Σάββατο 15 Απριλίου 2023

απρίλιος 2023 _ μαρίνα τσβετάγεβα

 


 

 

 

 

 

 

 

 

Μαρίνα Τσβετάγεβα

 

ΝΥΧΤΕΣ

 

…Η κατάσταση της δημιουργίας είναι μια κατάσταση ονείρου, όπως όταν ξαφνικά, υπακούοντας σε μια άγνωστη ανάγκη, βάζεις φωτιά στο σπίτι ή σπρώχνεις το φίλο σου από μια βουνοκορφή. Είναι δική σου η πράξη; Προφανώς είναι δική σου (εσύ είσαι που κοιμάσαι, εσύ ονειρεύεσαι!). Δική σου, μέσα σε απόλυτη ελευθερία. Μια πράξη όπου δρας χωρίς συνείδηση, όπου δρας ως φύση. 

Μια σειρά πόρτες, και πίσω από μια απ’ αυτές κάποιος, κάτι (συνήθως τρομερό) περιμένει. Οι πόρτες είναι όλες ίδιες. Όχι αυτή - όχι αυτή - όχι αυτή – εκείνη. Ποιος μου το είπε; Κανείς. Αναγνωρίζω τη μία εκείνη που χρειάζομαι μέσα από όλες τις άγνωστες (τη μία εκείνη – μέσα από όλες αυτές). Το ίδιο και με τις  λέξεις.  Όχι αυτή - όχι αυτή - όχι αυτή – εκείνη.  Από το ολοφάνερα όχι-αυτό, αναγνωρίζω εκείνο. Εγγενές σε κάθε κοιμώμενο και σε κάθε συγγραφέα είναι το τράνταγμα της αναγνώρισης. Α, ο κοιμώμενος δεν γίνεται να ξεγελαστεί! Γνωρίζει τον εχθρό και γνωρίζει το φίλο, γνωρίζει την πόρτα και γνωρίζει το χάσμα πίσω από την πόρτα και σε όλα αυτά: και  φίλο, και εχθρό, και πόρτα, και κενό, είναι καταδικασμένος. Ο κοιμώμενος δεν γίνεται να ξεγελαστεί, ούτε ακόμη κι από τον ίδιο τον εαυτό του. Μάταια λέω στον εαυτό μου: δεν θα περάσω (την πόρτα), δεν θα κοιτάξω (από το παράθυρο) – ξέρω ότι θα μπω μέσα, κι ακόμη και την ώρα που λέω ότι δεν θα κοιτάξω, κοιτάζω.

Α, ο κοιμώμενος δεν γίνεται να σωθεί!

Υπάρχει μια διέξοδος, ωστόσο, ακόμη και στον ύπνο: όταν γίνει πολύ τρομερός, ξυπνάω. Στον ύπνο, ξυπνάω. Στην ποίηση, αντιστέκομαι. …

[Από το δοκίμιο «Η τέχνη υπό το φως της συνείδησης»]

 

 

*

 

 

Μ’ αρέσει χέρια

να φιλώ, κι ονόματα

μ’ αρέσει να μοιράζω

κι ακόμα — ν’ ανοίγω

πόρτες!

— διάπλατα — στη σκοτεινή νυχτιά!

 

Με το κεφάλι στα χέρια          

ν’ ακούω, πώς ένα βήμα βαρύ

κάπου ελαφραίνει,

πώς ο άνεμος ταράζει

το κοιμώμενο, το ακοίμητο

δάσος.

 

Α, η νύχτα!

Κάπου ρυάκια κυλούν.

Γλιστράω — στον ύπνο.

Σχεδόν κοιμάμαι.

Κάπου μέσα στη νύχτα ένας άνθρωπος

πνίγεται.   

 

27 Μαΐου 1916

 

 

*

 

 

Στην απέραντη πόλη μου — η νύχτα.

Απ’ το σπίτι του ύπνου — φεύγω.

Για τους ανθρώπους: σύζυγος, κόρη, —

μα εγώ έχω στο μυαλό: τη νύχτα.

 

Του Ιούλη ο άνεμος μου ανοίγει — δρόμο.

Μουσική σε κάποιο παράθυρο — σιγαλά.

Αχ σήμερα ο άνεμος ως την αυγή — θα φυσά

μέσα από τους ισχνούς τοίχους —του στήθους.

 

Μια μαύρη λεύκα, στο παράθυρο — φως,

καμπάνες στον πύργο κι ένα άνθος — στο χέρι,

και βήμα που κανένα δεν —­­ ακολουθεί,

κι η σκιά αυτή που δική μου δεν — είναι.

 

Τα φώτα —­­ κλωστές σε χάντρες χρυσές,

το φύλλο της νύχτας στο στόμα — γεύτηκα. 

Ελευθερώστε με απ’ της μέρας τα δεσμά,

νιώστε το, φίλοι, στ’ όνειρό σας — μπλέχτηκα.

 

17 Ιουλίου 1916

 

 

*

 

 

Μια νύχτα αγρύπνιας κι είναι αδύναμο το σώμα,

γλυκαίνει, δεν σου ανήκει, — δεν ανήκει σε κανένα.   

