Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024

μάρτιος 2024 _ αφιέρωμα στην denise levertov

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Παναγιώτης Ιωαννίδης (επιμ.), Ορφέας Απέργης, Μαίρη Γιόση, Γιάννης Δούκας, Λένια Ζαφειροπούλου, Λευτέρης Ζαχαριουδάκης, Κατερίνα Ηλιοπούλου, Παναγιώτης Ιωαννίδης, Λένα Καλλέργη, Δήμητρα Κωτούλα, Στέργιος Μήτας, Χριστιάνα Μυγδάλη

 

«ΚΡΑΤΑ ΣΦΙΧΤΑ Ο,ΤΙ ΜΟΙΑΖΕΙ ΕΦΗΜΕΡΟ»

Στο «αβασίλευτο βασίλειο» της ποίησης της Ντενίζ Λέβερτοφ (1923-1997) 

 

«Μια μεγάλη ποιήτρια γεννά μια μεγάλη συζήτηση.» Έτσι ξεκινά η τελευταία παράγραφος της εισαγωγής της Eavan Boland στην συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της Ντενίζ Λέβερτοφ. «Το φλογερό, ευφραδές σώμα των έργων της […] κατορθώνει μαστορική, ηθική, λυρικό βάθος, όλα να είναι τμήμα του.»

 

– Πότε πρωταρχίσατε να γράφετε ποιήματα;

– Μικρό παιδί.

– Γιατί γράφατε;

– Είχα αυτή την παρόρμηση.

– Δεν διερωτηθήκατε ποτέ «γιατί»;

– Όχι.

– Πώς μάθατε την τέχνη σας;

– Γράφοντας και διαβάζοντας πολύ. […] Ποτέ δεν αναγκάστηκα να διαβάσω κάτι που δεν ήθελα, ή να γράψω κάτι που δεν επιθυμούσα. Βέβαια προερχόμουν από ένα πολύ εγγράμματο και κάπως λογοτεχνικό περιβάλλον. Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι γεμάτο βιβλία όπου όλοι διάβαζαν. Έτσι περνούσε τα βράδια της η οικογένειά μου.[…]

– Επιλέγετε εσείς τα θέματα της ποίησής σας, ή σας επιλέγουν αυτά;

– Πολύ λίγα απ’ όσα κάνω είναι, αυστηρώς ειπείν, προμελετημένα.

 

Με αυτή την στιχομυθία ξεκινά η τελευταία συνέντευξη της Αμερικανίδας ποιήτριας Ντενίζ Λέβερτοφ, στον Nicholas O'Connell, ούτε δυο μήνες πριν από τον θάνατό της.

 

Ο Αμερικανός ποιητής, μεταφραστής και κριτικός Kenneth Rexroth, στην κριτική του για το δεύτερο βιβλίο της, τον Νοέμβριο του 1957, άρχιζε ως εξής: «Κατά την γνώμη  μου, η Ντενίζ Λέβερτοφ είναι ασυγκρίτως η καλύτερη ποιήτρια σε αυτό που γίνεται σιγά-σιγά γνωστό ως η νέα πρωτοπορία. Αυτό μπορεί να ακουστεί σε κάποιους, πιστούς στο ευαγγέλιο των καθηγητών-ποιητών –στων οποίων τον αντιδραστικό δεκάλογο η πρώτη εντολή είναι: η Εποχή του Πειραματισμού Tελείωσε–, σαν να λέμε ότι είναι η προεξάρχουσα Εσκιμώα ιππεύς. Αυτό που εννοώ είναι πως είναι πολύ καλύτερη από τους συντρόφους της, Τσαρλς Όλσον, Ρόμπερτ Κρήλυ, Άλλεν Γκίνσμπεργκ, […]. Δεν πιστεύω πως τούτοι είναι κακοί ποιητές – ίσα-ίσα νομίζω ότι είναι οι καλύτεροι της γενιάς τους και η μόνη ελπίδα της αμερικανικής ποίησης. Απλώς συμβαίνει η Ντενίζ Λέβερτοφ να έχει κάμποσα πράγματα που αυτοί δεν έχουν, τουλάχιστον ακόμα. Πρώτα-πρώτα, είναι πιο πολιτισμένη. […] Είναι απαρασάλευτα φιλάνθρωπη με τρόπο που λίγοι άνθρωποι είναι πια. [Πρόκειται για έναν ανθρωπισμό που] όντως αφομοιωμένος και έκδηλος σε ένα άτομο, γίνεται αυτό το σπάνιο πράγμα, σοφία.»


Ο δε επιμελητής τόσο της Εκλογής όσο και των Συγκεντρωμένων Ποιημάτων της,
Paul A. Lacey, λέει: «Η ζωή της Ντενίζ Λέβερτοφ (1923-1997) διατρέχει σχεδόν τα τρία τέταρτα του πιο βίαιου αιώνα στην καταγεγραμμένη ιστορία. Έζησε την επαύριο του Α’ Π.Π., την παγκόσμια Ύφεση, την άνοδο των μαζικών κινημάτων του φασισμού και του κομμουνισμού, τον Β’ Π.Π., την Πυρηνική Εποχή, την νέο-αποικιοκρατία, τον Πόλεμο της Κορέας, του Βιετνάμ, του Κόλπου, καθώς και αμέτρητους μικρότερους και τοπικότερους πολέμους. Το πλαίσιο των κινημάτων της οικολογίας, υπέρ της ειρήνης, και κατά των πυρηνικών όπλων, εντός των οποίων έζησε την ιδιωτική και εσωτερική ζωή της, εμφανίζεται ως φόντο και κάποτε σε πρώτο πλάνο στην ποίησή της. Όλη της την ζωή, έγραψε με βάση την οικογένειά της: ως κόρη μεγαλύτερων γονιών, ως μικρότερη αδελφή, αργότερα ως σύζυγος και μητέρα. Έγραψε ως φίλη και ερωμένη, ως κοινωνική ακτιβίστρια. Έγραψε εκκινώντας απ’ την ζωή της ως ξένης, προσκυνήτριας, και περιπλανώμενης, ως ξενόφερτης που ποτέ δεν ένιωσε σαν στο σπίτι της, ως «αερόφυτου» μάλλον, παρά φυτού με ρίζες.»

 

Η Priscilla Denise Levertoff (αργότερα Levertov, και Denny για τους δικούς της) γεννήθηκε το 1923 στο Ίλφορντ του Έσσεξ της Αγγλίας. O πατέρας της, Paul Philip Levertoff, Ρωσσο-Εβραϊκής καταγωγής, πρώην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, είχε από νωρίς στραφεί τον Χριστιανισμό, και εντέλει γίνει Αγγλικανός ιερέας. Στην Κωνσταντινούπολη, είχε γνωρίσει την μητέρα της, Beatrice Adelaide Spooner-Jones, που προερχόταν από οικογένεια Ουαλλών ανθρακωρύχων, Χριστιανών Ευαγγελιστών. H Ντενίζ και η μεγαλύτερη κατά 9 χρόνια αδελφή της, Όλγα, δεν πήγαν σχολείο: η μητέρα δίδαξε τις κόρες της κατ’ οίκον: τέχνες, ιστορία, γλώσσες, μυθολογία, παραμύθια, μυθιστορήματα, ποίηση – μα πολύ λίγη αριθμητική ή άλλα ‘θετικά’ μαθήματα. Έτσι, η Λέβερτοφ γνώρισε καλά και μελέτησε πολύ την αγγλική ποίηση του 19ου αιώνα, ειδικά τον Τέννυσον.

 

Ο πατέρας της –που έγραφε σε τέσσερις γλώσσες και διέθετε στις κόρες του την τεράστια βιβλιοθήκη του– παρά τη μεταστροφή του στον Χριστιανισμό, ποτέ δεν εγκατέλειψε την κουλτούρα των Χασιδίμ Εβραίων, όπου το τραγούδι και ο χορός έπαιζαν σημαντικό ρόλο. Η Λ. θα πει αργότερα: «Η χασιδική καταγωγή του πατέρα μου, ο εμποτισμός του από την εβραϊκή και την χριστιανική γραμματεία και τον μυστικισμό, η ζέση του και η ευφράδειά του ως ιεροκήρυκα, ήταν παράγοντες ενσωματωμένοι στα κύτταρά μου».

 

Ζέση και ευφράδεια, μυστικισμό και ακόμα μια τάση προς το κηρύττειν, θα την βρούμε και στο δικό της έργο. Όμως εξίσου από την οικογένειά της έλαβε μια βαθειά ανθρωπιστική αίσθηση της πολιτικής και της δικαιοσύνης: «Η ανθρωπιστική πολιτική μπήκε νωρίς στη ζωή μου: βλέποντας τον πατέρα μου ανεβασμένο σ’ ένα πρόχειρο βήμα να καταγγέλλει την εισβολή του Μουσσολίνι στην Αβησσυνία· τον πατέρα μου και την αδελφή μου ομοίως να καταγγέλλουν την έλλειψη βρετανικής υποστήριξης προς την Ισπανία· την μητέρα μου, πολύ πριν απ’ αυτά, να συμμετέχει σε καμπάνια υπέρ της Ένωσης των Εθνών· και τους τρεις τους να εργάζονται υπέρ των Γερμανών και Αυστριακών προσφύγων από το 1933 κι ύστερα».

 

Γράφει το πρώτο της ποίημα πέντε χρονών, και αναγγέλλει ότι θα γίνει συγγραφέας. Στα 12, στέλνει επιστολή μαζί με ποιήματά της στον ήδη αξιοσέβαστο Τ.Σ. Έλιοτ – κι αυτός της απαντά με δύο δακτυλόγραφες σελίδες «εξαιρετικών συμβουλών». Πολύ αργότερα, η Λ. θα γράψει σχετικά: «Είχα μεγαλώσει με τον Τ.Σ. Έλιοτ ως σημαντική μορφή και άρχισα να τον διαβάζω σε μια κάπως άγουρη ηλικία.» «Με επηρέασε δια της οσμώσεως.»

