Νικηφόρος
Ερράντες
Pustiá ké ololygmós:
Ἐκλογαὶ ἀπὸ τὰ ἀπόκρυφα τραγούδια τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.[1]
-
Και τι; Θεός είσαι συ να πάρεις και τον σκοπόν;
-
Καλέ δεν πάω εγώ στους μαζευτάδες να πάρουν την
φωνήν μου!
-
Α, παιδιά μου, δεν τραγουδώ εγώ! Πώς γράφει αυτός;
Κάτι θα τρέχει. Φοβούμαι.[2]
«Τα μοιρολόγια των γυναικών μας,
θαυμαστά ελεγειογραφίας
αριστουργήματα,
αυτόφυτα της
ελληνικής ευαισθησίας προϊόντα,
κινούσι τον
θαυμασμόν των ποιητών και εφελκύουσι των γραμματολόγων την προσοχήν
όσον ουδέν άλλο,
έστω και το εντεχνότερον, των λοιπών εξηυγενισμένων και τετορνευμένων ημών
στιχουργημάτων.»[3]
Κι αν οι
γυναίκες που μοιρολογούν(ται) δεν ήταν «δικές τους»;
Εισαγωγή:
η «δεύτερη ζωή» των δημοτικών τραγουδιών
Σύμφωνα
με τον Αλέξη Πολίτη (1945- ), «όποιος έχει ασχοληθεί με την ποίηση του 19ου
αιώνα, έχει σίγουρα βρεθεί αντιμέτωπος και με δημοτικοφανή τραγούδια, γραμμένα
δηλαδή με τον τρόπο και το ύφος των δημοτικών, και με πλαστά δημοτικά, καμωμένα
από λογίους με συνειδητή την πρόθεση να εξαπατήσουν τον αναγνώστη, και με νόθα,
επεξεργασμένα δηλαδή σε καίρια είτε λεπτομερειακά σημεία»[4]. Ιδιαίτερα από τα μέσα
του 19ου αιώνα, εξηγεί ο Πολίτης, «οι καινούριοι εκδότες, ο Ζαμπέλιος, ο
Λελέκος, ο Αραβαντινός, όσοι στέλνουν τραγούδια στο περιοδικό Πανδώρα,
και άλλοι, αποκτούν περισσότερη τόλμη: τροποποιούν τα κείμενα, κυρίως
προσθέτοντας κατά βούληση στίχους πλασματικούς, ενώ λίγο αργότερα, από τα μέσα
της έβδομης δεκαετίας του αιώνα, 1865 ως συμβατική χρονολογία, συνθέτουν πια
και καινούρια τραγούδια από την αρχή». Εν ολίγοις, βάσει των αναλύσεων
του Αλέξη Πολίτη, η διαδικασία καταγραφής και εκδόσεως των δημοτικών τραγουδιών
–η «δεύτερη ζωή» τους, για να δανειστούμε τον εύστοχο ορισμό του μελετητή–
συνυφαίνεται με πολλαπλές ιστορίες νοθείας, πλαστογραφήσεως, αλλά και εκ νέου
κατασκευής.
Τέκνο ιστορικών
υποκειμένων, η δεύτερη αυτή ζωή των δημοτικών
τραγουδιών δεν είναι βεβαίως άμοιρη ιδεολογικών φορτίσεων, ή και αναγνωρίσιμων
πολιτικών προσανατολισμών. Όπως μάλιστα έχει δείξει ο Μιχαήλ Χερτσιφέλδης,
στόχος της ελληνικής λαογραφίας του 19ου αι. δεν ήταν μόνο η διάσωση της
κληρονομιάς του ελληνικού λαού, αλλά και η παρουσίαση της κληρονομιάς αυτής στη
Δύση.[5]
Ως εκ τούτου, για τους Έλληνες λαογράφους της εποχής, η νοθεία –αλλά και, όπως
θα δούμε στη συνέχεια, η πλήρης αποσιώπηση συγκεκριμένων δημοτικών τραγουδιών–
συνδέεται άρρηκτα με την ενίσχυση του ιδεολογήματος της ελληνικής πολιτισμικής
συνέχειας. Σύμφωνα με την εύγλωττη διατύπωση του Χερτσιφέλδη, για τους εν λόγω
μελετητές «ο λαός είχε νοθεύσει την κληρονομιά του, ούτως ώστε καθήκον
των επιστημόνων ήταν να την αποκαθάρουν»[6],
να την αποκαταστήσουν ιστορικώς και πνευματικώς, πριν τη χρησιμοποιήσουν ως
διεθνή έκκληση σε «ξένους παρατηρητές». Με αυτές
τις προϋποθέσεις κατά νου, ας εστιάσουμε στην περίπτωση
του Γεωργίου Τερτσέτη, η οποία, όπως θα δούμε, παρουσιάζει ξεχωριστό
ενδιαφέρον.
H περίπτωση του Γεωργίου Τερτσέτη
Μία από τις πρώτες εκδόσεις δημοτικών τραγουδιών
ήταν αυτή που δημοσίευσε στα τεύχη της Πανδώρας (από τον Δεκέμβριο του
1853 ώς τον Οκτώβριο του 1855) ο Γεώργιος Τερτσέτης (1800-1874): συνολικά,
εβδομήντα τρία τραγούδια.[7] Σημειωτέον ότι ο εξέχων
τούτος Ζακύνθιος δεν υπηρέτησε την πατρίδα μόνον ως
αγωνιστής της ελληνικής επαναστάσεως, αδέκαστος δικαστής που ύψωσε το ανάστημά
του ενάντια στη θανατική καταδίκη του Κολοκοτρώνη από τους
Αντιβασιλείς (1834), ως Καθηγητής Ιστορίας στο Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο του
Ναυπλίου (1822-1833), ή Αρχειοφύλαξ της Βουλής των Ελλήνων. Συνδύαζε ακόμη τις ιδιότητες του λαογράφου και του
απομνημονευματογράφου, του φιλοσόφου και του ποιητή. Μάλιστα, εναρμονισμένος με
το πνεύμα του καιρού του, ο προικισμένος και πολυσχιδής μελετητής δεν είχε
μόνον δημοσιεύσει την προαναφερθείσα έκδοση δημοτικών τραγουδιών –με τις συνήθεις προσωπικές
επεμβάσεις στα κείμενα– αλλά είχε και ο ίδιος περάσει στη σφαίρα της
δημιουργίας, συγγράφοντας δημοτικοφανή τραγούδια.[8]
Παραθέτουμε ένα δείγμα της γραφής του[9]– σχετικά εκτενές, καθότι μας εισάγει κατ' ευθείαν
στο κεντρικό ζήτημα του παρόντος άρθρου.
Η
Δικαία Εκδίκησις
Tραγουδιστής πολλά
εύμορφος νέον εύμορφο ερωτεύθη,
περίσσιο
πάθος έβαλε στα μαραμένα στήθη,
και
με τα χείλη τα χλωμά τραγούδαε τον καημόν του.
«Aγνάτια του να
κάθομαι, να κρένει και ν' ακούω,
5 να βλέπω τα ξανθά μαλλιά και τα δροσάτα χείλη,
πόχουν
του ρόιδου τη βαφή, του μήλου την γλυκάδα».
