Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2023

ιανουάριος 2023 _ η πατρίδα μου με τα λόγια (γίνεται)


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μαρία Τοπάλη (επιμ.), Ένο Αγκόλλι, Βασίλης Αμανατίδης, Δήμητρα Κατιώνη, Μαίρη Κλιγκάτση, Δημήτρης Λεοντζάκος, Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος, Γεωργία Τριανταφυλλίδου, Γιώργος Χαντζής, Χάρης Ψαρράς,

 

Πώς με τα λόγια γίνεται η πατρίδα μου

 

Για την πρώτη εκδήλωση της δεύτερης δεκαετίας του «Με τα λόγια (γίνεται)», που έγινε διαδικτυακά στις 20 Ιανουαρίου του 2022, ο εμπνευστής και διοργανωτής των ομώνυμων εκδηλώσεων Παναγιώτης Ιωαννίδης μου ζήτησε να προτείνω και να αναλάβω να συντονίσω το σχετικό περιεχόμενο. Προσκάλεσα λοιπόν ποιήτριες και ποιητές που συμπεριλήφθηκαν στην ανθολογία καινούριας ελληνικής ποίησης Ποίηση με Πείσμα (Αντίποδες, 2020) και κατοικούν εκτός Αθηνών, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, να συνθέσουν ένα ποίημα με θέμα την πατρίδα και να προτείνουν ένα ομόθεμο ποίημα άλλης ποιήτριας ή άλλου ποιητή, είτε ελληνικό είτε μεταφρασμένο από τους ίδιους ή από κάποιον άλλον/η (οπότε και γίνεται ρητή αναφορά στην πηγή της μετάφρασης). Ανταποκρίθηκαν εννέα αλλά εξ αυτών η Γεωργία Τριανταφυλλίδου δεν στάθηκε δυνατόν να συμμετάσχει με βιντεοσκοπημένη απαγγελία στην διαδικτυακή εκδήλωση (την οποία μπορείτε πάντα να ανακαλείτε εδώ: https://youtu.be/F5k0RDQp13o). Πιο κάτω, δημοσιεύονται όλες οι συμμετοχές σε γραπτή μορφή. Η σειρά είναι γενικά αλφαβητική και ακολουθεί, ανά ποιήτρια/ποιητή, τις δικές της/του επιλογές. Ευχαριστώ και από εδώ τον Παναγιώτη Ιωαννίδη για την πρόσκληση και τις ποιήτριες και τους ποιητές που συμμετείχαν.

 

Μαρία Τοπάλη

 

*

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΝΟ ΑΓΚΟΛΛΙ

 

Κρυφτό

 

Σ’ αυτό το δάσος έρχομαι μόνο νύχτα

Παίζω ερήμην μια καληνύχτα πώς ξέρω αν θα τους

Βρω να λένε να λέω μόνο ξέρω να μεθώ και να

Να ένας, να ψάχνω, τα κεφάλια, να ψάχνω καθώς προβαίνω ή

Ανεβαίνω πέντε δέκα δεκαπέντε είκοσι εικοσιπέντε τα κεφάλια

Τα νηφάλια της παιδικής μου ηλικίας δόντια

Που δεν έπεσαν ακόμα στα πατώματα

Με τον Ηλία πια σαν πτώματα πια δε μιλιόμαστε

Έξω απ’ τα δόντια μόνο εκτός δε βγαίνω

Στο μέτρημα δε βγαίνω δε μου βγαίνουν οι φιλίες οι ανάλατες, οι ομιλίες οι ανάλεκτες

Οι τριάντα τριάντα πέντε σαράντα διάστικτες από τις φυλλωσιές

Ματιές των κρεμάμενων από τα δέντρα των γονιών μου

Οι κεφαλές τους να προδίδουν τους

Κρυψώνες ενώ βρέχει και κανείς από τους παίχτες δε βρίσκει το δέρμα του

Κρυώνουμε, αλλά όσο είμαστε μαζί ας κρυώνουμε

Τις μοναξιές μας φέραμε εδώ να παίξουμε, όχι τις εαυτές μας

Σ’ αυτές θα επανέλθουμε ίσως μεθαύριο λιγότερο κρυφοί απόψε

Να βραχούμε στις φωνές των ευρέτρων

Του δάσους αυτού του ατελείωτου σαράντα πέντε του ασύμπτωτου μ’ αυτά που θυμάμαι

Μ’ αυτά που έχω φυλάξει και φιλήσει

Σ’ αυτό το δάσος δεν κρυβόμαστε ακριβώς, ούτε φιλιόμαστε

Έχουμε θάψει όσα φιλιά πενήντα δε μας δόθηκαν δε

Μένω άλλο βγαίνω εδώ ήρθα μονάχα γιατί νόμισα, φευ,

Πως ήξερα –

Τι να την κάνω την ξελευτερία μου

 

*

 

James Merrill

 

To My Greek

 

 

Αγαπητόμουκαρύδι,

Άθραυστο απ’ τη μικροδιαφορά ή τον αντίλογο,

Φάε με τα δάχτυλά σου, φόρεσε τις φόρμες σου στο κρεβάτι,

 

Κάτω απ’ το δέρμα μου μείνε γυμνό. Άσε παρελθόν και μέλλον

 

Να σαπίσει πάνω στα χείλη μας, τον ωκεανό να κληρονομήσει

Εκείνα τα χάρτινα εκατομμύρια. Ας μην υπάρχει λέξη

Για το δίκαιο, τον θρήνο, τη σύμβαση· εσύ να ‘σαι η σύμβαση—

 

Καλά, κακά, καλό-κακό, κακατού-ρακός

 

Ακτογραμμή λευκών άγραφων ορμίσκων

Ήδη σπαρμένη μ’ ασυγχρόνιστη ηχολαλία.

