Τι ποίηση διαβάζαμε στα '80’s – τι ποίηση διαβάζουμε απ’ τα '80’s
Το «Με τα λόγια (γίνεται)» προσεκλήθη
από την Μαρία Τοπάλη, επιμελήτρια του άυλου περιπτέρου της Γλώσσας της έκθεσης
“GR80’s – Η Ελλάδατου Ογδόνα στην Τεχνόπολη”, να διοργανώσει μιαν εκδήλωση σχετική με την ποίηση,
η οποία και πραγματοποιήθηκε στον χώρο «Innovathens» της Τεχνόπολης του Δήμου Αθηναίων, την Κυριακή,
5 Μαρτίου 2017. Συμμετείχαν ο Ορφέας Απέργης, ο Παναγιώτης Ιωαννίδης και η
Δήμητρα Κωτούλα. Την συζήτηση συντόνισε η Μαρία Τοπάλη.
Ποιο ήταν το σκεπτικό της εκδήλωσης; Πρώτα
και κύρια (για να θυμηθούμε μιαν έκφραση των ’80’s), και οι τρεις συμμετέχοντες γράφουν
ποιήματα. Δευτερευόντως, διένυσαν μικρό ή μεγάλο μέρος της εφηβείας μας την
δεκαετία εκείνη – διαβάζοντας, φυσικά, και
ποίηση. Έτσι, όσα είπαν –και, σε επεξεργασμένη μορφή, δημοσιεύονται εδώ– ήσαν αφενός
βιωματικά, αφετέρου αφορούν την τέχνη που οι ίδιοι προσπαθούν να υπηρετούν. Χωρίζονται
δε σε δύο σκέλη:
Αρχικώς μιλούν για τα ποιητικά βιβλία
που διάβασαν από όσα εκδόθηκαν τότε,
ανεξαρτήτως αν τα είχαν γράψει ποιήτριες και ποιητές της ‘γενιάς του ‘80’ ή προηγούμενων∙
μιλούν, δηλαδή, για το πώς τρεις άνθρωποι που θα κατέληγαν να γράφουν ποιήματα
αργότερα –ή, πιθανώς, ήδη έγραφαν από τότε– βίωσαν το ποιητικό τοπίο εκείνης
της δεκαετίας. Μετά, αναφέρονται στο τι διαβάζουν σήμερα, από τα ποιήματα που έχουν γράψει μέχρι σήμερα, μόνον
ποιητές και ποιήτριες της ‘γενιάς του
‘80’.
Οι κανόνες που έθεσαν εις εαυτούς ήταν
οι εξής δύο:
Πρώτον, για το πρώτο σκέλος (τι διάβαζαν
τότε), να θυμηθούν αρχικώς τι τους είχε εντυπωσιάσει, και μετά να το αναζητήσουν στις βιβλιοθήκες τους. Δεύτερον, και για τα δύο σκέλη, να περιοριστούν,
δειγματοληπτικά, σε δυο-τρία ονόματα. Και εννοείται ότι, για να καταδείξουν την
αξία των ποιητριών και των ποιητών της γενιάς του ’80 που διαβάζουν και σήμερα,
θα ασχοληθούν και με ποιήματά τους γραμμένα μετά την δεκαετία αυτή.
Συνεπώς, προκύπτει πως τα τρία αυτά κείμενα
δεν είναι παρά προσωπικές ‘μικρο-ανθολογήσεις’, από τρεις ανθρώπους, ωστόσο, που
η ποίηση τούς ενδιαφέρει και πέραν της ανάγνωσής της.
Παναγιώτης Ιωαννίδης
Ορφέας Απέργης
Οι ξεχασμένοι του Παπανδρεϊσμού
Τι
μας αφήνει λογοτεχνικά η δεκαετία του 1980 μετά την αποσαφήνιση των θλιβερών
της συνεπειών δια της πανταχού παρούσας πολυεστιακής κρίσης;
Η
ποιητική παραγωγή μιας σημαδιακής για τα πολιτικά πράγματα δεκαετίας μοιραία
επισκιάζεται και οριοθετείται από το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο και μαζί,
από την πολιτική τους έκφραση κατά την κρίσιμη εκείνη δεκαετία. Πρόκειται για
τη δεκαετία της ορίτζιναλ «πρώτης φοράς Αριστερά»: ήρθε στα πολιτικά πράγματα η
«άλλη πλευρά», η ηττημένη του Εμφυλίου και του μετεμφυλιακού αστικού κράτους.
Τίποτα δεν εξέφρασε καλύτερα τη διάθεση για ρήξη με το παλαιό καθεστώς από το
κεντρικό σύνθημα του σαρωτικού Παπανδρεϊσμού: «Αλλαγή». Η Αριστερά ήρθε στην
εξουσία ως προσωποπαγής, τριτοκοσμική καρικατούρα του ήδη αναπτυγμένου στη Δύση
«ευρωκομμουνισμού». Ο ιστορικός συμβιβασμός που γρήγορα επήλθε –με τη βίαια
πολιτική «αστικοποίηση» και την απόρριψη του αρχικού ριζοσπαστισμού από το
κυβερνητικό πλέον ΠαΣοΚ– συνδυάστηκε με τη λατρεία του ηγέτη, όπως μόνο μια υπό
ανάπτυξη χώρα, με μεγάλο θεσμικό έλλειμμα, μπορούσε να την αποδεχτεί και να την
καλλιεργήσει. Η ιδεολογική-θεωρητική και πολιτική-πρακτική αποτυχία του ΠαΣοΚ
έγινε σταδιακά ορατή και δημιούργησε τραύμα που ποτέ δεν επουλώθηκε στο
συλλογικό θυμοειδές και λογιστικόν. Η επανεκλογή Παπανδρέου το 1993 αποτέλεσε
μια προσπάθεια να απωθηθεί το τραύμα, ήταν άρνηση της πασιφανούς πτώχευσης του
αρχικού ριζοσπαστικού ενθουσιασμού· η Αλλαγή είχε πάει περίπατο, αλλά οι
ψηφοφόροι της δεν ήταν έτοιμοι να αποδεχτούν συλλογικά το λάθος και τη διάψευσή
τους.
Όμως
το τραύμα υπήρξε· τότε άνοιξε η πληγή, όταν ο λαϊκός Ανδρέας αποδεικνυόταν
καθημερινά ασυνεπής αν όχι και φαύλος, κατά τη δεκαετία του ’80, καλύπτοντας
την ανεπάρκειά του δια του συλλογικού (νόμιμου ή παράνομου, δεν έχει τόση
σημασία) χρηματισμού μιας ολόκληρης, συγκατανεύουσας κοινωνίας.
Η
επιστροφή στην εστία του τραύματος, η ψυχαναλυτική «επανεπίσκεψη» ασκεί
ιδιαίτερη ψυχολογική σαγήνη, όπως δείχνει η πραγματοποίηση της έκθεσης αυτής
για τα 80s και η σχετική κοσμοσυρροή. Δύσκολο να φανταστεί κανείς
αντίστοιχη σαγήνη για μια έκθεση περί της «εποχής Σημίτη». Ο Παπανδρεϊσμός μάς
εξέφρασε, μας καθόρισε και εν τέλει μας έριξε στο χαντάκι ή, αν προτιμάτε, στο
ντιβάνι.
Ενώ
συνέβαιναν όλα αυτά, κάποιες και κάποιοι έγραφαν ποιήματα·
αυτή
είναι η πιο ακριβής διατύπωση που μπορώ να σκεφτώ για την ποίηση των 80s, τίποτα άλλο.
Αποτραβηγμένοι από τη λαίλαπα του παπανδρεϊσμού (με πεζό «π» πλέον, αφού
επικράτησε ως γενικό κοινωνικό φαινόμενο), αλλά μετερχόμενοι ενίοτε τα εκδοτικά
και άλλα μέσα που αυτός επιδαψίλευε, οι ποιητές συνέχισαν να λειτουργούν «εκ
παραλλήλου», χωρίς διάθεση για ρήξη, για σαρκαστική υπονόμευση αυτού που
συνέβαινε, για αντίσταση. Μα, μπορούσε ποτέ να είναι αυτός ο ρόλος της ποίησης;
Ναι· σε άλλες εποχές και από άλλους ποιητές υπήρξε και αυτός ο ρόλος της ποιήσεως – αρκεί να ανακαλέσουμε το
σαρκαστικό τόνο του Σεφέρη στα Ημερολόγια
Καταστρώματος Β΄ και Γ΄ (τις
καλύτερές του συλλογές) και τον εξ ίσου επικριτικό, σχεδόν επιθετικό, Αναγνωστάκη
(του Στόχου) από την επόμενη γενιά.
Αυτοί οι δύο μπορούν νομίζω να συνοψίσουν τις δυο μεγάλες γενιές του 20ου
αιώνα, μετά τον Πρώτο Πόλεμο. Ο Σεφέρης είναι η φιλελεύθερη, κοσμοπολίτικη-δυτική,
μοντερνιστική γενιά (σε αυτή τη γενιά ο Ρίτσος είναι η παραφωνία). Ο Αναγνωστάκης είναι η αριστερή, αντιδυτική,
κοινωνιστική, οιονεί στρατευμένη γενιά. Ο Σεφέρης είναι παιδί του Βενιζελισμού,
ο Αναγνωστάκης παιδί του ΕΑΜ και του ανερχόμενου αριστερού κινήματος.
Σχηματικά-χρονολογικά, Σεφέρης: 1918-1945 – Αναγνωστάκης 1945-1974 (τα ακριβή
«όρια» σηκώνουν προφανώς πολλή κουβέντα).
Και
μετά τη Μεταπολίτευση, τι; Ποιες και ποιοι ποιητές εκφράζουν το πνεύμα των
νεότερων καιρών μας; Συγκεντρωτικά και πειστικά και από θέση πνευματικής
ισχύος, κανείς! Μετά το 1974, ουσιαστικά δηλαδή μετά το 1981, κάποιες και
κάποιοι απλώς έγραφαν ποιήματα. Κανείς δε διεκδίκησε ρόλο εκφραστή (πόσω μάλλον
διαμορφωτή) του πνεύματος των καιρών. Μετά τη Μεταπολίτευση, έχουμε την
ποιητική Γενιά των Αποτραβηγμένων, τη Γενιά των Ξεχασμένων. Οι ποιητές αυτοί
όλοι είναι ήδη μέσα στο χαντάκι όπου περιμένουνε υπομονετικά να έρθει να τους
συναντήσει η σταδιακά εκτραχηλιζόμενη κοινωνία. Δεν διεκδικούν «ρόλο», παρά
μόνο ίσως κάποιες «θέσεις». Κανείς δε σηκώνεται να πει για την Αυριανή και τον
Κουτσόγιωργα και τον Κατσιφάρα και εν τέλει τον ίδιο τον Ανδρέα. Κανείς;
Όχι
ακριβώς! Ποιητικό ταλέντο υπάρχει και σε αυτή την τελευταία γενιά του αιώνα,
όχι τόσο μπόλικο όσο στις δύο προηγούμενες, αλλά αρκετό για καλή ποίηση. Οι
ποιητές αποτραβιούνται όχι από έλλειψης δεξιοτήτων, αλλά από άποψη, σχεδόν
προγραμματικά.
Βέβαια,
η μόνωσή τους αυτή, η ζωή τους στο μονήρες «χαντάκι», χαντακώνει τελικά και το
ίδιο τους το ποιητικό έργο. Σα να βράζουνε στο ζουμί τους – αισθάνομαι ότι
παράγουν εν τέλει λιγότερο και χειρότερο υλικό απ’ ότι αν βγαίνανε (ποιητικά) στον
κόσμο για σεργιάνι.
Οπότε,
ξαναρωτάω, κανείς δε βρέθηκε να τραγουδήσει τη γενιά και να μπλεχτεί μες στα
μαλλιά της κοινωνίας, όπως ο Σεφέρης και ο Αναγνωστάκης παλιότερα; Και όμως,
βρέθηκε!