Kαι το τραγούδι του
ήκουσαν οι νιές και οι πανδρευμένες·
φωνάξανε
τα εύμορφα κοράσια κι οι νυφάδες:
«άνδρας
τον άνδρα ν' αγαπά, σέρνει με το τραγούδι,
10 και γάμος κι αρραβώνιασμα θα παν
λησμονημένα
και
θα διαβαίνει η νύκτα μας δίχως ανδρός το πλάγι,
και
τα βυζιά του κόρφου μας παιδί δεν θ' αναστήσουν».
Πανήγυρη
ξημέρωνε πέρα στα βιλαέτια
και
τα χωριά μαζώχθηκαν, άνδρες, γυναίκες πάνε,
15 πήγε και ο τραγουδιστής κι εκράταε το
λαγούτο,
κι
αρχίνησε το έρημο τραγούδι να λαλάει·
και
του λαγούτου η μελωδιά γλυκιά του απηλογότουν.
Oι εύμορφες
κιτρίνισαν σαν τα χλωμά λουλούδια,
τόσο
στα φυλλοκάρδια τους πολύς θυμός εμβήκε.
20 Πέτρες λιθάρια επήρανε οι νιες κι οι
πανδρευμένες,
κτύπησαν
τον τραγουδιστήν εκεί οπού τραγουδούσε.
Σίγησε
το παιγνίδι του τ' ολόχρυσο λαγούτο,
κείτεται
κι ο τραγουδιστής άγνωστος μες στο αίμα,
και
μοιρολόι δεν του λαλεί καμμιά μοιρολογίστρα·
Στους
επόμενους στίχους, τα «ξώφρενα κοράσια» θα κόψουν το κεφάλι του τραγουδιστή και
θα το ρίξουν, μαζί με το λαγούτο, σε ποτάμι. Μολοντούτο, λαγούτο και κεφάλι θα
συνεχίσουν να ηχούν μεσ' από τα θαλάσσια κύματα, ώσπου οι ναύτες να τα
ανασύρουν από το νερό και να τα ενταφιάσουν σε μνήμα. Σε αντάλλαγμα, το πνεύμα
της μουσικής θα ευλογήσει τις νησιωτικές περιοχές. Αντίθετα, στην ενδοχώρα, οι
φόνισσες του τραγουδιστή θα τιμωρηθούν σκληρά: οι άντρες θα τις σημαδέψουν με
πυρακτωμένο σίδερο στο μέτωπο και την πλάτη.
Με
ευδιάκριτες αναφορές στον μύθο του Ορφέα, το κείμενο του Τερτσέτη μοιάζει, εκ
πρώτης όψεως, ξεχωριστό, τουλάχιστον ως προς τον καταφανή εορτασμό της
ομοερωτικής επιθυμίας, αλλά και την αδυνατότητα για ριζοσπαστικά υποκείμενα να
καταστούν άξια πένθους. Και μοιρολόι δεν του λαλεί καμιά μοιρολογίστρα:
η ζωή του τραγουδιστή είναι, με όρους της φιλοσόφου Ιουδήθ Βουτλέρη, ungrievable, μη
πενθήσιμη.[10] Η τελετουργική ταφή του σκοτωμένου και η εκδίκηση
για την αδικία που διεπράχθη εναντίον του, δεν θα συμβούν παρά μόνον μετά τη
μεταφυσική παρέμβαση της μελωδίας που αναδύουν, κεφάλι και λαούτο, από τα βάθη
του πελάγους. Μέσα από το μυθικό του ντύμα, το τερτσετικό ποίημα φέρνει στο
προσκήνιο ό,τι ο θεωρητικός της επιτελέσεως Ιώσηπος Μουνιώσης θα αποκαλούσε
στις μέρες μας queer mourning[11] ή, δεδομένης της προδήλως έμφωνης διαστάσεώς του,
queer lament –επί το ελληνικότερον, θα λέγαμε πως το κείμενο
εγείρει ζητήματα πούστικου θρήνου ή, σε ελεύθερη απόδοση, πουστιάς
και ολολυγμού.[12]
Ερευνητικά
ερωτήματα
Αποτελούν
άραγε οι ποικίλες εκφάνσεις της ομοερωτικής επιθυμίας, καθώς και οι μη πενθήσιμες
ζωές ριζοσπαστικών υποκειμένων, ζητήματα που αφορούν αποκλειστικώς τους
λογίους;
Θα
έπρεπε να περιοριστούμε στην κατανόηση της Δικαίας Εκδικήσεως ως καθαρό
αποκύημα της φαντασίας του ποιητή, εμπνευσμένο από τον αρχαιοελληνικό μύθο;
Σε
ποιο βαθμό νομιμοποιούμαστε να υποθέσουμε ότι ο Τερτσέτης είχε κατά νου
συγκεκριμένα δημοτικά τραγούδια τα οποία εγείρουν αντίστοιχα ζητήματα;
Υπόθεση
εργασίας
Μια πρώτη εξέταση των υπαρχουσών συλλογών δεν
μοιάζει να αφήνει περιθώρια θετικής απαντήσεως στην τελευταία ερώτηση. Με βάση,
όμως, τις προαναφερθείσες αναλύσεις των Πολίτη και Χερτσιφέλδη,
συνειδητοποιούμε πως οι διάφορες
συλλογές δημοτικών τραγουδιών που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας δεν είναι παρά εκδοχές
των στίχων που κάποτε ο λαός μας τραγούδησε – εκδοχές ιδεολογικώς φορτισμένες και
οπωσδήποτε ελλιπείς. Η διαπίστωση αυτή μας επιτρέπει να
υποθέσουμε ότι ναι, πιθανότατα ο Τερτσέτης της Δικαίας Εκδικήσεως όχι μόνον
είχε κατά νου συγκεκριμένα τραγούδια τα οποία εγείρουν ζητήματα
αντίστοιχα με αυτά του ποιήματός του, αλλά ίσως και να βάσισε εξ ολοκλήρου ή
μερικώς το τελευταίο στο λάλον ύδωρ –για να θυμηθούμε τον Κόντογλου– του
ελληνικού λαού. Ίσως, μάλιστα, το πραγματικό έρεισμα του τερτσετικού κειμένου
στη λαϊκή μούσα να είναι πολύ ευρύτερο αυτού που μπορούμε να διανοηθούμε. Ίσως,
με άλλα λόγια, η προφορική μας παράδοση να βρίθει στιγμών –ας μας επιτραπεί η
έκφραση– πουστιάς και ολολυγμού.
Πορίσματα
έρευνας – Α': το χειρόγραφο Πολίτη και η διεθνής του καπηλεία
Εκ
πρώτης όψεως, η τελευταία τούτη υπόθεση φαντάζει παρακινδυνευμένη. Μολοντούτο,
το παρόν άρθρο εκθέτει τα πορίσματα πρόσφατης φιλολογικής ανακαλύψεως, η οποία
παρέχει αποδεικτικά στοιχεία υπέρ της υποθέσεως αυτής. Πρόκειται για ένα
χειρόγραφο του 19ου αι., το οποίο ήλθε προ τριετίας στο φως και φυλάσσεται
σήμερα στη Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του São Paulo. Το εν λόγω χειρόγραφο
εμπεριέχει είκοσι τέσσερις αποκηρυγμένες –ή «αποκρύφους»– «εκλογάς από τα
τραγούδια του ελληνικού λαού» οι οποίες κατεγράφησαν μεν από τον πατριάρχη της
ελληνικής λαογραφίας Νικόλαο Πολίτη (1850-1921)[13], αλλά δεν συμπεριελήφθησαν
ποτέ στο ομώνυμο θεμελιώδες έργο του, το οποίο εκδίδεται εν έτει 1914.