 

Δημοσιεύει το πρώτο της ποίημα στα 17 της: είχε γραφτεί έναν χρόνο πριν. Θα πει σχετικά ο Κέννεθ Ρέξροθ: «Εν ριπή οφθαλμού, [διάφοροι λογοτέχνες κι εγώ] αλληλογραφούσαμε γι’ αυτήν, συνεπαρμένοι. Ήταν το μωρό του Νέου Ρομαντισμού», του ποιητικού κινήματος που επικρατούσε στην Αγγλία την δεκαετία του 1940. «Η ποίησή της […] μπορούσε να συγκριθεί με τα πρωιμότερα ποιήματα του Ρίλκε ή με κάποια από τα μελαγχολικότερα τραγούδια του Μπραμς.» Τωόντι, ο Ρίλκε ήταν ένας ποιητής που η Λ. αγαπούσε πολύ και είχε μελετήσει εις βάθος – όπως θα συμβεί αργότερα με την κλασσική Κινεζική και Ιαπωνική ποίηση, και πολλές άλλες ποιητικές παραδόσεις και φωνές.


Επίσης στα 12 της, η Ντενίζ ξεκινά να σπουδάζει μπαλλέττο. Ξεσπά όμως ο Β’ Π.Π. κι εκείνη διακόπτει τις σπουδές της στην Σχολή του
Sadlers Wells στο Λονδίνο, και, στα 19 της, εκπαιδεύεται ως νοσοκόμα: επί τρία έτη, φροντίζει ασθενείς και τραυματίες πολέμου σε νοσοκομεία του Λονδίνου.

 

Το 1946, εκδίδεται το πρώτο της βιβλίο: Η Διπλή Εικόνα. Στο ποίημα «Διαλογισμός και Φωνές», βρίσκουμε δυο στίχους (σε μετάφραση του Παναγιώτη Ιωαννίδη, όπως και όλα τα αποσπασματικά παραθέματα εφεξής) που θα μπορούσαμε, βιαστικά, να τους χαρακτηρίσουμε προφητικούς για την μετέπειτα πορεία της ποίησής της· μάλλον όμως είναι απλώς θεμελιώδεις για όλο της το έργο:

 

Κάθε φωνή που έρχεται να σε ταράξει είναι δική σου:
η σκληρή, η πεινασμένη, χαμένη ή ερωτηματική.

 

Το 1947, ταξιδεύοντας στην Ευρώπη, δουλεύει ως νοσοκόμα στο Παρίσι: εκεί γνωρίζει, μέσω των βιβλίων τους, την ποίηση του William Carlos Williams και του Wallace Stevens – και, με σάρκα και οστά, τον Αμερικανό συγγραφέα Mitchell Goodman, επίσης Εβραϊκής καταγωγής και επίσης αριστερό. Παντρεύονται και, το 1948, πάνε να ζήσουν στην Αμερική, όπου θα γεννηθεί, έναν χρόνο αργότερα, το μοναχοπαίδι τους, ο Nikolai. Εκεί, η Λ. θα συνδεθεί εντέλει με τον μεγάλο μοντερνιστή William CarlosWilliams, την H.D., καθώς και με συνομηλίκους της ποιητές: του κύκλου του “Black Mountain” (Charles Olson, Robert Creeley, κ.ά.), αλλά και άλλους, όπως τον Ρέξροθ που –όπως είδαμε– την είχε προσέξει ήδη από τις πρώτες αγγλικές δημοσιεύσεις της, τον Robert Duncan, την Αdrienne Rich, την Audre Lorde, την Lucille Clifton, την Adrienne Rich. Θ’ αρχίσει έτσι μια σειρά δημιουργικών συνομιλιών μάλλον, παρά μονομερούς επιρροής – σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, έχουμε σαφή αλληλοεπιρροή.

 

Για τον Γ.Κ. Γουίλλιαμς, θα πει προς το τέλος της ζωής της: «Ήταν ενός είδους πύλη προς την δική μου εξέλιξη ως ποιήτριας. Διένοιξε μια νέο οδό χειρισμού της γλώσσας. Τα δοκίμια και οι ιδέες τους ήταν σημαντικά και επηρέασαν κι εμένα. Και όταν πλέον τον γνώρισα, έγινε ένας θαυμάσιος φίλος.»

 

Στο δεύτερο βιβλίο της, το Εδώ και Τώρα του 1956, και το πρώτο της που εκδίδεται στην Αμερική, «ο στίχος της άλλαξε ξαφνικά», λέει πάλι ο Ρέξροθ. «Θα ήταν εύκολο να πούμε ότι βρέθηκε υπό την επίρροια του Γουίλλιαμ Κάρλος Γουίλλιαμς. Θα ήταν αληθέστερο να πούμε ότι εισήλθε στο κυρίαρχο ρεύμα της ποίησης του εικοστού αιώνα.» «[Βλέπουμε τώρα] ένα είδος ζωικής χάρης της λέξης, έναν παλμό σαν τον βηματισμό της γάτας ή το φτεροκόπημα του γλάρου.» Και ο έπαινός του καταλήγει: «Τι περισσότερο θέλει κανείς απ’ την ποίηση; Δεν μπορείς να ζητήσεις πολλά περισσότερα. Οπωσδήποτε σπανίως λαμβάνεις το εν δέκατον αυτού.»

 

Ένα ποίημα από το επόμενο βιβλίο, του 1958, Δια Ξηράς στα Νησιά:

 

 

Ο ΑΝΕΜΟΣΤΡΟΒΙΛΟΣ

 

Οι πόρτες επίμονα τρίζουν – σφηνώνω

ποιήματα ανάμεσα στους μεντεσέδες τους

να τις σταματήσω. Η καφετιά σκόνη

στροβιλίζεται ψηλά έξω από το παράθυρο, πέρα

από τον νεκρό αγρό με τη μεξικάνικη πατάτα, τρομάζει τις κουρτίνες,

στρέφει τη δίνη της μακριά προς τη βρώμικη τάφρο

με τους βόθρους και τα πιο πολλά μυρμήγκια

και πιο πέρα – στην επικράτεια λιβαδιών χωρίς φράχτες, εκεί που τίποτε

δεν μπαίνει στο διάβα της για μίλια ώσπου

να μπορεί να καμφθεί τελικά μπροστά

στον ξεροπόταμο. Οι πόρτες

επίμονα τρίζουν –

ριγώ, απελπισμένη για ένα ποίημα

να σφηνώσω στα σαγόνια τους να τις κάνει

να πάψουν. Ξέρω τι θέλουν:

θέλουν

μ’ όλο το ξύλινο σθένος τους

να πετάξουν μαζί με τον ανεμοστρόβιλο μακριά

μες στο μεγάλο τίποτα.

 

~ μτφρ.: Δήμητρα Κωτούλα

 

Αυτήν την περίοδο, η Λ. με τον άντρα και τον γιο της, ζει κατά διαστήματα στο Μεξικό, στην Γαλλία, και στην Νέα Υόρκη. Εκεί, δεν συμπάθησε ιδιαιτέρως τους ντόπιους ποιητές της εποχής της, όπως ούτε τους Beats, ή, αργότερα, όσους –ακόμα και μαθητές της– θα έγραφαν L-A-N-G-U-A-G-E Poetry: φρονούσε ότι, ανεξαρτήτως μορφής, σημασία έχει καί το περιεχόμενο. Τώρα αρχίζει να αναγνωρίζεται ως μια απ’ της σημαντικότερες ποιητικές φωνές της Αμερικής.

 

Έγραψε σχετικά ο Ralph J. Mills: «[οι στίχοι της Λέβερτοφ] είναι συχνά μια περιήγηση διαμέσου του οικείου και του κοινότοπου εωσότου το ανοίκειον και το απόκοσμόν τους μας εκπλήξουν αιφνίδια […]. Η Λέβερτοφ απολαμβάνει την καθημερινή πραγματικότητα που αγνοούμε ή απ’ την οποία προσπαθούμε να διαφύγουμε: την σκαλίζει και την σφυρηλατεί σε λυρικά ποιήματα ακριβούς ομορφιάς».

 

Το 1957, εκδίδεται το Με Μάτια στο Πίσω Μέρος του Κεφαλιού μας – από εκεί:

 

ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ           

 

Από έναν κόσμο συγκροτημένο, κλειστό για μας,

πίσω στο πουθενά, στο βορρά.

                                                Έχουμε ανάγκη

το κρύο ρόδινο τσίμπημα

ενός ανατολικού ανέμου · έχουμε ανάγκη

ένα σκληρό σχέδιο από μαγικά φώτα τη νύχτα πάνω από

μουντούς δρόμους, δάκρυα

αλμυρά στο στόμα μας, που είτε ο ανατολικός άνεμος

τα έφερε ή το πλήγμα

των αναμνήσεων και των συναισθήσεων, ποιος ξέρει.

Όχι η ιστορία, αλλά οι δικές μας ιστορίες,

ένα βάναυσο όνειρο λουσμένο με τις ζωές μας,

άκρατο, ανοιχτό, απατηλό,

 

στο οποίο ξυπνάμε, ιδρώνοντας για να βγάλουμε

ουσία απ’ αυτό, να το γραπώσουμε, να γυρίσουμε

το πρόσωπό του προς εμάς, παρά την θέληση, και να δούμε τις

νιφάδες του χιονιού να λάμπουν εκεί, και να λιώνουν.

 

~ μτφρ.: Λευτέρης Ζαχαριουδάκης

 

Στα δύο βιβλία που θα ακολουθήσουν, γράφει ο Albert Gelpi, «τα ποιήματα πάλι και πάλι ξεσπούν σ’ έναν εορτασμό του θείου, ακόμα και της μυστηριακότητας της εν χρόνω εμπειρίας».

Στο βιβλίο, λοιπόν, του 1961, Η Κλίμακα του Ιακώβ, στην τρίτη ενότητα του ποιήματος «Ένα Έδαφος Κοινό», με μόττο από τον Παστερνάκ: «…καθετί στον κόσμο πρέπει / να υπερβαίνει τον εαυτό του για να είναι ο εαυτός του», η Λ. γράφει, μεταξύ άλλων:

 

Όχι «λόγος κοινός»
άψυχο επίπεδο

αλλά ο ασυνήθιστος λόγος του παράδεισου,

γλώσσα που οι πυθίες

μιλούν σε επαίτες και προσκυνητές:

 

όχι ψευδαίσθηση αλλά αυτό που ο Γουίτμαν έλεγε
«η οδός
μεταξύ πραγματικότητας και ψυχής»

μια γλώσσα

που υπερβαίνει τον εαυτό της για να είναι ο εαυτός της,

 

λόγος όμοιος με το φως

που στο τέλος της ημέρας και στης ημέρας

την αναγέννηση, τα βουνά

τραγουδούν το ’να στ’ άλλο πάνω απ’ τις κρύες κοιλάδες.

