Τρίτη 1 Μαρτίου 2022

μάρτιος 2022 _ 11 σύγχρονα ουκρανικά ποιήματα

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ίγια Κίβα (γεν. 1984)

 

 

να κρατάς βελόνα σιωπής μες στο στόμα

να κεντάς τις λέξεις σου με άσπρη κλωστή

να μυξοκλαίς καθώς με σάλιο πνίγεσαι

να φτύνεις αίμα για να μην ουρλιάξεις

να κρατάς το νερό μιας γλώσσας πάνω στη γλώσσα σου

που στάζει σαν κουβάς σκουριασμένος

να επισκευάζεις τα πράγματα που ακόμα χρησιμεύουν

να ράβεις σταυρούς στα αδύναμα όντως σημεία

σαν επιδέσμους για τους τραυματίες του νοσοκομείου

να μάθεις να αναζητάς τις ρίζες μιας ζωής

που δεν έμαθε ακόμα τ’ όνομά της

 

[Μτφρ.: Αμήλια Γκλαίηζερ και Γιούλιγια Ιλτσούκ. Πηγή: https://lithub.com/february-get-the-ink-and-weep-contemporary-poetry-from-ukraine/]

 

*

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σεργί Ζαντάν (γεν. 1974)

 

Λοιπόν θα μιλήσω γι’ αυτό:

για το πράσινο μάτι του δαίμονα στον πολύχρωμο ουρανό.

Μάτι που παρατηρεί από τις άκριες ύπνου παιδικού.

Μάτι απροσάρμοστου, ερεθισμένου αντί φοβισμένου.

Όλα ξεκίνησαν με την μουσική,

με τις ουλές που αφήσαν τα τραγούδια

που ακούγαμε στους γάμους το φθινόπωρο με τ’ άλλα συνομήλικα παιδιά.

Τους ενήλικες που παίζαν μουσική.

Η ενηλικίωση ορίζεται έτσι – από την ικανότητα να παίζεις μουσική.

Λες και μια νέα νότα, που για την ευτυχία ευθύνεται,

εμφανίζεται μες στη φωνή,

λες και αυτή η ικανότητα υπάρχει εκ γενετής στους άντρες:

να είναι και τραγουδιστές και κυνηγοί.

Η μουσική είναι των γυναικών ζαχαρωτή ανάσα,

μαλλιά με μυρωδιά ταμπάκου αντρών που σκυθρωποί

ετοιμάζονται με τα μαχαίρια να παλέψουν με τον δαίμονα

που μόλις μπούκαρε στον γάμο.

Μουσική πέρα απ’ τον τοίχο του νεκροταφείου.

Λουλούδια που φυτρώνουν απ’ των γυναικών τις τσέπες,

σχολιαρόπαιδα που κρυφοκοιτάζουν στου θανάτου τα δώματα.

Τα πιο πατημένα μονοπάτια οδηγούν στο κοιμητήρι και στο νερό.

Κρύβεις στο χώμα μόνο τα πιο πολύτιμα –

το όπλο που ωριμάζει με το μένος,

προσελάνινες καρδιές γονιών που θα ηχήσουν

σαν τραγούδια σχολικής χορωδίας.

Θα πω γι’ αυτό –

για τα πνευστά της αγωνίας,

για την γαμήλια τελετή ως κάτι αξιομνημόνευτο

όσο η είσοδος στην Ιερουσαλήμ.

Βάλ’ τον διακεκομμένο ψαλτό ρυθμό της βροχής

κάτω από την καρδιά σου.

Άντρες που χορεύουν όπως σβήνουν

την φωτιά της στέππας με τις μπόττες τους.

Γυναίκες που γαντζώνονται απ’ τους άντρες στον χορό

σαν να μη θεν να τους αφήσουνε να παν στον πόλεμο.

Ανατολική Ουκρανία, τέλος της δεύτερης χιλιετίας.