Διόλου
τυχαίο το γεγονός ότι, στο σύνολό τους, τα εν λόγω τραγούδια εγείρουν ζητήματα
ποικίλων μορφών ομοερωτικής επιθυμίας. Σκιαγραφούν το φύλο και τη σεξουαλικότητα όχι ως
υπερβατικές, παγιωμένες ουσίες, αλλά ως διαδικασίες: επιτελεστικές
(performative), ανοιχτές στη ρευστότητα (gender-fluid) και σε πρωτεϊκής υφής
μεταμορφώσεις. Χωρίς, βεβαίως, οι κοινωνικές επιταγές να αγνοούνται –
αντιθέτως, υπογραμμίζεται η αδυνατότητα για ριζοσπαστικά υποκείμενα διαφόρων
ειδών, όχι μόνο να βιώσουν την επιθυμία τους, αλλά ακόμη και να καταστούν άξια
πένθους. Κινούμενες στο αυθεντικά ελληνικό δίπολο ηδονής και οδύνης, οι είκοσι
τέσσερις απόκρυφες εκλογές συνιστούν δυνάμει την πρώτη εθνική μας ανθολογία queer
lament, πουστιάς και ολολυγμού.
Εις
πείσμαν των «πνευματικών ταγών» της κοιτίδας της, η αποκηρυγμένη
–πλην όμως γνησίως ελληνική– φωνή των τραγουδιών αυτών απεδείχθη άκρως
οικουμενική, υπερβαίνοντας εν τέλει τα εθνικά και γλωσσικά σύνορα. Για λόγους που αναλύονται ενδελεχώς στην συνέχεια, τα είκοσι
τέσσερα άσματα διέρρευσαν στο εξωτερικό και
μεταφράστηκαν σε χώρες όπως η Σκωτία, η Φλάνδρα, η Βραζιλία, η Ινδία και η
Αργεντινή. Η υποδοχή τους ήταν μάλιστα τόσο θερμή και η επιρροή τους τέτοια,
που μεμονωμένοι συγγραφείς, αλλά και ευρύτερες κοινότητες, οικειοποιήθηκαν
ορισμένα εξ αυτών, παρουσιάζοντάς τα είτε ως πρωτότυπα δημιουργήματά τους, είτε
ακόμη και ως μέρος της άυλης πολιτισμικής τους κληρονομιάς. Περιττόν να
αναφέρουμε ότι η ελληνική τους προέλευση έχει επιμελώς και επανειλημμένως
αποσιωπηθεί. Ας δούμε όμως εκ του σύνεγγυς τρία τεκμήρια.
Τεκμήριο
Ι: Κι αν οι γυναίκες που μοιρολογούν(ται) δεν ήταν «δικές τους»;
Το πρώτο τεκμήριο είναι το
άσμα υπ' αριθμόν 7 του χειρογράφου Πολίτη, το οποίο παρατίθεται υπό τον τίτλο
εργασίας Της Αντρονίκης και της Αντριανής. Το πρώτο όνομα δεν μπορεί
παρά να μην παραπέμψει στο ομώνυμο κυπριακό τραγούδι, όπου η Αντρονίκη φορεί τα παντελόνια τζαι πα στον καφεννέν /
τον καφετζήν προστάτζει καφέν τζαι ναργιλέν, λαμβάνοντας έτσι έναν στερεοτυπικά ανδρικό έμφυλο ρόλο[14]. Ο αδελφός της όμως
επεμβαίνει προς συμμόρφωσίν της και, όταν καθίσταται σαφές ότι ο λόγος του δεν
είναι διαταγή, πιάνει το λιβορβόρι, τη λιβορβόρισε, απ' το δεξί βυζί της η
σφαίρα πέρασε. Κι όταν την επερνούσαν
από την αγορά, μικροί μεγάλοι εκλαίαν τα άσπρα της βυζά. Το θάρρος της αντρειωμένης κόρης αποβαίνει
θανάσιμο, σε αντίθεση με την Αντρονίκη και την Αντριανή του τραγουδιού που ακολουθεί.
Μάλιστα, οι αγέρωχες –αλλά και αλώβητες– αυτές ηρωίδες ενέπνευσαν μιαν από τις σημαντικότερες συγγραφείς του 20ου αι., την Ουκρανοεβραϊκής καταγωγής Βραζιλιανή
Κλαρίσε Λισπέκτορ (1920-1977). Ειδικότερα, αντιπαραβάλλοντας το
τεκμήριο Ι με το διήγημα της Λισπέκτορ Το Σώμα[15] (από την αμετάφραστη στα ελληνικά συλλογή, Ο Γολγοθάς του Σώματος),
καθίσταται σαφές ότι η συγγραφέας αντλεί υλικό από το εν λόγω δημοτικό
τραγούδι, αξιοποιώντας αριστοτεχνικώς τον αφηγηματικό του ιστό, μη παύοντας
όμως να οφείλει το κομψοτέχνημά της στο γλωσσικό πετράδι του ελληνισμού.
Σημειωτέον ότι στους στίχους 33-36, στο χειρόγραφο παρουσιάζονται φθορές,
καθιστώντας τέσσερα ημιστίχια μη αναγνώσιμα, χωρίς ευτυχώς να επιφέρουν απώλεια
του νοήματος[16].
Της Αντρονίκης και της Αντριανής
Ο Γιάννος ο Πλανόγιαννος, ο Μωροπλανεμένος
Ο Γιάννος ο Μονόγιαννος, ο Διπλοπαντρεμένος
την Αντριανή 'χε το πρωί, την Αντρονίκη βράδυ
τρεις πα' στην κλίνη χαίρουνταν, τρεις την
αυγή κυλιόνταν.
5 Κουρφά
τ' απομεσήμερο, σαν γύρει απ' τα χωράφια
κουρφά τ' απομεσήμερο, τις κούρβες ασημώνει.
– 'Σήμωσε,
Γιάννο μ', 'σήμωσε,
κάμνω σου εγώ παιγνίδια
φωτιά σ' ανάφτω στο κορμί, σαν δώκεις
δακτυλίδια.
Η Αντρονίκη δε νογά κι η Αντριανή δεν ξέρει
10 τρεις
πάγαιναν στην εκκλησιά, τρεις στο τραπέζι ετρώγαν
ώσπου μια Κυριακή πρωί, μια 'πίσημον ημέρα
της κούρβας τη δαγκωματιά στα δυο μεριά
μαντεύγουν
τον Γιάννο αφήνουν νηστικό, διώχνουν τον 'που
το στρώμα.
Δυο μήνες αναστέναζε, γυναίκες δεν λυπιώνταν
15 δυο
μήνες τις φοβέριζε, γυναίκες δεν φοβόνταν
τον τρίτο απλώνει τη γροθιά, γυναίκες το
μαχαίρι
σφιχτά-σφιχτά τον δέσασι, κολώνα του σπιτιού
των
ομπρός του εφιληθήκασι κι ομπρός του
αγαπηθήκαν
ψιλό-ψιλό τον λιάνισαν, μες στην αυλή τον
θάφτουν.