Ένας
καθόλου αποτραβηγμένος που έκανε ρεσάλτο και κατέλαβε ντε φάκτο τον αυστηρά
περιχαρακωμένο και φυλασσόμενο χώρο της ποιήσεως. Ένας που βρέθηκε, και
τραγούδησε. Ήταν ο Διονύσης Σαββόπουλος και αυτός είναι που μένει ως ποιητής
από τα 80s.
Δεν
είναι ποιήματα τα λόγια των
τραγουδιών του. Είναι ποιήματα τα τραγούδια του, δηλαδή το σαββοπουλικό ποίημα
προκύπτει όταν η μουσική παντρεύεται με τα λόγια. Σκέτα τα λόγια του δεν
υπάρχουν, αφού πάντα τα ακούμε μαζί με τη μουσική τους. Και αυτά, τα «ολόκληρα
τραγούδια», είναι, σαν Gesamtkunstwerk
(ολόκληρο/ολικό έργο τέχνης), τα ποιήματα της Γενιάς των Αποτραβηγμένων. Δηλαδή
ο μείζων εκπρόσωπος των Αποτραβηγμένων είναι ο ένας που μπλέχτηκε με την
κοινωνία και τους αντικατέστησε επάξια. Τολμώ να πω ότι αυτή η «αντικατάσταση»
(«υποκατάσταση»;) συνεχίζει να περιγράφει τη βασική κατάσταση των ποιητικών
πραγμάτων – σαββοπουλικές φωνές, έστω και πιο αδύναμες, συνεχίζουν να
αντικαθιστούν τους αποτραβηγμένους «ποιητές» ακόμα και τώρα που μιλάμε. Καλό
παράδειγμα ο Φοίβος Δεληβοριάς.
Ο
μουσικός ποιητής Σαββόπουλος (γεννημένος 20 χρόνια μετά τον Αναγνωστάκη και 44
μετά το Σεφέρη, σα να λέμε παππούς-πατέρας-γιος) εκφράζει, έστω και δια της
«πειράτευσης» (αφού πειρατικά κατέλαβε τον ποιητικό χώρο), την τελευταία γενιά
του αιώνα, τη μεταπολιτευτική γενιά. Και μάλιστα, μπορεί κανείς να ισχυριστεί
(αν αυτό δεν παραείναι σχηματικά κομψό) ότι συναιρεί τα ασυναίρετα, δηλαδή
συνδυάζει Σεφέρη και Αναγνωστάκη, σα να λέμε θέση-αντίθεση-σύνθεση. Ως
«συνθέτης» ο Σαββόπουλος φέρει μέσα στα τραγούδια του τον αριστερόστροφο
κοινωνισμό (μερικοί θα το πουν «ευαισθησία») του Αναγνωστάκη και, μαζί, τον
«δεξιόστροφο», ελληνοκεντρικό, εθνικόφρονα φιλελευθερισμό του Σεφέρη. Το ίδιο
και στη μέθοδό του: κρυπτικές αναφορές και δάνεια ως ένδειξη (σεφερικού)
πνευματικού ελιτισμού και, μαζί, ευθείες, «λαϊκές» διατυπώσεις ενός
(αναγνωστάκειου) αντι-ελιτισμού.
Δυο
σαββοπουλικοί δίσκοι περικλείουν τη δεκαετία του ’80, χρονικά αλλά και
νοηματικά – άρα, συνδυάζοντας χρόνο και νόημα, και συμβολικά: Τα Τραπεζάκια
έξω (Απρίλιος 1983) και, στην άλλη άκρη της δεκαετίας, Το κούρεμα (Μάιος 1989). Στα Τραπεζάκια,
το λέει και η εικόνα του τίτλου, ο τόνος είναι (κατά τόπους έστω) πιο φωτεινός,
όπως αρχετυπικά εκφράζεται από τους χορούς που (θε) να κρατήσουν, όπως θέλει ο
εθνικός μας Διονύσιος (ο Β΄, μετά από εκείνον του 19ου!),
χαιρετίζοντας την Εθνική Ελλάδος. Στο τέλος της δεκαετίας (σοβούν τα
«Κοσκωτικά», μην το ξεχνάμε), ο τόνος βαραίνει και σκοτεινιάζει και σαρκάζει
(Μην περιμένετε αστειάκια, Η αποτυχία της Αριστεράς, Κωλοέλληνες).
Από
αυτούς τους δυο δίσκους διαβάζω δυο τραγουδοποιήματα που μένουν, αισθάνομαι,
από τα 80s. Πρώτα, το
«Τσάμικο» από τα Τραπεζάκια: Τόσος κόσμος πλάι του πέρασε / και τον
προσπέρασε / τι να ζητάει; / επαρχιώτης στην Ομόνοια / μες στο ψιλόβροχο / αρχές
του Μάη. // Ψυχές πολύβουες / κι ούτ’ ένα πρόσωπο / –τι καρτεράει; / κλαρίνα
παίζουν / κόσμος γλεντάει / τι ώρα πάει, τι ώρα πάει; // Ξένος ως και στη χαρά
του / μεσονύχτι του Σαββάτου / τραγουδάκια μου κατάμονα / αν σας αντάμωνα / θα
έπεφτα κάτου. / Στον ρυθμό σας ονειρεύομαι / και ξενιτεύομαι / στα βήματά του /
κάπου εδώ έχω γνωστούς / αλλά τέτοια ώρα μη βαρύνω τους. // Ζήτω η Ελλάδα / και
κάθε τι μοναχικό στον κόσμο αυτό [σ.σ. εδώ είναι η καρδιά του ποιήματος, σε
μια διατύπωση αντίστοιχη της σολωμικής «Chiudi nella tua anima la Grecia (o altra cosa); ti sentirai fremer per entro ogni genere di grandezza, e sarai felice» δηλαδή, «Κλείσε μέσα
στην ψυχή σου την Ελλάδα (ή ό,τι άλλο) και θα αισθανθείς μέσα σου να λαχταρίζει
κάθε είδος μεγαλείου και θα ευτυχείς», όπως μου επεσήμανε ο φίλος δοκιμιογράφος
Δημήτρης Καράμπελας – και συνεχίζει ο Σαββόπουλoς:] /
Ελασσόνα, Λειβαδιά, Μελβούρνη, / Μόναχο, / Αλαμάνα και Γραβιά / […] / η Ελλάδα
που αντιστέκεται / η Ελλάδα που επιμένει / κι όποιος δεν καταλαβαίνει / δεν
ξέρει πού πατά / και πού πηγαίνει. // Καλωσόρισες πουλί μου / μοναξιά ελληνική μου / απ’ αγάπη φεύγεις
έρχεσαι / πηγαινοέρχεσαι / σαν την πνοή μου. // Κι απ’ την έρμη την απόσταση / παίρνει
υπόσταση / κάθε γιορτή μου / απ’ τους δυο μας ποταμούς / θα γευτεί μια νύχτα η
έρημος καρπούς.
Δεύτερο
κρατώ, από το απομυθοποιητικό Κούρεμα,
«Το μητσοτάκ», υπόδειγμα λυρικής λεκτικής τόλμης: […] μα μέσα στη βρωμούπολη σε ζώνουν οι αυταπάτες / και να οι επαναστάτες /
γύφτοι ανεβασμένοι / σκαρφαλωμένοι / μες στο γκιουβέτσι σου πεσμένοι / κι αυτοί
που τους ανέχονται βαριά κομμουνισμένοι / κομπλεξικοί δήθεν γελασμένοι / ξανά
αποτυχημένοι. […] / Τον κάθε τεχνικό της εξουσίας τον χρήστη / εγώ τον
αντιμετωπίζω δίχως πίστη. / Άλλον μαραγκό, άλλον φαναρτζή, άλλον συνθέτη / τώρα
και ηγέτη. / Το νόμισμα είναι πάντως τόσο ξεπεσμένο / διαλέγω ό,τι μπορώ / που
να ’ναι και φθηνό / που να ’ναι κι αγαθό / προπάντων ικανό να βγάλει από τη
μέση / το κνώδαλο αυτό / τον παπατζή / αντί αντι- / πολιτική / αντιπολιτική τ’
όνομά μου / κι ο δρόμος μου γραμμή / όλο ζικ-ζακ / το μητσοτάκ.
Επισκεπτόμενοι
εκ νέου το τραύμα των 80s
και ξαναζώντας το, τώρα, με πολλούς τρόπους, «Το μητσοτάκ» ακούγεται πολύ
φρέσκο – όχι μόνο γιατί ξαναείναι στα πράγματα ένας Μητσοτάκης!
Την
ίδια στιγμή, αντιδράει στο κλίμα της «ποίησης των Αποτραβηγμένων» και ο
εξηντάρης πια Αναγνωστάκης, με το δοκίμιο του περί του ποιητού Μανούσου Φάσση (Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης: Η ζωή και το έργο
του, 1987), προσώπου φανταστικού, που επιτρέπει στον Αναγνωστάκη μια
κυριολεκτικά άνευ προηγουμένου παρωδιακή σάτιρα του δοκιμιακού αλλά και του
ποιητικού λόγου, μια σάτιρα που «σαν πέτρα […] περιμέναμε τόσον καιρό [κι] έπεσε
επιτέλους στο λογοτεχνικό μας τέλμα», όπως λέει για το Φάσση (πλαστή)
βιβλιοκρισία από την Αυγή, που
επισυνάπτεται στο δοκίμιο ως επίμετρο. Τα ποιήματα που αποθησαυρίζει ο
Αναγνωστάκης (δήθεν του Φάσση) ανοίγουν ίσως το δρόμο και για τη λεκτική τόλμη
του (μετά δύο έτη) σαββοπουλικού Κουρέματος
(1989). Ιδού ένα λαμπρά δεξιοτεχνικό ποίημα περί της Αριστεράς:
Η Μπαλάντα της Ασπασίας (Σεμνής Κόρης του
Ρ.Φ.)
Αντίκρισα μια Ρήγισσα / κι από τον πόθο
ρίγησα. / Απάνω σε μια σκαλωσιά / την είδα και κοκάλωσα. // Έγραφε συνθήματα / το
«Επέσατε θύματα» / κι άλλα αντιφασιστικά. / Και τότε προφασίστηκα // πως θέλω
το πινέλον της / να πάω κι εγώ εθελοντής / να γράψουμε κοντά-κοντά. / Με σέρνει
εκόντα-άκοντα. // Ύστερα κατεβήκαμε / και πήγαμε ως το ΙΚΑ με / τα πόδια και τα
είπαμε / για την ΕΔΑ και το ΠΑΜΕ. // Μα γω της λέω: Ω, Άσπα, συ / μίλα μου για
τη διάσπαση / μίλα μου για το Κόμμα μας / μα μην το μάθει η μαμά σ’. // Πολιτική
και λίγο σεξ / μας διαχωρίζουν απ’ το ΕΞ. / (Όχι μόνο ολοκαύτωμα / χρειάζεται
κι απαύτωμα). // Μετά πήγαμε ίσαμε / το πάρκο και χωρίσαμε / γιατί είχε
διασχολικό / κι ήτανε λίγο σόλοικο // να μας εβλέπανε μαζί / (γιατί είν’ η
κοινωνία χαζή /κι έχει κατάλοιπα Ναζί). / Δίκιο έχει ο Ρίτσος κι ο Ναζίμ / σ’
αυτή τη ζήση την πεζή / να ζει κανείς ή να μη ζει (μ);
Και
ο Μανούσος Φάσσης, δια χειρός Αναγνωστάκη, μένει από τη δεκαετία του ’80, σαν
ποίηση ζωτική, που μπλέκει τα είδη (δοκίμιο, ποίηση, κριτική) και συναιρεί το
υψηλό με το φαινομενικά ρηχό, υπονομεύοντας έτσι, και παίζοντας – μένει αυτός,
ο ύστερος Αναγνωστάκης σαν καλή απόπειρα ελληνικού μεταμοντερνισμού.
