5] Χατζηλαζάρου, «Οδυρμός»

[6] Αξιώτη, Κοντραμπάντο

[7] Πολυδούρη, «Σωτηρία»

[8] Χατζηλαζάρου, «Η νύχτα έπεσε στο πέλαγος – για μένα πού είναι η μέρα;»

[9] Αραβαντινού, ΓΡΑΦΗ Γ’, Ι

[10] Χατζηλαζάρου, «Οδυρμός»

[11] Πολυδούρη, «Ω, χαμηλώστε αυτό το φως»

 

Υπάρχουν μόνιμα τόσα αδιάβαστα βιβλία και τόσοι συγγραφείς που μένουν να γνωρίσεις, που δεν ξέρεις από πού να αρχίσεις. Μπορεί οι εκκρεμότητές σου να είναι μάλιστα και αδικαιολόγητα σημαντικές ‒όπως, παραδέχομαι, στην περίπτωσή μου. Τυχαίνει όμως κάποτε κι έρχεται κάποιος και σου βάζει στα χέρια κάτι, όμορφο, το οποίο παίρνει προτεραιότητα γιατί εκτιμάς αυτόν που στο προσφέρει-προτείνει.

Εν ολίγοις: Ευχαριστώ το «Με τα λόγια γίνεται» γιατί δεν γνώριζα τη Μαντώ Αραβαντινού. Και παρότι δεν μπορώ να πω αβασάνιστα και από την αρχή της «γνωριμίας» ότι έγινε ξαφνικά η αγαπημένη μου ποιήτρια, δεν παύει να είναι μια ανακάλυψη που με χαροποίησε ιδιαίτερα. Επίσης ανακάλυψα ότι νόμιζα πως μου αρέσει η Χατζηλαζάρου, η οποία τελικά δεν μου αρέσει ιδιαίτερα. Επίσης, θυμήθηκα ότι η Αξιώτη δεν μου ταιριάζει πολύ παρότι με έχει συγκινήσει, και ότι η Πολυδούρη με εκνευρίζει μεν, αλλά ακόμα και τα αφελώς αποκαλούμενα γλυκανάλατα ποιήματά της μου μεταδίδουν έναν αθεράπευτο ρομαντισμό και συχνά δεν μπορώ να της αντισταθώ.

Σας τα λέω έτσι μάλλον απλοϊκά και επιγραμματικά για να εξηγήσω τον λόγο για τον οποίο μοιράστηκα και στις τέσσερις: γιατί μεγάλο πάθος όπως καταλάβατε δεν νιώθω για καμία. Αλλά αυτό, όπως και στις κάθε είδους σχέσεις, δεν είναι απαραίτητα κακό. (Γιατί κάποιος μπορεί να σκεφτεί: «Και τότε, τι ασχολείσαι μαζί τους;»). Πρώτα απ’ όλα, ως γνωστόν, δεν αρκεί το πάθος. Εξάλλου μην ξεχνάμε ότι το πάθος μπορεί να λειτουργεί αθροιστικά, χωρίς να πηγάζει απαραίτητα μόνο από ένα άτομο. Άλλο που όταν όντως πηγάζει μόνο από ένα, όχι απλώς είναι περισσότερο έντονο και απόλυτο αλλά κάνει ακόμα ουσιαστικότερη και την πρόσληψη κάθε εμπειρίας.

«πίναμε λίγη ρετσίνα και μεθούσαμε και στάζανε οι χάντρες του κομπολογιού έρως θα πεθάνω έρως θα πεθάνω μασουλούσα τα φυλλαράκια της αγριοπιπεριάς ο ήλιος βασίλευε με τη χλαλοή του δρόμου και τον κονιορτό μα τι σκίζεται έτσι μες στον λίβα ποιανού τρυφερότητα γδέρνουνε τώρα δε βλέπω τίποτε αυτή η αλμυρή ουσία στη γλώσσα μου δάκρυα είναι ή αίμα δεν ξέρω τίποτε άλλο δεν ξέρω να πω παρακάτω».

Στη συνάντηση λοιπόν αυτή, το λίγο που μπόρεσα να προσφέρω είναι ­ίσως μια μικρή εντύπωση, μερικές στιγμές από τις 4 ποιήτριες. Κάποιες λεπτομέρειες με οδήγησαν σε έναν συνδυασμό ο οποίος δεν περιέχει κανέναν δικό μου στίχο, και όμως, το αποτέλεσμα το νιώθω εντελώς δικό μου. Μιλώ για το ποίημα που σας διάβασα στην αρχή.

