Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

απρίλιος 2021 _ γ. μπούκοβα + θ. ρακόπουλος

 


 

 

 

 

 

 

 

 

Γιάννα Μπούκοβα

 

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΤΕΡΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

 

Οι τσαντισμένοι θεοί παράγουν όπερα.

Τίποτα ποτέ δεν επιστρέφει

στην κατάσταση πριν από τον πόλεμο.

Η πραγματικότητα μονίμως τείνει

να παραμένει στο παρελθόν.

Εισάγω παραδείγματα:

 

            Αμφισβήτηση

Ήταν τότε που η χλωρίδα εξεγέρθηκε.

Τα φυτά διεκδικούσαν καινούργια ονόματα.

Πράγματα που χωράνε στην παλάμη

απόκτησαν δυσανάλογο μέγεθος.

 

            Οργή

Μόνο πριν από μήνες μια φράση όπως

«ανταλλάσσουμε αποστειρωμένα δώρα»

θα θεωρούνταν πομπώδες σχήμα λόγου.

 

                                                                      Διαπραγμάτευση

Ένα απ' τα πιο δύσκολα πράγματα

είναι να πετύχεις αληθινή τυχαιότητα.

Μια σειρά αριθμών ή γεγονότων

που να μη σχηματίζουν κάποιο μοτίβο.

 

            Κατάθλιψη

Ο παράλληλος κόσμος μου τρύπησε.

Η πυροβολημένη του άμυνα δημιουργεί αστερισμούς.

 

            Αποδοχή

Μια γνωστή περίπτωση είναι εκείνη του Ιταλού αρτοποιού

του 17ου αιώνα που πίστευε ότι είναι φτιαγμένος από βούτυρο.

Γι’ αυτό κι αρνιόταν να ανάψει τον φούρνο.

Όπως και του Πενγκ Φαν, Κινέζου σεφ που πέθανε

όταν τον δάγκωσε το κεφάλι της κόμπρας που είχε κόψει

είκοσι λεπτά νωρίτερα, ετοιμάζοντας σούπα.

 

Παρόλα αυτά είναι συγκινητικό όταν ο σαμάνος προσπαθεί.

Κανείς ποτέ δεν γιάτρεψε κανέναν

παραμένοντας καταληπτός.

Γενικώς οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει

να φοβούνται μυρωδιές.

Υπάρχουν ειδικά σεμινάρια (επί πληρωμή)

για να μάθεις να αισθάνεσαι τα δάκτυλα των ποδιών σου.

Φαντάσου ένα μηρυκαστικό να εφεύρει την τσίχλα,

ένα χάμστερ να σχεδιάσει τον τροχό τρεξίματος.

Κατά κάποιον τρόπο είναι ακόμα επίκαιρη

εκείνη η παράξενη συμβουλή

που δίναν οι μανάδες τον παλιότερο καιρό:

Πάντα να αλλάζεις εσώρουχο.

Αν κάτι σου συμβεί, αν σε χτυπήσει αυτοκίνητο,

ας είναι να σε βρουν με καθαρό βρακάκι.

 

 

*

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Θοδωρής Ρακόπουλος

 

ΟΠΟΥ Η ΕΡΕΥΝΑ ΥΠΟΣΚΑΠΤΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟ ΜΗΤΡΟΥΣΗ

 

Στον τέταρτο μήνα, μετά από εννέα ταξίδια και έξι χώρες, ήμασταν ακόμη στο σημείο μηδέν. Το υλικό που είχαμε μαζέψει θα γέμιζε, σε ένα ραπόρτο, όποτε τυχόν το γράφαμε, περί τις δύο σελίδες. Τίποτα που να συνθέτει με κάποιον πειστικό τρόπο μια απάντηση στο βασικό ερώτημα της έρευνας, που να υποδεικνύει μια κατεύθυνση. Τίποτα που να υποβάλλει μιαν ατραπό σκέψης. Όχι μόνο δεν θα κατέληγε σε «σειρά άρθρων με αναφορές» και ίσως σε κάποια «κομβική μονογραφία» η παρούσα έρευνα, όπως είχαμε υποσχεθεί στους εκλέκτορες, αλλά ούτε καν την αφήγηση ενός ραπόρτου δεν μπορούσε να υποστηρίξει.

