Τζὼν Κὴτς
μτφρ.: Ασπασία Λαμπρινίδου
῞Οταν φοβᾶμαι πὼς θὰ φύγω ἀπ’ τὴ ζωὴ
῞Οταν φοβᾶμαι πὼς θὰ φύγω ἀπ’ τὴ ζωὴ
πρὶν τοὺς καρποὺς τοῦ νοῦ μου ἡ πένα μου συνάξει,
καὶ πρὶν βιβλία πολλὰ μὲ ὡραία γραφή,
σὰν τὶς σιταποθῆκες, τὴ σοδειὰ θά ’χουν φυλάξει,
ὅταν στὸν ἔναστρο νυχτερινὸ οὐρανὸ
τεράστια, ὡς νέφη σύμβολα ἀντικρίσω
ἑνὸς ὑπέροχου ἔπους, κι ἀναλογιστῶ
πὼς δὲ θὰ ζῶ τὰ ἴχνη τους ν’ ἀκολουθήσω,
καὶ νιώσω, ἐφήμερη ἐσὺ ὀπτασία,
πὼς πιὰ ποτὲ δὲ θὰ σὲ ξαναδῶ,
δὲ θὰ γευτῶ τὴν τρομερὴ μαγεία
ἑνὸς ἀνέμελου ἔρωτα –τότε στὸ γιαλὸ
τοῦ σύμπαντος οἱ σκέψεις μου μὲ βγάζουν,
ὥσπου ἔρωτας καὶ δόξα μὲς στὸ τίποτα βουλιάζουν.
Ἰανουάριος 1818
~
῎Αστρο λαμπρό! ἂς ἤμουν σὰν ἐσένα ἀσάλευτος
῎Αστρο λαμπρό! ἂς ἤμουν σὰν ἐσένα ἀσάλευτος,
μὰ νὰ μὴν κρέμομαι μόνος καὶ μεγαλόπρεπος μὲς στὴ νυχτιὰ
σὰν ἐρημίτης ἄγρυπνος κι ὑπομονετικὸς
γιὰ νὰ κοιτάζω, μὲ τὰ βλέφαρα πάντα ἀνοιχτά,
τὰ ὁρμητικὰ νερὰ στὸ ἅγιο τους ἔργο
τοῦ ἐξαγνισμοῦ γύρω στῆς γῆς μας τὶς ἀκτές,
ἢ νὰ χαζεύω τὸ φρεσκοπεσμένο κι ἁπαλὸ
χιόνι, σὲ βαλτοτόπια καὶ βουνοπλαγιές.
῎Οχι –μὰ νά ’μαι ἀσάλευτος αἰώνια κι ἀμετάβλητος,
ἀναπαμένος στῆς ἀγάπης μου τὸ στῆθος τὸ μεστό,
παντοτινὰ νὰ νιώθω τ’ ἁπαλό του ἀλαφροσάλεμα,
σὲ ταραχὴ γλυκιὰ αἰώνια ξυπνητός.
Ν’ ἀκούω, βουβός, τὴν τρυφερή της τὴν πνοή,
νὰ ζῶ ἔτσι πάντα, ἀλλιῶς ἂς φύγω ἀπ’ τὴ ζωή.
1819
~
Ἡ ὡραία σκληρόκαρδη κυρά: Μπαλάντα
1
῍Αχ τί σὲ θλίβει, ἱππότη πάνοπλε,
καὶ τριγυρνᾶς χλωμὸς στὶς ἐρημιές;
῾Η ἀκρολιμνιὰ ξερή, πιὰ δὲν ἀκούγονται
πουλιῶν φωνές.
2
῍Αχ τί σὲ θλίβει, ἱππότη πάνοπλε,
τί σὲ μαραίνει, ποιόν ἔχεις καημό;
Γεμίσαν οἱ σκιουροφωλιές, πάει τέλειωσε
κι ὁ θερισμός.
3
Κρίνο σοῦ στόλισε τὸ μέτωπο
τὸ ὑγρὸ ἀπὸ ὀδύνες κι ἀπ’ τὸν πυρετό.