 

Από το ίδιο βιβλίο, το φερώνυμο ποίημα:

 

Η ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ

 

Η σκάλα – δεν πρόκειται

για κάποια απαστράπτοντα νήματα

τη λαμπρή γραμμή μιας εξαφάνισης

για τα πέλματα των αγγέλων που μόνο στρέφουν το βλέμμα στο χνάρι τους,

και δεν χρειάζεται ν’ αγγίξουν την πέτρα.

 

Είναι από πέτρα.

Ροδαλή πέτρα που παίρνει

μια φωτεινή απόχρωση απαλότητας

μόνο και μόνο επειδή πίσω της ο ουρανός έχει ένα αμφίβολο

νυχτερινό γκρι που αμφιβάλλει.

 

Μια σκάλα από αδρές γωνίες,

γερά χτισμένη.

Βλέπει κανείς ότι οι άγγελοι θα πρέπει ν’ αναδύονται

από το ένα σκαλί στο άλλο, αδιόρατα ανασηκωμένοι

απ’ τις φτερούγες:

 

κι ένας άνδρας για ν’ αναρριχηθεί

θα πρέπει να γδάρει τα γόνατά του, και να χρησιμοποιήσει

τις λαβές των χεριών του στη διαδικασία. Η πελεκημένη πέτρα

παρηγορεί το πόδι που ψαχουλεύει. Φτερά τον γδέρνουν προσπερνώντας τον.

Το ποίημα ανεβαίνει.

 

~ μτφρ.: Δήμητρα Κωτούλα

 

 

Στο ίδιο βιβλίο, στο ποίημα «Επιστολή στον Γουίλλιαμ Κίντερ του Μύλενμπεργκ», η Λ. λέει, μεταξύ άλλων:

 

Είδα

δίχως λέξεις εντός μου, είδα

 

λες και τα μάτια μου
να ’χαν μεγαλώσει και να ξέραν

 

πώς να κοιτούν χωρίς
να τους λεν τι ήταν αυτό που έβλεπαν.

 

Ακολουθεί, το 1964 –την χρονιά που πεθαίνει, στα 50 της, η αγαπημένη της αδελφή, Όλγα– το βιβλίο Γεύσασθε και ίδετε (φράση από τον 33ο Ψαλμό του Δαβίδ).

 

ΠΕΡΙ ΓΑΜΟΥ

 

Δεν θέλω να με δέσεις με γαμήλια δεσμά, θέλω

τον γάμο

μια συνάντηση –

 

Σου μίλησα για το

πράσινο φως

του Μάη

 

            (ένα πέπλο γαλήνης να καλύπτει

            το πάρκο στην καρδιά της πόλης

            αργά

 

            απόγευμα Σαββάτου,

            μακρόσυρτες σκιές και δροσερό

 

            αεράκι, μυρωδιά

            από φρέσκο χορτάρι,

            χλωρά φύλλα,

                       

            ανθοφορία στα όρια

            της πλησμονής–

 

            και τα πουλιά που συνάντησα εκεί,

            διαβατάρικα πουλιά που διέκοψαν για λίγο το ταξίδι τους,

            τρία πουλιά άλλο είδος το καθένα:

 

            εκείνο με στήθος σε χρώμα αζαλέας, κεφάλι στρογγυλό, σκουρόχρωμο,

            το άλλο παρδαλό, χαρούμενο, που ξεγλιστράει σαν ποντίκι,

            και το μικρότερο, σαν σχoίνος χρυσαφένιο, φορώντας

            μια μάσκα μαύρη Βενετσιάνικη,

 

            κι από κοντά τρία ήρεμα θηλυκά,

            με φτέρωμα απαλό, καφέ ζωηρόχρωμο–

 

            Στάθηκα μισή ώρα εκεί

            σα μαγεμένη,

            κανείς περαστικός,

            μα τα πουλιά με είδαν και

 

           

με άφησαν ήσυχη

κοντά τους.)

 

 

Δεν είναι

άσχετο αυτό:

θα μπορούσες

να με συναντήσεις

 

και να σε συναντήσω

έτσι,

σε έναν καταπράσινο ανοιχτό χώρο,

όχι δεμένη με δεσμά.

 

~ μτφρ.: Μαίρη Γιόση

 

*

 

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ

 


Στους Δελφούς προσευχήθηκα

στον Απόλλωνα

άσβεστη να κρατήσει εντός μου

την φλόγα του ποιήματος

 

και ήπια από τη γλυφή

πηγή εκειπέρα ζαλισμένη από τα

ταμπούρλα του ήλιου,

περνώντας την,

 

καθώς μαζευόμουν μακρυά από την μαύρη

σκιά του αετού που διέσχιζε

εκείνον τον απάνθρωπα γαλάζιο ουρανό,

για την Πηγή των Πιερίων –

 

και μετά από λίγο

ξέρασα τον μουσακά μου

ύστερα τ' άντερά μου σφάδαζαν

για ώρες απ' τη διάρροια

 

ώσπου, το σούρουπο,

ανάμεσα στων κατσικόδρομων τις πέτρες

εισπνέοντας σκόνη

αμφέβαλα για την πίστη μου, ή

 

αναρωτήθηκα εντός της

μη με ενέπαιζε ο θεός.

Μα από τότε, κι ας τρεμοσβήνει κι ας

μαζεύεται σε

 

γαλάζιο κόμπο στο φιτίλι,

υπάρχει μέσα μου αυτό που

καίει και που παγώνει, μαυρίζοντάς μου

την καρδιά με την καπνιά του,

 

φουντώνοντας σε γέλιο, κεντρίζοντάς μου

τα πόδια σε χορό, τόσο που

λέω καμμιά φορά μη δεν ήταν ο Απόλλων

αλλ' άλλος θεός με άκουσε.

 

– μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης

 

Καθώς προχωρεί ο πόλεμος του Βιετνάμ (1955-75), η Λ. με τον άντρα της συμμετέχουν στις διαμαρτυρίες εναντίον του, αψηφούν –μη κατεβαίνοντας στα καταφύγια– τις ασκήσεις συναγερμού έναντι αεροπορικών επιθέσεων, συλλαμβάνονται και κρατούνται επανειλημμένως. Αρχικώς, η Λ. μαζί με την πρεσβύτερη ποιήτρια και ιδρυτική μορφή της ποίησης-ντοκουμέντο, Muriel Rukeyser, και άλλους ποιητές, ιδρύουν την «Διαμαρτυρία Συγγραφέων και Καλλιτεχνών κατά του Πολέμου στο Βιετνάμ». Από το 1967 δε, μαζί με τον συζυγό της, Μίτσελλ Γκούντμαν, γίνονται εκ των πρωταγωνιστών του αντιπολεμικού κινήματος και της αντίστασης στην επιστράτευση, συνιδρύοντας εντέλει, μαζί με άλλες προσωπικότητες –όπως ο Noam Chomsky και ο Dwight Macdonald– την οργάνωση “RESIST”. Η ποίησή της γίνεται έντονα πολιτική – πράγμα που την έφερε σε ρήξη με πολλούς από τους προηγούμενους υποστηρικτές της, αλλά συγχρόνως την έκανε γνωστή σ’ ένα πολύ ευρύτερο κοινό.

 

Αν η σπάνια λυρικότητά της είχε αναγνωριστεί εξ αρχής και δεν θα έπαυε να διατρέχει το έργο της, αρκετά από τα πολιτικά της ποιήματα –αυτό το τόσο δύσκολο είδος– είναι επίσης πολύ δυνατά. Εκείνη θεωρούσε αυτή την εξέλιξη της γραφής της, αλλά και την ακτιβιστική δράση της, ως φυσική συνέχεια της πορείας της∙ είπε το 1968: «Έχω βρεθεί, ως ποιήτρια, πολύ πριν απ’ αυτήν την συγκεκριμένη ανάμιξή μου, να λέω, σε ποιήματα, πράγματα που νομίζω ότι έχουν ηθικές συνέπειες. […] Άρα νιώθω ότι η ποίηση με οδήγησε στην πολιτική δράση και όχι ότι η πολιτική δράση έγινε η αιτία να γράψω ποιήματα περισσότερο εμφανώς στρατευμένα από αυτά που συνήθως έγραφα. […] Πάντα έγραφα μάλλον με αμεσότητα για την ζωή μου και τους προβληματισμούς μου σε οποιαδήποτε στιγμή».

 

Είναι συγχρόνως η εποχή που εργάζεται ως editor στο περιοδικό “The Nation”, όπου υποστηρίζει και δημοσιεύει το έργο φεμινιστριών και αριστερών συγγραφέων. Αργότερα και μέχρι το τέλος της ζωής της, ο θεσμικός της ρόλος εντός της ποίησης θα συμπληρωθεί με ποικίλες πανεπιστημιακές θέσεις: στο Brandeis, το Tufts, το ΜΙΤ, το Stanford, και το University of Washington. Εξάλλου, το έργο της, ποιητικό και δοκιμιακό, αναγνωρίστηκε με πλήθος βραβείων – ανάμεσά τους, το Robert Frost Medal και ένα Guggenheim Fellowship. Πάντως, αν και ήταν πρωτοπόρος στην εποχή της ως γυναίκα και επαγγελματίας στο ποιητικό κατεστημένο, αρνιόταν να αυτοπροσδιοριστεί ως φεμινίστρια – παρόλο, μάλιστα, που και στα ίδια της τα ποιήματα, η ιεραρχία των φύλων καταλύεται.