Περνούσαμε χρόνο στη γνωστή καφετέρια, γράφοντας επεξηγηματικά κι απολογητικά ημέιλ. Η όλη υπόθεσή μας είχε καθυστερήσει δραματικά και μάς είχε αγχώσει πολύ.

Ο καφετζής κος Μητρούσης, που μας γνώριζε πλέον απέξω κι ανακατωτά, δεν έκρυβε πια το συνήθως περιπαικτικό του μειδίαμα. Είχα προτείνει στον Γιάκομπ να μην ξαναερχόμασταν στο καφενείο του, αλλά: «ξέρει πλέον πολλά», μου είπε. «Πρέπει να υποκριθούμε πως δεν τρέχει τίποτα και να συνεχίσουμε ως έχουμε».

 

~

 
ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΪΚΛ ΝΤΑΓΚΛΑΣ

 

Όταν ήμουν μικρός

-σχετικά μικρός, νωρίς δεκαετία ’90-

ήρθε η ιδιωτική τηλεόραση στη χώρα

με τη δαπίτικη χωρίστρα του Χ’νικολάου

και τον Μπους να βομβαρδίζει

τη νυχτερινή Βαγδάτη.

 

Τω καιρώ εκείνω οι ζωές μας

ήταν απολύτως άδειες:

Η πρώτη μου μνήμη είναι το ευρωμπάσκετ 87

στο σπίτι της γιαγιάς.

Η δεύτερή μου, κι έκτοτε όλες οι υπόλοιπες

είναι το χιόνι που κύκλωνε το ζεύγος Τσαουσέσκου

ενώ κοκκίνιζε αργά, αυτό και τα Χριστούγεννα του ‘89. Χωρίς τη γιαγιά.

Μετά, σχεδόν αμέσως: ένας Δράκουλας στο εξώφυλλο της εφημερίδας «το Ποντίκι», ένας

Κοσκωτάς, ο Ανδρέας στις εκκλησιές.

 

Η πραγματικότητα έμπαινε από το γκρίζο φως της τηλεόρασης

σαν μια πολύχρωμη απόδειξη ότι κάθε δυνατή ζωή που θα ερχόταν

ήταν βίαιη και –προπάντων- εντελώς κενή.

 

Ακόμα και ο Μάικλ Ντάγκλας, που έπαιζε συνέχεια σε

οτιδήποτε επί της οθόνης

μιλώντας τα αμερικάνικα, μου φαίνονταν βραχνάς:

φώναζε, χειρονομούσε, πετούσε ασχημόλογα.

 

Όλοι οι υπόλοιποι κακοί, τώρα στη μέση του Αρμαγεδδώνα 2020,

έχουν πεθάνει προ πολλού. Ακόμη κι ο Χ’νικολάου.

Ο Μάικλ Ντάγκλας όμως, όποιος κι αν είναι αυτός, συνεχίζει -

όπως το κιβώτιο ταχυτήτων αγαπά

τον αυτοκινητόδρομο.

 

Μαζί του, συγχωρώ ό,τι προηγήθηκε.

Όχι ότι αυτό ενδιαφέρει και κανέναν.


*

 


Γιάννα Μπούκοβα. Δίγλωσση ποιήτρια, γεννημένη στη Σόφια της Βουλγαρίας. Έχει δημοσιεύσει στα ελληνικά τις συλλογές Ο ελάχιστος κήπος (2006) και Drapetomania (2018). Είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού ποίησης “ΦΡΜΚ”.

 

Θοδωρής Ρακόπουλος. Γεννήθηκε στο Αμύνταιο. Έχει γράψει τέσσερα βιβλία ποίησης –πιο πρόσφατo: Ξέρετε το τέλος, με τους Σ. Μήτα και Α. Ψάλτη– και μια συλλογή διηγημάτων. Έχει βραβευτεί με τo Kρατικό Bραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα. Έχει μεταφράσει Φίλιπ Λάρκιν. Ποίησή του έχει μεταφραστεί σε επτά γλώσσες. Διδάσκει κοινωνική ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο του Όσλο.