Απαγόρευση Αλάτι Φιλί Ντουλάπα Πόδι Σύννεφο Ροδάκινο

– Ονόμασε, το, το πιγούνι μου στάζει ζάχαρη. Ακτινοβόλος αλτήρας, κάθε

 

Μεσημεριανό μενού και μικροκουβεντούλα σ’ αφήνουν

 

Πιθανότερο, κάθε ηλιοβασίλεμα χάσκει πιο μακριά,

Μαλλιά στα μάτια, κεφάλι σκυμμένο πάνω απ’ το γρατσουνισμένο

Λεξικό, περνά καρδιά έτοιμη να αποτύχει

Αυτό ή εκείνο τον τρόπο του είναι μαζί

 

Χωρίς συζεύξεις. Και όμως

 

Φοβάμαι για μας. Νύχτες πέφτουν

Εμείς τιναζόμαστε στον αέρα τυφλά, βουτηγμένοι στην αξιολογητική της

Αντηλιά, η Σίβυλλα όπου στρέφομαι

 

Όταν όλα τ’ άλλα με προδίδουν, όταν κι εσύ.

 

Η μητρική γλώσσα!

Ταπαραμικρά της ολισθήματαένας καθρέφτης τα στιλβώνει,

Οι αυτοματισμοί της και ο νους μου είναι ένα.

Αρχαία με λέπια ασημο-γάλανα,

 

Τι θα μπορούσε να σε κάνει; Το κοκτέιλ της ιδρώνει

Από λόγο: η ομιλία θα αναδυθεί απ’ αυτήν,

Πέρααπ’ την κατανόησή σου,

Όπως το αίμα σε χαστουκισμένο πρόσωπο, τσουχτικά ταιριαστή

 

Αν όχι ανεπανάληπτη, τόνους που κάποιος ξεχνά

 

Ακόμη κι όταν κάποιος αλλάζει για πάντα χάρη σ’ αυτούς,

Φλέβες που διακλαδίζονται σαν ένα κρύο κοράλλι,

Κοινοτοπίες που λοξοδρόμησαν σε κοινά τοπία,

Δάκρυα, ασυνάρτητο τέχνασμα,

 

Ταραχή στο βωμό, κομμένο γυαλί και οπαλίνα

 

Σχολεία που ξεπηδούν μέσα απ’ τη θορυβώδη σπηλιά

Όπου κοιμάται ο θησαυρός των σκουριασμένων μου λατινικών,

Τα οστά, τα καθαρισμένα έως το κόκαλο, των ιταλικών μου,

 

Όπου κάποιο πρωί μπορεί κατά

 

Πληκτικά εύκολα να βρει το λαρύγγι της σχισμένο με το ίδιο ουράνιο

Τόξο ένα απλό σαββατοκύριακο μαζί σου δωρίζει

Στα βιβλία, στη ζωή (ό,τι χρειαστεί για να αποφύγουμε

Εκείνη την τελική μεθυσμένη προφητεία όπου,

 

Μην έχοντας την χάρη της, εσύ σειρήνα μου ορθώνεσαι

 

Ανδρεία, εξυπηρετική, γκρίζα,

Μια φωνακλού με σάλια σε ιδίωμα τέταρτου χεριού

Εκτοξεύοντας τις απόψεις μου σε γη και ουρανό)—Αχ,

 

Το να επιλέγεις τον δρόμο της λίγης γνώσης.

 

Εμπιστευτήκαμε τη χρήση τους ενός στον άλλον

Ευγενικά εκτός από στιγμές μεγάλης ανάγκης,

Έλα βάλε το λογο-ροδάνι κάτω

Και φίλα το στόμα μου παρά το πόδι μέσα του.

 

Άσε τα σχολιαρόπαιδα ν’ αψηφούν τα ρηχά της. Απλό

 

Ρυθμικό γαλάζιο επιπλέουν αυτοί αρκετά παραπάνω από

Εκείνα τα βαθιά ο επιπλέων

Ζει, όταν ζει, μόνος σε ήχο και ηχώ.

 

Η γυμνότερη λέξη ας είναι αυτό που λέω μέσα σου εγώ.

 

*

 

Ο Ένο Αγκόλλι γεννήθηκε στην Αλβανία το 1994 και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Έχει σπουδάσει φιλοσοφία στα πανεπιστήμια του Σικάγο και του Κέιμπριτζ, και εκπονεί διδακτορική διατριβή στο ίδιο αντικείμενο στο πανεπιστήμιο του Νοτρ Ντέιμ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Ποιητικό Αίτιο (Εκδόσεις Εντευκτηρίου, 2015) για την οποία τιμήθηκε με το Βραβείο Βαρβέρη, καθώς και ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά. Ζει στις ΗΠΑ.

 

~

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ

 

 

[ πατριδογνωσία: ελλάδα ]

ή

[ τον εαυτό μου ]

 

 

«Τὸ πιὸ ἀγαπημένο ἔθνος εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν θὰ ἐπιβιώσει παραπάνω ἀπὸ ἐσένα κι ἐμένα, μιὰ κοινὴ κίνηση στὸ ἔλεος τοῦ θανάτου καὶ τοῦ χρόνου: ἡ αὐτοσχέδια περιπέτεια.»

 

Thomas Pynchon, Τὸ οὐράνιο τόξο τῆς βαρύτητας

 

 

i.