Από το επόμενο βιβλίο της, τα πολιτικά ποιήματα, και ειδικά αυτά που αφορούν τον Πόλεμο του Βιετνάμ, αρχίζουν να δίνουν τον κυρίαρχο τόνο. Στο δοκίμιό της του 1967 «Η Ποιήτρια στον Κόσμο», γράφει: «Ο κόσμος όλο με ρωτά πώς μπορώ να συμφιλιώνω την ποίηση με την πολιτική δράση, την ποίηση με τον λόγο για την επανάσταση. Δεν νιώθετε, μου λένε, πως σεις και άλλοι ποιητές προδίδετε το έργο σας ως ποιητές όταν ξοδεύετε χρόνο συμμετέχοντας σε καθιστικές διαμαρτυρίες, διαδηλώνοντας στους δρόμους, βοηθώντας να γραφτούν φυλλάδια, κ.λπ. Η απάντησή μου είναι όχι· ακριβώς επειδή είμαι ποιήτρια, γνωρίζω, κι αυτοί οι άλλοι ποιητές που πράττουν τα όμοια γνωρίζουν, ότι οφείλουμε να εκπληρώνουμε την καθολική εμπλοκή του ποιητή με την ζωή από αυτή την άποψη επίσης.»

Θα πει ακόμη, αλλού: «Η διδακτική μου ποίηση πρέπει να κρίνεται με τα ίδια κριτήρια όπως και η λυρική μου ποίηση· κατά την γνώμη μου, δεν θα βρεθεί να υπολείπεται». Πολλοί διαφώνησαν (και διαφωνούν) με αυτήν την εκτίμησή της. Όμως είναι πασιφανές ότι η Λ. έγραψε ουκ ολίγα ‘στρατευμένα’ ποιήματα που είναι ποιήματα, και μάλιστα μεγάλης αξίας.

Αργότερα, το 1983, σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη, θα πει σχετικά με την «κοινωνική ευθύνη των συγγραφέων»: «Αν εμπνέονται να γράψουν από τις πολιτικές ανησυχίες τους, αυτό είναι καλό. Αν όχι, έχουν ακριβώς την ίδια ευθύνη όπως και κάθε άλλος πολίτης, κάθε άλλος ενήλικας με ηθική συνείδηση – δηλαδή να συμμετέχουν με όποιον τρόπο μπορούν. […] Γιατί δεν μπορείς να φτιάξεις καλό ποίημα με το «θα έπρεπε». Δεν μπορείς. Και δεν μπορείς να φτιάξεις καλό ποίημα από μια γνώμη και απ’ τις καλές προθέσεις.»

Να σημειώσουμε, πάντως, ότι, την εποχή που η Λ. στρέφεται με ένταση και σοβαρότητα στην πολιτική ποίηση, το αμερικανικό ποιητικό κατεστημένο – τουτέστιν κυρίως οι ποιητές που κατέχουν πανεπιστημιακές θέσεις– είναι σαφώς αδιάφορο για, αν όχι εχθρικό προς, την πολιτική…

To 1967, εκδίδεται Ο Χορός του Καημού, όπου συνυπάρχουν ποιήματα στην μνήμη της αδελφής της, Όλγας, με ποιήματα συλλογικότερης οδύνης.

 

ΟΙ ΦΤΕΡΟΥΓΕΣ

 

Κάτι κρέμεται πίσω μου

Δεν μπορώ να το δω, ούτε να το κουνήσω.

 

Το ξέρω, είναι μαύρο

Στη ράχη μου καμπούρα.

 

Βαρύ. Να το δεις δεν μπορείς

Εσύ.

Τι περιέχει; Μην κάνεις πως δεν ξέρεις. Έχει

 

Ό,τι μου  είπες για το μαύρο.

 

Ασύγκριτη δύναμη, ψυχρός ανεμοστρόβιλος

απ’ έξω και ολόγυρά μου

που σε ισοπεδώνει.

 

Ωστόσο, τι κι αν, σαν καμήλα, είναι

 

σκέτη ενέργεια αυτό που αποθηκεύω και κουβαλάω,

σκυφτή και βαριά;

 

Όχι το μαύρο, όχι αυτός ο τρόμος, η ανοησία, οργή εν ψυχρώ.

Ή μήπως είναι μαύρο μόνο επειδή

είναι φυλακισμένο εκεί;

 

Κι αν ελευθερωνόταν στον αέρα και γινόταν μια λευκή

 

πηγή φωτός, φωτεινό σιντριβάνι ;

Μήπως θα ήταν όλο αυτό το βάρος τότε η δύναμη της πτήσης;

Στρέψε το βλέμμα προς τα μέσα, δες με.

 

Με κεχριμπαρένιες φτερούγες, μια πουπουλένια τρυφερή

Η άλλη με φλεγόμενα τριχίδια, χλωμή

λάμψη- γρανάζια. Εντάξει-

 

Μπορώ να μείνω

με τη μια φτερούγα

τη λευκή;

 


~ μτφρ.: Χριστιάνα Μυγδάλη

 

*

ΕΡΩΣ

 

Το ζωώδες άρωμα που σε άνθη παραπέμπει

μες στου θεού τους βοστρύχους

– μην φανταστείς πως τα χαρακτηριστικά του

– όπως αυτά των λουλουδιών –

υπάρχουν για να κολάζουν

εσένα ή

να υποδαυλίζουν την πείνα του σκόρου –

ο ίδιος είναι απλά ναός του εαυτού του

μαλλιά και δέρμα

θυσία ανθών και αίματος

στο βωμό του

είτε γονατίσει κάποιος προσκυνητής

είτε όχι.

 

~ μτφρ.: Χριστιάνα Μυγδάλη

 

*

 

ΨΑΛΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

 

Οι σκοτωμοί συνεχίζονται, κάθε στιγμή

ο πόνος και η δυστυχία επεκτείνονται

στη γενετική αλυσίδα, η αδικία διαπράττεται ενσυνείδητα και ο αέρας

μεταφέρει τη σκόνη των ελπίδων που σάπισαν,

εισπνέοντας, ωστόσο, αυτά τα καυσαέρια, βηματίζοντας στα πολυσύχναστα

πεζοδρόμια ανάμεσα σε σακατεμένες ζωές, με τα κομπρεσέρ

να ωρύονται, μ’ ένα πάρκινγκ οδυνηρά απαστράπτον

στον μαγιάτικο ήλιο, έχω δει

μες στην πνιχτή θλίψη,

το πληγωμένο θάρρος, τις ειδεχθείς

τσιμεντένιες προσόψεις, μέσα και όχι από πίσω τους,

μια θλίψη άλλη, μια λάμψη

σαν της πάχνης, μια κατοικία του ελέους,

έχω ακούσει μες στο θόρυβο, και όχι από πίσω του,

ένα βουητό που σε χαμόγελο βουβό απορροφήθηκε.

Δεν ήταν αλλαγμένο τίποτα, όλα αποκαλύφθηκαν αλλιώς∙

όχι πως δεν υπήρχε τρόμος, όχι πως οι σκοτωμοί δε συνεχίζονταν,

όχι πως πίστευα ότι δε θα υπήρχε πια απόγνωση,

αλλά πως όλα τους, σα διάφανα, φανέρωσαν

μια ετερότητα που ήταν ευλογημένη, που ήταν μακαριότητα.

Είδα τον Παράδεισο στη σκόνη του δρόμου.

 

~ μτφρ.: Γιάννης Δούκας

 

*

 

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΙΚΑ

           

            Όπως σκυλιά στο Μεξικό

μαδημένα, χτυπημένα, σακάτικα,

 

φθάνει από το επίπονο πουθενά

η Αγωνία. Κι αποδεικνύεται

 

πως έχει βλέμμα όλο καλοσύνη,

και θλιβερή ουρά. Ζητάει

 

αγάπη. Δώσε της λίγη,

σαν μια μπουκιά τορτίγια,

 

– την αρπάζει και τρέχει μακριά

με τρία ποδάρια, φοβισμένη,

 

μα κάπου εκεί κοντά θα πάει να κάτσει

κι ύστερα θα γυρίσει πάλι πίσω.

Φίλη πια.

 

~ μτφρ.: Μαίρη Γιόση

 

 

Το 1970, ακολουθεί το βιβλίο Ξαναμαθαίνοντας το Αλφάβητο. Ένα απόσπασμα από το γράμμα «Ρ»:

Αποφυλακισμένη μέσα από κάγκελα θλίψης
σαν να μην είχε ανοίξει πύλη αλλά εγώ

έχοντας εξαϋλωθεί να πέρασα, σαν σκιά, από μέσα […]

 

Με αγκαλιάζουν χέρια
τρυφερά. Με εμπιστεύονται, εγώ εμπιστεύομαι
το πραγματικό που με μεταμορφώνει.


Σχετικά με το επόμενο, ολόκληρο, ποίημα από το ίδιο βιβλίο, η Λ. έχει περιγράψει πώς, το 1967, κατά την διάρκεια των επεισοδίων του Ντητρόιτ, αφού διάβασε ένα άρθρο εφημερίδας, έγραψε το ποίημα ως ένα σχόλιο όχι μόνο για το χάσμα μεταξύ των φυλών, αλλά και μεταξύ πλούσιων και φτωχών:

 

ΤΟ ΧΑΣΜΑ

 

Μακρυά απ’ τον κήπο μας στην άκρη ενός βάραθρου,
όπου ησυχάζουμε τα νεύρα μας με τη βροχή,

(και με τα δάχτυλα γδέρνουμε τη γη λιγάκι, ξεριζώνοντας ζιζάνια
για να μεταφυτεύσουμε –

χώμα στα νύχια, πονάει
σχεδόν, και όμως μας ευχαριστεί)

μακρυά απ’ τον κόσμο μας φωτιές ανάβουν.
Μες στους πλιατσικολόγους ένας εντεκάχρονος

αρπάζει απ’ τη βιτρίνα του ανθοπωλείου (λένε οι Τάιμς)
αγκαλιές γλαδιόλες, όσες μπορεί να κουβαλήσει,

και το βάζει στα πόδια. Τι γίνεται μετά;
Τον βλέπω

σφαίρα να χώνεται σε μια σκοτεινή είσοδο όπου δεν είν’ κανείς
(οι πυροβολισμοί, οι φωνές, τα τζάμια που σπάζουν

ακούγονται υπόκωφα σαν τ’ αυτοκίνητα).
Ξέπνοος στέκει να εξετάσει

την σάρκα του ονείρου: ζουλάει
τα χυμώδη κρύα γερά κοτσάνια, μακρυά όσο τα ποδάρια του,

δοκιμάζει τις απαλές λεπίδες των φύλλων – δεν κόβουν.
Χώνει το ιδρωμένο πρόσωπό του

σε λουλουδιών πρόσωπα, πορφυρά και ρόδινα και μωβ,
λευκά και κόκκινα σαν αίμα, λεία, δροσερά – σφυροκοπά η καρδιά του.