Τον
Σαββόπουλο, ποιητή αντί των ποιητών, τον γνώρισα τότε, στα 80s. Ήμουνα μικρό παιδί στις μαζώξεις των
γονιών μου στο Χαλάνδρι, υπήρχε αύρα αριστερής διανόησης, αισιοδοξία και
ζωτικότητα και προπαντός πολύς σαββοπουλικός οίστρος – άκουγαν και χόρευαν οι
φίλοι και γονείς τα καλαματιανά και τα τσάμικα του Σαββόπουλου, τραγουδούσαν
και τα παλιότερά του, Φορτηγό, Ρεζέρβα, και πάει λέγοντας.
Αυτά
είχα για ποίηση από πρώτο χέρι κι άκουσμα – τα άλλα, στα αναγνωστικά του
Γυμνασίου, σπάνια με κεντρίζανε, σαν να τους έλειπε το κεντρί, ή ίσως έλειπε
απ’ τους φιλολόγους που μας τα προξενεύανε. Οπότε το Φάσση τον γνώρισα πολύ
αργότερα, σαν γραμματιζούμενος πια, που έφτιαχνα σιγά-σιγά μια εικόνα σαν παζλ,
κομμάτι-κομμάτι, όλων αυτών που θα μπορούσα τότε να είχα γνωρίσει.
Σε
αυτά τα πιο εκούσια, τα μη βιωμένα, διαβάσματα ανήκε και ο μεταθανάτιος
Εμπειρίκος της Οκτάνας (1980). Είχα
στο πανεπιστήμιο έναν συμφοιτητή, αρκετά μεγαλύτερο, που τον θυμόταν και μας
τον έλεγε σχεδόν απ’ έξω, κι εμένα μου άρεσαν ιδιαίτερα και ειδικά «Οι ευκάλυπτοι»
όταν «θροΐζουν στις αλλέες», το μείζον πεζοποίημα του Εμπειρίκου για τον
Καρυωτάκη. Και η Οκτάνα μένει,
νομίζω, από τα 80s, γιατί
συναιρεί τα γλωσσικά είδη, υπερβαίνει το γλωσσικό ζήτημα κατά το γνωστό τρόπο
του Εμπειρίκου, και με τον τρόπο αυτό καταφέρνει να ζήσει σαν ποίηση και του λαού, σαν τραγούδι που αφορά και δεν απλώς περιγράφει κάποια
καποιανού τα σώψυχα. Αυτή η ποίηση που είναι ζησμένη (“lived”, αν το αγγλικό ακούγεται πιο
γλυκά), αυτή ήταν που κάτι μου έλεγε και μου ασκούσε μια καθόλου παπανδρεϊκή
σαγήνη, σαν αλήθεια που αντιμάχεται το γενικόν ψεύδος μιας κοινότητας και μιας
κοινωνίας που ψευδίζει από την υπερ-βολική ευφράδεια.
Σε όλους τους τέτοιους καφενέδες –Πρεβέζης,
Αθηνών, Πατρών– πάντα η ψυχή του θα πλανάται, όπως και εις τα στυγνά γραφεία
τόσων νομαρχιών και υπουργείων, όπου […] σε όλον του τον βίον, τις μέρες του εν
μέσω τρομεράς ανίας μετρούσε σαν κομπολόι βαρετό, αυτός που έσφυζε εν τούτοις
–ω, ειρωνεία– από θεσπέσια οράματα, για πράγματα που ο κόσμος ο πολύς, ο κόσμος
ο κοντόφθαλμος ή και ο χυδαίος, χίμαιρες ή ουτοπίες τα ονομάζει. Διότι, αναμφιβόλως,
[…] επάλλετο από τοιαύτα οράματα και αν έλεγε ο ίδιος ότι ιδανικά δεν είχε
–είχε,… και, λίγο μετά, τις πιστολιές
εκείνες, που τις καρδιές τρυπούν και τις φωνές σωπαίνουν, πάντα να τις
ενθυμήσθε, ό,τι κι αν λεν, ό,τι κι αν γράφουν οι εφημερίδες που τόσα και τόσα
λεν – ως παραδείγματος χάριν: ‘Υπό συνθήκας αυτόχρημα δραματικάς, ο Κ.Κ.
δημόσιος υπάλληλος εξ Αθηνών, μετατεθείς εις Πρέβεζαν εσχάτως, έθεσε τέρμα εις
την ζωήν του… Στο Λύκειον των Ελληνίδων εδόθη χθες μέγας χορός· αι νεάνιδες του
Λυκείου, φέρουσαι εθνικάς ενδυμασίας, εξετέλεσαν Ελληνικούς χορούς· το φόρεμα
της κυρίας Μ… από οργκαντί με ντεκολτέ πολύ μεγάλο ήτο απεριγράπτου ωραιότητος….
Οι εφημερίδες του Εμπειρίκου ενώ πάλευε με τα μη εφήμερα μού δίνανε έναν
σαββοπουλικό τόνο επικαιρικό, που όμως βγαίνει απ’ τον καιρό και καταγράφει το
χρόνο. Λίγο απείχε ο επαρχιώτης του σαββοπουλικού Τσάμικου από τον εκ Πρεβέζης
δημοσιογράφο και τη «χαζή κοινωνία» της Ρήγισσας Άσπας του Αναγνωστάκη.
Ο
Εμπειρίκος των Ευκαλύπτων ήταν από τη δεκαετία του ’60, εκδρομέας του ’60 που
είχε ξεβραστεί στα 80s
και συνέχιζε να ψάχνει σε πείσμα της νέας αλλά ήδη πολύ πολύ παλιάς τάξης των
παπανδρεϊκών πραγμάτων. Όλοι μαζί –Σαββόπουλος, Αναγνωστάκης, Εμπειρίκος–
εκφράζανε πίστη σε πείσμα του καιρού, αλλά και δια του καιρού αυτού· όχι
αναχωρητισμό αλλά κατάδυση στο (αποπνικτικό) τώρα και πνοή μέσα απ’ την
ασφυξία.
Αυτός
δεν ήταν ένας εξ αρχής (και κατ’ αρχήν) αποτραβηγμένος τρόπος. Ήτανε ζωή
ζησμένη και μετά ξαναδουλεμένη σε τέχνη, σαν νερά που αποτραβιούνται αφού
ήρθανε ν’ απλωθούν στα πράγματα της άμμου (και στην άμμο των πραγμάτων). Ήταν
ένας τρόπος που με συγκινούσε.
Αλλά
και στους αποτραβηγμένους υπήρχε ζωή, και γινότανε ποιήματα. Στην καρδιά αυτού
του «μονωμένου» τρόπου, στο βάθος του
χαντακιού δίπλα από την «εθνική οδό» των γεγονότων, κειτόταν ένας ποιητής που
τότε άρχισε, στα κρυφά σχεδόν, να εμφανίζεται, μοιράζοντας σαν άλλος Καβάφης τα
ιδιωτικά τυπωμένα φυλλάδιά του (και αυτόν πολύ αργότερα τον μυρίστηκα!). Ήταν ο
Νίκος Παναγιωτόπουλος, και τα εκτός εμπορίου φυλλάδια υπό τον αρχικό γενικό
τίτλο «Τα Κεφάλαια» άρχισαν να κυκλοφορούν ανάμεσα σε φίλους το 1988 («Τα Εφτά
Πρώτα Κεφάλαια», έκδοση εκτός εμπορίου του περιοδικού Εκηβόλος). Προάγγελος του σχοινοτενούς αυτού έργου [«εκτεταμένο σαν
σχοίνο (αλλά και σαν τα σχίνα με ιώτα στις πλαγιές)» το λέει ο ίδιος] ήταν «Το Σπάργανο»,
πιο πρώιμο ποίημα του Παναγιωτόπουλου, αυτοτελώς δημοσιευμένο στον Εκηβόλο σε δύο μέρη, ως εξής: Μέρος Α΄
στο τεύχος 5 (φθινόπωρο 1980), Μέρος Β΄ στο τεύχος 8-9 (καλοκαίρι-φθινόπωρο
1981).
Ο
Παναγιωτόπουλος ξεχωρίζει ανάμεσα στους πρωτοφανερωμένους της δεκαετίας του
’80. Είναι αποτραβηγμένος και αυτός αλλά με εντελώς προγραμματικό τρόπο. Δηλαδή
δεν απομονώνεται «περί άλλων [ναρκισσιστικών ή εγωπαθών] τυρβάζοντας», δεν
γράφει ακκιζόμενος κι επιτηδευόμενος με οξεία μεταμοντερνιστική ή ύστερη κι
αμβλεία μοντερνιστική εκζήτηση, δεν εκμυστηρεύεται (ανυπόφορους) λυρισμούς!
Αντίθετα, απομονώνεται σχολαστικά και με πρόγραμμα, δε δημοσιεύει ή μάλλον δε
δημοσιοποιεί και χτίζει λίγο-λίγο ένα αντι-παράδειγμα, έναν αντικατοπτρισμό του
σαββοπουλικού κι αναγνωστάκειου «δημόσιου τρόπου» που αντικαθιστούσε τους
αποτραβηγμένους ποιητές.
Ήταν
σα να έλεγε ο Παναγιωτόπουλος, «ιδού εγώ, υπερασπίζομαι το έδαφος και το χώμα μιας
ποίησης που δεν χρειάζεται, αλλά που παραμένει, αφού εκφράζει το έμμονον, το
εμμανές, το ενυπάρχον εντός της συνείδησης της γλώσσας και της φυλής και της
(κάθε) γενιάς». Ο Παναγιωτόπουλος, συνομήλικος σχεδόν του Σαββόπουλου, έχτιζε
στα κρυφά ένα δεσπόζον αντι-σαββοπουλικό παράδειγμα. Αν ο Σαββόπουλος
συναιρούσε Αναγνωστάκη και Σεφέρη, αντικαθιστώντας τους ποιητές, ο
Παναγιωτόπουλος τους αναιρούσε, αποκαθιστώντας όμως τους ποιητές, μέσω της
ψευδο-μοντερνιστικής (ψευδο-μυθικής) μεθόδου του, που αμφισβητούσε κι υπονόμευε
τη σχεδόν αφελή πίστη του Σεφέρη αλλά και τις ευκολίες των λαϊκών πολιτικών
διατυπώσεων του Αναγνωστάκη. «Τα Κεφάλαια» γίνανε βιβλίο το 2006 πια, από την Ίνδικτο,
υπό τον τίτλο Σύσσημον, όπου «σύσσημον»
το (βιβλικό) μυστικό σημάδι, το φιλί του Ιούδα που προδίδει.
Καθώς
η γενιά βυθιζόταν στην παρακμή, ο Παναγιωτόπουλος έγραφε (στο μικρό σημείωμα με
το οποίο άνοιγε το Φυλλάδιο του 1989) για την «επιθυμία [του] να φτιάξ[ει] ένα
έπος της παρακμής». Δεν επρόκειτο για «έπος ιδιωτικό», αλλά για έπος
«αποτραβηγμένο», με απεύθυνση όμως προς το σινάφι και την βοούσα και ‘σοβούσα’
κοινωνία. Ο θάνατος ενός από το σινάφι της τέχνης, που περιγράφεται στο αρκτικό
«Μνημόσυνο» γίνεται «αρχή πολλών πραγμάτων», όπου τα πράγματα αυτά δεν είναι
παρά σαρκωμένες έννοιες που έτσι, μέσα στην ύλη και τη μαστορική της, πεθαίνουν
–σε μια πνευματική περιπέτεια, έναν πλόα ίσως θα έλεγε ο Παναγιωτόπουλος, προς
την τελική Πανθάλασσα και την Περιοχή Χίλια Ναυάγια. Πεθαίνουν οι έννοιες άλλα
η ύλη τους μένει· αυτή είναι η τραγωδία του Συμβολικού που πασχίζει να
Πραγματοποιηθεί –κι αν κάποτε σαρκώνεται ο λόγος, είναι για ν’ αποθάνει.