Ο κόσμος ξεχειλίζει μουσική και φωτιά.

Δίνουν φωνή στο σκοτάδι ιπτάμενα ψάρια και ζώα που τραγουδούν.

Στο μεταξύ, σχεδόν όλοι όσοι παντρεύτηκαν τότε, πεθάναν.

Στο μεταξύ, οι γονείς των συνομηλίκων μου πέθαναν.

Στο μεταξύ, οι περισσότεροι ήρωες πέθαναν.

Ο ουρανός ξετυλίγεται, πικρός όσο στα διηγήματα του Γκόγκολ.

Αντηχώντας το τραγούδι αυτών που θερίζουν.

Αντηχώντας την μουσική όσων κουβαλάνε πέτρες απ’ τα χωράφια.

Αντηχώντας, δίχως σταματημό.

 

[Μτφρ.: Τζων Χέννεσσυ και Όσταπ Κιν. Πηγή: https://www.calvertjournal.com/articles/show/12137/contemporary-ukrainian-poems]

 

*

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μιροσλάβ Λαγιούκ (γεν. 1990)

 

ΗΣΥΧΟΣ ΡΥΘΜΟΣ

 

τα μούσκλια απλώνουν και γεμίζουν

τις χαμηλές στιβάδες του αέρα

 

μαυρίζει ο ασημένιος αρραβώνας

 

και τα υπόγεια ρυάκια κάτω στις σπηλιές

γεμίζουν γκρίζες πέστροφες

ένα βήμα μόλις πριν απ’ τη μιλιά

 

στρατιώτης άγνωστου στρατού

έπεσε εδώ

στον πάτο της ομίχλης

άλογα άγνωστου χρώματος

πέρασαν

 

[2013. Μτφρ.: Άλαν Ζουκόφσκι. Πηγή: https://www.poetryinternational.org/pi/poem/29918/auto/0/0/Myroslav-Laiuk/CALM-RHYTHM/en/tile]

 

*

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ντμιτρό Λαζούτκιν (γεν. 1978)

 

 

τώρα δα

ενώ χαρτοσαΐτες

ακόμα καταφεύγουν σε κατάφορτες δεντροκορφές

πιο δύσκολο να νιώσεις την αντίσταση

όταν σφίγγεις το φθινόπωρο στο χέρι

σαν κιτρινισμένο εισιτήριο τραίνου

με τ’ όνομα μιας πόλης

όπου μια μέρα όπως και να ’χει θα γυρίσεις

 

και φωνακλάδικα παιδιά

διώχνουν πουλιά απ’ τα γνωστά τους μέρη

προς τον ραγισμένο αέρα των συνόρων

που κολλά στα φτερά

μεταβάλλοντας την πορεία της κίνησης

και οξύνοντας την αίσθηση του ύψους

 

αγγίζουμε κωδικοποιημένα πλήκτρα

ξεχνάμε το νόημα των λέξεων

βαδίζοντας τυφλά

σε σήραγγες ήχων συναφών

όπου με κάποιον τρόπο παρεμβαίνουν εισβολές

φάσματα νυχτερινών αυτοκινήτων

και ενίοτε

πνεύματα αδέσποτων σκυλιών

 

αγνοώντας τους νόμους της κίνησης

κι ακόμα-ακόμα κάθε μας κανόνα

 

και τα ανέλπιδα «ποτέ»

και τα ανενόχλητα «για πάντα»

κι ανάσες στην μεμβράνη του τηλεφώνου

τρέμοντας με απεγνωσμένη ανατριχίλα

που κάπως απαρέγκλιτα θυμάσαι

όταν ξαναρυθμίζεις πάλι το ρολόι σου

ή αλλάζεις ώρα εντελώς

 

[2005. Μτφρ.: Μαρκ Αντρίτσικ και Αντρίι Κούντλα Βυνν. Πηγή: https://www.poetryinternational.org/pi/poem/8854/auto/0/0/Dmytro-Lazutkin/right-now-when/en/tile]