Στὰ μάγουλά σου ὠχρὸ τριαντάφυλλο,
Νεκρὸ κι αὐτό.
4
Στοὺς κάμπους μιὰ κυρὰ συνάντησα
πεντάμορφη, νεράιδας γέννα,
μὲ μαλλιὰ μακριά, πόδι ἐλαφρὺ
κι ἄγριο βλέμμα.
5
Λουλούδια στὰ μαλλιά της ἔπλεξα,
βραχιόλια καὶ ζωνάρι εὐωδιαστό.
Κι αὐτὴ ἀγάπης μοῦ ’ριξε ματιὰ καὶ στεναγμὸ
ἔβγαλε γλυκό.
6
Τὴν κάθισα στὸ γρήγορο ἄτι μου
κι ὁλημερὶς ἄλλο δὲν εἶδα πιά,
γιατὶ γερμένη στὸ πλευρό μου τραγουδοῦσε
μὲ ξωτικοῦ λαλιά.
7
Γλυκόριζες μοῦ βρῆκε νόστιμες,
ἀγριόμελο, νέκταρ θεϊκό,
καὶ σὲ μιὰ γλώσσα ἀλλόκοτη ἴσως μοῦ ’πε
«ἀλήθεια, σ’ ἀγαπῶ».
8
Στὴ νεραϊδοσπηλιὰ μὲ ὁδήγησε,
κι ἔκλαψε ἐκεῖ καὶ στέναξε πικρά.
Κι ἔκλεισα τ’ ἄγρια, τ’ ἄγρια μάτια της
μὲ τέσσερα φιλιά.
9
Κι ἐκεῖ μὲ γλυκοκοίμισε
κι ἐκεῖ εἶδα, ἀλίμονο, στερνὴ φορὰ
τὸ ὄνειρο τὸ μοιραῖο ποὺ ὀνειρεύτηκα
στὴν παγερὴ πλαγιά.
10
Εἶδα χλωμοὺς ρηγάδες, πρίγκιπες
καὶ μαχητὲς χλωμούς, μὲ ἀσπράδα νεκρική.
Μοῦ φώναξαν: «Ἡ ὡραία κυρὰ σὲ σκλάβωσε
ἡ σκληρόκαρδη».
11
Χάσκανε σὲ φριχτὸ προμήνυμα
ἀχόρταγα τὰ χείλη τους στὴ σκοτεινιά,
καὶ ξάφνου ξύπνησα καὶ ξαναβρέθηκα
στὴν παγερὴ πλαγιά.
12
Γι’ αὐτὸ εἶναι ποὺ γυρίζω πάντοτε
μόνος, χλωμὸς στὶς ἐρημιές,
κι ἂς εἶναι ἡ ἀκρολιμνιὰ ξερή, κι ἂς μὴν ἀκούγονται
πουλιῶν φωνές.
᾽Απρίλιος 1819
~
Στὸ Φθινόπωρο
1
῾Ομίχλης καὶ γλυκιᾶς καρποφορίας ὥρα,
τοῦ μεστωμένου ἥλιου φίλη γκαρδιακή,
συνωμοτεῖς μαζί του νὰ φορτώσεις δῶρα
τὰ κλήματα ποὺ τριγυρίζουν τὴ σκεπή.
Τὰ δέντρα τοῦ περιβολιοῦ ἀπ’ τὰ μῆλα νὰ λυγίσουν,
τῶν φρούτων ὅλων νὰ ὡριμάσουν οἱ καρδιές,
γλύκα νὰ πάρουν τὰ φουντούκια καὶ στρογγυλάδα
ἡ κολοκύθα. Γιὰ τὶς μέλισσες
κι ἄλλα μπουμπούκια ὄψιμα ν’ ἀνθίσουν
ἔτσι ποὺ μὲς στὰ ξέχειλα κελιά τους νὰ νομίσουν
πὼς θὰ κρατήσει αἰώνια αὐτὴ ἡ λιακάδα.