Όμως διαμιάς μια απουσία
του φανερώνεται – είναι σαν

τρύπα στα πνευμόνια,
πάει να στερέψει η ζωή. Δεν έχουν

άρωμα!
               Γελασμένος, τις αφήνει να πέσουν.
Λουλούδια των λευκών.

Θροϊζουν πέφτοντας,
στέκει κατάμονος, οι δέσμες

του σκεπάζουν τα αθλητικά...
                                                      Δεν έχει πού να πάει
με το τρόπαιό του ή χωρίς.

Πολύ μακρυά, στον κήπο μας που εκείνος δεν μπορεί να φανταστεί,
περιμένω να δω αν θα μαζέψει τα λουλούδια

εντέλει ή θα φύγει,
αφήνοντάς τα χάμω.

Μα δεν συμβαίνει τίποτα.
Στέκει εκεί.

Συνεχίζει να στέκεται εκεί,
άχρηστη γνώση για την όραση του νου μου.

Τίποτα δεν θα τον κουνήσει.
Εμείς θα ζήσουμε ώς το τέλος τις ζωές μας

στον κήπο μας στην άκρη ενός χάσματος,
κι αυτός στον πόλεμο εκατό χρόνων δέκα χτύπων της καρδιάς

απαράλλαχτος μες στα νεκρά λουλούδια,
πού να πάει.

~ μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης

 

 

Ακόμα τρία ποιήματα από το ίδιο βιβλίο:

 

ΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ (Ι)

 

Όχι το φεγγάρι. Ένα λουλούδι

στην άλλη όχθη του νερού.

 

Ορμάει το νερό φουσκωμένο,

σέρνοντας ένα δέντρο ολάκερο από τα μαλλιά,

 

μια γέφυρα, έναν αχυρώνα. Το λουλούδι

τραγουδάει στην πέρα όχθη.

 

Όχι λουλούδι. Ένα πουλί που κελαηδάει,

κρυμμένο ανάμεσα στα πιο σκιερά δέντρα, μουσική

 

πάνω από τα νερά, πλάθοντας σε σιωπή

τις καστανές πτυχές της κάπας του ποταμού.

 

Το φεγγάρι. Όχι: Ένας νεαρός που βαδίζει

κάτω από τα δέντρα. Απλώνονται φανάρια

 

ανάμεσα στα φύλλα.

Απαλό, σοφό, χαρούμενο

 

το πρόσωπό του, ξυπνάει από το ίδιο του το φως.

Το παρατηρώ στην άλλη πλευρά των νερών, όπως σε κοντινό πλάνο.

 

Ένας παλιάτσος. Η μουσική αντηχεί από τα καμπανάκια του,

επίσημη, λυπημένος σκοπός,

 

και ακολουθώντας χορεύω, στην όχθη του ποταμού μου.

 

~ μτφρ.: Στέργιος Μήτας

 


 

ΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ (ΙI)

 

Όχι το φεγγάρι. Να είμαι μια κεφαλή χάλκινη,

κατοικημένη από έναν θεό.

                                    Κορμός από γρανίτη,

αφημένος έξω στον καιρό, δέκα χιλιάδες χρόνια.

Του αποδίδουν λατρεία τα διαβατικά σύννεφα.

Με τις σκιές τους τον βάφουν, πινελιές από γαλάζιο της τέφρας.

Του παραδίνονται, σε μια ατέρμονη βροχή.

Να είμαι ένα σύννεφο. Κουράστηκε πια να πλανιέται, αδράχνει

από τα σωθικά του την ευθυμία της αλλαγής. Της διάλυσης,

της βροχής.

            Να πλαγιάζω στα όνειρα ενός νεαρού,

που έχει μαλλιά καστανοκόκκινα,

σαν ξύλο από μαόνι. 

 

~ μτφρ.: Στέργιος Μήτας

 

*

 

ΚΥΚΝΟΣ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΚΑΙ

 

Κύκνος που τραγουδά και

                                    δεν πεθαίνει.

 

Άσκοπα, με τον μακρύ λαιμό του τεντωμένο,

τη νότα κρατά, τον θάνατο

αναβάλλει.                   Με τα φτερά

που τρίζουν, έντονα πετώντας,

και δεν,

            και δεν υποχωρούν,

εξαντλημένη από την ένταση

 

            η μουσική

χωρίς κατάληξη τελειώνει

 

~ μτφρ.: Γιάννης Δούκας


Η
Ange Mlinko, αναφερόμενη στην βιογραφία της Λ. από την Donna Hoollenberg που είχε υπάρξει φοιτήτρια της ποιήτριας, γράφει: «όσο μπορούσε να είναι κριτική, αυταρχική, και αλαζών, άλλο τόσο ήταν παθιασμένη και πνεύμα ερευνητικό». Παρά ταύτα, «η κατηγορία του συναισθηματισμού ακολουθούσε την Λ. όπως συμβαίνει με όλους τους ανθρωπιστές», γράφει η Μλίνκο – και αλλού ισχυρίζεται ότι, συχνά, τα ποιήματά της Λ. δίνουν «την αίσθηση πως σκέφτεται μεγαλοφώνως ενώπιον ακροατηρίου, σηματοδοτώντας μια ποιήτρια μάλλον του προφορικού παρά του γραπτού λόγου». Η ίδια η Λ. θα πει: «Πρέπει να ’χεις καλό αυτί, αλλά πρέπει και να διαβάζεις δυνατά αυτό στο οποίο εργάζεσαι. Ακόμα κι αν έχεις καλό εσωτερικό αυτί, υπάρχουν ορισμένες αδεξιότητες που γίνονται εμφανείς μόνον όταν τις πεις μεγαλοφώνως.»

Στο σημαντικό, κλασσικό πια, δοκίμιό της «Λίγες Σημειώσεις για την Οργανική Μορφή» (1965) όπου (χρησιμοποιώντας και όρους του Άγγλου ποιητή και Ιησουίτη Gerard Manley Hopkins (1844-1889) τον οποίο θαύμαζε) εκθέτει την ποιητική της, την οποία η ίδια συνόψισε ως το «να δίνεις προσοχή στην μορφή που αναδύεται», σημειώνει ότι δεν είναι δουλειά της ποιήτριας να συμπεραίνει αλλά «να συντηρεί την έκθεσή μας σε ό,τι δεν γνωρίζουμε».

Το 1971, εμφανίζεται το Για να Μείνουμε Ζωντανοί, υβριδικό βιβλίο, που, εκτός από ποιήματα, περιέχει επιστολές, μεταγραφές ραδιοφωνικών εκπομπών, αποσπάσματα ημερολογίου, συζητήσεις. Ο κριτικός Hayden Carruth το παρομοίασε με το Πάτερσον του Γουίλλιαμς, σημειώνοντας: «θεωρώ ότι η Λέβερτοφ χρησιμοποίησε τα πεζά μέρη  της καλύτερα απ’ ό,τι ο Γουίλλιαμς, με μεγαλύτερη εγκράτεια και οικονομία […] Θεωρώ επίσης ότι το Για να Μείνουμε Ζωντανοί είναι ένα από τα καλύτερα προϊόντα της πρόσφατης περιόδου του πολιτικώς προσανατολισμένου οράματος των  Αμερικανών ποιητών».

Στο βιβλίο αυτό, στο ποίημα «Παραμένοντας Ζωντανοί», μιλά για «την προσμονή που είναι η ίδια / ενέργεια μεταμορφωτική», και, πιο κάτω, γράφει:

μόνον συζεύξεις

                          της οργιώδους μαγείας

                                                               του τραγουδιού

    και θάρρους υπομονετικού        

                                                                                                θα φτιάξουν     μια νέα ζωή:

δεν μπορούμε να περιμένουμε: ο καιρός δεν είναι

                                                                                με το μέρος μας

Ένα ολόκληρο ποίημα από το βιβλίο αυτό:

 

ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ

 

Το αγριοπερίστερο εκφέρει

αργά

         τις λέξεις που πρέπει
να εκφέρει,
και απαλά.      

                  Αλλά σηκώνεται
ατρόμητο,
και πετά γοργά.

 

~ μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης

 

Ο ομότεχνος και σύγχρονός της Ρόμπερτ Κρήλυ αφενός την περιέγραφε ως «ξεροκέφαλη, αποφασισμένη, πλημμυρισμένη στόχο», αφετέρου τόνιζε «το δεδομένο του σώματος, την αμεσότητα αυτής της παρουσίας σε ό,τι έγραψε ή ήταν». «Η εντελώς εξαιρετική χάρη –της χορεύτριας, μου άρεσε να πιστεύω– στο έργο της, η κίνηση η τόσο προσιδιάζουσα στο σύμπλεγμα σκέψης και αισθήματος, κατόρθωναν μια σπάνια ενότητα.» «Κανείς δεν θα ξεχάσει πόσο νοιαζόταν για την ζωή, τις ζωές μας, ως ανθρώπων, τον κόσμο για πάντα μοναδικό όπου όλοι μας πρέπει εντέλει να μάθουμε να ζούμε όσο μπορούμε.»

Το 1975, χρονιά του διαζυγίου της, κυκλοφορεί Η Απελευθέρωση της Σκόνης. Σ’ ένα από τα «Ποιήματα-Σύννεφα» εκεί, την «Ακτίνα κοπής» με αφιέρωση «για τον Μιτς», διαβάζουμε:

Ναι, έχουμε ανάγκη την θερμότητα
του ήλιου της φαντασίας
για να κόψει τα σύννεφα που μας δένουν.

 

Και ω, μπορεί άραγε το μέγα, χρυσό φως
να ζεστάνει την σάρκα μας που κρύωσε τόσο;

 

Από αυτό το βιβλίο, προέρχεται και ο υπότιτλος του παρόντος κειμένου – συγκεκριμένα από το ποίημα «Η ανάπτυξη ενός ποιητή»: «ανακαλύπτουμε ότι βρισκόμαστε / μέσα / στο αβασίλευτο βασίλειο.»

 

Στο δε ποίημα «Τρόποι Ύπαρξης», διαβάζουμε :

 

Η χαρά
είναι πραγματική, τα μαρτύρια
είναι πραγματικά, μοχθούμε να κρατήσουμε
μια γέφυρα ανοιχτή ανάμεσά τους,
κι αποτυγχάνουμε,
ή σχεδόν αποτυγχάνουμε.