20 Τριανταφυλλιά-ν-εφύτρωσε,
ποτίζουν βράδυ-βράδυ
Κι όπως τα τριαντάφυλλα εφούντωνεν η αγάπη
Σε λίγες μέρες, να σου τον του Γιάννου τον
εφέντη:
– Σαν πού 'ναι ο Γιάννος, Αντριανή; Σαν πού 'ναι,
Αντρονίκη;
– Στα ξένα επήε, μίσεψε, χειμώνα θα ματάρθει.
25 Πάλι
το καταχείμωνο, να σου του Γιάννου εφέντης:
– Σαν πού 'ναι ο Γιάννος, Αντριανή; Σαν πού
'ναι, Αντρονίκη;
– Ξένα πικρά κι αλαργινά. Την άνοιξη θε να' ρτει.
Εφέντης δίνει μια κλωτσά, το σπίτι ψάχνει
ολούθε
ξηλώνει δώματα κι αυλή, μα πουθενά ο Γιάννος.
30 Κράζει
και φτάνει πόλιτσμαν, ζωσμένος το πιστόλι.
Τότε φωνάζει η Αντριανή: – Γιάννο θα δείτε τώρα!
Πόλιτσμαν,
δώσε μία τσαπιά, ξερίζωσ' τα λουλούδια!
[.............................................] Πηδάει πράσινο αίμα
Βογγάνε τα τριαντάφυλλα [.............................................................]
35 [.............................................] του Γιάννου τα
δυο μάτια
Ανοιγοκλειούνε γυάλινα
[..............................................................]
– Πόλιτσμαν μην τσαπίζεις, λουλούδια μη σκορπάς
τις δύο τις γυναίκες να μην τις τυραννάς
Σα ζούσα δε μου εφτάσαν και τις αδίκησα
40 το
κρίμα εφανερώθη, θάνατο ζήτησα
Τώρα κορμί δε λιώνει, τρίζουν τα κόκαλα
μον' με δροσίζουν νύχτα τα τριαντάφυλλα.
Πορίσματα
έρευνας – Β': Μεταξύ πατρός και υιού – οι περιπλανήσεις των τραγουδιών
Επιστρέφοντας
στην περίπλοκη ιστορία του χειρογράφου, είναι απαραίτητο να πάρουμε τα πράγματα
με τη σειρά. Ο Νικόλαος Πολίτης δεν ήταν μόνον ο πατριάρχης της
ελληνικής λαογραφίας ή ο γενάρχης ενός πλατύφυλλου δένδρου διανοουμένων –ας θυμηθούμε ενδεικτικά τους
Γιώργο, Φώτο, Λίνο, Νίκο και Αλέξη Πολίτη–, αλλά και ένας άνθρωπος χτυπημένος σκληρά από τη
μοίρα. Δεν είδε μόνο τις δύο θυγατέρες του –Ισμήνη και Κλυτία– να ξεψυχούν, η μια σε ηλικία μόλις οχτώ χρόνων,
η άλλη νεογέννητη· δυστύχησε ακόμη να φέρει στη ζωή έναν αποτυχημένον υιό
(στοιχείο ευλόγως αποσιωπημένο στις επίσημες
βιογραφίες), τρίτον κατά σειρά μετά τους Γιώργο και Φώτο, τον φερόμενο ως Alexandro Polites (1892-1974). Όμως,
τι ακριβώς είχε συμβεί;
Βρισκόμαστε στις αρχές του
περασμένου αιώνα και συναντάμε το άσωτο αυτό τέκνο Πολίτη να φοιτά στο
Πανεπιστήμιο του Μονάχου, από το οποίο και αποβάλλεται λόγω επιληψίμου ηθικής.
Ο νεαρός καλείται αμέσως στην Αθήνα από τον διακεκριμένο λαογράφο, που τον
εκδιώκει διά παντός από την πατρική εστία, ενώ δεν παραλείπει και να τον
αποκληρώσει. Προτού φύγει, ο αμαρτωλός νέος επιχειρεί λυσσαλέο πλιάτσικο του
πατρικού – καθώς όμως γίνεται αμέσως αντιληπτός από τους υπηρέτες, τρέπεται άρον-άρον
σε φυγή. Τελικά, δεν θα καταφέρει να πάρει μαζί του τίποτε πέρα από δύο πουγκιά
χρυσές λίρες, καθώς και έναν φάκελο με καταγραφές δημοτικών τραγουδιών, τον
οποίο ο πατέρας του είχε φροντίσει να κρύψει επιμελώς, πλην όμως ουχί
αποτελεσματικώς.
Ο εικοσαετής Alexandro διάγει βίον αμφιβόλου ηθικής σε διάφορες χώρες της γηραιάς Ηπείρου και
περνά μικρά διαστήματα σε πόλεις όπως το Παρίσι, το Βερολίνο και το Εδιμβούργο,
ενώ συνοδευόμενος από στενούς του φίλους, Βρετανούς Ινδολόγους, επισκέπτεται
για μερικούς μήνες τη Νοτιοδυτική Ινδία. Επιστρέφοντας στην Ευρώπη στα μέσα της
δεκαετίας του 1920, ακολουθεί το υπερατλαντικό μεταναστευτικό ρεύμα και φτάνει
στο λιμάνι Santos της Βραζιλίας, τη
χώρα που θα τον αναδεχθεί ως καινούρια πατρίδα και όπου τελικώς θα διαπρέψει ως
έμπορος και θα δημιουργήσει πολυμελή οικογένεια.
Φαίνεται όμως ότι, παρά
τον τυχοδιωκτισμό της νιότης του και την παραγωγικότητα της ωριμότητάς του, ο Senhor Alexandro Jorge de Carvalho de Polites δεν έπαψε να τρέφει άσβεστα πατριωτικά αισθήματα και ειλικρινή αγάπη προς
τη γενέθλια γη. Είχε ως βαθύτερο, αθόρυβο και ευγενικό σκοπό ζωής τη μετάφραση
και διάδοση των ασμάτων του πατρικού χειρογράφου ανά την υφήλιο. Παρότι η
τραυματική σχέση με τη γενέτειρά του τον οδήγησε στο να επιτρέψει την
οικειοποίηση των ασμάτων από άτομα και κοινότητες σε διάφορες χώρες δίχως να
επιμείνει στην καθαρά ελληνική τους προέλευση, πρέπει να αναγνωρίσουμε πως ο Senhor Alexandro Jorge de Carvalho de Polites εξήγαγε πλαγίως μια –απόκρυφη, στην κυριολεξία– πλην σπουδαιοτάτη πλευρά της λαϊκής μας παραδόσεως, καθιστώντας έτσι τα τραγούδια του ελληνικού λαού μέρος της
παγκοσμίου άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς. Ίσως άλλωστε, αυτή η εντατική
δραστηριότητα που ο Senhor άσκησε με πάθος και
μυστικότητα Τέκτονα έως την αποδημίαν του εις Κύριον, να ήταν είδος εκδίκησης
προς τον αυστηρό Νικόλαο: όσα ο πατέρας-πατριάρχης είχε αποσιωπήσει ως
επικίνδυνες παραφωνίες στο εθνικό του πρόγραμμα, ο άσωτος υιός τα ώθησε να διασπαρούν, απάτριδα και αλλόγλωσσα, ανά
την οικουμένη.