«Εντελώς δικό μου»: Το ίδιο ακριβώς που νιώθεις όταν ένας στίχος σου αρέσει πολύ και τον δανείζεσαι, τον «κλέβεις», τον εντάσσεις, πείτε το όπως θέλετε. Ή όταν είσαι πολύ ερωτευμένος και υιοθετείς μια συνήθεια, ένα τικ, ή ακόμα και το ποτό του αγαπημένου σου. Πείτε το αντιγραφή, πείτε το αδυναμία χαρακτήρα. Εγώ το βρίσκω γλυκό και τρυφερό και παρότι δεν του φαίνεται, μπορεί να φτάσει σε μεγάλο βάθος. Είναι μια εκούσια ή ακούσια ερωτική εξομολόγηση με πράξεις.

Επιστρέφω λοιπόν στις ποιήτριες, και συγκεκριμένα στη Μαντώ Αραβαντινού, η οποία πρωτοδημοσιεύει στα 36 (έχουμε και ίδια ηλικία εκδοτικού coming out). «Ό,τι συμβαίνει στην ποίησή της συμβαίνει υπό τη μορφή ενός ιδιότυπου εσωτερικού μονολόγου», σχολίασε ο Θεοδόσης Βολκώφ στην εκδήλωση των εκ. Γαβριηλίδη «Ποιητές στη Σκιά», το 2014 – το κείμενο του Βολκώφ δημοσιεύτηκε στο τ. 20 του περιοδικού «Νησίδες». Όχι απλώς συμφωνώ, αλλά προσθέτω ότι έχουν ένα ενδιαφέρον και ως θεατρικός μονόλογος ή μάλλον ως άσκηση υποκριτικής. Το πρόσωπο που μιλάει, χωρίς να επιδεικνύει κανενός είδους συναισθηματική φόρτιση, κινείται πολύ προσεκτικά στον χώρο και κάθε νέο στοιχείο του χώρου που μπαίνει στο ποίημα δημιουργεί μια σύνδεση με κάποιο κομμάτι της μνήμης. Πατώντας σε ένα-ένα αυτά τα μικρά νησάκια της πραγματικότητας που χρησιμοποιεί για να μετακινηθεί, το πρόσωπο αυτό προσπαθεί να ανασκευάσει ένα παρελθόν το οποίο μας αφήνει να καταλάβουμε ότι σιγά σιγά αγγίζει, όσο κι αν θολώνει στην πορεία.

Σαφής είναι η μνήμη εκείνης της ημέρας, ασαφής παραμένει η αίσθηση, εντελώς δεν την κατέχω. / Κατέχω τον χώρο. / […] / Απόγευμα ήταν, αυτό το θυμάμαι, αποπνικτικό και ζεστό, αγαπημένα πρόσωπα δύο / […] / Στην ανάμνηση ο χώρος ευρύνεται ελευθερώνει την κίνηση, πλαταίνει σε μάκρος, απλώνεται, προδίδεται λίγο. / Τα υπόλοιπα χάνονται στο ασαφές και εναλλασσόμενο γύρισμα επιθυμίας, ζέστης πολλής, υγρασίας, αφής.

 

Το ποίημα της Αραβαντινού δεν «δίνεται» ελεύθερα παρά διαρκώς σκαλώνει σε κάτι που λείπει, κάτι που δημιουργεί μια αντίσταση στην ανάμνηση-αφήγηση, αναχαιτίζοντας διαρκώς ‒ή μεταλλάσσοντας‒ την ορμή του συναισθήματος. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα μάθημα συγγραφής αλλά και συμπεριφοράς που ίσως μας οδηγούσε σε μεγάλες και ευχάριστες ανακαλύψεις.

 

*

 

Όλγα Παπακώστα

 

Μάτση και Μαντώ, Μαντώ και Μάτση

 

Πριν από χρόνια είχα γράψει ένα ποίημα για τη Μάτση Χατζηλαζάρου:

 

U M’) OASIS

 

Την είχα ξεχάσει τη Μάτση.

 

Πολλά χρόνια πριν

Την είχα διαβάσει

 

Και νόμιζα πως δεν

Την χρειαζόμουν πια.

 

Την τύλιξα σ’ ένα χαρτί

Και του την χάρισα.

 

Τι αποκοτιά!

 

Τώρα που γυροφέρνω

Στο κλουβί μου

 

Πάλι σε εκείνη καταφεύγω.

 

Ω, Μάτση, Μάτση,

μάγισσα!

 

Δώσ’ μου τη δύναμη

Να αντέξω αυτόν τον πόνο.

 

Ξέρεις εσύ

Πόσο θα αργήσει να περάσει.