 

Το 1978, έναν χρόνο μετά τον θάνατο της μητέρας της, κυκλοφορεί η Ζωή στο Δάσος Εκεί, έχει προτάξει ένα μόττο από τον Χένρυ Τζαίημς: «Δουλεύουμε στα σκοτεινά. Κάνουμε ό,τι μπορούμε. Δίνουμε ό,τι έχουμε. Η αμφιβολία μας, πάθος μας. Το πάθος μας είναι το καθήκον μας. Τα υπόλοιπα είναι η τρέλλα της τέχνης.»

Δύο ποιήματα απ’ αυτό το βιβλίο:

 

ΣΑΝ ΝΑ ΑΓΑΠΩ ΤΟΝ ΤΣΕΧΟΦ

 

Το να αγαπώ αυτόν τον άντρα που είναι μακριά μου

είναι σαν να αγαπώ τον Άντον Τσέχοφ.

Είναι αλήθεια, λατρεύω τον Άντον Τσέχοφ,

τον έχω αγαπήσει πολύ καιρό πριν γνωρίσω αυτόν τον άντρα.

Αγαπώ όλα τα πρόσωπα του Τσέχοφ στην συλλογή μου
από φωτογραφίες που τον δείχνουν σε διάφορες εποχές της ζωής του,
μόνο, ή με τα αδέλφια του, με ηθοποιούς,

με τον Γκόρκι,

με τον Τολστόι, με τη γυναίκα του, με τα διάφορα
αξιαγάπητα σκυλιά του· από τον αμούστακο νεαρό φοιτητή μέχρι τον διοπτροφόρο διάσημο πλέον ασθενή.

Δεν έχω φωτογραφία

του άντρα που αγαπώ.

 

Αγαπώ τον Τσέχοφ επειδή ταξίδεψε μονάχος
στο νησί φυλακή χωρίς του το ζητήσει κανείς.

Επειδή έγραψε ότι οι άγριες, παγωμένες, τρομερές θάλασσες

που κύκλωναν το νησί και τις ζωές των κατοίκων του

«έμοιαζαν με τα φοβισμένα όνειρα
ενός μικρού αγοριού που διαβάζει

το Χαμένος στον Ωκεανό

πριν κοιμηθεί, και που η κουβέρτα του έχει πέσει στο πάτωμα,

και κουλουριάζεται τρέμοντας
και δεν μπορεί να ξυπνήσει.»

Επειδή φύλαξε το άτεχνο μελανοδοχείο, που του χάρισε μια φτωχή μοδίστρα

από ευγνωμοσύνη για την ιατρική του φροντίδα.

Αν υπάρχει μεταθάνατον ζωή,

ελπίζω να συναντήσω τον Άντον Τσέχοφ εκεί.

 

Το να αγαπώ τον άντρα που αγαπώ

είναι κάπως έτσι, επειδή είναι μακριά,

και επειδή είναι σχολαστικός, και επειδή σίγουρα

τίποτα που λέει ή κάνει δεν μπορεί να μου φέρει πλήξη.
Αλλά είναι επίσης διαφορετικό. Ο Τσέχοφ έχει πεθάνει
πολύ πριν γεννηθώ. Αυτός ο άντρας είναι ζωντανός.
Είναι ζωντανός και όχι εδώ.
Αυτός ο άντρας μοιράστηκε το κρεβάτι μου, τα σώματά μας
έχουν ζεστάνει το ένα το άλλο και έχουν δώσει
χαρά το ένα στο άλλο, τα σώματά μας
θυμώνουν μαζί μας που τα δώσαμε ο ένας στον άλλον και μετά
επιτρέψαμε σε κάτι που δεν καταλαβαίνουν να τα ξεκολλήσει, μια μεταλλική
σκληρή σφήνα που μας ακούν να ονομάζουμε
αναγκαιότητα. 

Συχνά μοιάζει εξωπραγματικό να αγαπάς
έναν άνθρωπο που είναι μακριά, ή που είναι αληθινός μόνο στο μυαλό,
με το μυαλό να βασανίζει το σώμα. Αλλά είναι αλήθεια
πως είναι ζωντανός, και δεν είναι στη μεταθάνατον ζωή
που προσδοκώ να τον δω,
αλλά σε αυτό το εδώ και τώρα, πριν γεράσω άλλον ένα μήνα,
προτού φυτρώσει ακόμα μια γκρίζα τρίχα στο κεφάλι μου.
Αν με κάνει να σκέφτομαι τον Τσέχοφ, δεν είναι επειδή
του μοιάζει στο ελάχιστο αλλά επειδή η οδύνη
της απόστασης ανάμεσα σε εμένα και έναν ζωντανό άντρα που ξέρω αλλά και δεν ξέρω
με γεμίζει με πόνο και φόβο, πόνο και φόβο
παρόμοιο με την αγάπη για τους απρόσιτους νεκρούς.

 

~ μτφρ.: Κατερίνα Ηλιοπούλου

 

*

 

ΑΡΓΑ

 

Το Πνεύμα είναι μονάχο

τελευταία. Έχτισε ένα σπίτι

από πεσμένα φύλλα

μέσα σ’ εκτεθειμένες ρίζες δέντρων.

Σχεδιάζει ονειροπόλα

να φέρνει νερό

 

από ένα πέτρινο πηγάδι.

Κοιμάται

πεινασμένα.

                   Ξυπνώντας,

 

είναι βουβό,

ακούει. Το Πνεύμα

δεν ξέρει

τι θά ’ναι ο ήχος,

τραγούδι ή κλάμα.

Ίσως

 

μια λέξη. Κρατάει

μες στην καρδιά μια

κόκκινη κλωστή, που γυρίζει

 

πίσω στον κόσμο,

 

σε κάποιον που κρατά

την άλλη άκρη,

πολύ μακριά.

                     Το Πνεύμα

πετάει τα παπλώματα

όταν το σκοτάδι

πέφτει πολύ βαρύ,

 

σέρνει τα πόδια μέσα

στα φύλλα

πάνω και κάτω

περιμένοντας.

                     Θέλει

να πάλλεται η κλωστή

 

ξανά. Ξανά! Πορφυρή!

 

Εν τω μεταξύ δεν θέλει

επισκέπτες, δεν ρωτά

εκείνους που έρχονται

καμία ερώτηση,

δεν απαντά καμία. Βουτάει βαθιά

προς τον χειμώνα,

                           αργά.

 

~ μτφρ. : Λένα Καλλέργη

 

Από εδώ κι εμπρός, στα ποιήματά της αρχίζει να επανεμφανίζεται η μυστηριακότητα – με την μορφή της πίστης πλέον: όχι μόνο στον Χριστιανισμό στον οποίο στρέφεται από το 1984, και πιο συγκεκριμένα τον Καθολικισμό τον οποίον ασπάστηκε το 1990, αλλά και σε όψεις του Ιουδαϊσμού, του Βουδισμού ή των πιστεύω των Αμερικανών Ιθαγενών.

Θα πει το 1997: «Όταν άρχισα να γράφω ρητώς χριστιανικά ποιήματα, νόμιζα ότι θα έχανα μέρος του αναγνωστικού κοινού μου. Αλλά τελικά, αυτό δεν συνέβη. Νομίζω πως το ενδιαφέρον για την θρησκεία είναι αντίβαρο στην παράφρονα, ορθολογιστική αισιοδοξία που περιβάλλει την ανάπτυξη όλης αυτής της νέας τεχνολογίας. Αυτή η αισιοδοξία είναι μια επανάληψη, στον εικοστό αιώνα, στάσεων του δέκατου ένατου, όταν νόμιζαν πως ο ατμός, ο ηλεκτρισμός, και τα τηλέφωνα θα έφτιαχναν κάποιου είδους ουτοπία. […] Η ηθική μας ανάπτυξη δεν είναι αντίστοιχη της τεχνολογικής. Αυτή η αίσθηση πνευματικής δίψας είναι σαν ένα αντίβαρο ή υποσυνείδητη αντίδραση σε όλη αυτή την τεχνολογική ευφορία.» Και επίσης: «Όταν είσαι εντελώς απορροφημένη στην γραφή ενός ποιήματος, αυτό μπορεί να γίνει μια μορφή προσευχής. [Και με την εστίαση της προσοχής κατά το γράψιμο] προσδιορίζεις ποια είσαι και πού στέκεσαι κι ύστερα κοιτάς αυτό που βλέπεις.»

Προλογίζοντας, μετά θάνατον, τα Συγκεντρωμένα Ποιήματα της, η νεότερή της Ιρλανδή ποιήτρια Eavan Boland (1944-2020), θα γράψει γι’ αυτά τα ποιήματα της τελευταίας περιόδου: «εσωτερικεύουν ό,τι προηγουμένως ήταν εξωτερικό. Στα βιβλία αυτά, η πολιτική δέσμευση έχει εξελιχθεί σε κάτι άλλο: είναι τώρα πλήρως κατορθωμένο ηθικό όραμα, που αφομοιώνει τόσο τον ιδιωτικό τρουβαδούρο όσο και την δημόσια ποιήτρια.»

Ακολουθούν τα βιβλία Κεριά στην Βαβυλώνα (1982), Λοξές Προσευχές (1984), και Ανασαίνοντας το Νερό (1987). Το τελευταίο λαμβάνει τον τίτλο του από ένα δίστιχο του ποιήματος της Λ. «Παραλλαγή και Στοχασμός σ’ ένα θέμα του Ρίλκε (Το Βιβλίο των Ωρών, Βιβλίο Ι, Ποίημα 7)»:

Ό,τι ποθούμε ταξιδεύει μαζί μας.
Πρέπει να ανασαίνουμε τον χρόνο όπως τα ψάρια ανασαίνουν το νερό.

Για το βιβλίο αυτό, η Diane Wakoski θα γράψει: «η ανακάλυψή της του Θεού είναι η ανακάλυψη του Θεού μέσα της, και μια προσπάθεια να κατανοήσει πώς αυτός ο εαυτός είναι ένα ‘φυσικό’ τμήμα του κόσμου, που συγχρωτίζεται με το καθετί πανθεϊστικά, οικολογικά, κοινωνικά, ιστορικά και, για την Λέβερτοφ, πάντα λυρικά».

