Παναγιώτης
Ιωαννίδης (επιλογή και επιμέλεια,
μετάφραση) και Ορφέας Απέργης, Μαίρη
Γιόση, Αντωνία Γουναροπούλου, Γιάννης
Δούκας, Λευτέρης Ζαχαριουδάκης, Παναγιώτης
Ιωαννίδης, Λένα Καλλέργη, Δήμητρα
Κωτούλα, Στέργιος Μήτας, Άρτεμις
Μιχαηλίδου, Χριστιάνα Μυγδάλη (μεταφράσεις)
Έζρα
Πάουντ – 28
Προσωπεία
Πώς
η ομορφιά αυτή, σαν θα ’μαι μακρυά από
’δω,
Πάλι θα με σαρώσει, τον νου θα μου κυκλώσει!
Πάλι θα με σαρώσει, τον νου θα μου κυκλώσει!
Πώς
η ώρα αυτή, όταν ασπρίσουμε κι οι δυο,
Παλίρροια
ζαφειριών θα ξαναρθεί, και θα μας
πλημμυρίσει! [1]
Η κακή τέχνη είναι ανακριβής. Είναι τέχνη που ψεύδεται. [2]
[1] Έζρα Πάουντ, «Horae Beatae Inscriptio» [Ευλογημένων Ωρών Επιγραφή], από τα «Ποιήματα του 1908-1911» – μτφρ.: Παναγιώτη Ιωαννίδη
[2] Έζρα Πάουντ, από το βιβλίο Ποιητική Τέχνη, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2016 – μτφρ.: Ελένη Πιπίνη
Ο
Ezra
Pound,
ο «καλύτερος τεχνίτης» (il
miglior fabbro) κατά
την δαντική αφιέρωση του Τ.Σ. Έλιοτ,
υπήρξε μια από τις σημαντικότερες μορφές
του ποιητικού μοντερνισμού στον 20ό
αιώνα. Αν και magnum
opus του θεωρούνται
τα πολλά και εκτενή Άσματά
του, πριν τους αφοσιωθεί ολοκληρωτικά,
καλλιέργησε και τις μικρότερες ποιητικές
μορφές. Τα ποιήματα αυτά –που συνελέγησαν
στον τόμο Personae
(Προσωπεία)– έχουν μεν μεταφραστεί στα
ελληνικά, αλλά, τα περισσότερα, εδώ κι
αρκετές δεκαετίες. Γι’ αυτό, το «Με τα
λόγια (γίνεται)» της 19 Μαρτίου 2018 –στο
καθιερωμένο ετήσιο αφιέρωμά του, στο
πλαίσιο των εορτασμών για τον “Μήνα
της ποίησης”, σε Αμερικανό ποιητή (μετά
την Emily Dickinson, τον William Carlos Williams, την
Elizabeth Bishop, τον Robert Duncan, και την Marianne
Moore)– προσκάλεσε 11 ποιήτριες και ποιητές
να μεταφράσουν επιλεγμένα ποιήματα από
τα Προσωπεία.
Συμμετείχαν οι: Ορφέας Απέργης, Μαίρη
Γιόση, Αντωνία Γουναροπούλου, Γιάννης
Δούκας, Λευτέρης Ζαχαριουδάκης, Παναγιώτης
Ιωαννίδης, Λένα Καλλέργη, Δήμητρα
Κωτούλα, Στέργιος Μήτας, Άρτεμις
Μιχαηλίδου, Χριστιάνα Μυγδάλη. Τα
πρωτότυπα ποιήματα διάβασε ο Στέφανος
Μπάσιγκαλ.
Εικόνες
σπάνιας δύναμης, αναφορές σε παλαιότερους
ποιητές διαφόρων πολιτισμών, στοχασμός
και παίγνιο, μα και η αδιάλειπτη μέριμνα
για την ποίηση ως μουσική –χαρακτηριστικό
που συχνά λησμονείται απ’ όσους σήμερα
θαυμάζουν τον Πάουντ– είναι λίγα μόνο
από τα πολύτιμα χαρακτηριστικά της
ποίησης αυτής.
Δημοσιεύουμε
εδώ τις μεταφράσεις που ακούστηκαν
εκείνη την βραδιά, καθώς και το
εργοβιογραφικό αφήγημα που συνέταξε ο
επιμελητής τού «Με τα λόγια (γίνεται)»
Παναγιώτης Ιωαννίδης.