Περιγράφει
ο Παναγιωτόπουλος: «[Το Σύσσημον] είναι με πλήθος παραθέματα κεντημένο από
διαφορετικά είδη λογιοσύνης· στην ουσία ίσως δεν είναι παρά ένα εστοιχειωμένο
αρχείο, αποτροπαϊκό-φυλαχτικό [σ.σ. να η απεύθυνση που λέγαμε], που μιλάει για έσχατα και όχι γι’ απαρχές».
Ιδού, λοιπόν, κάποια σπασμένα μέλη του Σύσσημου:
Συνταγματικός κυβερνήτης αυτού του έργου
είναι το αποτράβηγμα. / Φεύγει υποχωρεί όπως ο ουρανός για να ενισχύσει το
χαρακτήρα του. (Κεφάλαιο 34, μέρος 5)
Αληθινοί οιωνοί τώρα είναι τα πράγματα.
(Κεφάλαιο 34, μέρος 7)
Βουή: η έρημος της ύπαρξής μου έχει βουή – /
(όποιος γεννιέται μερακλής δεν ξέρει τι να κάνει/με ποταμό θ’ αγκαλιαστώ) – / Κοίταζα
το ποτάμι της σιωπής/πώς κύλαγε μέσα από τα ερείπια του έργου μου – / Καθώς
η ανθρώπινη ψυχή δε στέκεται με σεβασμό/παρά μπροστά στα ερείπια και στα fragmenta/γιατί έτσι ίσως
λειτουργεί / ίσως κάποτε έτσι έρθει και
σταθεί μια ψυχή ανθρώπινη / μέσα στους ερειπιώνες του δικού μου έργου και
αφουγκραστεί / «ήταν τεχνίτης έμεινε αβοήθητος» / «σπάσαν τη στέγη του ονόματός
του/και σαν πέτρα τον βγάλαν απ’ το δρόμο τους» / «τον ανακάλυψαν τα κλάματα / και
τού ’δωσαν γρήγορο λογισμό σε τραχύ και αυθέκαστο έργο»– / Φρύδι του όρους– / Τοπίο
με σπίτι καινοδιαθηκικής προσευχής μέσα στον αιθέρα του Δία / ή το επέκεινα της
τραγωδίας (’κλησιδάκι) – / η ανάγκη επαραμέριζεν εις τες ερημίες και
επροσεύχοντουν / η ανάγκη θα αθροιστεί στην
ομορφιά / καθότι λυτρώνει απ’ το δηλητήριο της επίνοιας / ορθοτομεί το λόγο – /
Άκουγα το πνευματικό ποταμάκι που λέει: υπάρχω όταν εξαφανίζομαι / εγώ ο ίδιος
ήμουν η κρυφή βούληση μικρού ποταμού – / Βουή: η έρημος της ύπαρξής μου είχε
βουή – (Κεφάλαιο 34, μέρος 8)
Μετά από ένα ταξίδι / στην αχανή κι
ακυβέρνητη επαρχία την ονομαζόμενη: / η ζωή κι ο θάνατος μιας τέχνης / κι
έχοντας επισκεφτεί περιοχές/που δεν είναι πια στη δικαιοδοσία της τέχνης / κι
έχοντας συνομιλήσει με πολλούς ανθρώπους / ολότελα βλαμμένους από τις
αναθυμιάσεις του εγώ / κι έχοντας ενστερνιστεί / πως από τη σκοπιά της πιο
βαθιάς παράδοσης / το να είναι κανείς ακόμα και ιδιοφυΐα δεν είναι αξιολογήσιμο
/ ένας άνθρωπος που απλά θέλει να υπάρχει / και όχι να νικήσει / κάθεται ισνάφ
με τον δαίμονα του εσωτερικού του κόσμου / (κάθεται ισνάφ) ήγουν ο δαίμονας και
του λόγου του απαρτίζουν μια συντεχνία / αυτοί οι δυο εξωμερίτες της ύπαρξης / ετούτοι
οι ερημίτες ποντικοί στα ζείδωρα υπόγεια του καιρού / είναι τα εναπομείναντα
ίχνη μιας εκφυλισμένης παράδοσης / που το ανώτερο ή «πνευματικό» μέρος έχει
χαθεί – / έχουν εγκατασταθεί σε μια παραγκίτσα / αρχιτεκτονικού ρυθμού ράκος
δικαιοσύνης / πλάι στην περιοχή «κακό θεμέλιο» μέσα στο φαράγγι της γλώσσας – /
βλέπουν τη δομή της γλώσσας που είναι η δομή του χάους / εκεί διατηρούν
αργαστήρι – / (γλώσσα υπάρχει αλλά εκείνοι έχουν κληρονομήσει την αφωνία του
θύματος) / μαζί βγάζουνε γράμματα από μια κασετίνα / και τα στεγνώνουνε με τη
στάχτη – / έχουνε αντικρίσει στη φωτιά μια ψυχική εικόνα / είναι η ίδια απ’ το
χυτήριο στον ανδριάντα κι απ’ το τσουκαλαρειό στο καμίνι / γράφεται με δυο
τρόπους: / ψέματα των ψεμάτων όλα είναι ψέματα / ή / το κακό είναι η χαραυγή
του καλού μέσα σε μαύρο σύννεφο – / ανάμεσα στους δυο τρόπους / το πνεύμα
εξαφανίζεται και ενώνεται με το πλήθος των αδελφών του – / (καταφύγιο σε
περιοχές όπου δεν ισχύει τίποτε –) (Κεφάλαιο 35, μέρος 12: με το μέρος αυτό
καταλήγει το Σύσσημον του 2006, στο
οποίο προστέθηκε κι ένα τελικό 36ο Κεφάλαιο, δημοσιευμένο από «Το
Ροδακιό» το 2015).
Αυτά
όλα μάς αφήνει η ‘κακοσημαδιά’ των 80s. Ένα αποτράβηγμα της ποίησης, που παίζει κι ομφαλοσκοπεί εν
πολλοίς μετριοκρατούμενη. Μια αντικατάστασή της (Σαββόπουλος) από έναν ο οποίος
τραγουδάει συνθέτοντας σε δημόσιο τρόπο τις δυο προηγούμενες καλές γενιές που
κάπου, με τα ύστερά τους (μεταθανάτιος Εμπειρίκος και Φάσσης του Αναγνωστάκη),
τον βοηθάνε. Και μια υπεραναπλήρωση κι αποκατάστασή της (Παναγιωτόπουλος) από
έναν που ραψωδεί αποσυνθέτοντας σε πολύ ιδιωτικό κι «ιδιόρρυθμον» τρόπο τα ήδη
αποκτηθέντα και πλέον αποκτεινόμενα από την τρίτη, την όχι καλή γενιά, του
τέλους του 20ου αιώνα.
Σχηματικά-χρονολογικά,
Σεφέρης (γ. 1900): 1918-1945
Αναγνωστάκης (γ. 1925) 1945-1974
Σαββόπουλος / Παναγιωτόπουλος (γ. 1944 / 1945) 1974-2011
[Το
1999 (Δεκέμβριο!) βγαίνει ο τελευταίος(;) δίσκος του Σαββόπουλου, Ο Χρονοποιός, και το 2011 βγαίνει το
τελευταίο (36ο) από Τα
Κεφάλαια του Παναγιωτόπουλου κι αρχίζει ουσιαστικά να νιώθεται η «κρίση»].
*
*
Δήμητρα Κωτούλα
Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’80
που άρχισα να οραματίζομαι έναν ποιητικό εαυτό, κάτι που καθορίζει σημαντικά τον
βιωματικό, σχεδόν, τρόπο που προσελάμβανα και, εν πολλοίς, προσλαμβάνω ακόμη
την ποιητική παραγωγή εκείνης της δεκαετίας. Βιωματικό, άλλωστε, είναι και το
κείμενο αυτό και σε καμία περίπτωση δεν αξιώνει κάτι περισσότερο.
Οπωσδήποτε, δεν έγραψα το δικό μου / το μόνο δικό μου / κατάδικό μου /
κατάδικο ποίημά μου, όπως τόσο εύστοχα θα πει η Κική Δημουλά («Το τελευταίο
σώμα», 1981) εκείνη τη δεκαετία. Θεωρώ, ωστόσο, ότι ποιητές της λεγόμενης
«γενιάς του ’80» έγραψαν περισσότερο ή λιγότερο αναγνωρίσιμα σήμερα «δικά τους /
κατάδικά τους / κατάδικα», για τη σφοδρή κριτική που κάποτε δέχτηκαν, ποιήματα,
διαμορφώνοντας, μάλιστα, τρόπους και ρυθμούς ζωντανούς και αναγνωρίσιμους σ’
ένα μεγάλο κομμάτι της ποιητικής ζωής και γραφής τού σήμερα.
Η δεκαετία του ’80 υπήρξε κομβικό
σημείο συνήχησης φωνών που στιγμάτισαν και στιγματίζουν με τον τρόπο τους την
ελληνική ποίηση. Ο Ελύτης, ο Βρεττάκος, ο Ρίτσος, ο Λειβαδίτης, ο Σαχτούρης, ο
Παπαδίτσας, ο Αναγνωστάκης (συνυπολογίζοντας τον Μανούσο Φάσση), ο Κακναβάτος, καθώς
και η Αγγελάκη-Ρουκ, ο Μάρκογλου, η Δημουλά, ο Μέσκος, ο Δάλλας, μεταξύ σπουδαίων
άλλων εκπροσώπων της λεγόμενης δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, δημοσιεύουν τουλάχιστον
δύο, τρία ή και περισσότερα βιβλία μέσα στη δεκαετία. Αν και με ένα μόνο
ποιητικό βιβλίο, την ίδια εποχή κάνουν αισθητή την παρουσία τους, από τους
παλαιότερους, η Βακαλό, ο Εμπειρίκος και ο Σινόπουλος. Με τη σειρά του, τότε
διαμορφώνεται και το έργο άξιων εκπροσώπων της λεγόμενης «γενιάς του ’70».
Μέσα στην καρδιά της
πραγματικότητας, μιας πραγματικότητας που, κατά γενική ομολογία, δεν ευνοούσε
παρόμοιους προβληματισμούς –και που ποτέ δεν ευνοεί, εν τέλει– με βαριά
κληρονομιά και καθ’ όλα αξιόμαχες νεότερες και περισσότερο δοκιμασμένες ποιητικές
φωνές γύρω, οι εκπρόσωποι της λεγόμενης «γενιάς του ’80», αναστοχάστηκαν πρώτα
από όλα το ρόλο του ποιητή και της ποίησης. Ομολογουμένως, ο προβληματισμός τίθεται
και εξ ορισμού απασχολεί διαχρονικά έναν ποιητή. Το έργο κορυφαίων δημιουργών στρέφεται
γύρω από αυτόν. Και ομολογώ ότι, για μένα τουλάχιστον, είναι κομβικός στα
βιβλία ποίησης που διάβαζα εκείνη τη δεκαετία και διαβάζω ακόμη.
Νίκος Καρούζος, από τον Αντισεισμικό
τάφο, 1984.
«Εκτροχιάζουμε νοήματα»
Χάρηκα κύριοι και τη χτεσινή σελήνη.
Λέω πως ήτανε μυστηριώδης ενδεχομένως
τ’ ουρανού ο κόκκυγας.
Εγκαινιάζω σήμερα την κλινική ποίηση
καθώς μου φαίνεται πως ο ήλιος
είναι ολωσδιόλου ανάλγητος όταν τρυπώνοντας πιλατεύει
μ’ αρίφνητα αστραφτερά καρφιά
τις
μεσημεριάτικες θάλασσες.
