Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

σεπτέμβριος 2013 _ κώστας καναβούρης & αλέξιος μάινας





















Κώστας Καναβούρης

ΚΑΡΔΙΑΚΟΣ ΗΧΟΣ ΥΔΡΟΜΥΛΟΥ

Καρδιά νερού κι ακούγονται οι πέστροφες
Που ανεβαίνουνε παφλάζοντας
Κι όλο πηγαίνουνε στον ουρανό
Όπως μαρμαρυγή του πανικού
Ασπαίρει μεσ’ στο σώμα ∙
Μονάχα το ποτάμι μένει εδώ
Μια ματαιότητα κινούμενης ακινησίας
Της όχθης το αντίδωρο
Για να περάσει προς τα κάτω
Το πτώμα του εχθρού
Υπομονή και υπομονή
Εκδίκηση που εκδικήθηκε τον εαυτό της
Αρρώστια καμωμένη από νερό
Κι από ροή του σκοτεινού
Που σπαρταράει ολόκληρο και πέφτει
Δεν είναι πια νερό
Είναι η πέστροφα και είναι ο εχθρός
Μα πιο πολύ ο ουρανός
Σαν το νερό που τρέχει περιμένοντας.


ΑΣΒΕΣΤΟΠΟΙΟΣ  ΤΕΝΟΝΤΙΤΙΔΑ ΤΟΥ ΥΠΕΡΑΚΑΝΘΙΟΥ

Δεν είναι τίποτα, ένα κομμάτι μάρμαρο είναι
Που ξέφυγε από τ’ αγάλματα 
Όλα τ’ αγάλματα της εθελούσιας τυφλότητας.
Δεν τα βλέπει πια κανείς
Κι έτσι κανείς δεν βλέπει το ακάνθινο στεφάνι τους
Και την πληγή της ευσπλαχνίας που ακμάζει
Εκείνη τη σκοτεινή στιγμή
Όταν ο κύκλος επανέρχεται αλλ’ όχι ο χρόνος
Καθώς ακούς το μάρμαρο να τρίβεται
Πάνω στα κόκκαλα ζώντων και τεθνεώτων.
Γεύση τριβείου
Καθώς ακούς το μάρμαρο να γίνεται ασβέστης
Ένας ασβέστης από κόκκαλα
Και συλημένα αγκάθια ταπεινώσεων
Μια σκόνη, πάει να πει
Όπως το αίμα το λευκό
Με τον νεκρό σαν άγαλμα, να βλέπει το κορμί του
Να γίνεται πολτός μεσ’ στον αιώνα
Κι ασβέστης υγρός φρικτής θερμοκρασίας 
Έξω από τα εκκλησάκια του κενού ∙
Και μέσα.
Για ν’ ασβεστώσεις το υπερακάνθιο κενό
Με μια χειρονομία.-

Τείνεται ο τένοντας σαν τον ψαλμό.
Και πονάει.



***























Αλέξιος Μάινας

Η ΕΛΠΙΔΑ 
                                                                                                  Ότι θα ’μαστε μαζί.

Η δύση πράσινη μέσα απ’ τους τσιμεντόλιθους 
του χρωματιστού γυαλιού 
και πάνω στην ανάγλυφη ένδεια  
των μαύρων εικόνων του τέμπλου 
οι άγιοι, με ξεραμένα μάγουλα,  
που κοιτούν με τα λιβανισμένα ξύλινα μάτια τους 
κάτω απ’ τις πυγολαμπίδες των καντηλιών
τους λεμονανθούς και τη γηραιά κυρία, 
κυρτωμένη και όρθια,  
που έχασε τα κατσίκια και τα παιδιά της 
στο σπαραγμό, και τώρα, στο μεγάλο σεισμό 
της Λισαβόνας στα Κάτω Πατήσια,  
ήρθε να παραπονεθεί για τη συρρίκνωση  
του συζύγου κάτω απ’ τη νέα σχισμή  
που διασπά τη σύνταξη, σαν εκείνη που 
γλιστρά ανάμεσα στα στεγνά νερά 
του μαρμάρου του που γράφει: 
Προσδοκία μας η ανάσταση 
Παρηγοριά μας η βεβαιότητα της αγάπης. 

***

Κώστας Καναβούρης. Γεννήθηκε στην Καβάλα το 1955. Έχει δημοσιεύσει επτά ποιητικές συλλογές, ένα βιβλίο με δημοσιογραφικά σημειώματα, ένα βιβλίο με αφηγήματα κι ένα θεατρικό έργο το οποίo έχει τιμηθεί με το διεθνές βραβείο Prix Marulic της Κροατικής Ραδιοφωνίας. Εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Αλέξιος Μάινας. Γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλοσοφία και Λογοτεχνία στη Βόννη. Μεταφράζει και γράφει ποίηση (και διηγήματα) και στις δύο γλώσσες. Έχει εκδώσει το βιβλίο Το περιεχόμενο του υπόλοιπου (Γαβριηλίδης, 2011).