ΕΞΟΧΗ
Οι απόψεις
δεν συγκλίνουν
περί της
χρησιμότητας της εξοχής.
Επιτραπέζιο
των θεών και κουραφέξαλα.
(Πίσω από την
πλάτη μας
τα δένδρα
αλληλοσφάζονται σε αργή κίνηση.)
Εκεί υπάρχουν,
λένε, εκτάσεις ασταθείς
που η επιφάνειά
τους σπάει
όταν την
αγγίξει ο αέρας.
Υπάρχουν
όντα ανολοκλήρωτα
που σέρνονται
ανάμεσα στα χόρτα.
Μα το μεγαλύτερο
ερώτημα παραμένει
σχετικά με
τα όρια της εξοχής.
Γιατί εκεί
που τελειώνει η εξοχή,
αρχίζει,
λένε, άλλη εξοχή,
κι εκεί που
αυτή τελειώνει, αρχίζει άλλη.
Τι να κάνω
με τους φόβους που με ζώνουν;
Παλαιότερα
κολλάγαμε μαζί τους κυνηγούς μας
–τον αετό,
την τίγρη και το φίδι–
και τους
ονομάζαμε «δράκο».
Τα μη ορατά,
όπως τα μικρόβια,
τα ονομάζαμε
«μοίρα».
Η πόλη
οχυρώνεται προς τα μέσα
σαν κόκαλο.
Παρέχει
κέντρο, και μαζί τον ίλιγγο.
(Κάτω από τη
γη
τα δένδρα
συνεργάζονται σε περίπλοκα δίκτυα.
Υπάρχουν δύο
αλληλοσυγκρουόμενες πολιτικές απόψεις
για την
συμπεριφορά των δένδρων.)
Διαρκώς
ανεβαίνει η κτηματική αξία του άδειου.
Οι τίγρεις
μικραίνουν.
Δεν θα ήταν
καταπληκτικό να υπήρχε ένα χάπι
που να το
έπαιρνες και όλα τα ατελείωτα
να βάφονταν
γαλάζια;
Είναι
προτιμότερη η πόλη.
Κανένα ζώο
εδώ δεν δαγκώνει.
Εμείς δεν
μασάμε όμως, φοράμε παπούτσια,
κάνουμε
βόλτες στην εξοχή.
Βλέπουμε
μόνο το κοντινό σκοτάδι.
*
ΣΕΙΣΜΟΣ
Ο αγαπημένος
μου ζωγράφος δουλεύει με τη βαρύτητα
Ο σεισμός
βρήκε τον κύριο Ν. στην κουζίνα.
Έγινε τόσο
απότομα
σαν να
μετακινήθηκε ξαφνικά η πολυκατοικία
δύο βήματα
μπροστά
στην προσπάθειά
της να πιάσει κάτι.
Γύρω του τα
ποτήρια έσκαγαν στο πάτωμα
όπως μεγάλα
γυάλινα ρόδια.
Ακουγόταν
ένα βουητό θαρρείς από μακρινό στάδιο
τη στιγμή
της νίκης
ή σαν οι
υπόγειοι άγγελοι να φυσούσαν τις
σάλπιγγες
στις ωοθήκες
της γης.
Στην παύση
πρόλαβε να δει
τις ανεπαίσθητες
αλλαγές στο τοπίο.
Ήταν το πιο
συγκλονιστικό γεγονός της ζωής του
μετά από
εκείνο το απόγευμα του 1976
που επιστρέφοντας
από τη δουλειά
είδε έναν
άνθρωπο να πέφτει στις γραμμές του
τραίνου.
Κατά σύμπτωση
και τότε υπήρχε ο ήλιος
πάνω από τις
μακρόσυρτες φωνές του πλήθους.
Νιώθει έτοιμος
για την φρίκη
σαν να
πρόκειται για επίσημη πρόσκληση
και μόλις
έχει κουμπώσει και το τελευταίο κουμπί
στο πουκάμισό
του.
Κατεβαίνει
την ξεχαρβαλωμένη σκάλα
με εκείνη
την αφύσικα ορθή στάση του σώματος
που έχουν οι
ηλικιωμένοι όταν προσπαθούν να δείξουν
ότι τους έχει
απομείνει έστω κάποια αξιοπρέπεια.
Θέλει να δει
με τα μάτια του,
θέλει να
μάθει:
την αναγκαιότητα
όλης της διαδικασίας,
τους εργάτες
που την εκτελούν,
τον μηχανισμό.
*
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
Κύριε, κύριε,
υπάρχει μια μαύρη τρύπα στον πάτο
της πισίνας
μου!
Έτσι από μύγα
σε μύγα και ανοίγει ο ορίζοντας.
Μικρή, ζούσαμε
κοντά στο τσίρκο
και με σέρνανε
σε κάθε καινούργια παράσταση.
Περισσότερα
απ’ όλα θυμάμαι μια γεροδεμένη ακροβάτισσα
που έκανε
κωλοτούμπες,
αποκαλύπτοντας
την τεράστια, κάτασπρη,
τσιτωμένη
κιλότα της.