Τεκμήριο ΙΙ: Όταν ο Κωνσταντής συνάντησε τον Άη-Γιώργη
Κατά τη διάρκεια των
ινδικών του ημερών –πιθανώς κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάιο του 1922– ο Alexandro φαίνεται να περιηγήθηκε στην πολιτεία
Ταμίλ Νάντου. Εκεί, με τη βοήθεια των Ινδολόγων συνταξιδιωτών του, μετέφρασε
στα αγγλικά και τα ταμίλ ένα από τα συγκλονιστικότερα τραγούδια του χειρογράφου
Πολίτη: το άσμα υπ' αριθμόν 11, το οποίο παρατίθεται υπό τον τίτλο εργασίας Των
Γυναικών του Κωνσταντή. Το τραγούδι αυτό διαδόθηκε ταχύτατα μεταξύ της
πολιτισμικής ομάδος των Αραβανί, διεμφυλικών ατόμων με μεθοριακή θέση
στην ινδική κοινωνία, που συχνά θεωρούνται κάτοχοι ιερών δυνάμεων. Έκτοτε
αρκετές Αραβανί της περιοχής
χρησιμοποιούν διάφορες εκδοχές του εν λόγω άσματος ως δικές τους «παραδοσιακές
προφορικές αφηγήσεις», δήθεν εκπορευόμενες εκ του σανσκριτικού έπους της Μαχαβαράτα.
Μάλιστα, στο χωριό Κοοβαγκάμ, στα δυτικά της πολιτείας Ταμίλ Νάντου,
πραγματοποιούνται ετησίως εαρινές τελετές στη μνήμη του Αραβάν –εξ ου
και το όνομα των πιστών–, του
ήρωος που θυσιάζει τη ζωή του για το κοινό όφελος. Στις τελετές αυτές, οι Αραβανί
νυμφεύονται και θρηνούν τελετουργικά τον ήρωα και προστάτη τους. Τόσο το
αφηγηματικό νήμα του μύθου που άδουν, όσο και οι ιερές πράξεις που επιτελούν,
παρουσιάζουν εξαιρετικές ομοιότητες με το ακόλουθο «μνημείο λόγου» της
ελληνικής παράδοσης.
Των Γυναικών του Κωνσταντή
Πολέμαγαν ασκέρια δυο, κανένα δε νικούσε.
Χρόνους εννιά πολέμαγαν, μυριάδες τα κουφάρια
στους δέκα σκίστηκεν η γη. Ακούστηκε μαντάτο:
– Για να τελέψει ο σκοτωμός, οι άντρες να σωθούνε
5 στους
τρεις αρχιπολεμιστές, έναν θα αρπάξει ο Χάρος.
Θυμώνει ο πρώτος: – Τη
γριά τη μάνα, πού θ'αφήσω;
Ο άλλος κλαίει: – Εφτά
παιδιά, πώς θε' να τ'αναστήσω;
Κι ο Κωνσταντής, ο πιο μικρός, θέλει να
μαρτυρήσει.
Φωνάξανε τα λούλουδα: –
Εσύ, να γίνεις στάχτη;
10 που
'σαι της νύχτας η φωτιά, της μέρας η δροσούλα;
Φωνάξανε τα σύγνεφα: –
Εσύ, καπνός να γένεις;
που' σαι ώριος καβαλάρης μας κ εμείς τ'
αλόγατά σου;
Φωνάξανε τα χώματα: –
Εσένανε θα φάμε
να μη λουζόμαστε άλλο πλια στων αγοριών το γαίμα.
15 Κι
ανοίξανε στο μπόγι του, να τονε καταπιούνε.
Ο Κωνσταντίνος γέλασε: – Τα
νιάτα μου, χαλάλι
Μα αφού είν' της μοίρας να χαθώ, μη φύγω δίχως
χάδι
μη γίνω λάσπη ανέγγιχτος, χωρίς να νοιώσω
αγκάλη.
Απόψε αν με παντρέψετε, απόψε αν πρωτοσμίξω
20 λαβώστε
με το χάραμα, και με τον Χάρο ας σμίξω.
Τελάλης βγήκε στα χωριά, σέρνει φωνή μεγάλη:
– Νύφη
του αρχιπολεμιστή, ποιας της βαστάει να γένει;
Θα 'χει τη δόξα αμάραντη, τα πλούτη ώς ν' αποθάνει.
Τ' ακούσαν οι ανύπαντρες, τ' ακούν οι
ορφανεμένες
25 τ'ακούν
μανάδες με μωρά, χήρες πα' στον ανθό των
ακούν για μελλοθάνατο, τα σπίτια των
σφαλειούνε.
Φτάνει στα σύγνεφα η φωνή,
δακρύζουνε τα ουράνια
δακρύζει ο Θιος κι η Παναγιά, δακρύζει κι ο 'Αη-Γιώργης
Λησμόνησε τον μαύρο του, φυτεύγει το κοντάρι
30 πετάει
και την αρματωσιά, μες στη φωτιά τη ρίχτει
βάφει τα χείλη βυσσινιά, τα δυο βυζά φουσκώνει
χτενίζει τα σγουρά μαλλιά, στολίζεται νυφούλα
τους δράκοντες απαρατά, χαρίζει την αγάπη
γλυκοφιλάει τον Κωνσταντή, στον κόρφο του
πλαγιάζει.
35 Ολονυχτίς
κοιμούντανε σαν δυο γλυκά αδερφάκια,
και προς τα ξημερώματα σαν τ' άγρια πουλάκια.[17]
Πηδάει το αίμα τ' Άη-Γιωρκού, τη σκοτεινιά ποτίζει
πιο γλήγορα ξημέρωσε, λιγοθυμούν τ' αστέρια
χλωμό το φως της χαραυγής, αστράφτει το
μαχαίρι
40 ο
Κωνσταντής ψυχορραγεί και ο Άη-Γιώργης κλαίγει.
Τελεύγει το θανατικό, οι δυο λαοί μονιάζουν
τον σκοτωμένο προσκυνούν, της γης τον
αντρειωμένο.
Και κάθε χρόνο, τη νυχτιά που ο Κωνσταντής
λαβώθη
στης άνοιξης το σκίρτημα, στο έμπα του Απρίλη
45 από
τη χώρα ολάκερη φτάνουν προσκυνητάδες.
Τα δασωμένα γένια των, φράγκικα τα ξουρίσαν
λησμόνησαν τους μαύρους των, στον Κωνσταντή
ταχτήκαν
πετάνε τες αρματωσιές, μες στη φωτιά τες ρίχτουν
βάφουν τα χείλη βυσσινιά, τα δυο βυζά
φουσκώνουν
50 χτενίζουν
τα σγουρά μαλλιά, στολίζονται νυφούλες
στ' αντρειωμένου παν τη γη, να τον
στεφανωθούνε.
Το δείλι στεφανώνονται, ολυνυχτίς γλεντάνε
γυμνώνονται και τραγουδούν, κυλιούνται και
χορεύγουν
τα
πυρωμένα κάρβουνα πατούνε μανισμένες
55 και προς το
γλυκοχάραμα, τα στέφανα γκρεμίζουν
στάχτη στα μάγουλα πετάν, τον σκούζουν και τον
κλαίνε.
Μα το καταμεσήμερο, σαν τες λιγώσει η κάψα
πέφτουν σε γάργαρη πηγή, τους πόνους των να
λούσουν
αλείβγονται μυρωδικά, του αντρειωμένου οι
χήρες.
60 Στες
γειτονιές τες καρτερούν αμούστακα τ' αγόρια
κι αν έκλαψαν τον Κωνσταντή, άντρες χλωρούς
χαρήκαν.
Γενεαλογίας
συνέχεια: Senhor João Nikolau Polites Da Silveira.