 

ω, ξειν’, αγγέλλειν

ότι η πόλη έχει μεγάλη ιστορία

χρόνια ελληνιστικά ρωμαϊκά μεσαιωνικά χρόνια

τουρκοκρατία απελευθέρωση από

κάτι υποδούλωση σε κάτι

νεότερη νεότατη

ιστορία

 

όχι αναγκαστικά με αυτή τη σειρά

 

και ότι η πόλη έχει ακόμη

μεγαλύτερη ιστορία από όλα αυτά

 

ότι αυτά είναι μόνο ένα κομμάτι της

–αυτό είναι προφανές–

κομμάτι τής

μητέρας της μητέρας (της μητέρας

της μητέρας της μητέρας

της μητέρας

 

μου

 

που ’χε και εκείνη δυο αδερφές

κι έναν μικρό αδερφό χαϊδεμένο

που πέθανε από το συκώτι του μες σ’ ένα μήνα

πρώτος

και τήδε τώρα μαζί του κείμεθα

τοις τίνων ρήμασι

τοις τίνων ήπασι πειθόμενες

 

 

 

ii.

 

παιδί μου

να κοιτάζεις

μόνο τον εαυτό σου

στους ανθρώπους εμπιστοσύνη

να μην έχεις

 

εδώ μόνον εμείς είμαστε μαζί

ο ένας για τον άλλον

εμείς μόνον ο ένας

για τον άλλον και

ο άλλος για τον έναν

ο ένας χωρίς τον έναν

για τον άλλον χωρίς

τον άλλον

εδώ μόνον εμείς μαζί χωρίς

τον έναν και τον άλλον

ο ένας για τον άλλον μία

γροθιά ενωμένη

διαλυμένη ο ένας για

τον άλλον απ’

τον άλλον. Και ούτε

καν εμείς. Γι’ αυτό

στους ανθρώπους

εμπιστοσύνη να

μην έχεις τον εαυτό σου

μόνο κοίτα να

κοιτάς

παιδί μου

 

 

*

 

 

Björk

 

 

[ το τραγούδι άγκυρα ]

 

 

ζω πλάι στον ωκεανό και

τη νύχτα

βουτάω μέσα του

 

βαθιά προς τον βυθό

κάτω από ρεύματα, μακριά,

και την άγκυρά μου ρίχνω

 

εδώ: εδώ εγώ μένω

 

εμένα το σπίτι μου είν’ εδώ[1]

 

~ από τον δίσκο Debut, 1993

 

*

 

Ο Βασίλης Αμανατίδης (1970) είναι ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, περφόρμερ. Από το 1999, έχει εκδώσει εννέα βιβλία ποίησης (πιο πρόσφατα: «∞: αποκατάσταση», 2022), καθώς και τη συγκεντρωτική επανέκδοση των διηγημάτων του στον τόμο "Πλαγκτόν: οι ιστορίες", 2019. https://nefeli.fairead.net/amanatidis

 

~

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΑΤΙΩΝΗ

 

Η Ελλάδα είναι μια χώρα μυθική.

Υπάρχει μόνον εντός της τέχνης της.

 

 

Ξήλωσαν

το σκιάχτρο τελετουργικά, το ξάπλωσαν πάνω στο ξερό χορτάρι, άρχισαν να το σέρνουν στον κάμπο, κρώζοντας γοερά. Δυόσμε, λουίζα και βασιλικέ, μας σπάσατε τη μύτη, έψαλλαν. Τα κοράκια είχαν Μεγάλη Παρασκευή.

 

Λιποταξία

Το μισό πέλαγο του ποιητή χάρισμα, το μισό του οχτρού, ευτυχώς χαρίσαμε το ίδιο μισό κι εμείς, αν υπάρχει εμείς, ας πλατσουρίζουμε σε ό,τι απόμεινε,  χωρίς να αυτοκτονούμε σε καμία γλώσσα και για καμία γυναίκα.

 

Για τον πόλεμο

χρειάζεται μόνο φόβος. Ούτε εχθρός, ούτε λόγος. Χρειάζεται και σιωπή. Απόλυτη. Ούτε μιλιά, γιατί εξανθρωπίζει, δηλαδή συνανθρωπίζει. Ούτε τραγούδι, γιατί θεώνει, δηλαδή παρηγορεί και μικραίνει. Ο πόλεμος θέλει και κάτι μεγάλο που να πεθαίνει. Μεγάλο πράγμα που πεθαίνει είναι και η αγάπη. 

 

Αίμα

δάκρυα, μελάνη χύνονται ανά τους αιώνες για να καλύψουν τις οσμές από τις πραγματικές μας εκκρίσεις.

 

 

Μοιάζουν

με ξερόκλαδα ή με πέτρες. Σταμάτησες να επιθυμείς. Τα κόκκαλά σου μπορούν να διαλέξουν ήρεμα τους συγγενείς τους.

 

Η ουρά του σκύλου

είναι δείκτης συναισθήματος και μόνον αυτό. Ως εκ τούτου, η ουρά του σκύλου ελλείπει στον άνθρωπο, ο οποίος κυματίζει τη δική του ουρά για πάμπολλους λόγους, ένας από τους οποίους είναι ότι η ουρά του ανθρώπου είναι αόρατη. Η αρχή αυτή βρίσκει εφαρμογή και στις σημαίες.

 

Αναθεωρώντας

τη μετάφραση των σύννεφων, εβδομήκοντα τον αριθμό και πάντα σε καταιγίδα διατελών, ευχήθηκα να μεταμορφωθώ σε αυτήν τη σταγόνα που ξεχειλίζει ανά τους αιώνες τα δισκοπότηρα.