Το 1989, έρχεται το Μια Θύρα στην Κυψέλη. Στο ποίημα «Παλιά Τραγούδια και Χοροί» λέει:

Ψαρομάλλα, δεν έγινα σοφότερη,
εκτός αν το να αντιλαμβάνεσαι τον παραλογισμό
είναι σοφία. Ανίσχυρη σοφία.

 Κι ένα ολόκληρο ποίημα απ’ αυτό το βιβλίο:

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ

 

             «Χαίρε, η χώρα του Αχωρήτου»

                        Από τον Ακάθιστο Ύμνο

 

 

Γνωρίζουμε τη σκηνή: το δωμάτιο, επιπλωμένο με ποικίλους τρόπους,

σχεδόν πάντα ένα αναλόγιο, ένα βιβλίο· πάντα

ο κρίνος ο υψηλός.

Με τη σεμνή μεγαλοπρέπεια των γιγάντιων φτερών του

ο πρέσβυς ο αγγελικός, ορθός ή μετέωρος,

που εκείνη τον αναγνωρίζει επισκέπτη.

 

Όμως μαθαίνουμε για την πράα υπακοή της. Κανείς δεν αναφέρει

το θάρρος.

                        Το γεννητικό Πνεύμα

δεν μπήκε εντός της χωρίς συγκατάθεση.

                                                Ο Θεός περίμενε.

 

Ήταν ελεύθερη

να δεχτεί ή να αρνηθεί, επιλογή

αναπόσπαστη της υπόστασης του ανθρώπου.

 

                  ____________________

 

Μήπως δεν υπάρχουν τέτοιοι ευαγγελισμοί

του ενός ή του άλλου είδους

στις περισσότερες ζωές;

                        Κάποιες χωρίς να θέλουν

αναλαμβάνουνε μεγάλα πεπρωμένα,

υλοποιώντας τα με σκυθρωπή υπερηφάνεια,

χωρίς να τα κατανοούν.

Πιο συχνά

αυτές οι στιγμές,

      όταν οι δρόμοι του φωτός και της καταιγίδας

      ανοίγουν μέσ’ απ’ το σκοτάδι σ’ έναν άντρα ή μια γυναίκα,

αυτές οι στιγμές αποφεύγονται

με τρόμο, με αδυναμία ξαφνική, με απόγνωση

και με ανακούφιση.

Οι συνηθισμένες ζωές συνεχίζονται.

                                 Ο Θεός δεν τις πλήττει.

Όμως οι πύλες κλείνουν, το μονοπάτι εξαφανίζεται.

 

                  ____________________

 

Εκείνη ήταν ένα παιδί που έπαιζε, έτρωγε, κοιμόταν

όπως όλα τ’ άλλα – αλλά σε αντίθεση με τα άλλα,

έκλαιγε μονάχα από οίκτο, γελούσε

όταν χαιρόταν, όχι όταν θριάμβευε.

Συμπόνια και νόηση

συγχωνεύονταν εντός της, αδιαίρετα.

 

Όταν την κάλεσε ένα πεπρωμένο πιο σημαίνον

από οποιοδήποτε άλλο σε όλο το μήκος του Χρόνου,

εκείνη δε δείλιασε,

μόνο ρώτησε

με απλότητα, «Πώς είναι δυνατόν;»

και με σοβαρότητα κι ευγένεια

έκλεισε μες στην καρδιά της την απάντηση του αγγέλου,

τη θαυμαστή διακονία που της προσφέρονταν:

 

να σηκώσει μες στη μήτρα της

Άπειρο βάρος κι αλαφράδα· να κουβαλήσει

σε κρυφή, πεπερασμένη εσωτερίκευση,

εννιά μήνες Αιωνιότητας· να χωρέσει

μες στο λιγνό αγγείο τού είναι της

το όλον της δυνάμεως –

σε φτενή σάρκα,

το όλον του φωτός.

                        Έπειτα να γεννήσει,

να βγάλει έξω στον αέρα, τον Άνθρωπο-παιδί

που θα ’χει ανάγκη, όπως κάθε άλλο παιδί,

γάλα κι αγάπη –

 

αλλά που θα ’ναι ο Θεός.

 

Αυτή ήταν η στιγμή για την οποία κανείς δεν μιλάει,

όταν μπορούσε ακόμα να αρνηθεί.

Αναπνοή χωρίς πνοή,

                                       Πνεύμα,

                                                       μετέωρο,

                                                                         περιμένοντας.

 

                  ____________________

 

Δε φώναξε «Δεν μπορώ, δεν είμαι άξια»,

ούτε «Δεν έχω τη δύναμη».

Δεν υπέκυψε με σφιγμένα δόντια,

                                                       οργισμένη, εξαναγκασμένη.

Η πιο γενναία αυτή από όλους τους ανθρώπους –

                                    η συγκατάθεση τη φώτισε.

Το δωμάτιο γέμισε με το φως της συγκατάθεσης,

ο κρίνος έλαμψε μέσα σε αυτό το φως,

                               και τα φτερά ιριδίσανε.

Η συγκατάθεση,

              θάρρος απαράμιλλο,

τη διάνοιξε ολοκληρωτικά.

 

~ μτφρ.: Ορφέας Απέργης

 

Το 1992, εκδίδεται το Βραδυνό Τραίνο. Στο βιβλίο αυτό, έγραψε η Αίημυ Γκέρστλερ, η Λ. κατέχει «ένα ουσιαστικά τέλειο ένστικτο στο να διαλέγει την σωστή απόσταση απ’ την οποία να μιλά: πόσο μακρυά να μένει από αναγνώστη και θέμα, και πόσο απροκάλυπτο ρόλο να δίνει στον εαυτό της μες στο ποίημα.» Η δε Daisy Aldan εκτιμούσε ότι τα ποιήματα εδώ «φανερώνουν μια νέα μετριοφροσύνη, μιαν εκλέπτυνση, ευαισθησία, δημιουργική ευφυία, συμπόνια και πνευματικότητα» – στοιχεία που χαρακτηρίζουν ολόκληρη την τελευταία περίοδο της ποίησής της.

 

ΜΑΡΤΥΣ



Κάποιες φορές το βουνό

μού κρύβεται σε πέπλα

νεφών, κάποιες φορές

κρύβομαι εγώ απ' το βουνό

σε πέπλα αδιαφορίας, απάθειας, κάματου,

όταν ξεχνώ ή αρνούμαι να κατέβω

στην ακτή ή ν' ανηφορίσω τον δρόμο

λίγα μέτρα, μια μέρα διαυγή,

για να επιβεβαιώσω

αυτή την παρουσία που μαρτυρά.

 

~ μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης

 

Ακολουθούν, το 1996, οι Άμμοι του Πηγαδιού. Διαβάζουμε, στο ποίημα «Ένας Νοτιάς»:

Κράτα σφιχτά ό,τι μοιάζει εφήμερο –
σκέτες λεπτομέρειες που αναδύονται πεντακάθαρες
πέρα από την ομίχλη σκέψεων που έμειναν μισές,
αυτό το θρόισμα στατικού ηλεκτρισμού, άδειο από μεταφορές.

Από αυτό το βιβλίο είναι και το επόμενο ποίημα:

Η ΠΛΗΓΗ

 

Το δέντρο μου

είχε μια κρυφή πληγή.

Όχι θανατηφόρα. Και ήταν νεαρό.

Μα ένα κλαδί κρεμόταν

μαραμένο.

 

~ μτφρ.: Γιάννης Δούκας

 

Τέλος, το 2000, τρία χρόνια μετά τον θάνατό της, συγκεντρώνονται ποιήματα που δεν είχε προλάβει να βγάλει σε βιβλίο, υπό τον τίτλο Αυτή η Μεγάλη Απογνωριμία:

 

ΗΜΙΔΙΑΦΑΝΕΙΑ

 

Κάποτε εννόησα, ώσπου να το ξεχάσω για πάντα

την αμεσότητα της νέας ζωής, Vita Nova,

μια λύτρωση που δεν προσκόπτει σε γραμμικές καθυστερήσεις,

και ένιωσα (προσωρινά ) την πηγή

ενός άγνωρου φωτός στα πρόσωπα

που τα νομίζω ιερά, ένα φως όχι τελείως διαυγές,

με τη θολή λευκοτητα

των γιαπωνέζικων παραβάν ή των αμπαζούρ,

φύλλα χλόης και πέταλα κείτονται σ’ αυτή την λεπτή σαν χαρτί

ουσία, που δεν είναι όντως χαρτί,

και η οποία επιτρέπει να περάσει η φωτεινότητα

ενώ τα σχήματα πίσω απ’ την προστασία της παραμένουν αθέατα.

Νιώθω πως σε τέτοια πρόσωπα, μέσα

από την ορατή ημιδιαφάνεια,το φως που μαντεύουμε

είναι το φως του ήδη αναστημένου, καθένας

ένας Λάζαρος. Αλλά ένας Λάζαρος (γυναίκα ή άνδρας)

δίχως τη μνήμη του τάφου ή

των οθονίων, εκτός ίσως

από τα γλυκά σπάργανα των πρώτων τους

βρεφικών ωρών, την ζεστή κουβέρτα που τους υποδέχτηκε…

Τίποτε διαφορετικό δεν ξέρουν για τον εαυτό τους

απ’ όσα ξέρουν οι άλλοι. Αυτή η θεσπέσια άγνοια

είναι μέρος της ιερότητάς τους. Πάντοτε προσπαθούν

να μοιράσουν χαρά, σαν να ’ταν γλύκισμα ή νερό,

σαν να ’ταν κάτι κοινό, καθόλου σπάνιο.

 

~ μτφρ.: Λένια Ζαφειροπούλου

 

H Ήβαν Μπόλαντ χαρακτήρισε την Λέβερτοφ «δημιουργό ενός ρευστού, υδραργυρικού λυρισμού που συχνά σου κόβει την ανάσα. [..Α]ναδύεται ως ηρωίδα της ηθικής φαντασίας. Κι αυτές είναι λίγες.»