 

*

 

Χάρη σ’ αυτό το ποίημα, επειδή η Μάτση είναι μάγισσα, όπως είπαμε, απέκτησα ένα κολλιέ που το είχε φτιάξει η Μάτση Χατζηλαζάρου με τα ίδια της τα χέρια. Για το αφιέρωμα του [μτλγ] επέλεξα ένα απόσπασμα από την ενότητα « Ο ΠΟΥΜΑΣ, Ήταν κι η στέρηση σύντροφος»:

Α η απελπισία του κάτισχνου Πούμα σαν περιφέρεται ακατάπαυστα μες στο κλουβί του και ρουθουνίζει από πάνω ως κάτω καθένα απ’ τα κάγκελά του και περπατάει κατά μήκος του τοίχου για να φθάσει ως το βάθος της φυλακής του όπου κάθε φορά μπήζει μια φωνή τόσο διαπεραστική και παράξενη που την ξανακούω ακόμα μες στην τάφρο μου

Το ποίημα, βέβαια, αναφέρεται στην ερωτική στέρηση, το βρήκα, ωστόσο, ταιριαστό με την συνθήκη του υποχρεωτικού εγκλεισμού που βιώσαμε όλοι στη διάρκεια της καραντίνας. Σε ένα άλλο απόσπασμα της ίδιας ενότητας, υπάρχει μια ερωτευμένη που περιμένει να επιστρέψει ο αγαπημένος της και σχεδόν παρανοϊκά τον ταυτίζει με οποιονδήποτε άντρα ακούει να έρχεται:

Ήταν η ώρα του φαγητού σε ένα ελληνικό χωριό έκανε ζέστη απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο ακούγαμε τα σταματήματα και τα ξεκινήματα των τζιτζικιών όταν αναστατώθηκα από έναν άλλο θόρυβο

ένας άντρας που περπατούσε μπρος στο σπίτι έβηξε κι αυτός ο βήχας του καπνιστή μού ‘τανε τόσο κοντινός όσο και το θρόισμα του δικού μου

κορμιού

πώς αυτός

μα αυτός είναι ήρθε να ξανασμίξουμε εσύ μου ξανάρχεσαι εσύ μ’ αγαπάς ακόμα εσύ με γυρεύεις όχι δεν είν’ αλήθεια ναι είναι αλήθεια πρέπει να μάθω ξανά να μην τα υποψιάζουμαι όλα έχω ακόμα το δικαίωμα να πιστεύω στον έρωτά μου για να με ξαναβρεί διέτρεξε όλες τις αποστάσεις

όλα τ’ απραγματοποίητα

θαμπωμένη από χαρά σηκώνουμαι απ’ το τραπέζι και ορμώ προς την είσοδο σταματώ στο κατώφλι της πόρτας

μόλις πρόλαβα να δω έναν άγνωστό μου χωρικό που γύριζε απ’ τα χτήματα κρατούσε πάνω στον ώμο το φκυάρι του είχε ύφος τέλεια αποσταμένος

Σε μια παλιά της συνέντευξη στην Ελευθεροτυπία είχαν ρωτήσει τη Τζένη Μαστοράκη σε τι διαφέρει μια ποιήτρια από έναν ποιητή κι εκείνη είχε απαντήσει ότι ένας ποιητής αποκλείεται να βρει τον εαυτό του σε μια ανθολογία αντρικής ποίησης ή σε ένα αφιέρωμα στην αντρική ποίηση. Το λέω αυτό επειδή η Μάτση, μια ποιήτρια πολύ τολμηρή που στάθηκε ισότιμα απέναντι στους άντρες ομότεχνούς της σε μια εποχή κατά την οποία ο μοντερνισμός, για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, είχε σχεδόν πάντοτε ανδρικό πρόσημο, καθιερώθηκε ως η κατεξοχήν «θηλυκή» μας ποιήτρια – και δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό για μας ή για τη Μάτση.

Πάντως, όταν χρειάστηκε να την ζευγαρώσω με κάποιο άλλο από τα «4Μ» της εκδήλωσης, ενώ αρχικά είχα στο νου μου την Πολυδούρη, προς μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα ότι ο συνδυασμός καθόλου δε λειτουργούσε. Προτίμησα λοιπόν να στραφώ στον αυστηρό, γεωμετρικό και, εκ πρώτης όψεως, ελάχιστα συναισθηματικό κόσμο της Μαντώς Αραβαντινού:

Η ευθεία εγγράφεται στον ατέρμονα χώρο.

Η ευθεία δεν καθορίζεται στον ατέρμονα χώρο.

Την ευθεία καθορίζουν δύο ανεξάρτητα μεταξύ τους σημεία.

Τα επί της ευθείας σημειωθέντα σημεία προϋπήρχαν στο χώρο πολύ προ της εγγεγραμμένης ευθείας.