~
O
Ezra
Weston
Loomis
Pound
γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1885 στο Hailey
της πολιτείας Idaho
των ΗΠΑ, και πέθανε την 1η
Νοεμβρίου 1972 στην Βενετία. Όσο
ζούσε, αλλά και μετά τον θάνατό του, η
πρωτοποριακή ποίησή του και η αυστηρή
κριτική του για την ποίηση δημιούργησαν
σάλο σχεδόν τόσο μεγάλο όσο και οι
πολιτικές του απόψεις. Από
τη μια, εδραίωσε τον αγγλόφωνο ποιητικό
μοντερνισμό∙ υποστήριξε –και βρήκε
εκδότες για– πλήθος συγχρόνων του άξιων
συγγραφέων (τον Τζόυς, τον Έλιοτ, τον
Χέμινγουαιυ, τον Ρόμπερτ Φροστ, κ.ά.)∙
με τα δοκίμια και τις μεταφράσεις του,
έστρεψε την προσοχή αναγνωστών και
κριτικών σε παραμελημένες εποχές –όπως
τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση στην
Ιταλία και την Γαλλία – και πολιτισμούς
– όπως της Κίνας και της Ιαπωνίας∙ ως
ποιητής, ξεκίνησε από την περίτεχνη,
αρχαΐζουσα παρωδία, για να φτάσει, μέσω
του μικρού, πυκνού ποιήματος που
αναδεικνύει την συγκεκριμένη εικόνα,
στο εκτενές «άσμα» (canto)
που χωράει και χωνεύει αμέτρητες
πληροφορίες, παίζει με τα ύφη και τα
είδη, και συνθέτει ένα σύγχρονο έπος.
Από την άλλη, την εχθρότητα προς τον
καπιταλισμό και το τραπεζικό σύστημα
–την usura:
την τοκογλυφία– διαδέχθηκαν και
συμπλήρωσαν, τα –συχνά παραληρηματικά–
πολιτικο-οικονομικά άρθρα, επιστολές
και ραδιοφωνικές εκπομπές, ο αντισημιτισμός,
η πίστη στον φασισμό – πιθανώς και
αποτελέσματα διαταραχής, αλλά σίγουρα,
μέσω των συνεπειών τους (στις οποίες θα
επανέλθουμε), αίτια
καταρράκωσης της ψυχικής του υγείας.
Προς το τέλος της ζωής του, θεωρούσε ότι
είχε όχι μόνον αποτύχει καλλιτεχνικά,
αλλά και –όπως εξομολογήθηκε στον
Αμερικανοεβραίο ποιητή Άλλεν Γκίνζμπεργκ–
πνευματικά: «Ό,τι καλό έκανα το χάλασαν
οι κακές προθέσεις – η εμμονή σε άσχετα
και βλακώδη πράγματα. Αλλά το χειρότερο
λάθος που έκανα ήταν αυτή η βλακώδης,
επαρχιώτικη προκατάληψη του αντισημιτισμού».
Μα ο Γκίνζμπεργκ επέμενε: «Μας δείξατε
τον δρόμο».
Γι’
αυτό κι εμείς, ας ξαναγυρίσουμε στον
ποιητή. Όπως
είχε πει ο ίδιος: «Ο παππούς μου από την
μια μεριά συνήθιζε να αλληλογραφεί σε
στίχους με τον διεθυντή της τοπικής
τράπεζας. Η γιαγιά μου από την άλλη και
οι αδελφοί της χρησιμοποιούσαν στίχους
στα γράμματά τους. Θεωρούνταν δεδομένο
ότι οποιοσδήποτε μπορούσε να γράψει
ποίηση». Η πρώτη του δημοσίευση ήταν,
λοιπόν, ένα λίμερικ – ένα χιουμοριστικό
ποίημα για κάποιον πολιτευτή της εποχής.
Ήταν το 1896, στα 11 του χρόνια – δημοσιευμένο
σε μια τοπική εφημερίδα:
Ήτανε ένας νέος απ’ τη Δύση,
Έπραττε κατά την βέλτιστή του κρίση∙
Μα ήρθαν οι εκλογές,
Και πνίγηκε μαθές,
Τα λοιπά η εφημερίς θα σου ιστορήσει.