 

*

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 Οξάνα Ζαμπούζκο (γεν. 1960)

 

ΕΝΑΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

 

Ξέρω πως θα ’χω δύσκολο θάνατο –

Όπως όποια αγαπά την ακριβή μουσική του σώματός της,

Που ξέρει να την σπρώχνει μέσ’ από τα κενά του φόβου

Σαν μέσ’ από βελόνα,

Που μια ζωή χορεύει με το σώμα – κάθε κίνηση

Ώμων, πλάτης, και μηρών

Σελαγίζει μυστήριο, σαν λέξη σανσκριτική,

Οι μύες να παίζουν κάτω απ’ το δέρμα

Σαν ψάρια σε νυχτερινή δεξαμενή.

Ευχαριστώ σε, Κύριε, που μας έδωσες σώμα.

Όταν πεθάνω, πείτε στους εργάτες

Να κατεβάσουν τα δοκάρια και την οροφή

(Λένε πως ο παππούς μου, μάγος, έτσι διέφυγε εντέλει).

Όταν από την υγρασία μαλακώσει το σώμα μου,

Η πρησμένη ψυχή, σκούρο εξόγκωμα,

Θα πασχίζει

Σαν φλέβα γαλάζια σε βραστό ασπράδι αυγού,

Και το σώμα θα ριγεί με σπασμούς,

Σαν την κουβέρτα που από πάνω του πετά ο ασθενής

Επειδή τον ζεσταίνει,

Και η ψυχή θ’ ανεβεί να διαρρήξει

Την πίεση της σάρκας, κατάρα της βαρύτητας –

Το Σύμπαν

Πάνω απ’ το μαύρο πηγάδι της κάμαρας

Θα ρουφάει το γαλαξιακό του καλαμάκι,

Ενώ θ’ ανοίγουν οι ουρανοί με ιλιγγιώδεις διάττοντες,

Και θα τραβήξει κατά πάνω την ψυχή που τρέμει σαν φύλλο χαρτί –

Την νεαρή ψυχή μου –

Στο χρώμα της μουσκεμένης χλόης –

Προς την ελευθερία – κι ύστερα

«Στοπ!» ουρλιάζει και ξεφεύγει,

Στο εκτυφλωτικό σύνορο

Των δύο κόσμων –

Στοπ, στάσου.

Θεέ μου. Επιτέλους.

Δες, από εδώ έρχεται η ποίηση.

 

Σκιρτούν τα δάχτυλα να βρουν το στυλό,

Σιγά σιγά κρυώνουν, γίνονται αλλουνού.

 

[1989. Μτφρ.: Μάικλ Μ. Ναίυνταν και Ασκόλντ Μέλνιτσουκ. Πηγή: https://www.poetryinternational.org/pi/poem/5616/auto/0/0/Oksana-Zabuzhko/A-DEFINITION-OF-POETRY/en/tile]

 

*

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ιβάν Μαλκόβιτς (γεν. 1961)

 

ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΟΥ ΠΟΥΛΙΟΥ

 

τα παιδιά

πιο πολύ μοιάζουν με πουλιά

αδέλφια των αγγέλων

 

καθώς θυμούνται πώς να πετούν

φτερουγίζοντας όπως αρμόζει

και στις φωνές τους φανερώνεται τιτίβισμα

 

θυμάσαι βέβαια το αινιγματικό

παιδικό πάθος: να θάβουν πουλιά

κάτω απ’ τη γη να τους ετοιμάζουν

 

φτενό σταυρό στην κεφαλή του μνήματος

(λες και στον παγωμένο τύμβο του πουλιού δημιουργούν

ιερό για το δικό τους πετούμενο πνεύμα)

 

*********************************

 