Στις νωθρές φλέβες πονούν ακόμα τα βέλη —

και χαμόγελα μοιράζεις αγγελικά.  

 

Μια νύχτα αγρύπνιας κι είναι αδύναμα τα χέρια,

αδιάφοροι βαθιά κι ο εχθρός κι ο φίλος.

Το ουράνιο τόξο σε κάθε ήχο τυχαίο,

κι η Φλωρεντία ξάφνου μες στην παγωνιά.

 

Φως τρυφερό στα χείλη, σκιές χρυσές

στα βυθισμένα μάτια. Έριξε η νύχτα  

τη λάμψη της στο πρόσωπο, — κι η σκοτεινιά της

ένα με των ματιών τη σκοτεινιά .

 

19 Ιουλίου 1916

 

 

*

 

 

Μαύρη σαν του ματιού την κόρη, την κόρη που πίνει

το φως σ’ αγαπώ, άγρυπνη νύχτα.         

 

Δώσ’ μου φωνή να σε υμνήσω, μάνα των τραγουδιών,

στο χέρι σου τα γκέμια των τεσσάρων ανέμων.

 

Καλώντας σε, δοξολογώντας σε, ένα κοχύλι είμαι μόνο,

εκεί που ο ωκεανός δεν έχει ακόμα σωπάσει.

 

Νύχτα! Είδα πολλά στα ανθρώπινα μάτια!

Κάνε με στάχτη, μαύρε ήλιε νύχτα!

 

9 Αυγούστου 1916

 

 

*

 

 

Tη νύχτα κάθε δωμάτιο είναι μαύρο,

κάθε φωνή σκοτεινή.

Τη νύχτα όλες οι όμορφες της γης

όμοια αθώα άπιστες.

Κι αλλάζουν κουβέντες τη νύχτα

οι όμορφες με τους ληστές.

Μπροστά απ’ το σπίτι σου θα περάσεις

μα δικό σου δεν θα ’ναι τη νύχτα!

Κι ο γείτονας παράξενα αλλιώτικος.

Πίσω από κάθε πλάτη ένα μαχαίρι.

Και τρέμουν από ανίσχυρη οργή

μαύρα πελώρια δέντρα.

Α, ένα στενό κρεβάτι κάτω από τη γη  

τη νύχτα, τη μαύρη, τη νύχτα!

Α, φοβάμαι πως θα σηκωθώ

και θα ψιθυρίζω, και τα χείλη θα φιλώ…

Προσευχηθείτε, παιδιά αγαπημένα,

την πρώτη ώρα και την τρίτη για μένα.

 

17 Δεκεμβρίου 1916

 

 

*

 

Στον Ο. Μαντελστάμ

 

Πού βρέθηκε τόση τρυφερότητα;

Κι άλλοτε μπλέξαν σε σγουρά μαλλιά

τα δάχτυλα, κι έχω γνωρίσει

χείλη πιο σκοτεινά από τα δικά σου.

 

Ανέτειλαν αστέρια κι έδυσαν,

— πού βρέθηκε τόση τρυφερότητα;—

Ανέτειλαν μάτια κι έδυσαν

κοντά στα δικά μου μάτια.

 

Και τέτοιους ύμνους δεν ξανάκουσα         

στη σκοτεινιά της νύχτας,

στεφανωμένη — α, η τρυφερότητα! —

γερμένη στου τραγουδιστή το στήθος.

 

Πού βρέθηκε τόση τρυφερότητα;

Και τι να κάνω με δαύτην, αγόρι

δαιμόνιο, τραγουδιστή διαβατάρη;

Κι υπάρχουν — βλεφαρίδες πιο μακριές;

 

1916

 

*

 

 

Νύχτες χωρίς τον αγαπημένο και νύχτες

μ’ εκείνον που δεν αγαπάς, κι άστρα μεγάλα

πάνω απ’ το κεφάλι που φλέγεται, και χέρια

που απλώνονται σ’ εκείνον

που από αιώνες δεν ήταν και δεν θα ’ναι,

που δεν μπορεί, και πρέπει να υπάρξει.

Και δάκρυ του παιδιού για τον ήρωα,

και δάκρυ του ήρωα για το παιδί,

και μεγάλα βουνά από πέτρα

στο στήθος εκείνου, που πρέπει να κατέλθει…

 

Γνωρίζω ό,τι υπήρξε κι ό,τι θα υπάρξει,

γνωρίζω το άλαλο κι ανάκουστο μυστήριο, 

αυτό που η σκοτεινή, τραυλή

γλώσσα των ανθρώπων το λέει ζωή.

 

1918

  

~ μετάφραση: Ασπασία Λαμπρινίδου

 

*

Ασπασία Λαμπρινίδου. Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα, σπούδασε φιλολογία, διδάσκει στη μέση εκπαίδευση, γράφει και μεταφράζει ποίηση. Κυκλοφορούν τρία βιβλία με μεταφράσεις της από το έργο της Άννας Αχμάτοβα: Στην άκρη της θάλασσας (2013), Ελεγείες του Βορρά (2014), Το φως του προβολέα (2017).