 

Τα σημεία τα ονομάζω Α και Β.

 

Τα δοθέντα σημεία καθορίζουν τη μνήμη, την ευθεία και μένα.

 

Κινούμαι στην εγγεγραμμένη της δοθείσης ευθείας. Κινούμαι μόνο στην κεχαραγμένη της δοθείσης ευθείας. Κινούμαι σε εκ των προτέρων καθορισμένα χρονικά όρια μεταξύ των σημείων της δοθείσης ευθείας. [ Γραφή Β’ ]

Σημειωτέον ότι τη Μάτση Χατζηλαζάρου την αποκαλώ «Μάτση» από τα φοιτητικά μου χρόνια, ενώ τη Μαντώ Αραβαντινού, αν και την αγαπώ πολύ, δυσκολεύομαι να την αποκαλέσω απλώς «Μαντώ», η ποίησή της έχει μια αυστηρότητα που με αναγκάζει, συνήθως, να χρησιμοποιώ ολόκληρο το ονοματεπώνυμό της. Το απόσπασμα με τον Πούμα που τριγυρνάει στο κλουβί του, για κάποιο λόγο, μού φάνηκε ότι βρίσκει την τέλεια συνέχειά του στην προδιαγεγραμμένη, απελπισμένη κίνηση του αποσπάσματος της Αραβαντινού και, όλως παραδόξως, αυτά τα δύο ποιήματα έγιναν στο μυαλό μου ένα. Αλλά και οι δύο ποιήτριες, σα να έπεσε η εικόνα της μιας πάνω στην εικόνα της άλλης, έγιναν, επίσης, μία γυναίκα.

Αυτή η γυναίκα θα μπορούσε ίσως να είναι και η γυναίκα Αράχνη-Εικόνες από το ομώνυμο ποίημα της Μάτσης:

Γνέθοντας πολύ γρήγορα την κλωστή της κατεβαίνει κι έπειτα σταματάει

είναι κρεμασμένη εδώ ακριβώς

 

(Στο κολιέ που είχε φτιάξει εκείνη με τα ίδια της τα χέρια.)



*

Άννα Γρίβα. Γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε Φιλολογία και Ιστορία της Λογοτεχνίας σε Αθήνα και Ρώμη. Έχει εκδώσει πέντε βιβλία ποίησης· πιο πρόσφατο: Δαιμόνιοι (2020).

Κατερίνα Ηλιοπούλου. Έχει εκδώσει πέντε βιβλία ποίησης (πιο πρόσφατο: Μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα, 2015)· ένα με διηγήματα (Δεν είναι ακόμα, 2019)· και συμμετάσχει σε δύο συλλογικά βιβλία δοκιμίων (πιο πρόσφατο: Τι μας μαθαίνει η τέχνη (2020)).

Ακριβή Κακλαμάνη. Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Κυκλοφορεί η πρώτη της ποιητική συλλογή, Μιλημένο νερό (2018). Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά “Ποιητική” και “χάρτης”. Διακρίθηκε στον 1ο και 2ο Διαγωνισμό Δημιουργικής Γραφής «Μίμης Σουλιώτης».

Κωνσταντίνα Κορρυβάντη. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες. Η πρώτη της ποιητική συλλογή, Μυθογονία (2015) τιμήθηκε με το βραβείο «Μ. Πολυδούρη» και με το Βραβείο «Γ. Αθάνα» της Ακαδημίας Αθηνών. Κυκλοφορεί το δεύτερο βιβλίο της ποίησης, Dyno: με τα ζάρια στον αέρα.

Θεώνη Κοτίνη. Γεννήθηκε στην Ηλεία. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές –πιο πρόσφατη: Ο χρόνος είναι (2020)– και την επιλογή από το έργο της Ζωής Καρέλλη, Κάθεται μοναχός ο διπλός τούτος άνθρωπος (2019).

Δήμητρα Κωτούλα. Κυκλοφορεί η τρίτη ποιητική συλλογή της, Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος, καθώς και η μετάφρασή της του τελευταίου βιβλίου τής Λουίζ Γκλικ σε συνεργασία με τον Χάρη Βλαβιανό.

Iφιγένεια Ντούμη. Γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε Αγγλική Φιλολογία, Λογοτεχνική Μετάφραση και Υποκριτική. Το βιβλίο της Love me tender κυκλοφόρησε το 2018.

Όλγα Παπακώστα. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, Όχι ακόμη Κάρμεν (2013) και Μεταμορφώ[θ]εις (2018) και έχει μεταφράσει τις Τουσκουλανές Διατριβές του Κικέρωνα.