 

~ από το υπό έκδοση Ζώα – Φυτά

 

*

 

Παυλίνα Παμπούδη

 

Διεθνές Δίκαιο

 

Και ξαφνικά,

Δεν ήθελα πια τίποτα να ρωτήσω.

 

Σούλι, Ματζικέρτ και Θερμοπύλες

Σκρα, Σαγγάριος, Βερντέν, Μπακού

Και Σκόδρα,

Βελισσάριος, Αλέξανδρος και Νέλσον,

Καίσαρ, Χίτλερ και Βουλγαροκτόνος,

Κοσμοκτόνοι, αυτοκτόνοι, κτόνοι, κτήνη!

 

Οι γνωστοί, Φραντσέσκο, Νίκος, Μπρέντα,

Πάντα αιχμάλωτοι στην άδεια Βαβυλώνα

Και στους αιώνες των αιώνων ο Τυρταίος,

Σκαρφαλωμένος σ’ έναν πλάτανο να κρώζει.

 

Αχ, η άμμος η καυτή που προχωρούσαμε

Δεκατέσσερις χιλιάδες εξακόσιοι

Αρμένηδες ή Εβραίοι – δε θυμάμαι

Δε θυμάμαι παρά μόνο πως μια νύχτα

Ακούσαμε ένα πουλί ξετρατισμένο

Ίσως και να μην ήταν, μα σας λέω, τ’ ακούσαμε-

 

Και μόνο τότε, μόνο τότε

Κακιώσαμε με το Θεό

Που μας τα πήρε όλα και μας άφησε

Τα πουλιά.

 

«Γιατί;» είπαμε με θλίψη που δεν είχε θέση

Ύστερα πεθάναμε.

 

Ξανάρθαμε πενήντα χρόνια πριν

Τριάντα πιο μπροστά. Εξήντα.

 

Ποτέ δε γυρνούσαμε το κεφάλι.

Πίσω μας γίνονταν όλα αλάτι

Και προχωρούσαμε

Μεγαλώνοντας πάντα τη θάλασσα.

 

~ από τα Τιμαλφή, Αθήνα 2012

 

*

 

Η Δήμητρα Κατιώνη γεννήθηκε στην Καβάλα το 1983. Από το 2001 ζει στη Θεσσαλονίκη. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές.

~

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜΑΙΡΗ ΚΛΙΓΚΑΤΣΗ

 

Ingeborg Bachmann

 

[Παρίσι]

 

Πλεγμένοι στον τροχό της νύχτας

κοιμούνται αυτοί που χάθηκαν

κάτω στους βουερούς διαδρόμους,

κι όμως, όπου εμείς είμαστε, είναι φως.

 

Μιαν αγκαλιά λουλούδια

μιμόζες των παλαιών καιρών·

χρυσάφι από γεφύρι σε γεφύρι

στο ποτάμι πέφτει απαλά.

 

Κρύο το φως,

πιο κρύα ακόμη η πέτρα μπρος στην πύλη,

και του πηγαδιού οι κάδοι

άδειασαν πια ώς τη μέση.

 

Τι θα γίνει αν κάποτε,

από νοσταλγία βαθιά πληγωμένοι,

μείνουμε εδώ ρωτώντας: τι θα γίνει

εάν αντέξουμε την ομορφιά;

 

Στο άρμα του φωτός ανυψωμένοι,

και ξύπνιοι ακόμη, χαμένοι είμαστε

στους δρόμους των αγγέλων εκεί πάνω,

κι όμως, όπου εμείς δεν είμαστε, είναι νύχτα.

 

~ Ο Δανεισμένος Χρόνος (1953) από την έκδοση Να λέω Λόγια Σκοτεινά, μτφρ: Ντ. Σιδέρη-Speck, Νεφέλη, Αθήνα (2007), σελ. 61

 

*

 

Μαίρη Κλιγκάτση

 

[Non est salus nisi in fuga]

 

Δεν υπάρχουν τα σπίτια που κατοικήσαμε,

οι πόλεις που ζήσαμε,

βραδιές στο Quartier latin

μοναχικοί περίπατοι στη Ruhrgebiet και την Κολωνία·

δεν υπάρχουν τα τραπέζια της πόκας,

τζόγος και ποντάρισμα

όχι από συνήθεια αλλά από εαυτό·

δεν υπάρχουμε εμείς που παίξαμε,

εμείς που αρθρώσαμε «δεν παίζουμε».

Και χάσαμε.

 

Δεν υπάρχει μεταξύ μας

αυτό που λέμε διαβεβαίωση για αρμονική συμβίωση·

ό,τι προσημαίνει εαυτό

και οι σημάνσεις των δρόμων:

το κόκκινο το πράσινο πάντα περισπασμός·

δεν υπάρχουν εαυτοί κανονάκια, σημαίες σε παρελάσεις:

«ας δώσει ο αφέτης επιτέλους το σύνθημα».

 

Ας δούμε:

τίποτε από όλα αυτά δεν υπήρξε στ’ αλήθεια ούτε και είναι.

 

Ξέρεις,

νόμιζα ότι θα γεράσω περιγράφοντας αυτά που αγγίζει η γλώσσα,

και ό,τι με τη γλώσσα μου αγγίζω

θ’ αρθρώνω.

Γελάστηκα.