Παρά τη ρήξη μεταξύ πατρός
και υιού, Νικολάου και Alexandro, η οικογενειακή παράδοση εν τέλει
διαιωνίστηκε. Ο εγγονός του Alexandro, Senhor João Nikolau Polites Da Silveira
(1945-), ίδρυσε και κατέχει την πρώτη έδρα Νεοελληνικών Σπουδών στο
Πανεπιστήμιο του São Paolo. Μετά τον θάνατο του προπάππου του και ενώ δεν είχε
καταφέρει να του εκμαιεύσει παρά ελάχιστες –πλην κομβικές– λεπτομέρειες όσο ήταν εν ζωή, ο Professor Polites Da Silveira έχει ξεκινήσει ένα πενταετές ερευνητικό πρόγραμμα με κεντρικό στόχο την
ταύτιση των ασμάτων του χειρογράφου Πολίτη με ατομικά και συλλογικά λογοτεχνικά
δημιουργήματα της παγκοσμίου κληρονομιάς[18].
Χρηματοδοτούμενο από συλλόγους ομογενών και από το Βραζιλιανικό Ίδρυμα Ερευνών –σημειωτέον πως έχει αποτύχει
οποιαδήποτε προσπάθεια επιχορηγήσεώς του από τα εν Ελλάδι αντίστοιχα ιδρύματα– το μαραθώνιο πλην εθνωφελές τούτο σχέδιο επιχειρεί να άρει την ανά την υφήλιο
καπηλεία αυθεντικών κτημάτων του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού και να τα
επανασυνδέσει με την προγονική τους μήτρα, την αδάμαστη ελληνική λαλιά.
Τεκμήριο ΙΙΙ:
«Άντρας αν ήσουν για κερά, άγιος, στοιχειό ή νεράιδα»
Σκληρά εργαζόμενη επί τρία
συναπτά έτη, η δωδεκαμελής ερευνητική ομάδα κατάφερε μέχρι στιγμής να ταυτίσει
έντεκα λογοτεχνικά κείμενα διαφόρων γλωσσών με ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Το
τρίτο και τελευταίο τεκμήριο το οποίο δημοσιεύεται στο παρόν άρθρο είναι το
τραγούδι υπ' αριθμόν 19 του χειρογράφου Πολίτη, υπό τον τίτλο εργασίας
Παραλογή των Λυγερών. Αντιπαραβάλλοντας το ελληνικό πρωτότυπο με το
προσφάτως καταχειροκροτημένο στις Βραζιλιανικές σκηνές θεατρικό έργο, Agreste; Malva Rosa[19], το οποίο φέρεται ως πρωτότυπο δημιούργημα του συγγραφέως Newton Moreno, η ερευνητική ομάδα
κατέληξε στο αδιάσειστο συμπέρασμα της ελληνικής του καταγωγής. Κλείνοντας, ας
μου επιτραπεί ένας εντονότερος τόνος. Έχω εθνικό χρέος να κρούσω τον κώδωνα: αν
δεν ληφθούν –το ταχύτερο δυνατόν– τα απαραίτητα νομικά μέτρα,
οι κάθε είδους κάπηλοι, λογοκλόποι «δημιουργοί» θα συνεχίσουν απερίσπαστοι να
ασελγούν επί του ασπίλου άνθους τού ελληνικού
λάλοντος ύδατος.
Των Λυγερών
Καίει το λιοπύρι τα σπαρτά, λίβας κερνάει τη σκόνη
μα στ’ Αντρειωμένου τη δροσιά, η Λυγερή μερώνει
Μάτια κι αν σμίγει ο έρωτας, κορμάκια φράζει ο
φράχτης
γίνεται δήμιος της ορμής και λίκνο της αγάπης
5 Μέρα
και νύχτα αντάμωναν, μα ανάμεσό τους σύρμα
και πώς να γλυκοφιληθούν, και πώς να κάμουν βήμα
Ώς που ’ρθε μέρα της Λαμπρής, το σύγνεφο καθίζει
λυγίζει του ουρανού η φωτιά, το βλέμμα καθαρίζει
κι η Λυγερή βλέπει ρωγμή, τρυπούλα μες στο φράχτη
10 διπλώνεται,
κρυφογλιστρά κι Άγουρος την αδράχτει
βαστά-τηνε στην αγκαλιά και πιλαλάει και φεύγει
αφήνουν φαμελιά λεπρή και κόσμο που στερεύγει
πηγαίνουν ώς τα πέρατα και χάνουνται στη σκόνη
ο ήλιος τούς λιγοθυμά κ η Παναγιά τους σώνει:
15 – Λάβετε-φάγετε
κορμί, και αίμα απ’ τον Χριστόν σας
κι όπου σας πάει 'τουνού ο σταυρός, εκεί ’ναι σπιτικό σας
Είπε, κρεμάει τον Άγουρο στο τιμημένο ξύλο
κ η Λυγερή τον ζώνεται κι είναι ’λαφρύς σαν βήλο
Πηγαίνουν με τα σύγνεφα,
πηγαίνουν με τ’ αγέρι
20 όσο
που απόκαμε ο σταυρός, στ’ άγνωστα
πέρα μέρη
πλαγιάζει σ’ ένα ξέφωτο, πλάι σ’ ένα
χωριουδάκι
φεύγουν τα ξύλα απ’ τα καρφιά, γίνονται καλυβάκι.
Μέσα θα ζήσουν Άγουρος και Λυγερή για χρόνια
με μια φιλιάν αμάλαγη,
για μιαν αγάπη αιώνια.
25 Μα ’ρθανε χρόνοι δίσεχτοι και μήνες οργισμένοι
θερίζει ο ήλιος τα σπαρτά κι ο Χάρος τα παιδάκια
θερίζει και τον Άγουρο, γέρο, στο καλυβάκι.
Μένει η γριούλα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο
φωνάζει τις γειτόνισσες, πιάνουν το μοιρολόι:
30 – Αχ
γείτονά μου μπιστικέ, που ’χες τις
χάρες όλες
πού πας κι αφήνεις την κυρά χωρίς παιδιά κι
αγγόνια;
τώρα που καίονται τα σπαρτά κι η γη σκορπά το βιος
σας;
Κι η χήρα σκούζει και τραβά τουφίτσες τα μαλλιά
της
τα μάγουλά της
γρατζιουνά, δέρνει τα σωθικά της.
35 Κι
η πιο γριά απ’ τις
κλιώστρισσες γυρίζει και της λέει:
– Σκούξε, του χάρου πυρωσιά, και τράβα τα
μαλλιά σου
γρατζιούνισε τα μάγουλα, δείρε τα σωθικά σου
εμείς θε να τον λούσουμε, ν’ αλλάξουμε τα ρούχα
να τον νεκροστολίσουμε με εκειά τα μύρα που ’χα.
40 – Να
’στε καλά αδερφούλες μου.
Φτώχιανα, στο χαμό μου
κι ουδέ ποτέ μου αντίκρισα γυμνό τον άνθρωπό μου.
Γυναίκες πιάνουν αλλαξιές, πιάνουν ν’ αλείψουν μύρα
Του βγάζουν ρούχα της δουλειάς, γαμπριάτικα του
βάζουν
Μα στα μισά σαστίζουνε και απορούν και λένε:
45 – Μουρή, για δε, πού ’νι του... φδελ’; Πού ’νι του... σαλιγκάρ’;
– Μουρή, για δε, πού ’νι του πλελ’; Πού ’νι του... παλαμάρ’;
– Βόηθα μουρή να ν’ ανεβεί!