Στην
Στρατιωτική Ακαδημία του Cheltenham,
από τα 12 ώς τα 15 του, επικεντρώνεται στα
Λατινικά. Το 1898, στα 13 του, επισκέπτεται
για πρώτη φορά την Ευρώπη: περιοδεία
τριών μηνών με την μητέρα και την θεία.
Εισάγεται στο Πανεπιστήμιο της
Πενσυλβανίας στα 15 του. Έναν χρόνο
αργότερα, γνωρίζει την Hilda
Doolittle,
την μετέπειτα ποιήτρια H.D.
– και πιθανώς πρώτο έρωτά του. Δεύτερο
ταξίδι στην Ευρώπη το 1902 – και το 1903
αλλάζει Πανεπιστήμιο: μελετά την παλιά
Προβηγκιανή διάλεκτο, Παλαιά Αγγλικά,
διαβάζει Δάντη, και εμπνευσμένος από
αυτόν, ήδη οραματίζεται ένα τριμερές
εκτενές ποίημα: να ο σπόρος αυτού που
αργότερα θα προσπαθήσει να πραγματώσει
με τα Cantos
του (τα Άσματα).
Κατόπιν, θα μελετήσει και Ρωμανικές
γλώσσες, και θα ξεκινήσει διδακτορική
διατριβή με θέμα τους ‘τρελλούς’ –τους
γελωτοποιούς– στο έργο του Ισπανού
Λόπε δε Βέγα. Με την σχετική υποτροφία,
ξαναφεύγει στην Ευρώπη: στο Παρίσι
πρώτα, και, μετά, στο Λονδίνο.
Το διδακτορικό του, το εγκατέλειψε. Και επανήλθε οριστικά στην Ευρώπη το 1908.
Στα 28 του, το 1913, θα γράψει στο κείμενο «Πώς ξεκίνησα»:
«Αποφάσισα ότι στα τριάντα μου θα ήξερα για την ποίηση περισσότερα από οιονδήποτε άνθρωπο εν ζωή [...], ότι θα ήξερα τι θεωρούνταν ποίηση οπουδήποτε, ποιο μέρος της ποίησης ήταν ‘άτρωτο’, ποιο μέρος δεν μπορούσε να χαθεί στην μετάφραση και –ελάχιστα λιγότερο σημαντικό– τι αποτελέσματα ήταν δυνατά σε μια μόνο γλώσσα, και ήταν παντελώς αδύνατον να μεταφραστούν. Σε αυτήν την έρευνα έμαθα, περισσότερο ή λιγότερο, εννιά ξένες γλώσσες, διάβασα Ανατολίτικα πράγματα σε μετάφραση, πάλεψα με κάθε Πανεπιστημιακό κανονισμό και με κάθε καθηγητή που προσπάθησε να με κάνει να μάθω ο,τιδήποτε πέραν αυτών, ή που με ενοχλούσε με «προαπαιτούμενα για πτυχία».»
Το 1908, λοιπόν, στην Βενετία –όπου θα πέθαινε 64 χρόνια αργότερα– ξοδεύει οκτώ από τα 80 δολλάρια που έχει πάρει μαζί του, για να τυπώσει το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο από το Καθαρτήριο του Δάντη, A lume spento: Με χαμηλή τη φλόγα.
ΤΟ
ΔΕΝΤΡΟ
Στάθηκα
ακίνητος κι ήμουν ένα δέντρο καταμεσής
στο δάσος
Κατανοώντας
την αλήθεια για πράγματα ασύλληπτα πριν
Για
τη Δάφνη και το δάφνινο τόξο
Και
για το ζευγάρι των γερόντων που δεξιώθηκαν
τους θεούς
Και
μεταμορφώθηκαν σε φτελιά και βελανιδιά
στη χέρσα γη.
Μα
μόνον αφού προσκάλεσαν ταπεινά τους
θεούς
Κι
εκείνοι δέχτηκαν να μπουν στο σπιτικό
και στην καρδιά τους
Τότε
μονάχα έγινε το θαύμα.
Κι
όμως έγινα κι εγώ ένα δέντρο καταμεσής
στο δάσος
Και
κατάλαβα τόσα καινούργια πράγματα
Που
ως τότε μου φαίνονταν καθαρή ανοησία.
– μτφρ.:
Μαίρη Γιόση
Η
λονδρέζικη εφημερίδα «Ήβνιν Στάνταρντ»
σχολιάζει: «κάτι ξέφρενο που σε
στοιχειώνει, απόλυτα ποιητικό, πρωτότυπο,
γεμάτο φαντασία, παθιασμένο, και
πνευματικό».