Έλεγα: η γλώσσα είναι

Έλεγα: η γλώσσα

 

Ούτε η γλώσσα ούτε η ομορφιά

με προειδοποίησαν εγκαίρως για κάτι.

Ας είναι, λες, ας είναι.

Αλλά ήταν γλυκόπικρες· στιγμές γλυκόπικρες.

 

Ευτυχώς

η Βοημία θα παραστέκει πάντα στη θάλασσα

και πάντα η Undine θα υπολείπεται και θα φεύγει

ψάχνοντας έναν

λαχνό φωτιά

κι αυτόν που φεύγει.

Θα φεύγει η Undine και πάντα θα ‘ναι τριάντα χρονώ.

 

Terra nova… ultima speranza

Terra nova… non est salus nisi in fuga

 

Απόψε θα ‘θελα να ‘μαι γραμμένο λεξικό

και να με ξαναράψεις πάνω μου

Κι όταν ξαναγραφτεί το ultima speranza

ας με ρωτήσουν για τη γλώσσα·

για το ποιος την πήγε παραπέρα

και ποιος την μίλησε

και πού θα ζήσουμε δυσμενέστερα, ευτυχέστερα·

πώς κι αν θα μπορέσουμε.

 

Αλλά ας ζήσουμε πρώτα. Μετά οι ερωτήσεις. Μετά που (ίσως και πού).

 

Κι ας τότε τίποτε όρθιο μην μείνει: μπαρ, σπίτια, ξενώνες πλάκες πεζοδρομίων λεξούλες χρυσάνθεμα. Να ζήσουμε, κι ίσως τελικά τότε πατρίδα και γλώσσα χαθούν, πριν καν εμείς μάθουμε από γεωγραφία.

 

Ας χαθούν.

 

*

Σημείωση: Böhmen liegt am Meer”: Η Ντάντη-Σιδέρη Speck υπογραμμίζει στο σχολιασμό της έκδοσης στην οποία συμπεριλαμβάνεται και το ποίημα “Paris” πως στο κείμενο Undine geht το ποιητικό εγώ αποσύρεται στο νερό, στο «πράσινο σπίτι». «Αγαπώ το νερό… το πράσινο του νερού λέει η νύμφη του νερού, η Ούντινε, «αυτό το υγρό όριο ανάμεσα σε μένα και μένα». Το «όριο» ως «τόπος» διατρέχει όλο το έργο της: «Συνορεύω ακόμη με μια λέξη και με μια άλλη χώρα / συνορεύω, κι ας είναι λίγο, με όλα όλο και πιο πολύ». [...] Η χώρα της ουτοπίας, το «παράδοξον» μιας Βοημίας που βρίσκεται πλάι στο νερό, ο Βοημός, ο Vagant, είμαστε όλοι Βοημοί σε συνεχές ταξίδι, χωρίς να μας «δεσμεύει» τίποτα με ένα μόνο χάρισμα: να βλέπουμε «απ΄τη θάλασσα» τη χώρα που νοσταλγούμε. Η ίδια η Bachmann, μάλιστα, σε συνέντευξή της το 1964 είχε δηλώσει, πως η Ούντινε δεν είναι γυναίκα αλλά η Τέχνη.  (Από τις σημειώσεις τις Ντ. Σιδέρη-Speck στην προαναφερθείσα έκδοση Να λέω λόγια σκοτεινά, σελ. 194-195, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα: 2007)

 

*

 

Η Μαίρη Κλιγκάτση έχει εκδώσει δύο ποιητικά βιβλία: Πλευρικά (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015) και Νυμφώνας (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2018). Ζει στη Θεσσαλονίκη.

 

~

 


 

 

 

 

 

 

 

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

 

Πατρίδα μου είναι το σώμα

 

Πατρίδα μου είναι το σώμα.

 

Το σώμα μου συμβαίνει

Απειθαρχεί. Προκύπτει

 

Στο ταξίδι του χρόνου.

 

Ό,τι αγγίζει, ό,τι σκέφτεται

Ό,τι αλλάζει

Αυτό με ορίζει.

 

Σώμα, σώμα

σώμα:

 

οροσειρές, πεδιάδες, ρευστά

του χρόνου, ρευστά

της μνήμης,

ταυτότητες

γεγονότα,

συμβάντα

καθημερινά,

μεταμορφώσεις

 

Έτσι

Προκύπτω.

Εκβάλλω

Κτίζω

Ανατρέπω

Συντονίζω

Ονομάζω

Ονειρεύομαι

Ταξιδεύω

Σπασμένος

Ταξιδεύω

στο

Χάος

Χάος

Χάος

 

Τώρα

To πρωινό φως

Αγγίζει τα πόδια μου,

 

Συντροφιά στο δέρμα

Η ζέστη

γειτνιάζει.

 

Καλημέρα, νέο σώμα,

καλημέρα

 

*

 

Zoë Skoulding

 

Θεοδόλιχος

 

Ένα κεφάλι από χιόνι σε βουλιαγμένο μαξιλάρι

Ανασαίνει υψόμετρα.

 

Ο αέρας γεμίζει με λέξεις, μια φωνή

Πίσω από το συριγμό του οξυγόνου

 

Πίσω από τον κόσμο που διολισθαίνει.

Η βαθμονόμηση κάθε συλλαβής

 

Μετράει την καμπυλότητα της γης·

Η θερμοκρασία μεταβάλλεται, το μέταλλο διαστέλλεται

 

Και συστέλλεται. Σε αντιπαράθεση με τον εαυτό τους,

Τα σταθερά γίνονται ασταθή.