2
Καὶ ποιός δὲ σ’ ἔχει δεῖ μὲς στὰ ἀγαθά σου;
Σὲ εἶδαν συχνὰ ὅσοι τριγυρνοῦν στὴν ἐξοχὴ
μὲς στὴ σιταποθήκη, τὰ μαλλιά σου
ἀνεμόδαρτα, ξέγνοιαστη, καθισμένη καταγῆς.
῍Η θολωμένη ἀπὸ τῆς παπαρούνας τὸν ἀχνό,
σὲ ὄργο μισοθερισμένο ὕπνος νὰ σ’ ἔχει πάρει
κι ἀπ’ τὸ δρεπάνι νὰ γλιτώνουν τὰ λουλούδια.
Σταχομαζώχτρα κάποτε, μὲ βῆμα σταθερό,
τὸ ρυάκι περνᾶς καρπὸ φορτωμένη,
ἢ πλάι στὸ πατητήρι ξαπλωμένη
ὧρες ἀτέλειωτες κοιτᾶς τὸ μοῦστο ποὺ κυλᾶ.
3
Ποῦ εἶναι, ποῦ πῆγαν τ’ ἀνοιξιάτικα τραγούδια;
Μὴν τὰ θυμᾶσαι, ἔχεις δικές σου μουσικές.
Καθὼς ἡ μέρα χάνεται τὰ σύννεφα σκορποῦν λουλούδια
καὶ βάφουν ρόδινες τὶς θερισμένες καλαμιές.
Μοιρολογοῦνε τότε οἱ σκνίπες σὲ χορὸ θρηνητικὸ
μὲς στὶς ἰτιὲς τοῦ ποταμοῦ, τραβώντας γιὰ ψηλά,
εἴτε βουλιάζουν ξάφνου, τὸ ἀεράκι ἀκολουθώντας.
Τ’ ἀρνιὰ μεγαλωμένα πιὰ βελάζουν στὴν πλαγιά.
Στοὺς βάτους τραγουδᾶνε οἱ γρύλοι. Καὶ γλυκὰ
σφυρίζει ἀπὸ τοὺς κήπους ὁ κοκκινολαίμης.
Στοὺς οὐρανοὺς συνάζονται τὰ χελιδόνια κελαηδώντας.
19 Σεπτεμβρίου 1819
~
Στὸν Ὕπνο
Σὺ ποὺ γλυκὰ τ’ ἀκίνητα μεσάνυχτα μαγεύεις,
ποὺ μὲ προσεχτικὰ κι ἀγάπης δάχτυλα σφαλνᾶς
τὰ μάτια μας ποὺ χαίρονται τὸ σκότος, καὶ κρυφτεῖ
ἔχουν τοῦ φωτός, σκιασμένα σὲ ἅγια λησμονιά:
῍Ω γαληνότατε Ὕπνε! Ἔλα, σὲ καλῶ,
ἐνῶ σὲ ὑμνῶ, τὰ μάτια μου νὰ κλείσεις,
ἢ γιὰ τὸ “᾽Αμὴν” περίμενε, πρὶν τὸ λυτρωτικὸ
χάδι σου στὸ κρεβάτι μου σκορπίσεις.
Καὶ φύλαξέ με, ἀλλιῶς ἡ μέρα ἡ χτεσινὴ
στὸ μαξιλάρι μου θ’ ἀστράψει ὅλο καημό.
Σῶσε με ἀπ’ τὴ συνείδηση, ποὺ ἀκούραστη διοικεῖ
μὲς στὸ σκοτάδι τρυπωμένη σὰν ποντίκι.
Στὴ λαδωμένη κλειδαριὰ γύρνα ἐπιδέξια τὸ κλειδί,
καὶ σφράγισε τῆς λυτρωμένης μου ψυχῆς τὴ θήκη.
᾽Απρίλιος 1819
~
Ἔφυγε ἡ μέρα, καὶ μαζὶ ὅλα τὰ καλὰ
Ἔφυγε ἡ μέρα, καὶ μαζὶ ὅλα τὰ καλά.
χείλη, γλυκιὰ ἀγκαλιά, χέρι ἁπαλό, φωνή,
ἀνάσες, ψιθυρίσματα, μισόλογα γλυκά,
μάτια ποὺ ἀστράφτουν, ἀφημένη μέση, θεῖο κορμί.