όμως θυμήσου τις διεσταλμένες κόρες

τα μάτια εκείνα διάπλατα απ’ το πένθος

για το πουλί – μα άραγε τότε δεν μειώνεται

 

η τρέλλα της σκληράδας των παιδιών – κι η τρυφεράδα

άξαφνα και σταθερά κυλά μέσα σ’ αυτό

που ονομάζουμε ψυχή – αυτή είναι η σπουδαιότερη στιγμή

 

όταν ο άγγελος γίνεται άνθρωπος –

τέλειος άνθρωπος…

 

ρώτα τους φίλους σου κι ας ρωτήσουν κι αυτοί

προς έκπληξίν σας θα

εννοήσετε τον αριθμό

 

των τάφων των πουλιών που με τα χέρια τους γέμισαν

τα παιδιά – με άλλα λόγια πόση

τρυφερότητα θα ’πρεπε να υπάρχει στη γη – πες μου λοιπόν

 

πού πάει; γιατί μαζί μ’ εμάς δεν μεγαλώνει;

γιατί στον καθένα δίνεται μόνο μια φορά

και μόνο μία χούφτα στην ψυχή;

 

έτσι όλοι οι κτίστες που κατοικούν στους σπονδύλους

με πείσμα σηκώνουν τα οστά μας

την καρδιά μας υψώνοντας όλο ψηλότερα

 

(λες και θα μπορούσε να δει πιο πέρα η καρδιά μας)

 

*****************************

 

μες στα χρόνια μόνο αυτή η απαρηγόρητη θλίψη

απέραντη θλίψη με μάτια παιδιών

που μέσα μας γλιστρά – αργά αλλά σταθερά

 

αντικαθιστώντας την ρημαγμένη μας ψυχή –

την γεμίζει και αμέσως μόνη βασιλεύει

στις ήσυχες καρδιές μας

 

******************************

 

κάθε φορά αφήνουμε διαθήκη

μια ψυχή πιο θλιμμένη

 

πιο μόνες πιο απεγνωσμένες

γίνονται οι γενιές

 

ανθρώπων

πουλιών

δέντρων

 

[1995. Μτφρ.: Ολένα Τζέννινς. Πηγή: https://www.poetryinternational.org/pi/poem/5570/auto/0/0/Ivan-Malkovych/BIRDS-ELEGY/en/tile]

 

*

 


 

 

 

 

 

 

 

 

Μικόλα Ριαμπτσούκ (γεν. 1953)

 

ΤΑ ΑΠΕΡΙΦΡΑΣΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ / 2

 

ο πόλεμος είναι αφανισμός και πανάκεια

έναντι φτώχειας αεργίας

λιμού

 

κατά του AIDS

της πανούκλας

του καρκίνου

 

της θνησιμότητας των νέων

και της θνησιμότητας των γέρων

 

ο αριθμός των σκοτωμένων

δεν υπερβαίνει

το σύνολο του πληθυσμού

 

αλλ’ η ουσία του πολέμου είναι πως

στο πεδίο της μάχης

καθένας μπορεί να ’ναι

Ναπολέων

Καίσαρ

Αλέξανδρος

 

δίχως να κινδυνέψει

απ’ τον ζουρλομανδύα

 

[1989. Μτφρ.: Μικόλα Ριαμπτσούκ και Ρ.Α. Τζαίημισον. Πηγή: https://www.poetryinternational.org/pi/poem/5590/auto/0/0/Mykola-Ryabchuk/THE-STRAIGHTFORWARD-POEMS-2/en/tile]

 

*

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Νατάλκα Μπιλοτσερκίβετς (γεν. 1954)

 

ΧΟΡΩΔΙΑ ΑΓΟΡΙΩΝ

 

Εις μνήμην Ερνστ Γιούνγκερ

 

Υπάρχουν αγόρια που πιάνουν φιλίες με φίδια.

Είναι άφοβα και τραγουδούν.