Με λίγο αίμα βραχύβιας μύγας απάνω στο βραχίονα
έκανα προ ολίγου τον τελευταίο
μου φόνο.
Θα μακρύνει ο ίσκιος μου νεκρολογώντας κυνικά θαύματα
κι αν ανέρχομαι συνεχώς, αλήθεια,
σε ορεινές εξισώσεις
την ιθύφαλλή μου μελαγχολία
συνθλίβοντας
εν τούτοις δεν αφήνω πια ρητορικά μαλλιά τώρα τα κόβω
/ τα αποπνιχτικά μου επίθετα! /
ήρθε η ώρα να αναμειχθώ στο Σύμπαν εκπληχτικά
ολομόναχος
από φαγώσιμο Λογικό και τότενες
θα χειρίζομαι το πιο φανταστικό ψαλίδι/
Ναι, βρε εχέφρονες, εσείς του νου να πούμε οι εθνικόφρονες!
Υποφέρω την πρόταση της θεότητας.
Υπάρχουν ορισμένες στιγμές στην
ποιητική διαδρομή που προηγήθηκε, που ούτε να τις αναλύσουμε, ούτε να τις
ταξινομήσουμε, ούτε, ουσιαστικά, να εμβαθύνουμε σε αυτές, μπορούμε. Το μόνο που
μας μένει είναι να τις επικαλούμαστε και να επιστρέφουμε, κάποτε, σε αυτές. Επέστρεφα,
επιστρέφω και θα επιστρέφω στο Νίκο Καρούζο γιατί το έργο του σταθερά μού υπενθυμίζει
πως ό,τι έχει να πει ένας ποιητής, το λέει με την ποίησή του. Θα έλεγα,
μάλιστα, ότι δεν το λέει ακριβώς, αλλά το δείχνει.
Το έργο του Καρούζου μού θυμίζει πάντα ότι με το ποίημα εισάγεται, τελικά, ένας
νέος κάθε φορά τρόπος όχι να γράφει, αλλά, κυρίως, να ζει κανείς. Η ποίησή του επιβεβαιώνει
για μένα ότι ένα καλό ποίημα, όποτε κι αν συμβεί, συμπυκνώνει, κατά ορισμένο
τρόπο, ιστορικά μέσα του, όλο το σώμα της ποίησης, ότι ένας ποιητής μπορεί να
είναι διαχρονικά σύγχρονος. Ο Νίκος
Καρούζος στα 55 του χρόνια, ώριμος πια, κατορθώνει επιγραμματικά να εκφράσει,
όσον αφορά το ποιητικό γίγνεσθαι, το πνεύμα της δεκαετίας του ’80, εκείνο που
οι νέοι δημιουργοί κάθε «γενιάς» βιώνουν και οι εκπρόσωποι εκείνης της γενιάς θα
πρέπει να βίωναν ιδιαίτερα έντονα ως πρωτοεμφανιζόμενοι τότε: ήρθε η ώρα να αναμειχθώ στο Σύμπαν
εκπληχτικά / ολομόναχος. Διάβαζα, θυμάμαι τότε, το «Σύμπαν» με κεφαλαίο Σ και την έμφαση σ’ εκείνο το «εκπληχτικά».
Η ποίηση είναι γλώσσα. Η σχέση μας με
τη γλώσσα είναι σωματική, βιωματική. Την ποίηση, ουσιαστικά, την υφίστασαι. Οι λέξεις έχουν τη δική τους
ζωή. Διαστέλλονται, συστέλλονται, ανασαίνουν. Επιμένουν. Υπομένουν. Ενίοτε, μας
υπομένουν. Είχε μπλεχτεί στο νόημα / μιας
άκαιρης λέξης / – τι σημασία έχει πια; / Όταν γεμάτη φόβο και λύπη / γύρισε να
κοιτάξει τους άλλους / η λέξη μεγάλωσε, θα πει η Μαρία Λαϊνά στη συλλογή Δικό της, το 1985, στην καρδιά της δεκαετίας. Περιέργως, στο
ποιητικό μου σύμπαν, τότε, συνέδεα τη Μαρία Λαϊνά με το Νίκο Καρούζο. Το έργο
της Λαϊνά εκφράζει, για μένα, τη δημιουργικά γόνιμη παραδοχή ότι το γλωσσικό
ιδίωμα ενός ποιητή, ουσιαστικά, υπάρχει από τη στιγμή που αποδέχεται ελεύθερα
και με γενναιοφροσύνη την ήττα του, την αποτυχία του να εκφράσει την πολύ
ειδική εκείνη τάξη πραγμάτων που για μια στιγμή ξάφνιασε τον δημιουργό,
ξεπερνώντας τον έτσι, τόσο, ώστε να μην μπορεί παρά να νιώθει εντεταλμένος να
την κοινοποιήσει. Με ό,τι αποσιωπά ή υπονοεί με την ποίησή της, η Λαϊνά μού
υπενθυμίζει ότι εξίσου σημαντικό στην ποιητική διαδικασία με το ποίημα αυτό
καθ’ αυτό, είναι το πριν και το μετά το ποίημα, η εμπειρία που μοιράζονται, με δικούς
του όρους ο καθένας, ποιητής και αναγνώστης, αντίστοιχα. Ωστόσο, αν πλανηθείς
και θεωρήσεις, ως δημιουργός, ότι βρίσκεσαι στο ποίημα, ενώ βρίσκεσαι «πριν» ή
«μετά», έχεις κάνεις λάθος – φτιάχνεις ένα κακό ποίημα. Η ποίηση της Λαϊνά
είναι για μένα η ποίηση της σωστής στιγμής. Επικαλέστηκε
το όνομά της / κι ανασηκώθηκε σε άλλη εποχή (Μαρία Λαϊνά, Δικό της, 1985).
Η «άλλη εποχή»
Να μιλάς μια
γλώσσα
που
όσοι μιλούν για σένα
αρνούνται να τη μιλήσουν
να ζεις μέσα στον
κόσμο
αλλά έξω από τις υπάρχουσες δοξασίες
γι’ αυτόν.
Δεν είναι
αλαζονεία να επιχειρείς
ένα ηρωικό άνοιγμα
σε κόσμους
ιδεώδεις.
...
Η ποίηση ή θα οικοδομήσει ένα παρόν
τελειούμενο
ή θα σωπάσει.
Χάρης Βλαβιανός, Η νοσταλγία των ουρανών, 1991
Ποίηση
δεν γίνεται χωρίς ρίσκο. Ρίσκο στο πεδίο της αλήθειας. Πόσο αληθινό είναι ό,τι
γράφεις. Πόσο αληθινός ή ειλικρινής είσαι με τον εαυτό σου και τους άλλους όταν
γράφεις. Πόσο αληθινή είναι, τη δεδομένη στιγμή, η γλώσσα που χρησιμοποιείς για
να γράψεις. Οι ποιητές της λεγόμενης «γενιάς του ’80» ανέλαβαν αυτό το ρίσκο,
περισσότερο ή λιγότερο δημιουργικά. Οι συνθήκες εγκλεισμού, η εσωστρέφεια, οι
τάσεις απομόνωσης που καλλιέργησαν, που τους στιγμάτισαν ως γενιά, εξ ου και ο
χαρακτηρισμός «γενιά του ιδιωτικού οράματος», τους έδωσε τη δυνατότητα, σύμφωνα
με τη δική μου ανάγνωση, να παρατηρήσουν ψύχραιμα τη γλώσσα εκ των έσω. Ποιητές
όπως ο Ευγένιος Αρανίτσης, ο Χάρης Βλαβιανός, ο Ηλίας Λάγιος, ο Παντελής Μπουκάλας,
ο Θανάσης Χατζόπουλος, αλλά και ο Τάκης Γραμμένος, ο Στρατής Πασχάλης, ο
Δημήτρης Χουλιαράκης, για να περιοριστώ αναγκαστικά στην επιλεκτική απαρίθμηση
μόνο ορισμένων, προσπάθησαν να επαναπροσδιορίσουν το ρόλο και τη γλώσσα τους ως
ποιητές. Ειδικά ο Αρανίτσης και ο Βλαβιανός, αλλά και οι Μπουκάλας και Χατζόπουλος,
αφοσιώθηκαν στην επινόηση ενός ποιητικού εγώ, μιας ποιητικής γλώσσας, που,
απαλλαγμένη από τις μεγάλες αφηγήσεις, θα μπορούσε να συλλάβει καλύτερα, στη
βιωματική του διάσταση το παρόν, χωρίς όμως την ίδια στιγμή να στερείται
ιστορικότητας και κοσμοπολιτισμού. Ο Χατζόπουλος γράφοντας σε μεγαλύτερη
συνάφεια με ό,τι ποιητικά προηγήθηκε, ο Μπουκάλας στρεφόμενος πιο έντονα και
απολύτως δημιουργικά σε τρόπους και στοιχεία της ελληνικής λαϊκής παράδοσης. Στις
περιπτώσεις ιδιαίτερα του Βλαβιανού και του Χατζόπουλου, ποιητών που έδωσαν και
αξιολογότατο μεταφραστικό έργο, η αναζήτηση νέων ποιητικών τρόπων γίνεται σε
ανοιχτό διάλογο με την αγγλοσαξωνική και γαλλική, αντίστοιχα, ποιητική παραγωγή,
σύγχρονη και προγενέστερη.
Ο
γόνιμος αυτός προβληματισμός γύρω από την ποιητική γλώσσα και το ρόλο του
ποιητή, που ιδιαίτερα με εντυπωσίαζε τότε και ακόμη καθορίζει τις αναγνωστικές
προτιμήσεις μου, διατρέχει διαχρονικά το έργο κυρίως του Βλαβιανού. Ο Βλαβιανός,
ανάμεσα σε άλλα, επιχείρησε να διευρύνει τις μηχανικές δυνατότητες της γλώσσας,
δουλεύοντας με τη λέξη και την παύση, ή μάλλον την ένταση ανάμεσα στη λέξη και
τις αντιστάσεις της σιωπής. Καλλιέργησε με μαεστρία ένα πολύ προσωπικό και
απολύτως διακριτό ύφος. Θα έβλεπα το
ποίημα ως μία εκ νέου κάθε φορά επερώτηση του Λόγου. Αυτό που συνήθως
αποκαλούμε ύφος δεν είναι παρά ο
τρόπος που τίθεται κάθε φορά αυτό το ερώτημα. Ο Βλαβιανός έθεσε το ερώτημα,
στοχάστηκε για την ποιητική γλώσσα, το λόγο και το ρόλο της ποίησης, με εντελώς
ιδιαίτερο τρόπο. Επινόησε εκ νέου την ποιητική εικόνα, «εκείνη την ομορφιά»,
όπως θα πει ο Frank Kermode
παραπέμποντας στο Στέφανο Δαίδαλο του Τζέημς Τζόυς, «που έχει τρία
χαρακτηριστικά: συνοχή, συνέπεια και καθαρότητα, προβάλλοντας με σαφή όρια και
περιεχόμενο απέναντι στο άπειρο του χώρου και του χρόνου» και, φυσικά, μια
γλώσσα ικανή να την υποστηρίξει:
...η εικόνα είναι το γεγονός
(είναι ο αδημιούργητος κόσμος
που συνωστίζεται μπροστά
στις πύλες του τελάρου σου)
συμμορφώσου προς τις υποδείξεις
του
εσωτερικού ματιού
αυτό που η εικόνα
παριστάνει είναι το νόημά της
η
αλήθεια της έγκειται στη συμφωνία
του νοήματός της
με την πραγματικότητα.
(Χάρης Βλαβιανός, Μετά το τέλος της ομορφιάς, 2003).
