Μάριος Χατζηπροκοπίου
η κερασιά
Ο κήπος του πατρικού στις φλόγες
«χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια»
μπουκιές βενζίνη μες σε κάθε ρίζα δέντρου
που 'χε φυτέψει ο γενάρχης, πριν λιώσει,
να πλέουν σε λαδάκι αμνιακό
αμυγδαλιές, ροδιές και καρυδιές
συκιές, κυδωνιές, η μητρική ρικιά
που αρρώστησε και την κλαδέψαμε
την κάναμε καυσόξυλα
κείτονται ξερά, εκεί που άλλοτε
φιλιούνταν οι απόγονοι
με τους παράνομους δεσμούς τους.
Όταν μαθεύτηκε, τους αποκλήρωσαν.
Και όταν πέρασε στην κατοχή της
Η μονάκριβη ξεπούλησε το κτήμα.
Ο κήπος του πατρικού, βαμβάκι
με οινόπνευμα
σε κάθε αγριόχορτο που ξεπετάγεται
Και οι έποικοι, γκαζόν. Με αυτόματο πότισμα
ποιος να σώσει τη φωτιά.
(Φέτος το Πάσχα
πήδηξα τα κάγκελα
φύτεψα λαθραία κερασιά.)
~
κοιτώντας το γράμμα της να καίγεται
«αχ!»
Έτσι τελειώνει η μαμά την προσευχή
και άρον-άρον
ξεκρεμιέται από τον ουρανό.
«Θα γίνουν όλα έτσι;
Όπως τα παρακαλώ;»
Ζαρώνει από την αμφιβολία. Με δύσπιστα μάτια
ζητιανεύει. Με το κλάμα
κυβερνά.
Και να στα χείλη στο σαγόνι τρέμει ξαναπέφτει
λεζάντα: «Η μαμά σε απελπισία».
Ενός λεπτού «ελπίζω»
Ένα φυγόσθενο «αχ» το μαραίνει
Ένα «φοβάμαι άρα επιζώ».
~
αυλός εναντίον Aυλίδος
Τον λώρο του μωρού
παλιά τον έθαβαν στο χώμα, στην αυλή
σήμερα πιο συχνά τον λήγουν
στα σκουπίδια.
Όμως εκείνη, του μονάκριβου τον λώρο
Τον φυλούσε Από χώματα και χωματερές
Τον συντηρούσε επιμελώς
Σε γυάλα
Γλυκό του κουταλιού
Του σέρβιρε, τον τάιζε
Μπουκίτσες, κατ' ευθείαν στο στόμα
-'μια τελευταία, για τη μαμά
τη δύναμή σου'-
Από το κοινό τους σώμα.
Ώς Να τον κάνει Άντρα.
Κεράκια δεκατέσσερα
στη μέση ο μονάκριβος
με τις γροθιές τα σβήνει
ισοπεδώνει στρώσεις παντεσπάνι, ώς τον πάτο
ώς τον αμνιακό βυθό της τούρτας. Δώρο-έκπληξη.
Το αναγνωρίζει. Σάρκα από τη σάρκα του.
Ξεθεμελιώνει το κουλουριασμένο φίδι.
Σαν λάσο το τινάζει
Να αρπάξει τη φαρμάκισσα
Να πνίξει τη μαγείρισσα
Κόκκινος από έφηβο θυμό.
Όμως, απάνω στα μπουμπουνητά
παίρνει μια ανάσα. Φυσάει Τα δεκατέσσερά του χρόνια
μες στο πλοκάμι, το αποδεικτικό φιρμάνι του τέως
γάμου τους
–πλοκάμι εκείνο που με το μελάνι του απειλούσε
να πλέξει το γραμμένο του, να τον θηλάσει μοίρα
ανεξίτηλη–
φυσάει
φυσάει
ώσπου ο λώρος έγινε αυλός έγινε κόσμος
εκείνη χορευτό παιδάκι εκείνος αυλητής
το σπίτι δάσος, το σχολείο
πέλαγος
και τη ζωή του επί τέλους
ξεκινούσε. Μόνος. Πρίμος αέρας. Όρτσα τα πανιά.
Χωρίς θυσία
*
Μάριος Χατζηπροκοπίου. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη. Εργάζεται στο μεταίχμιο μεταξύ ποίησης, επιτέλεσης και εθνογραφίας. Σπούδασε Ιστορία και Θέατρο στη Θεσσαλονίκη, Εικαστικές Τέχνες στο Παρίσι, και, σε μεταπτυχιακό επίπεδο, Ανθρωπολογία της Επιτέλεσης (Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales). Είναι διδάσκων και υποψήφιος διδάκτωρ στον τομέα Σπουδών Επιτέλεσης του Aberystwyth University. Ποιήματα και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά "Εντευκτήριο", "The Books' Journal" και "[ΦΡΜΚ]", και συμπεριληφθεί στην ανθολογία τού Θ. Χιώτη, Futures: Poetry of the Greek Crisis (2015).