Μαράθη τ’ ἄνθος κι ὅλες οἱ μπουμπουκιασμένες χάρες του,
μαράθηκε στὰ μάτια μου τῆς ὀμορφιᾶς ἡ ὄψη,
μαράθηκε ἡ μορφή της μὲς στὰ χέρια μου,
μαράθηκαν φωνή, θέρμη, παράδεισος, λευκότης.
Σβηστῆκαν ἄκαιρα στὸ πέσιμο τοῦ δειλινοῦ,
τὴν ὥρα ποὺ νυχτερινὴ γιορτὴ τῶν ἴσκιων ξεκινᾶ
ὁ μυρωμένος ἔρωτας, κι ὑφαίνει τὸ πυκνὸ
τῆς σκοτεινιᾶς τὸ φάδι, νὰ κρυφτεῖ ἡ χαρά.
Μὰ στῆς ᾽Αγάπης τὶς γραφὲς μιὰ κι ἔχω σήμερα ἐντρυφήσει,
βλέποντάς με ἔτσι νὰ νηστεύω, θά ’ρθει νὰ μὲ νανουρίσει.
1819
~
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ
Στὸν Μπέντζαμιν Μπέιλυ, 22 Νοεμβρίου 1817
[...] Δὲν εἶμαι γιὰ τίποτα βέβαιος, παρὰ μόνο γιὰ τὴν ἱερότητα τῶν συγκινή-
σεων τῆς καρδιᾶς καὶ γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς φαντασίας. Αὐτὸ ποὺ ἡ φαντασία
συλλαμβάνει ὡς ὀμορφιὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀλήθεια –εἴτε προϋπῆρχε εἴτε ὄχι·
γιατὶ γιὰ ὅλα μας τὰ πάθη πιστεύω αὐτὸ ποὺ πιστεύω καὶ γιὰ τὸν ἔρωτα: ὅτι
στὴν ὑψηλότερη ἔκφρασή τους εἶναι δημιουργοὶ οὐσιαστικῆς ὀμορφιᾶς. [...] Ἡ
φαντασία μπορεῖ νὰ παρομοιαστεῖ μὲ τὸ ὄνειρο τοῦ ᾽Αδάμ –ξύπνησε καὶ εἶδε
ὅτι εἶχε βγεῖ ἀληθινό. Μὲ καίει πολὺ αὐτὸ τὸ θέμα, γιατὶ δὲν ἔχω μπορέσει ὣς
τώρα νὰ κατανοήσω πῶς γίνεται νὰ ὁδηγηθεῖ κανεὶς στὴν ἀλήθεια μέσα ἀπὸ
ἐπαγωγικοὺς συλλογισμούς. Μπορεῖ καὶ ὁ μεγαλύτερος φιλόσοφος ἀκόμα νὰ
ἔφτασε ποτὲ στὸν στόχο του χωρὶς νὰ χρειάστηκε νὰ παραμερίσει πολυάριθμες
ἐνστάσεις τῆς λογικῆς; ῞Οπως καὶ νά ’ναι, ἐμπρὸς γιὰ μιὰ ζωὴ αἰσθήσεων καὶ
ὄχι σκέψεων! [...]
[...] Δὲν θυμᾶμαι νὰ βασίστηκα ποτὲ ἰδιαίτερα στὴν εὐτυχία –δὲν τὴν ἀναζητῶ
παρὰ μονάχα στὸ παρόν· τίποτα δὲν μὲ ἐκπλήσσει πέρα ἀπὸ τὴ στιγμή. Ὁ ἥλιος
ποὺ δύει πάντα μὲ ἐπαναφέρει σὲ ἰσορροπία – κι ἂν ἕνα σπουργίτι ἔρθει στὸ
παράθυρό μου γίνομαι μέρος τῆς ὕπαρξής του καὶ τσιμπολογάω κι ἐγὼ ἀνάμε -
σα στὰ χαλίκια. [...]