Το σημαντικότερο, ίσως, αφήγημα
του ποιήματος είναι η ποιητική πράξη αυτή καθ’ αυτή: ο ποιητής μπροστά στην
ανοιχτή λευκή σελίδα γράφει. Είναι εκείνη τη στιγμή που η γλώσσα ανακτά την
αυτοσυνειδησία της και εμφανίζεται ανανεωμένη και δυνατή να εκφράσει,
περισσότερο ή λιγότερο επιτυχώς, κάθε εικόνα, συνάφειες ανάμεσα και στα πιο
αλλόκοτα πράγματα.
Θα τα ξανάφτιαχνα όλα απ’ την αρχή ευχαρίστως είπε ο Θεός
περπατώντας και παρατηρώντας. Και με θλίψη βλέποντας το
βλέμμα σου να λυπάται μπορεί να νόμισε
(με το δίκαιο Του) ότι το σώμα σου είναι μια μέρα που συγκε-
ντρώνει όλα της νύχτας τα θαυμάσια σφάλματα
...
Αναδύεται ύστερα κάτι ωραιότερο κι από σφύριγμα και πλη-
σιάζει το νέο φανάρι των χειλιών σου που νομίζω ότι είναι
ένα βιβλίο που περιέχει οτιδήποτε είμαι».
(Ευγένιος Αρανίτσης, Ποιήματα
και Πράξεις 1980-1993)
Με τον δικό του, ιδιαίτερο τρόπο,
ο Ευγένειος Αρανίτσης πειραματίστηκε και προχώρησε μέσα από έναν φαινομενικά
«αδιάβατο κόσμο», ανοίγοντας δρόμους και σε νεότερους δημιουργούς: προχώρησα αργά, εν επιγνώσει / ότι ήμουνα
νεκρός – οι ψευδαισθήσεις / του πως και του γιατί οι απαντήσεις / μπερδεύονταν
διαρκώς και είχαν δώσει / στον κόσμο αφορμή να ξαναγίνει / αδιάβατος,
γράφει στο ποίημά του από την ίδια συλλογή που συνομιλεί ανοιχτά με το Νίκο
Καρούζο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι πολλοί εκπρόσωποι της λεγόμενης «γενιάς
του ’80» συνομίλησαν σε ποιήματά τους με άλλους ποιητές, παλαιότερους ή και
σύγχρονους ομότεχνούς τους, στους οποίους μάλιστα και τα αφιερώνουν. Όπως ο
Βλαβιανός, έτσι και ο Αρανίτσης εισάγει τη γλώσσα του ποιήματος σαν μια φυσική
κατάσταση του γλωσσικού, μέσω της λιτότητας και της οικονομίας της έκφρασης.
Ταυτόχρονα, με μια λεπτή χροιά σοφής ειρωνείας, διερωτάται για την
αποτελεσματικότητα τόσο της ποιητικής γλώσσας, όσο και ευρύτερα της ποίησης.
Καίριος προβληματισμός που καθιστά το έργο και των δύο εξαιρετικά σημαντικό και
επίκαιρο.
Ο νους τείνει να προσλαμβάνει το
καινούργιο στην ποίηση με ενοχλητικό τρόπο. Αντίστοιχα, από ένστικτο και εκ των
προτέρων ο ποιητής γνωρίζει ότι, συχνά, καλό είναι το μη συνεργάσιμο ποίημα,
ότι μια ποιητική σύνθεση που σέβεται τον εαυτό της, συνήθως, εμποδίζει το
δημιουργό να την ολοκληρώσει. Ακολούθως, πολλές φορές, εκείνο που μένει τελικά
στον αναγνώστη από ένα ποίημα, είναι ό,τι έχει φέρει σε απόγνωση τον ποιητή
(και ξεπεράστηκε;). Κατάκτηση για έναν ποιητή δεν είναι ακριβώς η ολοκλήρωση
του ποιήματος (το «τελειωμένο» ποίημα), αλλά το να κατορθώνει να διατηρεί με το
έργο του την υπόθεση της ποίησης ανοιχτή, ενεργή στο παιγνιώδες του κόσμου. Η
ζωή των ποιημάτων μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο μικρή. Κι αυτό ίσως να
έχει λίγη σημασία αφού, εν τέλει, ο ορίζοντας ενός ποιήματος είναι το άλλο
εκείνο ποίημα που κυοφορείται μέσα του, από τον ίδιο ή άλλους δημιουργούς, και
που την κατάλληλη στιγμή θα το «καταργήσει» αντικαθιστώντας το, δηλαδή, υπό μία
έννοια, αναδημιουργώντας το. Θεωρώ ότι οι εκπρόσωποι της «γενιάς του ‘80»,
εκείνοι τουλάχιστον που με αφορούσαν και ακόμη με αφορούν, με τη στάση απέναντι
στην τέχνη τους και με τον τρόπο που επαναπροσδιόρισαν, ή μάλλον επινόησαν τον
ποιητικό εαυτό τους, ενέπνευσαν νεότερους ποιητές και ποιήματα. Οπωσδήποτε, η
συμβολή της γενιάς στη διαμόρφωση του σύγχρονου ποιητικού τοπίου μένει να
αποτιμηθεί και υπάρχουν ειδικοί γι’ αυτό. Για μένα, αλλά και ευρύτερα, θέλω να πιστεύω, η
ποίηση των δημιουργών της δεκαετίας εκείνης, που ακόμη με συντροφεύει, ως
γνήσια ποιητική πράξη, λειτούργησε εντελώς απελευθερωτικά, εκφωνώντας αυτό που, τελικά, βαθύτατα με αφορούσε.
[1] Νικόλας Άσιμος, από το
τραγούδι «Δε μου ’χει μείνει πια φωνή», Ο
Σάλιαγκας, 1986.
*
*
Παναγιώτης Ιωαννίδης
Τι ποίηση διάβαζα στα ‘80’s – τι ποίηση διαβάζω από τα ‘80’s
Τι ποίηση διάβαζα στα ’80’s
Το 1980, έκλεινα τα 13 – το 1989, τα
22. Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να δηλώσω ότι την δεκαετία εκείνη διάβασα τις Ωδές στον Πρίγκηπα του Ασλάνογλου, το Μ’ ένα στεφάνι φως της Τζένης Μαστοράκη,
τα εξαιρετικά βιβλία που έβγαλαν τότε ο Νίκος Φωκάς ή η Κική Δημουλά∙ την Μαίρη
Γιόση, την Μαρία Κούρση, τον Δημήτρη Χουλιαράκη, τον Μιχάλη Γκανά∙ ή το βιβλίο Του λιναριού τα πάθη του διάττοντος,
φευ, αστέρος, που λεγόταν Νίκη-Ρεβέκκα Παπαγεωργίου – καθώς και άλλους δυο
ποιητές στους οποίους θα αναφερθώ αργότερα. Όμως όχι: οι ποιητές των οποίων τα φρεσκοτυπωμένα
βιβλία θυμάμαι να διαβάζω (και θυμάμαι και
το πού και το πότε) είναι οι εξής
δύο: ο Ελύτης και ο Εμπειρίκος. Ήμουν ακόμη, φαίνεται, σε περίοδο μαθητείας
στους ‘πατέρες’: οι ‘σύγχρονοι’ μού διέφευγαν – θα τους διάβαζα την επόμενη
δεκαετία.
Του Ελύτη (που έχει μόλις βραβευθεί με
το Νομπέλ, το 1979), διάβασα και τον Μικρό
Ναυτίλο, και το Ημερολόγιο ενός
αθέατου Απριλίου. Κυρίως με εντυπωσίασε –και αγάπησα– το δεύτερο, το οποίο
εξακολουθώ να θεωρώ ως ένα από τα πιο δυνατά βιβλία του (μαζί με το Φωτόδεντρο, τα Ετεροθαλή, τις Τύψεις, το
Μονόγραμμα...). Μακρυά από την
‘κατασκευή’ του Άξιον Εστί, μακρυά
από την θεωρούμενη «αθωότητα» των πρώτων συλλογών – κυρίως, σχετικά μακρυά από
μια γλώσσα που δείχνει την πρόθεση
της διαμόρφωσής της, και σχετικά μακρυά από ένα εξω-ποιητικό «εγώ». Ιδού ένα
δείγμα που μετά χαράς ‘κρατώ’ και σήμερα – το πρώτο ποίημα του βιβλίου:
ΤΕΤΑΡΤΗ, 1
Ολοένα τ’ άλογα μασούν λευκά σεντόνια κι
ολοένα εισχωρούν θριαμβευτικά μέσα στην Απειλή.
Δρυς, οξιές, βαλανιδιές, ακούω να σέρνονται
στη σκεπή της παλιάς καρότσας όπου ρίχθηκα όπως όπως να φύγω. Ξαναπαίζοντας ένα
έργο που γυρίστηκε κάποτε στα κρυφά και πάλιωσε χωρίς να το έχει δει κανένας.
Γρήγορα. Προτού ξεθωριάσουν οι εικόνες. ΄Η
σταματήσουνε άξαφνα – κι η ταινία η φθαρμένη κοπεί.
Ο Εμπειρίκος έχει ήδη πεθάνει το 1975.
Ωστόσο, στα κατάλοιπά του, βρίσκονται –μεταξύ των πολλών άλλων– έτοιμα προς
δημοσίευση, δύο ποιητικά βιβλία: Αι
γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες (βγήκε από τις εκδ. Άγρα το
1984) και Οκτάνα (είχε προηγηθεί, από
τον Ίκαρο, το 1980). Και τα δύο περιέχουν ποιήματα σε στίχους και ποιήματα
πεζόμορφα, που καλύπτουν μεγάλες χρονικές περιόδους: από την δεκαετία του 1930
έως αυτή του 1960. Κυρίως το πρώτο, και πλουσιότερο σε ύλη, θυμάμαι ως
συναρπαστικό – και η εντύπωσή μου αυτή εντάθηκε κατά την τωρινή επανεπίσκεψή
μου.
Ο Εμπειρίκος υπήρξε γιος του Καρυωτάκη
και του Σικελιανού (και απόγονος άλλων μη υπερρεαλιστών, φυσικά – και όχι μόνον
κατά δήλωσίν του), όσο και πρωτοξάδερφος των Αμερικανών ‘μπητς’ –και άρα, σε
έναν βαθμό (κάτω από το λούστρο της ‘αυτόματης γραφής’), ‘ακατανόητος’ όσο και οι
μεν και οι δε. Επίσης, όμως –πράγμα που περισσότερο με ενδιαφέρει– πρόγονος ουκ
ολίγων ποιητών της δεκαετίας του ’80. Αλλά, επ’ αυτού, αργότερα.
Για να φανεί –αν όντως χρειάζεται–
πόσο κοντινός και οικείος μάς είναι (όντας συγχρόνως εκθαμβωτικά μπροστά και
ψηλά), θα αρκεστώ σε ένα ποίημα από την Σήμερον ως αύριον και ως χθες (βγήκε κι αλήθεψε – που θα ’λεγε
κι η γιαγιά μου!):
ΧΑΡΤΙΑ ΤΩΝ ΕΟΡΤΩΝ
Εκατοντάδραχμα τραγούδια παινεμένα
Σηκωθήτε στον αργαλειό του Σεπτέμβρη
Και στα γυμνά στέρνα μας για δέστε
Πώς γιορτάζει το αράθυμο αγέρι
Που φουσκώνει του καθενός μας τον φλόκο
Και το πάει σαν περιστέρι
Να καθήση στο φως
Που σαλεύει απαλά
Στην αφάνταστη στέγη.
Δεξιά σας μαχαίρια
Καλά ακονισμένα
Κόβουν τα μάτια των ορθρινών πουλιών
Στης Καλάμπριας τα μέρη
Όπου ανθεί η φυστικιά
Που μας φέρνει στη μνήμη
Τις απαράμιλλες καραμέλλες
Ενός κόσμου χαμένου.
Α να μπορούσε κανείς κάθε φορά που το θέλει
Τα τραγούδια να καρποφορούν
Και νάναι οι ναύλοι υψωμένοι προς τους θόλους
Που πρέπει με προσοχή να τους αποφεύγουμε
Όταν οι στόνοι και οι κραυγές του πλήθους
Φέρνουν πίσω την εποχή που χθες ακόμη
Κόντεψε να ριζώση
Κοντά στις μυγδαλιές του κήπου.