Τα λευκά τους πουκάμισα, σαν χιόνι

ίπτανται πάνω από φρέσκο τάφο.

 

Κάτω απ’ το μαύρο βελούδο των παντελονιών τους

τα γόνατά τους καίνε, σκισμένα στην πορεία

σε βράχους μάρμαρου. Οι φωνές τους

ψιλές, μα πιο ψιλή η αγνή αναπνοή τους.

 

Ο τέλειος τόνος τους αντιλαλεί σαν κεραυνός

απ’ τα μεγάλα αυτιά έως τα τρυφερά πλευρά.

 

… Ουδέν ψευδές στα αισθήματά μου

προς Εσέ, Κύριέ μου, προς Εσέ.

 

Ω η αγάπη αυτή, ψυχρή και διάφανη,

αυτή η ατσάλινη τιμή:

σαν κρύσταλλο, αλμυρή και παγερή

και κρυστάλλινη.

 

Υπάρχουν χείλη που κλείνουν την ραφή

της κοιμισμένης πληγής·

και το αίμα που στάζει απ’ το πέλμα

γίνεται δρόσος.

 

Αυτή είναι η αγάπη που πιάνει φιλίες με φίδια

και κτυπά δίχως έλεος·

και θα φονεύσει αν η Εικόνα σου

βλεφαρίσει απ’ το κρύσταλλο

 

και δείξει προς το ματωμένο μονοπάτι

ανάμεσα σε δυο σοδειές

όπου χιόνι σκεπάζει πλοία νεκρά

και κοιμούνται οι ναύτες.

 

[1999. Μτφρ.: Νατάλκα Μπιλοτσερκίβετς. Πηγή: https://www.poetryinternational.org/pi/poem/5600/auto/0/0/Natalka-Bilotserkivets/BOYS-CHOIR/en/tile]

 

*

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ιρίνα Τσίλικ (γεν. 1982)

 

 

Μαζεύει την μπουγάδα και κάτι ραγίζει.

Ο άνεμος παίζει με τα φύλλα· στροβιλίζεται κάτω απ’ το φόρεμά της – μέχρι την γύμνια της.

Αυτή, όμηρος των καθημερινών ειδήσεων, της υπότασης

και της ρουτίνας, σκέφτεται: λίγο ακόμα και θα ’μαι μαζί του.

 

Μια μέρα ακόμα και θα του πλύνω τη στολή με όλα τα τεκμήρια

εξάντλησης, φόβου και οργής, με τους λεκέδες χορταριού στα γόνατα,

κι έπειτα θα καθήσουμε πλάι πλάι με το πρόσωπο ήσυχο,

και θ’ αφαιρέσω κάθε ανάμνηση απ’ το κεφάλι του.

 

Μετά θα φτιάξω τσάι από κλαράκια φραγκοστάφυλου,

θα βάλω τις δαντέλλες μου κι ολόγυρα θα ’χει σιωπή,

κι ο ήλιος θα πέφτει στις τσουκνίδες ξένου κήπου,

και θα πονούν τα στήθη μου προαισθανόμενα τα μελαμψά του χέρια.

 

Λέει από μέσα της: λιγάκι ακόμα κι όλοι θα ευτυχήσουν.

Θα δέσουν τα μήλα, ύστερα τα μούρα, ύστερα τ’ αγγούρια.

Αυτή η σφαγή θα πάψει και οι νέες παλίρροιες θα μας φέρουν

στην καθημερινότητα, σχεδόν κανονική και μόλις τόσο δα πικρή.

 

Τρίζει η μπουγάδα μες στα χέρια της, το φως ακονίζει τα ζυγωματικά της.

Ρίγος τής διαπερνά την κοκκαλιάρα πλάτη.

Οσμίζεται τα καθαρά πουκάμισα σαν να πολεμά

να θυμηθεί πώς μύριζε εκείνος τότε, πριν τον πόλεμο.