DE
AEGYPTO
[Περί του Αιγυπτίου]
Εγώ,
ναι, εγώ είμαι αυτός που ξέρει τις οδούς
Μέσα
απ’ τους ουρανούς κι έχει τον άνεμό
τους σώμα.
Συνάντησα
την Κυρία της Ζωής,
Εγώ,
ναι, εγώ είμαι αυτός που φεύγει με τα
χελιδόνια.
Στα
πράσινα και γκρι τα ενδύματά της
Σέρνονται
στον άνεμο.
Εγώ,
ναι, εγώ είμαι αυτός που ξέρει τις οδούς
Μέσα
απ’ τους ουρανούς κι έχει τον άνεμό
τους σώμα.
Manus
animam
pinxit,
H
πένα μου έτοιμη στο χέρι μου
Να
γράψει την κεκυρωμένη λέξη...
Το
στόμα μου να ψάλλει το καθαρό τραγούδι!
Ποιος
έχει το στόμα να το λάβει,
Το
τραγούδι για τη Λωτό του Κούμι;
Εγώ,
ναι, εγώ είμαι αυτός που ξέρει τις οδούς
Μέσα
απ’ τους ουρανούς κι έχει τον άνεμό
τους σώμα.
Φλόγα
είμαι που υψώνεται ως μες στον ήλιο,
Εγώ,
ναι, εγώ είμαι αυτός που φεύγει με τα
χελιδόνια.
Το
φεγγάρι πάνω στο μέτωπό μου,
Οι
άνεμοι κάτω απ’ τα χείλη μου.
Το
φεγγάρι ολόγιο μαργαριτάρι στα σαπφείρινα
νερά,
Δροσερά
στα δάχτυλά μου τα νερά που κυλούν.
Εγώ,
ναι, εγώ είμαι αυτός που ξέρει τις οδούς
Μέσα
απ’ τους ουρανούς κι έχει τον άνεμό
τους σώμα.
– μτφρ.:
Δήμητρα Κωτούλα
Τον
Αύγουστο του 1908 εγκαθίσταται στο Λονδίνο,
όπου θα ζήσει για τα επόμενα 12 χρόνια.
Γράφει στον φίλο του απ’ το πανεπιστήμιο,
τον επίσης σπουδαίο ποιητή Γουίλλιαμ
Κάρλος Γουίλλιαμς: «Το Λονδίνο, το
φίλτατο Λονδίνο, είναι ο τόπος για την
ποίηση.» Αργότερα θα πει: «Πήγα στο
Λονδίνο γιατί πίστευα πως ο Γαίητς ήξερε
περισσότερα για την ποίηση από οποιονδήποτε
άλλον».
ΣΕ
ΦΥΛΑΚΗ
(1907)
Νοσταλγώ
τους ανθρώπους σαν εμένα
Ω,
ξέρω πως έχω εδώ ανθρώπους, φιλικά
πρόσωπα,
Όμως
νοσταλγώ τους ανθρώπους σαν εμένα.
«Πουλούν
τους πίνακές μας!», Ε, λοιπόν,
Δεν
με αγγίζουν, ίσως λίγο εδώ κι εκεί,
Μα
δεν μ’ επηρεάζουν, κι όλη η ζωή μου έχει
γίνει
Μία
φλόγα, που δεν φτάνει πιο πέρα
Από
την εστία της καρδιάς μου,
Ή
κρύβεται στις στάχτες της για σένα.
«Εσένα;»
Ω, «εσύ» είναι εκείνος που θα έρθει
πρώτος
Από
τους συγγενείς της ψυχής μου,
Διότι
νοσταλγώ τους ανθρώπους σαν εμένα
Και
οι συνηθισμένοι άνθρωποι δεν μ’ αγγίζουν.
Και
νοσταλγώ
Τους
ανθρώπους σαν εμένα που γνωρίζουν, και
νιώθουν
Και
αγαπούν την ομορφιά και τις τέχνες.
Ναι,
νοσταλγώ τους συγγενείς του πνεύματός
μου
Και
δεν έχω κανέναν κοντά μου παρά μόνο στις
σκιές
Όταν
έρχονται εκείνοι,
πλημμύρα δύναμης, «ΔΑΙΜΟΝΑΣ,»
«Σχεδόν
ΚΑΛΟΥΝ». Ο Σ.Τ. λέει ότι η Ομορφιά είναι
κυρίως αυτό, ένα
«κάλεσμα
της ψυχής.»