Οι επιμελητές των Συγκεντρωμένων Ποιημάτων (2013) της, Paul A. Lacey και Anne Dewey, κλείνουν το επίμετρό τους ως εξής: «Η ποίηση της ζωής της μας δείχνει ένα τόξο από το τελετουργικό όραμα, τον θαυμάσιο αθώο εορτασμό του κόσμου, μέσω της πολιτικής στράτευσης εναντίον του πολέμου και της αδικίας, των θανάτων γονέων και αγαπημένων προσώπων, των οικογενειακών αποξενώσεων, έως την επιστροφή σε μια με κόπο κερδισμένη, βαθειά πνευματικότητα και ανοικτότητα. Όντως γράφει εκκινώντας απ’ την ζωή της, ως μάρτυρας της μυστικής ενόρασης χωρίς μυστικοπάθεια. Ίσως κάποτε να ήταν «αλαζών από αθωότητα» αλλά τώρα κάθε χάρη, κάθε ευφράδεια έχει κατακτηθεί με κόπο.»

«Αξιοπρέπεια, σέβας, και δύναμις είναι λέξεις που σου έρχονται στον νου καθώς παλεύεις να χαρακτηρίσεις […] μιαν από τις πιο αξιοσέβαστες ποιήτριες της Αμερικής [που είχε] μιαν απέριττη καθαρή φωνή – μια φωνή αφοσιωμένη στην παρατήρηση και την ενασχόληση με το γήινο, με όλη την συνοδό ομορφιά του, το μυστήριο, και τον πόνο», θα γράψει η Amy Gerstler.

Η ζωή της Λέβερτοφ μες στον κόσμο αυτόν σταμάτησε στις  20 Δεκεμβρίου 1997, από το λέμφωμα (και τις επιπλοκές του) που την ταλαιπωρούσε από το 1993. Τις τελευταίες ώρες, βρέθηκε πλάι της ο γιός της Νικολάι –παρά την πικρή, μακρά και με παλινδρομήσεις. ιστορία αποξένωσης μεταξύ τους– και άρχισε έναν αυτοσχέδιο ψαλμό προς τιμήν της.

Αγαπημένες της λέξεις ήταν τα «όνειρα» (αρνιόταν τον Φρόυντ – προτιμούσε τον Γιουνγκ), «περιπλανώμενος», «προσκυνητής».

Δεκατέσσερα χρόνια νωρίτερα, σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη, την είχαν ρωτήσει τι θα ’θελε να γραφτεί στον τάφο της: «Καμμιά φορά σκέφτομαι μια επιγραφή που θα λέει τ’ όνομα και τις ημερομηνίες γέννησης και θανάτου. Και μετά θα λέει, «Ήξερε να γιατρεύει τον λόξυγκα».»

Εμείς όμως, ας της αφιερώσουμε ως επιτύμβιό της, το ποίημα «Ο Καλλιτέχνης» των Μεξικανών Ιθαγενών Τολτέκ, όπως το προέταξε η ίδια στο βιβλίο της του 1960:

 

O KΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ

 

 

(Από την ισπανική μετάφραση στον Κώδικα Τολτέκ της Βασιλικής Ακαδημίας, φύλ. 315, v. Με την βοήθεια της Ελβίρα Αβασκάλ που καταλάβαινε
το τολτέκ πρωτότυπο.)

 

 

Ο καλλιτέχνης: μαθητής, άφθονος, πολλαπλός, ανήσυχος.

Ο αληθινός καλλιτέχνης: άξιος, ασκούμενος, ικανός·

σε διάλογο διαρκή με την καρδιά του, συναντά με τον νου του τα πράγματα.

 

Ο αληθινός καλλιτέχνης: ανασύρει τα πάντα απ’ την καρδιά του,

με αγαλλίαση εργάζεται, με ηρεμία φτιάχνει πράγματα, και οξύνοια,

εργάζεται ως γνήσιος Τολτέκ, συνθέτει τα αντικείμενά του, εργάζεται επιδέξια, εφευρίσκει·

βάζει σε τάξη τα υλικά, τα κοσμεί, τα συναρμόζει.

 

O καλλιτέχνης-όρνεο: εργάζεται στην τύχη, χλευάζει τον κόσμο,

Φτιάχνει πράγματα θαμπά, ίσα που αγγίζει το δέρμα μοναχά του προσώπου των πραγμάτων,

απρόσεκτα εργάζεται, εξαπατά τον κόσμο, κλέφτης είναι.

 

 ~ μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης

 

Η Ντενίζ Λέβερτοφ εργάστηκε επιδέξια και προσεκτικά, με την καρδιά και με τον νου, προς κάθε κατεύθυνση την οποία επέλεξε – και δεν εξαπάτησε κανέναν.

 

~

 

Πηγές

~ E.G. Burrows, “An interview with Denise Levertov”, “The Michigan Quarterly Review” (1968), Vol. 7, No.4: 239-242

~ Anne-Marie Cusac, «Remembering Denise Levertov»: https://www.thefreelibrary.com/Remembering+Denise+Levertov-a020337803

~ Mark Jarman, “Lives of a poet: Denise Levertov”. https://hudsonreview.com/2014/02/lives-of-a-poet-denise-levertov/

~ “Denise Levertov”, https://en.wikipedia.org/wiki/Denise_Levertov
~ “Denise Levertov”,
https://www.poetryfoundation.org/poets/denise-levertov

~ Denise Levertov, Selected Poems, ed. & afterword: Paul A. Lacey, pref.: Robert Creeley, New Directions, 2002

~ Denise Levertov, Collected Poems, ed. & annot.: Paul A. Lacey & Anne Dewey, introd.: Eavan Boland, New Directions, 2013

~ Ange Mlinko, “Walking on knives”: https://www.poetryfoundation.org/poetrymagazine/articles/70119/walking-on-knives

~ Nicholas O'Connell, “A Poet's Valediction – Levertov's Final Interview”: http://maps-legacy.org/poets/g_l/levertov/oconnell.htm

~ Kenneth Rexroth, “The poetry of Denise Levertov”, “Poetry”, Nov. 1957.

 

~

 

Σημείωση: Οι μεταφράσεις και το εργοβιογραφικό κείμενο που δημοσιεύονται εδώ, ετοιμάστηκαν ειδικά για το αφιέρωμα στην ποίηση της Λέβερτοφ που έκανε το «Με τα λόγια (γίνεται)» στην Ελληνοαμερικανική Ένωση στις 20 Μαρτίου 2023 – ωστόσο το παρόν δημοσίευμα έχει εμπλουτισθεί με αρκετές ακόμη μεταφράσεις ποιημάτων. Εκείνη την βραδιά, τα πρωτότυπα ποιήματα καθώς και την ‘φωνή’ της Λέβερτοφ απέδωσε η Κορίνα-Άννα Γκουγκουλή.

 

~

 

Ορφέας Απέργης. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Πιο πρόσφατο, έκτο ποιητικό βιβλίο του: Τύφλαντ (2023). Κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημά του Η Επιτροπή (2021· με το ψευδώνυμο Αλέκος Σμπαρούνης) και, σε μετάφρασή του, το λυρικό δράμα Ελλάς του Shelley.

Παναγιώτης Ιωαννίδης. Τέσσερα βιβλία ποίησης· πιο πρόσφατο: Ρινόκερως (2020). Συμμετοχή σε δύο βιβλία δοκιμίων· πιο πρόσφατο: Τι μας μαθαίνει η τέχνη – Η καλλιτεχνική πράξη ως διεργασία γνώσης (2020). Μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού “[ΦΡΜΚ]”· ιδρυτής και επιμελητής των ποιητικών εκδηλώσεων “Με τα λόγια (γίνεται)”.

Δήμητρα Κωτούλα. Κυκλοφορεί η τρίτη ποιητική συλλογή της, Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος. Ποιήματα της λευκής σελίδας.

Στέργιος Μήτας. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Έμμετρη φυσική ιστορία των θεάτρων (2013) και (μαζί με τους Θ. Ρακόπουλο και Α. Ψάλτη) Ξέρετε το τέλος (2017).

Μαίρη Γιόση. Ποιήτρια, φιλόλογος και μεταφράστρια. Έχει δημοσιεύσει έξι ποιητικά βιβλία: Πασιφάη (1981), Τοπίο Κατάβασης (1985), Ειδική Διαδρομή (1990), Οι Γάμοι (1995), Χαμηλός Ουρανός (2006) και Η κοίτη (2021).

Λευτέρης Ζαχαριουδάκης. Περιστασιακός μεταφραστής, μελετητής της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας.

Κατερίνα Ηλιοπούλου. Έχει εκδώσει πέντε βιβλία ποίησης (πιο πρόσφατο: Μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα, 2015)· ένα με διηγήματα (Δεν είναι ακόμα, 2019)· και συμμετάσχει σε δύο συλλογικά βιβλία δοκιμίων (πιο πρόσφατο: Τι μας μαθαίνει η τέχνη (2020)).

Γιάννης Δούκας. Ποιητής, μεταφραστής, Δρ. Κλασικής Φιλολογίας (University of Galway). Τα ώς τώρα βιβλία του: Ο κόσμος όπως ήρθα και τον βρήκα (2001), Στα μέσα σύνορα (2011), Το σύνδρομο Σταντάλ (2013), η θήβα μέμφις (2020).

Λένια Ζαφειροπούλου. Λυρική τραγουδίστρια, ποιήτρια και μεταφράστρια. Έχει εκδώσει τρία ποιητικά βιβλία (πιο πρόσφατο: Αίθουσα των χαμένων βημάτων, 2019) και μεταφράσει Σαίξπηρ, Γκαίτε, Χάινε, Πούσκιν και Κάφκα. Κυκλοφορεί ο προσωπικός της δίσκος Sunless Loves.

Λένα Καλλέργη. Εξέδωσε τα βιβλία ποίησης Κήποι στην άμμο (2010), Περισσεύει ένα πλοίο (2016), Ανήμερο (2023). Έχει μεταφράσει ποίηση του Giacomo Leopardi (Η νύχτα απομένει, 2013), Keats, Coleridge, Wordsworth (Ανθολογία ρομαντικών ποιητών, 2021), και άλλων.

Χριστιάνα Μυγδάλη. Μεταφράστρια. Δίδαξε γλώσσα και λογοτεχνία σε εκπαιδευτικά ιδρύματα στην Ελλάδα και την Αγγλία. Ασχολείται με το μπούτο. Εργάζεται ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση.