ΟΙΚΙΑΚΟΣ
ΒΟΗΘΟΣ
Συνήθως
προσπαθείς να με γιατρέψεις·
μες στο
μαλλί της γριάς θα φυτέψεις
δραμαμίνες.
Και μπούκωμα μερέντα
με
κάρδαμο απ’ τα χέρια σου ώστε ρέντα
να έχω
στα δύσκολα. Μου πήρες σκύλο,
Κορδονίσιμους
λέγεται. Και γάτους
τρεις,
που με μια κουκουβάγια φίλο
τετράδυμα
έγιναν·
μου
απαγγέλλουν με σθένος. Έτσι, βγήκα
μωρό
γραφέας παραδοξολόγος.
Μου
ισιώνεις τη χωρίστρα, μια-δυό, αναλόγως
πόσο
απέχω απ’ την τρύπα
στην
οποία συχνά πέφτω και κλαίω.
Φτύνω
την πιπίλα, κούνημα,
λέω,
θέλω ― και
πώς καταλαβαίνεις.
*
ΠΡΟΛΑΒΕΣ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ
ΤΟΝ ΡΙΛΚΕ;
Έκοβε
τα μαλλιά του στους διαδρόμους
της
πολυκατοικίας. Διερωτόμουν,
μαζί
του στο ανσανσέρ, ενώ ανερχόμουν
στον
τρίτο, με ψαλιδισμένους ώμους
από
τον φόβο: Δεν έχει καθρέφτες
στο
σπίτι; Με κεριά, μου είπαν κατόπιν,
πως
τη δόση του φτιάχνει. Με δε
φταις
αγόρι
μου, του
φέρναν γάλα (και το ’πινε
όλο),
γειτόνισσες συντρέχτρες, που
είναι
δύσκολη
η ζωή. Τα Γράμματα
σ’ έναν
νέο
ποιητή, βρήκα μια νύχτα
στη θυρίδα.
Ξέσπασε
πυρκαγιά· τον βάζαν, είδα,
στο
κλουβί, καθώς έπαιζε Kill
Bill ― και
με
ρώτησε αν διάβασα τον Ρίλκε
*
Η ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΗ, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Μπήκα
στο μπάνιο τάχα μου για λίγο·
πέρασαν,
για να βγω, τέσσερις ώρες.
Όρθια
στο ντους. Ποιος ξέρει σε ποιες χώρες
βρισκόμουνα.
Αδύνατον να φύγω.
Βγήκα
κατόπιν σαν βρεγμένη γάτα.
Άλουστη.
Και με πονεμένα μέλη.
Ήθελα
πια να φάω φρούτα με μέλι,
να
ξεχαστώ, να πλύνω και τα πιάτα.
Δεν με
ενέπνευσε το μήλο που έπιασα στα χέρια
μου.
Σήκωσα
το τηλέφωνο να πάρω τον αυτόν,
κι
άκουσα τη φωνή της: είναι
σκάρτος, άφησ’ τον
― μαμά
μου που ενσύρματη έκανες τη ζωή σου,
κι οι
κόρες σου ούτε θα ρωτήσουν
ΜΕΡΕΣ
ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ - Α΄
Μικρές
οι πτήσεις του απρόοπτου
στο
σύνορο της μέρας –
η
κοίλη πλευρά των κοχυλιών
το
ράγισμα του οστράκου
οι
βελούδινες μορφές-ραφές του σκότους
κρύα
ρυάκια που διασχίζουν
το
παλιό πατρικό σαλόνι
παφλάζοντας
μες στον καθρέφτη
Κι
εκείνη η αράχνη
που
απλώνει ρίζα
στης
πόλης την κοιλιά
ώς
το πρωί και με κατέχει
Τρυγώ
δυο στάλες φως
ζυμώνω
με άπλετο σκοτάδι
και
να το γκρίζο το άσφαλτο
απόσταγμα
του τέλους
*
ΜΕΡΕΣ
ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ - Γ΄
Τις
νύχτες με ξυπνά η μακρινή βοή
διαδηλώσεων
που έλειψα
σχήματα
καπνών βουβές χειρονομίες
Πάλλονται
σώματα
φωνές
ο αέρας πήζει
τα
πέλματα χτυπάνε καταγής
μικρό
ρυθμό χταπόδι
που
απλώνει τρίμματα τριγμούς
ψίχουλα
τόπου μέλλοντος
Στις
σφιγμένες χούφτες τους ζυγιάζουν
καλούμπες
λεπτεπίλεπτες ονείρων
Μη
τραγουδάτε ακόμα
Πλημμυρίζουν
τα στενά
τις
εισόδους των πολυκατοικιών
τις
σκάλες ανεβαίνουν
στριμώχνονται
μες στο μικρό σαλόνι
αισθάνομαι
τ’ αθόρυβά τους βήματα
να
πλησιάζουν στο υπνοδωμάτιο
ανοίγω
και περνούν απέναντι
Πλευρό
αλλάζω
και
ενώνομαι μαζί τους
*
Ο ΔΡΟΜΕΑΣ
Kυλούν
αργά τα μέτρα
κάτω
από τα πόδια του
σερνάμενα
βήματα εκατό
φθείροντας
τις παντόφλες του
στο
στενόμακρο μπαλκονάκι
Απ΄
άκρη σ΄ άκρη του τώρα
ο
κόσμος όλος – αρπάζει
σε
κάθε βήμα την κουπαστή
ζυμώνει
παγωμένο χέρι
εξόριστης
μητέρας
Θυμάται
την πρώτη βόλτα
στο
σώμα της πριν
ύστερα
φως οδυνηρό
και
γάλα αχνισμένο
Μυρωδάτα
χρόνια του σχολείου
ξυσμένο
μολύβι γομολάστιχα
τρύπιες
παλιές ελβιέλες
εξαρτήματα
φοιτητικά
άρβυλα
πριν γίνουνε πολέμου
Την
πρώτη αγάπη του θυμάται
και
στρίβει στη γωνία
στο
αδιέξοδο του κιγκλιδώματος
κάνει
επί τόπου στροφή και
τρία
παιδιά μαζεμένα
Επιταχύνει
το βήμα του
δεν
θέλει ν’ αργήσει
η
φωνή της λευκή κυματίζει
από
την ανοιχτή μπαλκονόπορτα
***
Παυλίνα
Μάρβιν. Γεννήθηκε το
1987 στην Αθήνα, μεγάλωσε όμως στην
Ερμούπολη της Σύρου. Σπουδάζει Ιστορία.
Ηρώ Νικοπούλου. Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Ζωγραφική στην ΑΣΚΤ. Γράφει ποίηση και πεζογραφία. Τελευταίο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων Ελληνιστί: ο γρίφος (2013). Είναι μέλος του ΕΕΤΕ, της Εταιρείας Συγγραφέων και του Κύκλου Ποιητών.