Πασπάτιψ’ του κουμάτ’! –
Μ’ εύτους εν εχ μήδι κουμάτ’! Μουρή! Μι γνέκα τσμάτι!
– Άναγιαμ-πάναγιαμ! Για δε! Θιος τσι γι Παναγιά μας! 50
– Για βάλ'! Τρυπτός είν' μουρή! Εχ μνέλια, σαν τα θκα μας!
– Τι ντά ’χ! Θε’μ σχώρα’μ! Ρε διαβόλ’! Μουρή συ, παλιουγνέκα;
– Γρουν!
Ενι ντράπτσις; Παστριτσά! Φτος... γι’ άντρας σ’... ήνταν... γνέκα;
Η χήρα μένει μάρμαρο, τι λένε δεν κατέχει
τον Αντρειωμένο τς έχασε, παρηγοριά δεν έχει
55 θυμάται
πως στα σκοτεινά πάντα μαζί πλαγιάζαν
γλυκό το σφιχταγκάλιασμα, τ’ αστρα κρυφοκοιτάζαν
στο τραπεζάκι κάθεται, και στρώνει δύο πιάτα
Χουγιάζουν οι γειτόνισσες, προφταίνουν τα μαντάτα
Κράζουν και φτάνει ο Παπάς: – Τούτη δεν τη ’βλογάω
60 κράζουν
και φτάνει Πόλιτσμαν: – Στη
φυλακή σε πάω
χουγιάζουν οι γειτόνισσες, βγαίνουν από το σπίτι
ολόγυρα το περικλειούν και τις πετριές αρχίζουν
Πόλιτσμαν ρίχνει κανονιά, Παπάς ρίχνει λαμπάδα
κ οι χωριανοί σαν μια γροθιά λαμπαδιασμένη δάδα
65 να
κάμουν ολοκαύτωμα τις μολεμένες σκύλες.
Κι ως λάμπει τ’ ολοκαύτωμα, λάμπουν της χήρας μάτια
το ταίρι της γλυκοφιλά, νεκρό σφιχταγκαλιάζει
απ’ το σκαμνί της δεν κουνά, πιάνει το μοιρολόι:
– Άντρας αν ήσουν για κυρά, άγιος, στοιχειό, ή
νεράιδα,
70 για
μένα είσαι ο Αντρειωμένος μου και σου χρωστώ τον κόσμο
στάχτη μαζί σου θα γενώ, στην άλλη γη να σ' εύρω
Κι ως είπε, πέφτουν πυρκαγιά δοκάρια πάνωθέ τους
γίνεται στάχτη η αγκαλιά και το τραγούδι κρότος
λαμπάδιασε η καλύβα τους, σκοτείνιασαν τα ουράνια.
75 Κι
οι χωριανοί βουβαίνονται, στρέφουν, τηρούν το θαύμα:
μες στον καπνό, νεραϊδικά σαλεύγουν και
χτυπιούνται
και σπέρνουν φαρμακοσπορά, κι όλους τους
καταριούνται.
Καίει το λιοπύρι τα σπαρτά, λίβας κερνάει τη σκόνη
οι μάνες πνίγουν τα μωρά, μόνες να πιουν το γάλα.
80 Και
το χωριό πάει, προσκυνά το μολεμένο σπίτι
δίχως Παπά και Πόλιτσμαν, δίχως Χριστό κι Αγίους
προσκύναγαν τα κάρβουνα, να στέρξουν για βοήθεια.
Χρόνους εννιά προσκύναγαν, Θεός δεν τους ακούει
Στους δέκα επάνω, σώπασαν. Και γίνεται το θαύμα:
85 Μες
τσον καπνό, νεραϊδικά χορεύγουν και γελούνε
κι είναι στη μέση Νύφες δυο, κορίτσια αγκαλιασμένα
και σέρνουν τον νυφιάτικο, δίνουν φιλί στο στόμα
Κι οι χωριανοί σέρνουν φωνή, τραγούδι της αγάπης
κι οι Λυγερές σπέρνουν δροσιά. Κι όλους τους
συγχωρνάνε.
* * *
Βιβλιογραφία ελληνόγλωσση
Ζαμπέλιος, Σπυρίδων, Άσματα δημοτικά της Ελλάδος,
Εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής περί μεσαιωνικού ελληνισμού, Καραβία,
Δ.Ν.-Αναστατικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1986
Κυριακίδης, Στίλπων, Το
Δημοτικό Τραγούδι, εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1990
Σπυριδάκης, Γεωργ. Κ. και
Περιστέρης, Σπυριδ. Δ., Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Μουσική Εκλογή, Τομ.
΄Γ. Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής
Λαογραφίας, Αθήνα ,1999
Πολίτης, Αλέξης, Το Δημοτικό Τραγούδι, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις
Κρήτης, Ηράκλειο, 2011
Πολίτης, Νικόλαος, Τα
Δημοτικά Τραγούδια. Εκλογαί από τα Τραγούδια του Ελληνικού Λαού, Εκάτη,
Αθήνα, 2005
Τερτσέτης, Γεώργιος, Άνδρας τον άνδραν
αγαπά, εκδ. Περίπλους, Αθήνα, 1996.
Βιβλιογραφία
ξενόγλωσση
Butler,
Judith, Precarious Life. The powers of mourning and violence, Verso,
London and New York, 2004
Herzfeld,
Michael, Πάλι δικά μας. Λαογραφία, Ιδεολογία και η διαμόρφωση της Σύγχρονης Ελλάδας, μτφρ. Μαρίνος Σαρηγιάννης, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2002
Lispector, Clarice, O Corpo, in A via crucis do corpo, Editora Rocco, Rio de Janeiro, 1998
Lispector,
Clarice, Soulstorm: Stories, transl. Alexis Levitin, New Directions
Books, New York, 1989.
Moreno, Newton, Agreste; Body Art; A Refeição, (Col. Palco Sur Scène), São Paulo: Aliança Francesa; Consulado Geral da França em SP; Imprensa Oficial do Estado de São Paulo, 2011.
Muñoz,
José Esteban, Disidentifications. Queers of color and the performance of
politics. University of Minnesota Press, Minneapolis-London, 1999.
Ιστοτόπος
http://poustia.tumblr.com/#about (τελευταία επίσκεψη: 16.1.2016.)
[1] Το παρόν αποτελεί αφ' ενός συντομευμένη
εκδοχή του πλήρους άρθρου που περιλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο Φωνές/Fonés (Πάνος Πανόπουλος-Ελπίδα Ρίκου [επιμ.], Αθήνα: εκδ.
Νήσος (υπό έκδοση), αφ' ετέρου παρουσιάζει για πρώτη φορά δύο νέα τεκμήρια.
Χρωστώ θερμές ευχαριστίες στους επιμελητές για την πρόσκληση και τον διάλογο.
