Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2022

νοέμβριος 2022 _ χριστιάνα μυγδάλη


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Χριστιάνα Μυγδάλη



ΜΕΓΑΛΟΣΤΟΜΙΕΣ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

 

«Ζώο τετράποδο και πτερωτό

που ζη και πέτεται μέχρι δειλής

καταφερομένου δε του ηλίου απομαραίνεται

και άμα δυομένου αποθνήσκει»

ανασύρει ο Ροΐδης μέραν τινά

διαβάζοντας τας Περί τα Ζώα Ιστορίας του φιλοσόφου.

Κάποια τζιτζίκια έβγαλα κι εγώ

απ’ το χειρόγραφο ενός φίλου μου χαμένου

που τόσο βουερά τραγούδησαν μια νύχτα στο Παγκράτι

ώστε σωπάσαμε για να τ’ ακούσουμε

κι έπειτα αποφάγαμε και πήγαμε στο σπίτι μας λιγάκι ντροπιασμένοι.

Ήταν το καλοκαίρι που νομίζαμε πως θα άλλαζε ο κόσμος, που έμοιαζε να έχει αφήσει όντως κάποιου είδους αποτύπωμα

η νέα πανδημία

στις ανάσες μας.

 

Μετά ήρθε ο χειμών

και τα τζιτζίκια σιώπησαν για τα καλά.

Πολλές φορές αναρωτήθηκα μήπως αιτία υπήρξε η απολύμανση

που κοινή συναινέσει κάναμε για να φύγουν οι κατσαρίδες

– είδα και κάποιες σκοτωμένες σε σημεία του σπιτιού που δεν περίμενα.

Δεν είπα όμως τίποτα.

Δεν είχα και σε ποιον εξάλλου πλέον να το είπω

 

Πολύ με παρηγόρησε όμως η έρευνα

που ο Ροΐδης εξεπόνησε ανθ’ εμού για τα αριστοτέλεια εφήμερα

που πράγματι υπάρχουσι και μάλιστα αφθονούσι

και των οποίων ο έρως είναι η μόνη του βραχυτάτου βίου τους ασχολία.

 

Το επόμενο καλοκαίρι μάς βρήκε στον Ωρωπό

να αγναντεύουμε μία καμένη νήσο σιωπηλοί

τρώγοντας πίτσες, παγωτά, πίνοντας μπύρες.

Σκέφτηκα τότε πως τουλάχιστον στα εφήμερα

δεν περισσεύει ο καιρός προς φαγητόν,

δια τούτο δεν προικίστηκαν μετά στόματος καταλλήλου προς κατάποσιν τροφής.

Μετά είδα τη γάτα μου να κυνηγά μια μύγα

και να τη χάφτει

ενώ άκουγα τον πάντως φίλο μου να λέει

να μην πνίγομαι στα όνειρα των άλλων.

 

Το κάθε πλάσμα έχει το στόμα που του αξίζει τελικά.

 

Ή μήπως είπε

μες στα απόνερα των άλλων;

 

 

 ~

 

 

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΞΕNΩΝ

 

όλα τα αγόρια

που αρνήθηκα να κοιμηθώ μαζί τους

αγαπούσαν το ίδιο βιβλίο

τον Ξένο του Καμύ

 

δεν είναι πως

μου είναι ανοίκεια

η αποξένωση

αλλά να –

δεν ξέρω πώς από εκεί

φτάνει κανείς

μέχρι του να σκοτώσει έναν ξένο

επειδή κάνει ζέστη και διψάει πολύ

κι ο ξένος του κρύβει τον ήλιο

 

κι ύστερα

αυτή η ιστορία

μου θυμίζει

κάποια παλιά

δικά μου καλοκαίρια

 

*

 

Ήμουν δεκαεννιά

κι είχα πάρει

το πλοίο με τις φίλες μου

για Αμοργό

να περάσουμε εκεί

τη νύχτα της βροχής

των αστεριών

κι όλες τις άλλες νύχτες

πριν απ’ αυτήν.

Ξύπνησα εφτά το πρωί

κι ας είχα μόλις κοιμηθεί στις πέντε.

Ξύπνησα γιατί ήθελα

να δω τα παιδιά των Γάλλων

να βγαίνουν από τη σκηνή

κρυφά και αθόρυβα

και να βουτούν στη θάλασσα

να βρουν αστερίες.

 

Βούτηξα κι εγώ

σαν να ήμουν

το παιδί κάποιων ξένων.

Μετά γύρισα στη σκηνή

και ξανακοιμήθηκα.

Τη νύχτα της βροχής

των αστεριών

έκανα χίλιες ευχές.

Μερικές ακόμα βγαίνουν.

 

*

 

Ήμουν είκοσι εννιά

κι είχα πάρει

το πλοίο μόνη μου

για Νάξο

να ζητήσω απ’ την Αριάδνη

να με απαλλάξει από  του έρωτα τον πόνο.

Στο κατάστρωμα συνάντησα

μια οικογένεια Ολλανδών –

έρχονταν κάθε χρόνο στην Ελλάδα.

Μιλούσαμε σε όλο το ταξίδι

πρώτα με την μητέρα

μετά με τον πατέρα

και τις τελευταίες δύο ώρες

με το γιο.

Ήταν δεκαεννιά

και ήταν μουσικός.

Μου ζήτησαν να τους μάθω

μερικές ελληνικές λέξεις

πώς λένε τον ήλιο, τη θάλασσα,

το τυρί, τη ντομάτα, τα ψάρια.

Για «ευχαριστώ» ο Μιχήλ

ζωγράφισε στο τετράδιό μου

τον ήλιο να δύει

πίσω από ένα βουνό τυρί

και έγραψε στα Ολλανδικά

«κανείς δεν είναι τέλειος».

Δεν μου χρειάστηκε η Αριάδνη 

εκείνη τη χρονιά

 

*

 

Και τώρα είναι καλοκαίρι

Πάντα υπάρχει μέσα στο σώμα μου

ένας τόπος

όπου είναι καλοκαίρι

Είναι το σημείο όπου ζεσταίνομαι

τόσο που νιώθω να ’χω πυρετό

όταν μιλάμε με τις ώρες στο τηλέφωνο

Είναι καλοκαίρι

και δεν χρειάζεται να είμαστε πια

τα παιδιά των ξένων.



~

 

 

ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ

 

η μέρα εκείνη

που όλες οι λέξεις

ξανακερδίζουν τη σημασία τους

και όταν βρέχει

η βροχή έρχεται σ’ εσένα

και στο ποτάμι

που είχες κολυμπήσει

ακόμα κι αν βρίσκεται μίλια μακριά

το σώμα σου και πάλι

ξεκουράζεται

ό,τι ώρα θελήσει –

 

η μέρα που οι λέξεις

δεν πατάνε πάνω στις γραμμές

κι είναι ξανά

μικρές σαν φράουλες

που κοκκινίζουν όταν ωριμάσουν

και τις τρως με παρέα στο πάρκο –

 

η μέρα εκείνη

ήρθε

 

*

 

Χριστιάνα Μυγδάλη. Γλωσσολόγος και μεταφράστρια. Έχει διδάξει Ελληνικά, λογοτεχνία και θεωρία μετάφρασης σε Πανεπιστημιακά ιδρύματα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ασχολείται με τις πρακτικές της θεραπευτικής ανάγνωσης και της γιόγκα. Αυτόν τον καιρό, εργάζεται ως φιλόλογος στο Μουσικό Σχολείο της Αθήνας.