Αλεξάνδρα Πλαστήρα
ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΟΡΡΑ
Ήταν σαν έμμονη ιδέα
να σταθούμε στην πλώρη
Περνούσαν τα νησάκια
τοσοδούτσικα
μ’ ένα σπιτάκι
μαύρο ή κόκκινο
στα δέντρα
Όλο και κάποιος
περίμενε κάποιον
Είδαμε κι εμείς
πώς ανταμώνουν
~
Η ΑΡΧΗ ΜΟΥ
Όταν αφήνω
τον ορίζοντα
σκάβω για λέξη
τρώω χώμα
όλο πιο κάτω
κάθε λογής
και παρακάτω
όλο πιο μαύρο
Σκάβω
δεν βρίσκω
βρωμίζω
ελπίζω
μήπως πιο κάτω
~
ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΕΣ
Για κακή του τύχη
το λένε ψαροβασιλιά
και ντρέπεται πολύ
για τ' όνομά του
γι' αυτό και κρυμμένο
στα καλάμια
κελαηδάει για τα ψαράκια
που αυτά στον αέρα
ζωή δεν έχουν
και κελαηδάει γι' αυτά
που έχασαν τα βάθη
~
ΠΛΗΣΙΑΖΟΥΝ ΑΛΟΓΑ
Στον καναπέ ξαπλωμένη
υφίσταμαι επιδρομή
Ποιος είσαι άνθρωπέ μου;
Ασφαλώς ηγείσαι
πανάρχαιας φυλής
Πολύ με τιμάς
Δεν θέλω να σε προσβάλω
μα εγώ μόλις γύρισα
κατάκοπη στο παρόν
~
ΕΧΩ ΜΠΛΕΞΕΙ
Πάλι στης Βίβλου τα μονοπάτια
κατσικούλες και ληστές
τη φωνή του θεού
ακούνε αίφνης
Ξαναπέφτω κι εγώ στα γόνατα
Μ' εμένα Κύριέ μου τι θα γίνει;
Εσύ όχι ακόμα λέει
και στέκομαι άκρη άκρη
γιατί στη μέση
περνάνε οι σωσμένοι
καμαρωτά
*
Αλεξάνδρα Πλαστήρα. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία και μελέτησε μουσική. Εργάζεται ως επιμελήτρια κειμένων.