Είναι τόσο
δύσκολο να σέβεσαι
τις προσπάθειες
των άλλων.
(Το φως είναι
δύσκαμπτο, σπάει,
καμία
ευλυγισία.
Όπου και να
στηριχτείς, αφήνεις ίχνη.
Μετά θα πούνε
εδώ ήσουν, έκανες αυτά.
Θα αρνηθείς,
μονίμως θα αρνείσαι.
Μετά θα
ζητήσεις καρέκλα να κάτσεις,
θα ζητήσεις
ποτήρι νερό.
Θα πεις:
βγάλτε το
φως απ’ τα μάτια μου.)
Έτσι πάει.
Το βρόμικο
του μαύρου είναι άσπρο.
Αυτό το ξέρει
κάθε νοικοκυρά.
Σ΄ ένα
προηγούμενο ποίημα προσπάθησα να
αποδείξω,
ότι ο κόσμος
των ιδεών είναι επίσης στρογγυλός:
όταν πολύ
προχωρήσεις,
βγαίνεις (με
τανκς) απ’ την άλλη.
Οι σιωπές
που μόνη μου προκάλεσα
ας θεωρηθούν
αυτοτραυματισμοί.
Έτσι πάει.
Οι πόρτες
σχεδιάστηκαν για να ανοίγουν προς τα
μέσα,
τρώγοντας
από το ζωτικό μας χώρο.
Τίποτα δεν
είναι δωρεάν στην πόλη.
Θυμάμαι έναν
εραστή
που πριν
ξεκινήσει μου είπε: φοβάμαι.
Κουράστηκα
να μεταφράζω τα μαθηματικά μου.
Είναι μια
ιστορία που θέλω να την πω σε πρώτο
ενικό:
αυτή της
γυναίκας-φάντασμα, της λεγόμενης
«γυναίκας
δίχως
πρόσωπο». Η πιο επίμονη serial
killer.
Γεννητικό
της υλικό έχει βρεθεί σε δεκάδες
σκηνές
εγκλήματος σε Γερμανία, Γαλλία, Αυστρία
από το 1993
μέχρι και το 2009. Την αναζητούσε
η αστυνομία
σ΄ όλη την Ευρώπη για δεκαέξι χρόνια.
(Η λύση του
μυστηρίου είναι τόσο απογοητευτική
που την
παραλείπω από λεπτότητα.)
Αργότερα
στην εφηβεία, απ’ το παράθυρο του Ωδείου
ατέλειωτα
καλουπιασμένα ουρλιαχτά.
Κι εγώ αγαπώ
τη μουσική. Ακούω πολλή
με ασυνήθιστα
σημεία του σώματός.
Κάνω ένα βήμα
πίσω, παίρνω την σωστή απόσταση.
Ο κόσμος
χτίζεται με μοτίβα και επαναλήψεις,
έτσι όπως
όλοι αυτοί οι δημοσιογράφοι
πεθαίνουν
πάντα στα γενέθλια των τυράννων.
Πρέπει να
υπάρχει, συλλογίζομαι, κάποια συγγένεια
- εκεί, στα
αραιά της ύπαρξης -
ανάμεσα στον
μονόκερο και το panda.
Κάποιο είδος
κοριτσίστικης φιλίας
ανάμεσα στη
Lucy και τη Dolly.
(Οι περισσότερες
σκέψεις έρχονται απλά σαν φτέρνισμα).
Με τρομάζει
κάπως η ιδέα
ότι το πράγμα
που γνωρίζω καλύτερα απ΄ όλα
είναι το
μυϊκό σύστημα του κοτόπουλου.
(Όταν
τσαντίζομαι, λέω:
ζεις για να
ταΐζεις τα μαλλιά σου.)
Έτσι καταλήγουν
οι ιστορίες
μου σε πρώτο πρόσωπο.
Φανταστείτε
δηλαδή μια κολοκύθα
που σταδιακά
μεταμορφώνεται σε άμαξα.
Τίποτα πιο
φρικιαστικό από το θαύμα σε αργή κίνηση.
Κάθε μέρα
μαθαίνεις και κάτι.
*
Γιάννα
Μπούκοβα. Δίγλωσση
ποιήτρια, πεζογράφος και μεταφράστρια,
γεννημένη στη Σόφια της Βουλγαρίας.
Έχει εκδώσει στα βουλγαρικά δύο ποιητικές
συλλογές, μία συλλογή διηγημάτων κι ένα
μυθιστόρημα. Ζει στην Αθήνα, όπου είναι
μέλος της συντακτικής ομάδας του
περιοδικού ποίησης ΦΡΜΚ.
Ποιήματα και πεζά της έχουν μεταφραστεί
σε πάνω από δέκα γλώσσες. Στα ελληνικά
κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή της Ο
ελάχιστος κήπος
(2006). Η συλλογή της Drapetomania
είναι υπό έκδοση.