~
Στὸν Τζὼν Τέυλορ, 27 Φεβρουαρίου 1818
[...] Στὴν ποίηση ἔχω κάποια ἀξιώματα, καὶ θὰ δεῖς πόσο μακριὰ ἀπὸ τὴν οὐ -
σία τους βρίσκομαι. Πρῶτον, νομίζω πὼς ἡ ποίηση πρέπει νὰ ἐκπλήσσει μὲ
μιὰ ἐξαίσια ὑπερβολὴ κι ὄχι μὲ τὴν ἐκκεντρικότητά της –πρέπει νὰ δίνει στὸν
ἀναγνώστη τὴν ἐντύπωση πὼς εἶναι ἡ διατύπωση τῶν δικῶν του ἀνώτερων
σκέψεων, νὰ μοιάζει σχεδὸν σὰν ἀνάμνηση. Δεύτερον, τὰ στοιχεῖα τῆς ὀμορ-
φιᾶς ποὺ ὑπάρχουν σ’ αὐτὴν πρέπει νὰ εὐχαριστοῦν τὸν ἀναγνώστη κι ὄχι νὰ
τὸν ἀφήνουν στὰ μισὰ τοῦ δρόμου μὲ κομμένη τὴν ἀνάσα. Ἡ ἀνατολή, ἡ πο-
ρεία, ἡ δύση τῆς φαντασίας πρέπει, ὅπως ὁ ἥλιος, νά ’ρχονται πρὸς αὐτὸν φυ-
σικά· νὰ λάμπουν πάνω του καὶ νὰ δύουν μὲ σοβαρότητα ἀλλὰ καὶ λαμπρότητα,
ἀφήνοντάς τον στὴν τρυφὴ τοῦ λυκόφωτος –ἀλλὰ εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ σκέφτε-
σαι πῶς πρέπει νὰ εἶναι ἡ ποίηση ἀπὸ τὸ νὰ τὴ γράφεις. Κι αὐτὸ μὲ ὁδηγεῖ σ’
ἕνα ἀκόμη ἀξίωμα: πὼς ἂν ἡ ποίηση δὲν ἔρχεται τόσο φυσικὰ ὅσο τὰ φύλλα
στὸ δέντρο, καλύτερα νὰ μὴν ἔρχεται καθόλου. […]
~
Στὴ Φάννυ Μπρὼν, 25 Ἰουλίου 1819
[...] Ἔχω δύο ἀπολαύσεις νὰ γυροφέρνω στὸ μυαλό μου στοὺς περιπάτους μου,
τὴν ὀμορφιά σου καὶ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου μου. Μακάρι νὰ μποροῦσα νὰ τὰ
ἀποχτήσω καὶ τὰ δυὸ τὴν ἴδια στιγμή. Μισῶ τὸν κόσμο· σφυροκοπᾶ μὲ μανία
τὰ φτερὰ τῆς βούλησής μου, κι εὐχαρίστως θά ’πινα ἕνα γλυκὸ φαρμάκι ἀπὸ
τὰ χείλη σου γιὰ νὰ μὲ στείλει μακριά του. ᾽Απὸ κανέναν ἄλλο δὲν θὰ τὸ δεχό-
μουν. [...]
Σημείωση: Προδημοσίευση από το: A thing of beauty – Ποιήματα καὶ ἐπιστολὲς τοῦ Τζὼν Κὴτς, επιλογή - μετάφραση - σχόλια : ᾽Ασπασία Λαμπρινίδου, εκδ. Κίχλη (δίγλωσση έκδοση)
*
Ασπασία Λαμπρινίδου. Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα, σπούδασε φιλολογία, διδάσκει
στη μέση εκπαίδευση, γράφει και μεταφράζει ποίηση. Κυκλοφορούν τρία βιβλία με
μεταφράσεις της από το έργο της Άννας Αχμάτοβα: Στην άκρη της θάλασσας
(2013), Ελεγείες του Βορρά (2014), Το φως του προβολέα (2017).
Αναμένεται η έκδοση A thing of beauty – Ποιήματα καὶ ἐπιστολὲς τοῦ
Τζὼν Κὴτς σε επιλογή, μετάφραση και σχόλια δικά της.