Α να μπορούσε κανείς κάθε φορά που το θέλει
Να ξεκινούν τραγούδια σαν τραίνα
Προς τα βουνά τα χιονισμένα
Αφού δεν περνάει μια μέρα
Δίχως βάσανα
Δίχως εσπέρα.
Τι ποίηση διαβάζω από τα ‘80’s
Θα ξεκινήσω αυτό το σκέλος της
παρουσίασής μου παραθέτοντας, χωρίς άλλα σχόλια, δύο ποιήματα. Το πρώτο:
Γλυκά θροΐζουν γύρω μου τα δένδρα. Τι υψηλός
και αίθριος που είναι ο ουρανός! Μεσ’ στην ψυχή μου το ουράνιον τόξον και στην
καρδιά μου μέσα –στιλπνός, πασίχαρος κορυδαλλός– λαλεί ο μικρός μου γιος.
Το δεύτερο:
για το χαμομήλι
που έρχεται
απ’ τις εξοχές
εγώ αν ήμουν βασιλιάς
θ’ άφηνα ανοιχτές τις εκκλησίες
τη νύχτα
που έρχεται
απ’ τις εξοχές
εγώ αν ήμουν βασιλιάς
θ’ άφηνα ανοιχτές τις εκκλησίες
τη νύχτα
Το πρώτο ήταν του Ανδρέα Εμπειρίκου:
«Ο κορυδαλλός» από την Οκτάνα,
γραμμένο στις 8.7.1960. Το δεύτερο ποίημα ανοίγει το πρώτο βιβλίο μιας
ποιήτριας της ‘γενιάς του ’80’: της Αλεξάνδρας Πλαστήρα. Το βιβλίο λέγεται Σχέδια για να μάθω να υπακούω, και βγήκε
το 1981 από τις εκδόσεις Εγνατία της Θεσσαλονίκης.
Θα επιστρέψω στην Πλαστήρα, που είναι η
μία από τους δύο ποιητές που επέλεξα να κρατήσω – όχι διόλου ως εμβληματικούς ή
αντιπροσωπευτικούς της γενιάς τους, αλλά εξέχοντες
της γενιάς τους. Ο δεύτερος ποιητής είναι ο Σάκης Σερέφας (από την
Θεσσαλονίκη). Πάρα πολύ διαφορετικοί,
μα αληθινοί ποιητές. Θα τους ξεχώριζα
σε όποιαν γενιά κι αν κατατάσσονταν, γιατί (αυτό αφορά ίσως παραπάνω το θέμα
μας) αποτελούν δύο πολύ ενδιαφέροντα ποιητικά υποδείγματα.
Παραθέτω αμέσως από την πρώτη συλλογή
του Σερέφα, Λεζάντα για μια φωτογραφία
(Διαγώνιος, 1983):
ΠΑΡΑΚΤΙΟΣ ΘΕΑΤΗΣ ΦΟΒΑΤΑΙ
στ’ ανοιχτά τού κόλπου
ένα γκαζάδικο παρατείνει με λαχτάρα την δύση
πορτοκαλένιο φως ξεκινά και τελειώνει
κοντά του
ένα γκαζάδικο παρατείνει με λαχτάρα την δύση
πορτοκαλένιο φως ξεκινά και τελειώνει
κοντά του
είναι ο προβολέας πάνω απ’ το κατάστρωμα
εύθραυστο σύνορο με το σκοτάδι αυτόν το φόβο
που μουσκεύει στα βρώμικα νερά
κι ανατριχιάζει τις λαμαρίνες
τρέχοντας αθόρυβα από παντού
εύθραυστο σύνορο με το σκοτάδι αυτόν το φόβο
που μουσκεύει στα βρώμικα νερά
κι ανατριχιάζει τις λαμαρίνες
τρέχοντας αθόρυβα από παντού
Και από την δεύτερη, Αυτή που γλεντάει στο φως, που
κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα από τις ίδιες εκδόσεις:
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΠΑΝΤΑ ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ
όταν κάποτε σε ταχύτατη προσπέραση
ο γρήγορος οδηγός κλαίει,
τη λάμψη πάνω στα μαύρα του γυαλιά πρόσεξε
πως σπάνιο και τρομακτικό είναι
να μουγκρίζει μια βρύση μόνη σ’ εξοχικό
ενώ εφτά ζωές ξερή, και πάλι να χύνει,
το λες σε λίγους
ο γρήγορος οδηγός κλαίει,
τη λάμψη πάνω στα μαύρα του γυαλιά πρόσεξε
πως σπάνιο και τρομακτικό είναι
να μουγκρίζει μια βρύση μόνη σ’ εξοχικό
ενώ εφτά ζωές ξερή, και πάλι να χύνει,
το λες σε λίγους
ξάφνου, ανάβοντας ανέμελο τσιγάρο,
ότι δοξάζεται στο κρέας του νυχιού
στην εσοχή, ο μόσκος ενός δώρου
υπόξινου και ροδαλού την ίδια ώρα χτες,
δείχνει ένα ρουθούνι ράτσας
ότι δοξάζεται στο κρέας του νυχιού
στην εσοχή, ο μόσκος ενός δώρου
υπόξινου και ροδαλού την ίδια ώρα χτες,
δείχνει ένα ρουθούνι ράτσας
μα πριν απ’ όλα,
σαν τα βόδια που αργόσυρτα μες στο σκοτάδι αποκλίνουν
και με αθέατο σχηματισμό
περνούν σκυφτά στην άλλη μέρα,
το ποίημα πάντα προηγείται
σαν τα βόδια που αργόσυρτα μες στο σκοτάδι αποκλίνουν
και με αθέατο σχηματισμό
περνούν σκυφτά στην άλλη μέρα,
το ποίημα πάντα προηγείται
Είναι ήδη φανερή η πρωτοτυπία της
φωνής του: η απόλυτη ιδιαιτερότητα της γλώσσας (που θα ενταθεί με τον χρόνο),
και ο απόλυτα προσωπικός κόσμος, ένα ζυμάρι από την πιο πεζή καθημερινότητα, με
την φόδρα της: την τρέλα, και διαρκή την παρουσία του θανάτου. Μια γλώσσα κι
ένας κόσμος των οποίων η συνισταμένη πάλλεται –σπαραξικάρδια σαρκάζοντας–
ανάμεσα στο συγκαλυμμένα τραγικό και το ποταπέστερα γελοίο.
Ιδού τρία ακόμη παραδείγματα που θα
εικονογραφήσουν, ελπίζω, την άποψή μου αυτή – και την επιλογή μου του Σερέφα ως
εξέχοντος ποιητή της γενιάς του και όχι μόνον:
ΜΕΓΑΦΩΝΑ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
Μια γάτα βυζαίνει ένα κουπάκι γάλα στην αυλή
Έξω σπάζουν την άσφαλτο μαδιάμ
Η ροδιά πρασινίζχει εντατικά και νταν
Σάββατο του Λαζάρου
Έξω σπάζουν την άσφαλτο μαδιάμ
Η ροδιά πρασινίζχει εντατικά και νταν
Σάββατο του Λαζάρου
Σηκώνει το μουσούδι της οσμίζεται το παν
Το ατσαλένιο δράπανο κρακ σιγεί ακαριαία
Ένα φύλλο ξεκολλά πέφτει κυματιστά
Κιμάς ο Λάζαρος μες στα λιβάνια τα κραυγαλέα
Το ατσαλένιο δράπανο κρακ σιγεί ακαριαία
Ένα φύλλο ξεκολλά πέφτει κυματιστά
Κιμάς ο Λάζαρος μες στα λιβάνια τα κραυγαλέα
Ώσπου πάλι σκύβει στο γάλα της τέρμα το ρεπό
Κροτεί ο σπάστης πάνω στην γκρίζα κρούστα με ορμή
Το φύλλο κατακάθισε σ’ ένα καπό
Κανένας δεύρο Λάζαρος μονάχα η Στιγμή
Κροτεί ο σπάστης πάνω στην γκρίζα κρούστα με ορμή
Το φύλλο κατακάθισε σ’ ένα καπό
Κανένας δεύρο Λάζαρος μονάχα η Στιγμή
ΜΑΚΑΡΟΝΙΑ ΜΕ ΡΑΚΙ
Από τη μια μεριά της ιστορίας
βρίσκεται κάποιος που περπατάει σ’ έναν δρόμο
παίρνει δρόμο αφήνει
πάει να ψωνίσει του κόσμου τα καλά
στο πέρασμά του ξεκαρδίζονται ζητιάνοι και σκυλιά.
βρίσκεται κάποιος που περπατάει σ’ έναν δρόμο
παίρνει δρόμο αφήνει
πάει να ψωνίσει του κόσμου τα καλά
στο πέρασμά του ξεκαρδίζονται ζητιάνοι και σκυλιά.
Από την άλλη μεριά της ιστορίας
βρίσκεται κάποιος που περιμένει σ’ ένα μαγαζί
τάχα περάστε κόσμε γουλιά και συχώριο
υπάλληλος είναι όχι αφεντικό
άσπρη λερή ποδιά βλέμμα πυρετικό.
βρίσκεται κάποιος που περιμένει σ’ ένα μαγαζί
τάχα περάστε κόσμε γουλιά και συχώριο
υπάλληλος είναι όχι αφεντικό
άσπρη λερή ποδιά βλέμμα πυρετικό.
Σε μισή ώρα συναντιούνται αυτοί οι δυο.
Η σκηνή διαθέτει και ήχο:
«Γέμισέ μου μια μπουκάλα ρακί».
Ώσπου η φιάλη ξεχειλίζει και στάζει καταγής.
«Από μας περιμένουν κι οι νεκροί
τι να κάνουνε κι αυτοί»
λέει ο υπάλληλος πάνω απ’ τα χυμένα
πλακάκια λερωμένα.
Η σκηνή διαθέτει και ήχο:
«Γέμισέ μου μια μπουκάλα ρακί».
Ώσπου η φιάλη ξεχειλίζει και στάζει καταγής.
«Από μας περιμένουν κι οι νεκροί
τι να κάνουνε κι αυτοί»
λέει ο υπάλληλος πάνω απ’ τα χυμένα
πλακάκια λερωμένα.
Ήταν και Σάββατο,
το απόγεμα λούστηκε μετά ο υπάλληλος
πήγε σινεμά
ο άλλος έμεινε σπίτι του
κοιτούσε όλο ένα βρασμένο μακαρόνι
ασπριδερό πάνω
στο χαλί
το απόγεμα λούστηκε μετά ο υπάλληλος
πήγε σινεμά
ο άλλος έμεινε σπίτι του
κοιτούσε όλο ένα βρασμένο μακαρόνι
ασπριδερό πάνω
στο χαλί
εκεί
όπου
έπεσε
και
ριγεί.
όπου
έπεσε
και
ριγεί.
(και τα δύο από το Πρώτα πέθανε η κότα, Κέδρος, 2007)
ΕΛΙΣΑΒΕΤ
Ακούει τη μάνα του μες στην κουζίνα
Να μαγειρεύει με το ράδιο ανοιχτό
Εκπέμπει ένα τραγούδι με ξένα λόγια, αργό, λυπητερό.
Μες στο δωμάτιό του, απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
Μπαίνει ο αχός του δρόμου, με ήχους μάχης μοιάζουν
Π’ αρπάζουν το νήπιο μυαλό του μαυλιστικά για λάφυρο:
Ένα αμάξι φρενάρει. Ο τροχονόμος σφυρίζει.
Κάποιος φωνάζει «Ε, Σπύρο!». Ένας σκύλος γαβγίζει.
Να μαγειρεύει με το ράδιο ανοιχτό
Εκπέμπει ένα τραγούδι με ξένα λόγια, αργό, λυπητερό.