 

Αυτή η τοπική γνώση – οι μεταβαλλόμενες καμπύλες

Του στρώματος, η άνοδος και η πτώση

 

Των σεντονιών, τα μίλια

Μέσα στα κλειστά βλέφαρα –

 

Πρέπει με κάποιο τρόπο να αντιστοιχούν

Στην επιφάνεια της θάλασσας, στο σημείο αναφοράς, να μένουν μέσα στις

συντεταγμένες

 

Καθώς ένας πλανήτης επιβραδύνεται κάθε γωνία

Διαστρεβλώνει τον υπολογισμό του άυλου

 

Σε ψηλά βουνά

Ή σε μακρινά σύνορα.

 

~ μετάφραση: Ελένη Ηλιοπούλου, «ΦΡΜΚ», τεύχος 6


*

 

Ο Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος ζει στο Λονδίνο από το 2010. Κυκλοφορούν πέντε βιβλία ποίησής του, τέσσερα στα ελληνικά και ένα στα αγγλικά, ενώ ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες και συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και περιοδικά στην Ελλάδα και το εξωτερικό.Performances του έχουν παρουσιαστεί στο 62ο και 64οΦεστιβάλ Φιλίππων, το ΜΟΜus – Πειραματικό Κέντρο Τεχνών, το Ευρωπαϊκό Φεστιβάλ Ποίησης στο Λονδίνο, κ.ά.

www.neofuturist.co.uk

~

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΕΟΝΤΖΑΚΟΣ

 

Ακουμπώντας βουβά στο σκοτάδι

 

"...doch wo wir nicht sind, ist Nacht."

Paris, Die gestundete Zeit, Ingeborg Bachmann, 1953

 

1.

Η σχέση που έχει ο χρόνος με την όραση: έστω ακαριαία και η θεότητα βλέπεται για ένα ελάχιστο κάτι γυμνή. Πριν κατασπαραχτεί η ευκαιρία απ’ τα σκυλιά της αύτανδρη.

 

2.

Και αίφνης αντιλαμβάνεσαι γιατί ‒ τουλάχιστον από την γέννηση του Hölderlin και μετά ‒ κανένα βιβλίο δεν είναι πλέον παραλληλόγραμμο. Αλλά μήπως έγραφε ποτέ και τίποτε άλλο εκτός απ’ την τρέλα; Ρασιοναλισμός: η αέναη προσπάθεια να τετραγωνίσουμε μερικά σύννεφα. Μπράβο μας.

 

3.
Αιτιότητα, είδος ελεύθερης πτώσης που από ένα υψόμετρο και πάνω σπαρταρά όπως στα νύχια της οχιάς ο χρόνος.

 

4.

Περίμενε: κοίτα σταθερά προς την μεριά του ερχόμενου. Και οι λέξεις – θα δεις – θα μπουν μαγικά στη σειρά που του πρέπει.

 

5.

Εάν δεν χαθεί κανείς μέχρι τα πέρατα του ζόφου, τα τέρατα του καθαρτηρίου, δεν μπορεί να βάλει στη σειρά τις λέξεις.

 

6.

Η αθάνατη ζωή της τέχνης: εάν ο Άδης ήταν χρώμα όλες οι λέξεις θα ήταν άγρια σύννεφα στα εικαστικά μας μάτια.

 

7.

Πανσέληνος: μας εκπαιδεύει το ανοίκειο με λίγο φως.

 

8.

Πατρίδα μου είναι η βροχή. Αυτή η πτώση, η υγρασία. Η άστατη αυγή.

 

9.

Στα ολομόναχα μάτια ενός αίγαγρου η αιωνιότητα παίρνει μόνο τις σωστές της διαστάσεις.

 

10.

Κεντήματα χάους, άφωνα άστρα. Καληνύχτα σας.

 

*

 

Νίκος Εγγονόπουλος

 

Αρκεσίλας


                                                           ...fuyard que je connais aux traces de tes larmes.
                                                                                                       Marie
-Jeanne Durry

 

έφυγε
και τονέ βλέπω
ν' απομακρύνεται
κατά μήκος
της ερήμου λεωφόρου
και κάθε τόσο γυρνάει
και μας χαιρετά
δι' ανεπαισθήτου κινήσεως των βλεφάρων
ώς ότου
‒ λίγο-λίγο ‒
το καραντί του
να χαθή
να σβύση
στο βάθος του ορίζοντος

έγραψε

στο γράμμα του
έλεγε ‒ ανάμεσα σ' άλλα ‒
πως αγαπάει
τη
βροχή

«είμαι Έλλην
‒ είναι τα λόγια του ‒
πατρίς μου και μητέρα μου
η
βροχή»

«σαν με προλάβη η βροχή
‒ συνέχιζε ‒
σαν με προλάβη
ολόγυμνο
στους δρόμους να γυρνώ
με ντύνει
‒ η βροχή ‒
μ' απίστευτης λαμπρότητος
και ποικιλίας
φορεσιές
και στήνει αέναα γύρω μου
ως προχωρώ
μυθώδους πλούτου
σκηνικά
και διακόσμους»

τώρα γυρνά στα «τέρματα»
μέσ' στην πολυκοσμία και τις μουσικές και τη λαϊκή χαρά
κι' ανακατεύεται
‒ γίνεται ένα ‒
με το πλήθος

κι' αισθάνετ'
άλλοτε
σα βασιλιάς αναμεσίς στους υπηκόους του
κι' άλλοτε πάλι
‒ ίσως την ίδια ακριβώς στιγμή ‒
σαν
άρχοντας εξόριστος
ανάμεσα
σε ξένους
‒ κι' άγνωστους ‒
λαούς

~ από την συλλογή Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω (1957)

 

*

 

Ο Δημήτρης Λεοντζάκος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1974. Μουσικός και ποιητής. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη.