[2]
Δηλωτικές του φόβου των φορέων της προφορικής παραδόσεως απέναντι στην
καταγραφή της, οι παραπάνω φράσεις αναφέρονται από τον Γ.Δ. Παχτίκο στο έργο
του «Εντυπώσεις εκ της ανά την Θράκην και την Μικράν Ασίαν προς περισυλλογήν
δημοτικών ασμάτων μουσικής περιοδείας», εφημ. Αγών, όργανον ερεύνης των
ηθικών και υλικών δυνάμεων του έθνους, φ.292 (22 Οκτ. 1904) 2, στο:
Πολίτης, Αλέξης, Το Δημοτικό Τραγούδι, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,
Ηράκλειο 2011, σελ. 320. Αποτελούν αντιδράσεις που συνάντησε ο ίδιος κατά την
περιοδεία του (1903) από γυναίκες που αρνήθηκαν να τραγουδήσουν «για το
αφεντικό», όπως συνήθως τον αποκαλούσαν. Ο Γ.Δ. Παχτίκος σημειώνει
χαρακτηριστικά πως οι γυναίκες αυτές πίστευαν ότι η καταγραφή του τραγουδιού
τους –των στίχων αλλά και, ακόμη περισσότερο, της μελωδίας– έχει τη δύναμη να
τους κλέψει τη λαλιά.
[3]
Ζαμπέλιος, Σπυρίδων, Άσματα δημοτικά
της Ελλάδος, Εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής περί μεσαιωνικού ελληνισμού, Καραβία, Δ.Ν.-Αναστατικές Εκδόσεις, Αθήνα 1986. Η
υπογράμμιση είναι του υπογραφομένου.
[4]
Πολίτης, Αλέξης, ό.π., σελ. 286.
[5] Herzfeld, Michael, Πάλι δικά μας. Λαογραφία,
Ιδεολογία και η διαμόρφωση της Σύγχρονης Ελλάδας, μτφρ. Μαρίνος
Σαρηγιάννης, Εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2002, σελ. 150.
[6] Herzfeld, Michael, ό.π., σελ.151 (η υπογράμμιση στο
πρωτότυπο). Επί παραδείγματι, ο συλλογέας Γεώργιος Ευλάμπιος καταφέρεται με
χαρακτηριστικό μένος εναντίον του Φωριέλ γιατί «ο Γάλλος συλλογέας δεν
λογοκρίνει το υλικό του αποτελεσματικότερα!», ενώ παραπονείται για το γεγονός
ότι «συμπεριλαμβάνονται στα δημοτικά τραγούδια έργα ανάξια και αγροίκα»
(Herzfeld, Michael, ό.π., σελ. 69).
[7]
Πολίτης, Αλέξης, ό.π., σελ. 254.
[8]
Τόση μάλιστα μπορούσε να είναι η πιθανή σύγχυση, που ένα εξ αυτών είχε
συμπεριληφθεί στη συλλογή του Ém. Legrand Recueil de chansons populaires
grecques (Παρίσι, 1877) ως δημοτικό άσμα αρ. 147. Πολίτης, Αλέξης, ό.π.,
σελ. 266.
[9] Τερτσέτης,
Γεώργιος, Άνδρας τον άνδραν αγαπά, Εκδόσεις Περίπλους, Αθήνα 1996.
[10] Butler, Judith, Precarious Life. The
powers of mourning and violence, Verso, London and New York 2004,
σελ.19-49.
[11] Muñoz, José Esteban, Disidentifications.
Queers of color and the performance of politics. University of Minnesota
Press, Minneapolis-London 1999.
[12] Κατά παράφρασιν του εξαίρετου fanzine, Πουστιά και Όλεθρος. http://poustia.tumblr.com/#about (τελευταία επίσκεψη:
16.1.2016.)
[13] Πολίτης,
Νικόλαος, Τα Δημοτικά Τραγούδια. Εκλογαί από τα Τραγούδια του Ελληνικού Λαού,
Εκάτη, Αθήνα 2005.
[14] Σε ένα πιο μυθικό σύμπαν, αρρενωπά
χαρακτηριστικά παρουσιάζει και η Ποντία σύζυγος τού Γιάννες του Μονόγιαννες, κόρη
της αστραπής και διώκτρια των δρακόντων που σώζει τον καλό της απ’ το στόμα
του θεριού. Μάλιστα, στην απορημένη έκφραση του δράκου Κόρ' απ' εμέν 'κ'
εντρέπεσαι, Απ' εμέν 'κι φοβάσαι;, ατρόμητη εκείνη αποκρίνεται: Από εσέν 'κ'
εντρέπομαι, Απ' εσέν 'κι φοβούμαι. Παρότι δικαίως εντυπωσιάζει, η αρρενωπή
της επιτέλεση αναδύεται κάπως περιστασιακή, ταγμένη στη σωτηρία του συζύγου
Γιάννες, χωρίς εν τέλει να παραβαίνει τα ετεροκανονικά πρότυπα.
[15] Lispector, Clarice, O
Corpo, in A via crucis do corpo,
Editora Rocco, Rio de Janeiro 1998, p.21-28.
Για τους μη λουζόφωνους αναγνώστες, παραπέμπω επίσης στην αγγλική μετάφραση:
Lispector, Clarice, Soulstorm: Stories, translated by Alexis Levitin,
New Directions Books, New York 1989, p.16-24
[16] Τα σημεία αυτά δηλώνονται στο κείμενο με αποσιωπητικά εντός αγκυλών.
[17] To παραπάνω δίστιχο
απαντά και στο άλλο γνωστό δημοτικό τραγούδι, Της Λιογέννητης,
ταξινομημένο από τον Ν.Γ. Πολίτη στον κύκλο των ακριτικών τραγουδιών. Bλ. Πολίτης, Νικόλαος, ό.π., άσμα υπ' αριθμόν 74, στ.
164-5.
[18] Ο υπογραφόμενος έχει την τιμή
να συμμετέχει στο πρόγραμμα, με την ιδιότητα του μεταδιδακτορικού
ερευνητή.
[19] Moreno, Newton, Agreste; Body
Art; A Refeição, (Col. Palco Sur Scène), São Paulo : Aliança Francesa;
Consulado Geral da França em SP; Imprensa Oficial do Estado de São Paulo, 2011.
Το έργο ανέβηκε πρώτη φορά στο São Paulo στις 15/1/2004, κερδίζοντας
το βραβείο Shell καλύτερου θεατρικού κειμένου, καθώς και την αντίστοιχη διάκριση της APCA, Associação Paulista dos Críticos de Arte (Εταιρεία Τεχνοκριτικών του São Paulo).
*
Νικηφόρος Ερράντες. Νεοελληνιστής, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Παν/μιο του São Paulo, συμμετέχων στο ερευνητικό πρόγραμμα Το χειρόγραφο Πολίτη και η διεθνής του καπηλεία: ταυτίζοντας είκοσι ελληνικά δημοτικά τραγούδια με τα ανά τον κόσμο αντίγραφά τους. Βραζιλιάνος ελληνικής καταγωγής, σπούδασε Ανθρωπολογία στο Παν/μιο της Μπραζίλια και νεοελληνική φιλολογία στο Α.Π.Θ., ενώ έλαβε το διδακτορικό του το 2010 από το τμήμα Νεολληνικής Φιλολογίας του Παν/μίου του São Paulo, υπό την εποπτεία του Καθ. Nikolau Polites Da Silveira. Έχει δημοσιεύσει άρθρα σχετικά με την βραζιλιανική και νεοελληνική προφορική παράδοση. Επιμελείται την έκδοση των απάντων του Ιώσηπου Μουνιώση στα νέα ελληνικά και μεταφράζει τους Νικόλαο Πολίτη και Στίλπωνα Κυριακίδη στα πορτογαλικά.