Μες στο δωμάτιό του, απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
Μπαίνει ο αχός του δρόμου, με ήχους μάχης μοιάζουν
Π’ αρπάζουν το νήπιο μυαλό του μαυλιστικά για λάφυρο:
Ένα αμάξι φρενάρει. Ο τροχονόμος σφυρίζει.
Κάποιος φωνάζει «Ε, Σπύρο!». Ένας σκύλος γαβγίζει.
Σκαρφαλώνει στην καρέκλα, τεντώνει τα πόδια
Και γέρνει να δει.
Και γέρνει να δει.
Διαβάτη που γελάς γοερά στο κινητό
Οδηγέ όταν κορνάρεις στο φανάρι
Στοχάσου: ίσως να ’σαι δόλωμα πλανερό
Για ένα παιδί που σκύβει πεινασμένο
Έναν μεζέ αυτού του κόσμου να πάρει.
Οδηγέ όταν κορνάρεις στο φανάρι
Στοχάσου: ίσως να ’σαι δόλωμα πλανερό
Για ένα παιδί που σκύβει πεινασμένο
Έναν μεζέ αυτού του κόσμου να πάρει.
(Ελισάβετ, 16 μηνών)
πολυκατοικία Βασ. Γεωργίου 23, πέμπτος όροφος, 1966
(από το Γιάννης Μαρία Χένριξ, Ίκαρος, 2013)
Και επιστρέφω στην Αλεξάνδρα Πλαστήρα –σχεδόν το άλλο άκρο του Σερέφα– εξίσου ‘κρυμμένη’, όμως. Κρυμμένο το μεταφυσικό και το υπαρξιακό βάθος∙ κρυμμένη η απαιτητικότατη τέχνη∙ κρυμμένοι και οι τεχνικότατοι (άρα σεμνοί και γνήσιοι) φόροι τιμής σε ποιητικούς προγόνους, ομοεθνείς και αλλοεθνείς (ακούσατε ήδη, ελπίζω, και θα την ξανακούσετε, την βαθειά συγγένεια με τον λυρισμό του Εμπειρίκου, και άλλων, προηγούμενων). Κρυμμένα, δηλαδή, μόνον για όσους δεν μπαίνουν στον κόπο να ακούσουν με προσοχή και χωρίς προκαταλήψεις, κι απλώς ‘περνούν πάνω’ απ’ τους στίχους. Φανερωμένα, όμως, χάρη στον λεπτό αλλά αμείλικτο ποιητικό τρόπο της.
Και επιστρέφω στην Αλεξάνδρα Πλαστήρα –σχεδόν το άλλο άκρο του Σερέφα– εξίσου ‘κρυμμένη’, όμως. Κρυμμένο το μεταφυσικό και το υπαρξιακό βάθος∙ κρυμμένη η απαιτητικότατη τέχνη∙ κρυμμένοι και οι τεχνικότατοι (άρα σεμνοί και γνήσιοι) φόροι τιμής σε ποιητικούς προγόνους, ομοεθνείς και αλλοεθνείς (ακούσατε ήδη, ελπίζω, και θα την ξανακούσετε, την βαθειά συγγένεια με τον λυρισμό του Εμπειρίκου, και άλλων, προηγούμενων). Κρυμμένα, δηλαδή, μόνον για όσους δεν μπαίνουν στον κόπο να ακούσουν με προσοχή και χωρίς προκαταλήψεις, κι απλώς ‘περνούν πάνω’ απ’ τους στίχους. Φανερωμένα, όμως, χάρη στον λεπτό αλλά αμείλικτο ποιητικό τρόπο της.
Ποιήματα συντομότατα, κάποτε δίνουν
την εντύπωση του ελάχιστου – όπως την δίνει και την εξυψώνει η κλασσική
κινεζική ή ιαπωνική ποίηση, φερειπείν. Κι εδώ κυριαρχεί, χωρίς να κραυγάζει, ο
θάνατος και οι άλλοι χωρισμοί – αλλά δεν λείπει ενίοτε και το χιούμορ, μέχρι
τον μαύρο σαρκασμό.
Ολίγα τεκμήρια, λοιπόν, χρονολογικώς. Από
το δεύτερο βιβλίο της (Στιγμή, 1986), Το
φως που βλέπουμε τώρα:
ΡΟΜΑΝΤΙΚΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Η αλήθεια είναι πικρή
γιά τις φυτείες
μα οι αναμνήσεις
είναι ανώτερες
μιά άλλη ζωή
είναι μέσα μου
καμένη φτωχή
βαρσοβία
μου έλεγες πως είναι
πεθαμένη
μα να που έβρεξε
κι έγινε
ακόμα
πιό ρομαντικό
το καλοκαίρι
ΖΕΥΓΟΣ
Γλυκιές φροντίδες αλλά όχι παιδί
Γλυκιές φροντίδες αλλά όχι παιδί
κανένα παιδί να μη μας
χωρίσει
απ’ το θάνατο
καμιά βιασύνη
ούτε αύριο ούτε άνθος
ποτέ μιά καμπάνα
να μη μας χωρίσει απ’ το
θάνατο
αργότερα όχι
ασφαλώς όχι τώρα
αν χτυπήσει ρολόι
θα έχουμε κιόλας φύγει
χωρίς να διαλέξουμε όχθη
στη μέση ακριβώς της δροσιάς
Ένα ακόμη, από το τρίτο βιβλίο της, Νερό στο πρόσωπο (Άγρα, 1993):
ΣΑΒΒΑΤΟ ΠΡΩΙ
Μέχρι την πόρτα
θυμόμουν
στον κήπο το ξέχασα
σκύβοντας
πάνω σου
ξέχασα
πως δόθηκαν σπλάχνα
και μέλη και πρόσωπο
γι’ αυτά τα λουλούδια
Και ένα από το τέταρτο, Τόπος γιά να ζεις (Άγρα, 1999):
ΖΩΗ ΟΠΩΣ ΤΟ ΠΑΘΟΣ
Οι καλοί τρόποι κρύβουν τον
πόνο μου
Πού είσαι άραγε
και πόσο θα κρατήσει αυτό
Θα έλεγα όχι πιά
μα λέω
όχι ακόμα
Και πάλι νυχτώνει
πάλι αγγίζουν τα κλαδιά
το φεγγάρι
Κι εγώ προσφέρω ευκάλυπτο
με ατάραχη όψη
Φθονώντας τα κλαδιά
Τέλος, τρία ποιήματα που δεν έχουν
ενταχθεί ακόμη σε βιβλία:
Η ΦΙΛΗ Θ’ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΗΣΕΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ
Υπάρχει πολλή ομορφιά
που δυσκολεύει τα πράγματα
Θα πρέπει να κρύψω τη λύπη
μου
τα πρόβατα τα βρίσκω
χωρίς βοσκό στη λίμνη
που κατεβαίνω να δω
την κοφτερή στέγη
Κοφτερή στο νερό
όπως και στην καρδιά
η ανάμνηση της πίστης
(δημοσιευμένο στο περιοδικό «Εντευκτήριο», τ. 52, 2000)
ΠΛΗΣΙΑΖΟΥΝ ΑΛΟΓΑ
Στον καναπέ
ξαπλωμένη
υφίσταμαι
επιδρομή
Ποιος είσαι
άνθρωπέ μου;
Ασφαλώς
ηγείσαι
πανάρχαιας
φυλής
Πολύ με
τιμάς
Δεν θέλω να
σε προσβάλω
μα εγώ
μόλις γύρισα
κατάκοπη
στο παρόν
ΕΧΩ ΜΠΛΕΞΕΙ
Πάλι στης
Βίβλου τα μονοπάτια
κατσικούλες
και ληστές
τη φωνή του
θεού
ακούνε αίφνης
Ξαναπέφτω
κι εγώ στα γόνατα
Μ' εμένα
Κύριέ μου τι θα γίνει;
Εσύ όχι
ακόμα λέει
και
στέκομαι άκρη άκρη
γιατί στη
μέση
περνάνε οι
σωσμένοι
καμαρωτά
(και τα δυο δημοσιευμένα στο
περιοδικό «The Books’ Journal»,
τ. 68, Ιούλ. 2016)
Την Πλαστήρα και τον Σερέφα, λοιπόν,
κρατώ εγώ από την γενιά της δεκαετίας του ’80 –αλλ’ επαναλαμβάνω: και πέραν αυτής– ως δύο υποδείγματα ποιητών
που μιλούν –για τι σημαντικότερο;– για την καθημερινή ζωή μας, για ό,τι την
φωτίζει (από οσοδήποτε ‘υψηλά’ ή ‘μακρυά’), και για ό,τι μάς φαίνεται ότι θα
την σβήσει. Όμως να που η ποίηση αναιρεί το σβήσιμο αυτό – ή και το αποκλείει.
Ως σημαντικότερες κατακτήσεις της
γενιάς του ’80, θα κατονόμαζα τις εξής δύο: την σχεδόν καθολική απελευθέρωση
της γλώσσας της γενιάς αυτής από τα ιδιώματα του Σεφέρη, του Ελύτη και του
Ρίτσου – και την απενοχοποιημένη κίνηση (παρότι σε κάποιες περιπτώσεις έφτασε
να γίνει λάβαρο) της γενιάς αυτής σε πολύ μεγαλύτερο από πριν εύρος ποιητικών
τρόπων και γενεαλογικών πλεγμάτων. Φρονώ ότι, και ως προς αυτά τα δύο σημαντικά
χαρακτηριστικά της γενιάς τους, ο Σερέφας και η Πλαστήρα αποτελούν
ωφελιμότατους οδηγούς, πέραν της ποιητικής τους αξίας (και πέραν της απόλαυσης που αυτή μπορεί να προσφέρει
σε εμάς), όπως προσπάθησα επιγραμματικά να την διατυπώσω και δειγματοληπτικά να
την δείξω. Κάτι, ωστόσο, που μοιράζονται οι δυο τους ενώ δεν χαρακτηρίζει πλείστα άλλα μέλη της γενιάς τους, είναι μια εντελώς
ιδιότυπη, και στις δύο περιπτώσεις, μουσικότητα – ή, για να μην παρεξηγηθώ, ας
το πω ‘ψυχρότερα’: μια μέριμνα για το άκουσμα, ένα ηχητικό ενδιαφέρον. Και αυτό
ακριβώς το συστατικό στοιχείο της ποίησης, παραμελημένο ή παρεξηγημένο (γιατί
τίποτε δεν θεραπεύει η σκέτη απόπειρα επιστροφής στην παραδοσιακή μετρική),
θεωρώ ότι δεν έχει πάψει να είναι
μείζον.
~
Ορφέας Απέργης. Δημοσιεύει ποιήματα, μεταφράσεις και δοκίμια στα περιοδικά "Ποίηση", "Ποιητική", "Νέα Εστία" και "ΦΡΜΚ". Κυκλοφορεί η συλλογή του Υ (εκδ. Πατάκη, 2011).
Παναγιώτης Ιωαννίδης. Γράφει και μεταφράζει – ποιήματα, κυρίως, και δοκίμια. Βιβλία του (όλα από τις εκδ. Καστανιώτη): Το σωσίβιο (2008, β’ έκδ. 2009), Ακάλυπτος (2013), Πολωνία (2016∙ υποψήφιο για το βραβείο ποίησης του «Αναγνώστη»). Είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού "ΦΡΜΚ", και επιμελείται τις ποιητικές αναγνώσεις “Με τα λόγια (γίνεται)”.
Δήμητρα Κωτούλα. Σπούδασε ιστορία, αρχαιολογία και ιστορία της τέχνης. Εργάζεται ως αρχαιολόγος. Η δεύτερη ποιητική της συλλογή, Η Επίμονη Αφήγηση (εκδ. Πατάκη), κυκλοφόρησε τον Ιούνιο 2017.