 

~

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΟΥ

 

 

Αγαπώ τη θάλασσα
γιατί το Σιμιτλί  είναι χτισμένο στους ανατολικούς πρόποδες του Ιερού Όρους.
Η γιαγιά Ευανθία πηδούσε στις πλαγιές.
Ο παππούς Γιώργος μάζευε τον πρωινό ήλιο.
Κολυμπάω και συλλέγω τη θάλασσα που ανεβαίνει  λίγο λίγο
και  σκεπάζει το βουνό και σκεπάζει το νερό
κι αυτό το λένε ενστικτώδη σεβασμό των ορίων της δεκτικότητας:
έχω μια υγρή αγκαλιά για  ό,τι στέρεο εγκαταλείψανε.
Αγαπούσανε τον Όλυμπο της Μυσίας
η γιαγιά Σοφία και ο παππούς Χαράλαμπος.
Ήταν μια ιδέα Προυσαλήδες
και μια μεγάλη ιδέα παρατημένη στα κατώγια της φετινής σοδειάς.
Κύλησαν με τα χρόνια οι πατρίδες προς το μέρος μου
βρήκανε ένα σώμα τέντζερη.
Όταν θυμώνω βροντοκοπούν οι λέξεις μου
ίδιες πόρτες ολάνοιχτες των αδειανών σπιτιών
σφυρίζουν οι λύπες μου σαν άγρια τελώνια
και τα μαλλιά μου αναλύονται σε μπούκλες
σαν τον λυγμό της προγιαγιάς μου όταν μαθεύτηκε
πως ο μαρμαρογλύπτης άντρας της ο Αναστάσης
την έχασε ένα βράδυ στα χαρτιά, στην Προύσα των θελγήτρων ολομόναχος.
Είμαστε όλοι μας χαμένα κορμιά και χαμένες πατρίδες.

 

*

 

Γιλά Μοσάεντ

[άτιτλο]

Ήταν σιωπηλά
Το βουνό που έκρυψα στη βαλίτσα μου
Η θάλασσα που πήρα μαζί μου
κάτω από το αριστερό μου στήθος
Και το αηδόνι
στα όνειρά μου.

Επανέρχονται στη ζωή
Κατασκηνώνουμε εδώ
έξω από τα περασμένα
Πολύ μακριά από το λίκνο μας
στην άδεια κοιλιά του τώρα

Δημιουργούμε μια χώρα
έξω από κάθε σύνορο
Αφηγούμαστε παραμύθια
που μας διηγιόταν η μητέρα
τις σκοτεινές νύχτες

~ από το βιβλίο ΜΟΥ ΔΙΝΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΗΚΩ, επιλογή ποιημάτων, μετάφραση από τα Σουηδικά: Δέσποινα Καϊτατζή- Χουλιούμη, Βακχικόν Εκδόσεις, 2021

 

*

 

H Γεωργία Τριανταφυλλίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1968. Σπούδασε νεοελληνική φιλολογία. Από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ κυκλοφορούν οι ποιητικές της συλλογές "Ο ποιητής έξω", 2004 και "Δικαίωμα Προσδοκίας", 2008. Από τις εκδόσεις ΚΙΧΛΗ κυκλοφόρησε η τελευταία της ποιητική συλλογή "Δανεικά Αγύριστα", 2017.

 

~

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΝΤΖΗΣ

 

 

Στο Δρόμο: τι θα ‘ναι η πατρίδα μου πιο πέρα

 

 

Έλα, μ’ακούς; Eίναι νωρίς εδώ για σένα… και για εμένα αργά… αλλά πάλι νωρίς…

   ...χρόνο καρτοπρογράματος κι εσύ φως μεσονυχτίου…

  …ποιο Cern, ποιον Παύλο, ποια γεννητούρια τσαμπουνάς;

 

   Περνάω τούνελ υγρό και φωτισμένο σαν νέον, σε χάνω…

   Κοντά στους δρόμους εκείνους τους 4D στους οποίους η παλίρροια καλύπτει τη στροφή και τα βουνά έχουν αρνητική κλίση επάνω στο παρμπρίζ.

 Με τρεις λέξεις: Oικονομία της Γιορτής.

Οι κάτοικοι μιλάν εδώ για τη χαρά της ομιλίας, ακριβώς… ακριβός χορός κυκλωτικός.

  Τι εννοείς, πώς γίνεται σήμερα που σπάσαν τα νερά;

  To σωματίδιο ας το βρουν άλλοι. Εγώ έφυγα, για σένα ανησυχώ  που οδηγείς νύχτα με τον ήλιο κατακέφαλα κι ένα μωρό στην αγκαλιά …κοιλιά ήθελα να πω.

 

…δεν είναι απλώς αυτό το αλωνάκι και το άσπρο φουστανάκι. Πλέον σε φακέλους ζούμε κι εσύ με ανασύρεις ως αρχείο παλιάς επαφής.

…τι εννοείς αν σ’αγαπώ. Δεν γνωριζόμαστε…

… για ποια πειράματα, ποια αναγνώριση παιδιού, ποιο όνομα μιλάς;

  Σε ποια χώρα θα βρεθείς, τι εννοείς να ζήσουμε μαζί;

Απομακρύνομαι αλλά επιστρέφω. Αναγνωρίζω τι λες αλλά δεν μπορώ άλλες χαράδρες στη ζωή μου. Έχω αλάτι στα ρουθούνια, ρετσίνι στα δάχτυλά και στο μυαλό μοριακούς τύπους με ελληνικά γράμματα.

