Χρήστος Σακελλαρίδης
ΤΑ ΚΛΕΒΩ
Όταν τα ρόδα ανθίζουν
πέφτουν απ' τα χέρια μου
που μιλούν άνανθη γλώσσα
για καιρό ήδη μαραμένο
για την αγκαλιά σου
που μετεβλήθη, για μια τυχαία πεζοπορία
για καιρό ήδη μαραμένο
για την αγκαλιά σου
που μετεβλήθη, για μια τυχαία πεζοπορία
που οδηγεί στο δικό σου το σπίτι.
Μετά την πτώση τους το άρωμα
διαστέλλει το κεφάλι μου τρέμοντας, θυμίζοντας
ιστορίες πεισμωμένων, τοκογλύφων καρδιών,
τρόμων, ριπών και τομών, μυστικών,
ανάπηρων δρόμων και δωματίων σκοτεινών,
σιωπηλών και αποσιωπημένων.
Μα κοπίασα για τα άδεια μου χέρια
για να σ' τα δώσω, να προσφέρω, να παραχωρήσω
το τίποτα που έχουν
εντός τους και μες στα δικά σου, απαλά,
δυνατά χέρια που φεύγουν, χαιρετούν
χέρια στερημένα από ρόδα, που διαβάζουν
το πρόσωπό σου μες στις παλάμες μου.
– μτφρ. από τα αγγλικά: Παναγιώτης Ιωαννίδης
~
ΦΙΤΙΛΙ
Έσπασε
από εκεί που το έβαλα
σε σπίθες λεπτές
χορδές δέκα χιλιάδες
ένα τραγούδι δρασκελιά
ελαφίνα σε φυγή απ'τον θεό
βέλος φτερωτό
πέτυχε
την καρδιά μου άστατη
την άφησα ν'αναπαυτεί
για λίγο νυσταγμένος, αφηρημένος
δεν μ'αντιλήφθηκε κανείς
δεν μ'αντιλήφθηκε κανείς
πέταξε τότε
έφυγε μακρυά
γύρισε προς εμένα
σαν σβούρα, σαν θηλιά
σχίστηκε σε λωρίδες λάμψης
κλέφτηκε, πήγε στον ήλιο
πλεύρισε το βουνό
πλεύρισε το βουνό
οξύτητα δική μου αποκομμένη
ξέχασα, κοιμήθηκα, ονειρεύτηκα
ξέχασα, κοιμήθηκα, ονειρεύτηκα
λίμνες γλώσσας
μεγάλωσε τότε
έβγαλε πανί και ταξίδεψε
ασπίδα μιλητή
ξετυλιγμένο ειλητάριο
ένα πράγμα κυκλικό, γραμμωμένο
κύλησε, στάθηκε, σάρωσε
μέσα άνθισε, έξω απλώθηκε
ευφυές περιπλανήθηκε
ένα θαυμάσιο πράγμα
κλάμα
– μτφρ. από τα αγγλικά: Χρήστος Σακελλαρίδης
ΧΡΥΣΟΣ
Δυο σπάγγοι δεμένοι στον ήλιο
Δυο σπάγγοι δεμένοι στον ήλιο
το σκοινί με τα σεντόνια
κυματίζει —
φανερώνει
μια μικρογραφία πρόχειρη·
σα να ήταν όλα κίτρινα το
φεγγάρι τρία τέταρτα ερωτοτροπεί
με το νερό που ξυπνά
την αυγή —
σύννεφα
πλασματικά σβήνουν – ναι,
τα σύννεφα τα φύσηξε ο αέρας
ώς την διαφάνεια ή την απουσία.
ώς την διαφάνεια ή την απουσία.
Σα να ήταν όλα κίτρινος κατακλυσμός,
το μονοπάτι σα λιβάδι κέλυφος
χελώνας ή κηρήθρα – το άσπρο
χρυσό – όπως διπλώνει η άμμος μες στην εσοχή
των ρόδινων βράχων το σούρουπο – πες
πως ο ηλεκτρικός μετατροπέας γελούσε
το πρωί σαν τζιτζίκι – πες
πως η αρμύρα ήτανε στόλος ελευθερίας
που σ' αυτά τα νησιά πολεμούσε
να κρατήσει τη θάλασσα.
– μτφρ. από τα αγγλικά: Χρήστος Σακελλαρίδης
~
ΜΝΗΜΕΙΟ ΘΥΜΑΤΩΝ ΣΕΙΣΜΟΥ
ΜΝΗΜΕΙΟ ΘΥΜΑΤΩΝ ΣΕΙΣΜΟΥ
Η σημαία
φοβάται τον άνεμο
ώς και το κάγκελο
τρίζει
η πόρτα σφυρίζει
της εκκλησίας
Με το ρεύμα
μεταφέρεται
μια μέδουσα σκόνη
από τ' αεροπλάνο
τρέμει ο στύλος
ο σταυρός
Το μεσημέρι
εδώ πάνω
φαίνεται – αυτός
δεν είν' αέρας
μα ζεστή
αόρατη θάλασσα
ΓΕΡΤΟ
Εσένα σημαδεύει το μισοφέγγαρο
διαγώνιο χαμόγελο
απέναντι στον λόφο
βέλος φώτα του δρόμου
δεξιά το δρεπάνι
του φάρου μοιρογνωμόνιο
όπως γυρνάει και πιάνει
έτσι σε στρίβει
μέσα
έξω
ΔΥΟ ΚΟΡΑΚΕΣ
Δεν είναι τόσο
πως χορεύανε στον άνεμο
σα φοίνικες
μα πιο πολύ
πως ο ένας χωρίς τον άλλον
ποτέ δε φεύγανε