 

Ύστερα πιάνει έναν κουβά, τον γεμίζει νερό,

πλένει και, όρθια, σκέφτεται – μια μικροκαμωμένη με ώμους στενούς.

Το βρήκα! Θα κλείσω την πόρτα, και δεν θα ξαναβγεί ποτέ!

Τουλάχιστον, ώς να τελειώσει η άδειά του… Τουλάχιστον· τουλάχιστον αυτό.

 

[Μτφρ.: Όσταπ Κιν και Άλι Κινσέλλα. Πηγή: https://www.lyrikline.org/en/translations/details/3680/13502]

 

*

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κατερίνα Καλίτκο (γεν. 1982)

 

 

Μπορείς να έχεις σπιτικό ακόμα εκεί, όπου απλώνουν την μπουγάδα να στεγνώσει,

και μοσχομυρίζουν τα σεντόνια άνεμο κι άνθη δαμασκηνιάς.

Είναι η εποχή που η πρώτη οικειότης θα ολοκληρωθεί, δεν θα επαναληφθεί ποτέ.

Κάθε φύλλο αναδύεται σαν πράσινη λεπίδα

κι οι φωνές της ζωής κυριαρχούν στην νύχτα και βρίσκουν ρυθμό.

 

Εύθραυστο ασημόχαρτο της εποχής που πρώτο σχήμα παίρνουν τα βερίκοκα

μαζί με τους πολέμους και με τα μωρά, στην ίδια κουταλιά αέρα,

στα ασφυκτικά υπνοδωμάτια ή μες στο κρύο, απ’ όπου οι πλάνητες

παρακαλούν να μπουν, σαν μέδουσες που απότομα πληθύναν, ή άνθη μεταναστευτικά.

Ο παγετός του Απρίλη μάς κυνηγά ασπρομάτης, γαμψονύχης,

μα τα μωρά έχουν για προστασία το ίδιο χνούδι στο δέρμα.

 

Διαφέρουν μόνο στο πώς σπάζουν

σαν έρθει ο καιρός τους για να πέσουν, ή αν συνθλιβούν τελείως.

Πίσω απ’ τον τοίχο ο μονοχέρης γείτονας παραπατάει γύρω απ’ το σπίτι του,

μπερδεύει τις περιόδους, ο ώμος του πέφτει σε σιδερένιες πατερίτσες απ’ τον Πρώτο Παγκόσμιο, κράνος σοβιετικό από χαρτόνι,

και το πορτραίτο άντρα μ’ ένα βλέμμα σαν πολυβόλο που γαζώνει

και κρεμάστρες πουκάμισων, όλα μ’ ένα μανίκι.

 

Λοιπόν θα πέσουν και θα σπάσουν σε κομμάτια και μοίρες

κλώνια ανοιχτά, καρπός στον άνεμο.

Ο λαιμός νιώθει να τον πιέζουν, στον στενό του ισθμό

ακινητεί ο χρόνος και αέριο μουστάρδας

σέρνεται στα χαντάκια.

 

Όλα αυτά είναι μόνο ξεχασμένο παιχνίδι που παίζουμε μες στην αυλή μας,

κρυμμένοι μέσα στην μπουγάδα που στεγνώνει

ο κόσμος γίνεται κάθε στιγμή πιο εύθραυστος, κι όταν ξάφνου αγκαλιάζεσαι

μέσ’ απ’ το ρούχο – δεν ξέρεις ποιος είναι, κι αν έχασες ή βρήκες.

 

Και το πρησμένο ανοιγμένο σώμα του πολέμου

εισβάλλει σε καρδιά που ανθεί

γιατί δεν το αφήσαμε να μπει στο σπίτι μια κρύα νύχτα για να ζεσταθεί.

 

[Μτφρ.: Ολένα Τζέννινς και Οξάνα Λουχίσινα. Πηγή: https://modernpoetryintranslation.com/poem/home-is-still-possible-there/]

 

 

*

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οστάπ Σλιβίνσκι (γεν. 1978)

 

15 ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΕΣ   

 

Με το δόντι αυτό πανίσχυρο να αυξαίνει, να επωφελείται απ’ τον ύπνο μου

Ώστε, ίσως, κάποιο πρωί, να πεταχτεί μπροστά σαν όπλο φοβερό

Με σωματότυπο κατάλληλο, αν και με πιο αργόσυρτη ροή υγρών

Κι ένα επιπλέον μιλλισεκόντ να απαιτείται πριν να αντιδράσω,

Παρόλα αυτά μπορώ να δοκιμάσω να δωροδοκήσω έστω τον πιο άσημο άγγελο.

 

Οι ενοχλημένοι θεοί της ζωής μου όλης, πνεύματα απειλητικά και ευγενή.

Που από μένα αναμένουν το σκληρότερο «όχι», τον τροχό,

Που μόνος του κυλά, σπρωγμένος απ’ τον άνεμο και το προμήνυμα νεροποντής.

Όλα τα πλάσματα που μαζευτήκαν κάτι να μου δείξουν,

Εδώ σιωπούν, και ξεμακραίνουν, σαν να γράφουν προς κατεύθυνση άλλη.

 

Ένας σταθερός ρυθμός, όπως στο σουδανέζικο παζάρι, μεταδίδει

Κάτι αλλιώτικο για την απλή, ίδια θλίψη. Η παραστρατημένη πρεσβεία του βολφραμίου

Μού παρέχει φεγγοβόλο σήμα, ποιο είναι το νόημα,

Από πού αρχίζει η έξοδος: Καθετί, γραμμένο προς το κέντρο, προς το αβέβαιο σήμα,

Το αυτoαποκρυπτογραφόμενο ιερογλυφικό που μεταφράζεται ως Σπασμός και Σάλπιγγα.

 

[Μτφρ.: Λούμπα Γκαούρ. Πηγή: https://www.lyrikline.org/en/translations/details/4507/12750]

 

 

 ~ Επιλογή και απόδοση στα ελληνικά μέσω αγγλικών μεταφράσεων: Παναγιώτης Ιωαννίδης

 

Σημείωση: Με δεδομένη προθεσμία ούτε μιας εβδομάδας, από την ρωσσική εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022 μέχρι να πάει το τεύχος Μαρτίου του "The Books' Journal" στο τυπογραφείο, έσπευσα να γνωρίσω την άγνωστή μου σύγχρονη ουκρανική ποίηση. Έψαξα όσο μπορούσα στο διαδίκτυο· διάβασα πλήθος ποιήματα μεταφρασμένα στα αγγλικά. Μη γνωρίζοντας τίποτε για τις ποιήτριες και τους ποιητές, διάλεξα μόνον όσα μού φάνηκαν δυνατά ποιήματα, έχοντας ήδη αποφασίσει να περιοριστώ σε ένα μόνο ανά ποιήτρια ή ποιητή. Διόλου δεν σκόπευα να αφορούν στην πλειονότητά τους, μόνον ή κυρίως, ευθέως ή υπογείως, τον πόλεμο – κάποιον πόλεμο. Αλλ’ ίσως οι διαδικτυακές επιλογές που συνάντησα να κλίνουν εντονότερα προς το θέμα αυτό, ή ίσως το θέμα να είναι συχνό στην σύγχρονη ουκρανική ποίηση· ή συχνότερα να έχει δώσει δυνατά ποιήματα.

Το ποίημα του Οστάπ Σλιβίνσκι είναι το μόνο που δεν περιλαμβανόταν στο τεύχος: το ανήρτησα αργότερα στο facebook. 

Η χρονολογία, όπου υπάρχει, αφορά την δημοσίευση του πρωτότυπου ποιήματος σε βιβλίο ή αλλού. – Π.Ι.