….ποια ηθική, ποιον Καντ, τι εννοείς δεν καταλαβαίνεις τη λέξη «χαράδρα»;

        

Κι εγώ έχω γέρους γονείς που μισομιλάνε  μια γλώσσα έχω μια οικογένεια φυτών, ξαδέρφια που πνέουν το καλοκαίρι, φίλους φυτρωμένους στην άμμο όταν πάλλονται τα αρμυρίκια τους θυμάμαι…

ꟷ 

…δεν καταλαβαίνεις τι λέω ή δεν δε λέω μόνο ό,τι καταλαβαίνεις;

  Όταν λέω αλήθεια λέω ψέμματα κι όταν λέω ψέμματα παραδίδομαι σε ένα άγνωστο άγνωστο… όπως μικρός στα πολυκαταστήματα με τους επιδαπέδιους ανεμιστήρες που θα με έπαιρναν  λέει σε αστρικά ταξίδια…

…ναι, νιώθω κάτι σαν από γαλαζο-χαρτο-κολλητικό-χορωδιακο-αμμουδερο-αερινο δερματινo-ορμονικο κενό…

 

*

 

FRANK OHARA

 

Τραγούδι

 

Πάω στη Νέα Υόρκη!

(τι τραγούδι! τι διέγερση)

Εκεί, στου Rocky, το βαρύ γείσο βαράει

τη θάλασσα. Η Ακρό-

πολη είναι λειτουργική, τα τρένα

 τρέχουν και φωνάζουν! βιβλία

 με παντελόνια και μανίκια, εκεί!

 

Πάω στη ΝέαΥόρκη!

(quel voyage! jamais plus!)

Μακριά απ’ τον Υψηλάντη και το Φλιντ!

Εκεί όπου ο Γκούντμαν ορίζει την Αυτοκρατορία

με το φως του ήλιου να εσχατο-

λογεί στις γέφυρες των μάγων πάνω

και σε τυπογραφεία γκαλερί!

 

Πάω στη Νέα Υόρκη!

(στους φίλους μου! mes sembables!)

Δεν αποκλείω να γυρίσω και πεζή.

Αλλά προς το παρόν έφυγα από τη δυτική ακτή, για πάντα!

η πόλη κρεμιέται από τους προβολείς της!

το Φέρρυ ξεκουμπώνει το γιλέκο του!

 

(1951)

 

*

 

Ο Γιώργος Χαντζής γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα. Το τελευταίο βιβλίο του ποίησης τιτλοφορείται  Το Δέρμα της Ειρωνείας (εκδ. Περισπωμένη, 2020). Ζει και εργάζεται στις Βρυξέλλες.

 

~

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΧΑΡΗΣ ΨΑΡΡΑΣ

 

Σέιμους Χίνι

 

Σφυριχτάρι

 

                      Στον Πωλ Μολντούν

 

Είχε χτυπηθεί άσχημα.

Καθώς το μαδούσε,

βρήκε, λέει, το λαρύγγι του

 

σαν φλογέρα

στη σπασμένη τραχεία

 

κι έπνευσε εντός της

απροσδόκητα

τις δικές του κραυγές.

 

~ από το Station Island, London: Faber and Faber, 1984

 

 

*



Χάρης Ψαρράς



Ακτινογραφία

 

Μια λέξη (άλλοτε πατρίς, τώρα πατρίδα).

Σε ξένης γλώσσας όνειρο την είδα.

 

Έχει σκιά στον πνεύμονα, αλλά όπου γης σαλπίζει.

Και το αίμα στην πληγή ποτέ δεν πήζει.

 

*

 

Ο Χάρης Ψαρράς (Αθήνα, 1982) έχει εκδώσει πέντε βιβλία ποιημάτων. Έχει, κατά καιρούς, δημοσιεύσει δοκίμια, μεταφράσεις και αφηγήματα. Μεταφράσεις ποιημάτων του έχουν περιληφθεί σε ανθολογίες και περιοδικά σε χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής.

 

 ~ 


 Μαρία Τοπάλη. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη, ζει στην Αθήνα. Δημοσιεύει ποίηση, μεταφράζει (από τα γερμανικά) και γράφει κριτική. Είναι μέλος της Σ.Ε. της "Ποιητικής" και τακτική συνεργάτιδα της εφημερίδας "Η Καθημερινή της Κυριακής". Η τελευταία ποιητική συλλογή της Μαζί τ' ακούγαμε κυκλοφόρησε το 2018 και η ανθολογία της Ποίηση με Πείσμα το 2020. 

 



[1] έγραψα «το τραγούδι άγκυρα» όταν μετακόμισα

στο σπίτι μου πλάι στο λιμάνι.

ήμουν εκστασιασμένη! είχα δει ένα όνειρο

ότι τη νύχτα βουτούσα, λέει, στον ωκεανό

κι έριχνα εκεί άγκυρα

είναι λοιπόν για την ικανοποίηση να ριζώνεις,

να βρίσκεις ένα σπίτι και να ανήκεις.

είπα κάποτε στη γιαγιά μου

(που ήταν ερασιτέχνις ζωγράφος)

ότι το τραγούδι βασίστηκε στα χρώματά της

και στις συνθέσεις των έργων της

εκείνη τότε απλώς με κοίταξε κι είπε:

"το ξέρω"

[ Björk, fb page, 2021 ]