Λοιπόν,
έτσι καλούν εκείνοι, από τη δίνη της
ομίχλης της ψυχής μου,
Εκείνοι
που έρχονται σ’ εμένα, φέρνοντας παλιά
μαγεία.
Για
όλα αυτά, νοσταλγώ τους ανθρώπους σαν
εμένα
Και
θα τους συναντούσα, κι ας είμαι έτσι,
Σαβανωμένος
με σάρκα, φέροντας το μυστικό.
«Όλοι
εκείνοι που με παράξενη θλίψη»
Κοροϊδεύουν
τη γη, κι είναι καλοί με όλους,
Σύντροφοί
μου, ναι, γνωρίζω τη δόξα
Των
απέραντων, όμως εσείς, που κρύβεστε
Όπως
κρύβομαι κι εγώ τον περισσότερο καιρό
Και
ξαφνικά έρχεστε στα παράθυρα μόνο για
λίγο
Για
αγάπη ή ελπίδα, ή ομορφιά ή για δύναμη,
Και
μετά σιγοκαίγεστε, με μισόκλειστα
βλέφαρα
Και
δεν σας αγγίζει καμιά ηχώ του κόσμου.
Ω,
εσείς, σύντροφοί μου: κάποιοι έχουμε
ανάμεσά μας θάλασσες,
Μαβιές
και ζαφειρένιες, αφού τα ασημένια
κοντάρια
Του
ήλιου και του αφρού κομματιάστηκαν στις
πλώρες·
Κι
άλλους τους κρατούν μακριά οι λόφοι,
Οι
μικροί λόφοι στα ανατολικά μας, παρόλο
που εδώ
Έχουμε
υγρασία και πεδιάδες, μέσα τους να μας
κλείνουν.
Κι
όμως, η ψυχή μου τραγουδά «Ψηλά!» και
γινόμαστε ένα.
Ναι,
εσύ, κι Εσύ, κι ΕΣΥ, και όλοι οι συγγενείς
μου
Που
έχω γι’ αυτούς πάντα κόρφο ζεστό και
αγκαλιά,
Γιατί
σας αγαπώ όπως τα δέντρα ο άνεμος
Που
τα άνθη και τα φύλλα τους φροντίζει
Και
απ’ τα κλαδιά τους καλεί το μέγιστο
τραγούδι
Γιατί,
εκτός από τη λεύκα, θα ήταν βουβά χωρίς
αυτόν
Σκιές
ακίνητες, χωρίς να λένε στα πουλιά να
ψιθυρίσουν πώς
«Πέρα
μακριά, μακριά, μακριά, υπάρχει κάτι…»
– μτφρ.:
Λένα Καλλέργη
Ας
θυμηθούμε πως στην βικτωριανή εκείνη
Βρετανία, κυριαρχούν μεταρομαντικοί
ποιητές όπως ο Τέννυσον και ο Κίπλινγκ,
που δεν τους λείπει η αισθηματολογία
και η ηθικολογία. Ο Πάουντ προφανώς
στοχεύει αλλού, κι επιχειρεί κάτι νέο.
Καταφέρνει να πείσει έναν βιβλιοπώλη
να εκθέσει το πρώτο του βιβλίο στην
προθήκη του – και αρχίζει πια να
συζητιέται από τους ειδήμονες. Τον
Αύγουστο τυπώνει την δεύτερη συλλογή
του. Ο Φορντ Μάντοξ Φορντ, φίλος του,
λογοτέχνης και εκδότης περιοδικών
σημαντικών για την εξέλιξη της αγγλόφωνης
λογοτεχνίας στις αρχές του 20ου
αιώνα, τον περιγράφει ως εξής: «πλησίαζε
με βήμα χορευτή, ξιφασκώντας μ’ ένα
μπαστούνι εναντίον κάποιου φανταστικού
αντιπάλου. Φόραγε παντελόνι από πράσινη
τσόχα του μπιλλιάρδου, ροζ σακάκι,
θαλασσί πουκάμισο, μια γραβάτα ζωγραφισμένη
από κάποιον Ιάπωνα φίλο, ένα τεράστιο
σομπρέρο, κι είχε ένα φλογάτο γένι μυτερό
στην άκρη, κι ένα μοναδικό, μεγάλο, μπλε
σκουλαρίκι.»
ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΑ
Ήρθες
μέσα απ’ τη νύχτα
Κι
είχες στα χέρια σου λουλούδια
Τώρα
θα ’ρθείς μέσα από ένα μπερδεμένο
πλήθος,
Μέσα
από έναν αναβρασμό λόγων για σένα.
Εγώ
που σ’ έχω δει σε πράγματα πρωταρχικά
Θύμωνα
όταν έλεγαν το όνομά σου
Σε
συνηθισμένα μέρη.
Μακάρι
τα δροσερά κύματα να πάφλαζαν πάνω από
το μυαλό μου,
Κι
ο κόσμος να ξεραινόταν σαν φύλλο νεκρό,
Ή
σαν τους σπόρους της πικραλίδας και να
με παρέσερνε μακριά,
Για
να μπορέσω να σε ξαναβρώ,
Μονάχη.
– μτφρ.:
Άρτεμις Μιχαηλίδου
ERAT
HORA
«Σ’
ευχαριστώ, ό,τι κι αν γίνει». Κι έπειτα
έκανε μεταβολή
Και,
όπως μια ηλιαχτίδα σε λουλούδια κρεμαστά
Ξεθωριάζει
όταν ο άνεμος τα σπρώχνει στην άκρη,
Έφυγε
γοργά από κοντά μου. Όχι, ό,τι κι αν γίνει
Μια
ώρα ήταν
ηλιόλουστη και οι θεοί που στέκονται
ψηλότερα
Δεν
μπορούν να καυχηθούν για τίποτε καλύτερο
Απ’
το να έχουν δει την ώρα αυτή καθώς
περνούσε.
– μτφρ.: Άρτεμις Μιχαηλίδου
Από
την εποχή αυτή και μέχρι το τέλος της
ζωής του, ο Πάουντ δεν θα παύσει, εκτός
από το να γράφει ποιήματα, να μεταφράζει
και να γράφει σημαντικές κριτικές και
δοκίμια, για διάφορα περιοδικά.
Το 1909, σε κάποιο λογοτεχνικό σαλόνι, γνωρίζει την Ντόροθυ Σαίηκσπηρ∙ θα παντρευτούν πέντε χρόνια αργότερα. Μέσω αυτής, γνωρίζει εντέλει από κοντά τον σπουδαίο πρεσβύτερο Ιρλανδό ποιητή Γαίητς, που είχε υπάρξει εραστής της∙ για κάποιο διάστημα, ο Πάουντ θα εργασθεί ως ‘γραμματέας’ και ‘βοηθός’ του.
Το 1909, σε κάποιο λογοτεχνικό σαλόνι, γνωρίζει την Ντόροθυ Σαίηκσπηρ∙ θα παντρευτούν πέντε χρόνια αργότερα. Μέσω αυτής, γνωρίζει εντέλει από κοντά τον σπουδαίο πρεσβύτερο Ιρλανδό ποιητή Γαίητς, που είχε υπάρξει εραστής της∙ για κάποιο διάστημα, ο Πάουντ θα εργασθεί ως ‘γραμματέας’ και ‘βοηθός’ του.
Η
ΦΛΟΓΑ
Δεν
είν’ παιχνίδι με ταίρια και ζευγάρωμα,
Το ’ξερε η Προβηγκία∙
Δεν είν’ παιχνίδι με παζάρια, γη και σπίτια,
Το ’ξερε η Προβηγκία∙
Εμείς, σοφοί πέρα από την σοφία που ονειρευτήκατε,
Πίνουμε τις αθάνατες στιγμές μας∙ και «διαβαίνουμε».
Προελαύσαμε πέρα από τα δεσμά κι από τα σύνορά σας,
Το ’ξερε η Προβηγκία∙
Και όλοι οι μύθοι του Οσσιανού λεν μόνο αυτό:
Πως ο άνθρωπος περνά μέσ’ απ’ το δίχτυ ημερών και ωρών.
Εκεί όπου ζαρώνει ο Χρόνος για να γίνει σπόρια του χρόνου
Εμείς οι Αείζωοι, σε αυτό το φως
Σμίγουμε μέσ’ από τα πέπλα μας και ψιθυρίζουμε – για αγάπη.
Το ’ξερε η Προβηγκία∙
Δεν είν’ παιχνίδι με παζάρια, γη και σπίτια,
Το ’ξερε η Προβηγκία∙
Εμείς, σοφοί πέρα από την σοφία που ονειρευτήκατε,
Πίνουμε τις αθάνατες στιγμές μας∙ και «διαβαίνουμε».
Προελαύσαμε πέρα από τα δεσμά κι από τα σύνορά σας,
Το ’ξερε η Προβηγκία∙
Και όλοι οι μύθοι του Οσσιανού λεν μόνο αυτό:
Πως ο άνθρωπος περνά μέσ’ απ’ το δίχτυ ημερών και ωρών.
Εκεί όπου ζαρώνει ο Χρόνος για να γίνει σπόρια του χρόνου
Εμείς οι Αείζωοι, σε αυτό το φως
Σμίγουμε μέσ’ από τα πέπλα μας και ψιθυρίζουμε – για αγάπη.
Ω
ίσκιε και καπνέ κόσμου που σκοτεινιάζει,
Αυτά, και τ’ άλλα, κι όλα τ’ άλλα τα γνωρίζαμε.
Αυτά, και τ’ άλλα, κι όλα τ’ άλλα τα γνωρίζαμε.
Δεν
είν’ παιχνίδι με ταίρια και ζευγάρωμα,
Δεν είν’ παιχνίδι με παζάρια, γη και σπίτια,
Δεν είναι για «μερόνυχτα», χρόνια της ταραχής,
Μάγουλα που βαθούλωσαν, μαλλιά χρυσά που ασπρίσαν∙
Υπάρχει μία μουσική λεπτότερη, φως καθαρό,
Όπου ο χρόνος πάλι γύρω καίει απ’ την αιώνια θράκα.
Κανένας δεν μας έκλεισε έξω απ’ τους χίλιους ουρανούς:
Ιδού, είναι πολλοί οι θεοί που έχουμε δει,
Κόσμος όχι της γης αυτής, τόποι θαυμάσιοι,
Προπύργια βήρυλλου και χρυσοπράσιου.
Δεν είν’ παιχνίδι με παζάρια, γη και σπίτια,
Δεν είναι για «μερόνυχτα», χρόνια της ταραχής,
Μάγουλα που βαθούλωσαν, μαλλιά χρυσά που ασπρίσαν∙
Υπάρχει μία μουσική λεπτότερη, φως καθαρό,
Όπου ο χρόνος πάλι γύρω καίει απ’ την αιώνια θράκα.
Κανένας δεν μας έκλεισε έξω απ’ τους χίλιους ουρανούς:
Ιδού, είναι πολλοί οι θεοί που έχουμε δει,
Κόσμος όχι της γης αυτής, τόποι θαυμάσιοι,
Προπύργια βήρυλλου και χρυσοπράσιου.
Σαπφείρινη
Βήνακε, στην αχλύ σου, σ’ εσένα
Η Φύση η ίδια έγινε μεταφυσική,
Ποιος θα δει το γαλάζιο σου και δεν θα πιστέψει;
Η Φύση η ίδια έγινε μεταφυσική,
Ποιος θα δει το γαλάζιο σου και δεν θα πιστέψει;
Συ
καλυμμένο οπάλιο, μαργαριτάρι αιώνιο,
Ω συ σκοτεινό μυστικό δαπέδου λαμπυρίζοντος,
Μέσ’ από τις ποικίλες σου διαθέσεις, δικό μου σε γνωρίζω∙
Ω συ σκοτεινό μυστικό δαπέδου λαμπυρίζοντος,
Μέσ’ από τις ποικίλες σου διαθέσεις, δικό μου σε γνωρίζω∙
Αν
την ψυχή μου ένωσα, ή τελείως
Διαλύθηκα και κλείστηκα, σε ο,τιδήποτε στη γη,
Κει θα με βρεις, Ω αγωνιώδες συ,
Που έξω απ’ τις πύλες μου καλείς έναν χαμένο εμένα∙
Λέω πως κυλώντας η ψυχή μου γύρισε, διάφανη έγινε.
Αγάπη, μη ζητάς τα χείλη μου, άσε μου τα χέρια,
Το πράγμα που σαν άνθρωπος κινείται δεν είν’ πια θνητό.
Αν είδες τη σκιά μου δίχως χαρακτήρα,
Αν είδες τον καθρέφτη αυτόν κάθε στιγμής,
Το γυαλί αυτό προς καθετί που το επισκιάζει,
Μην με ονομάσεις τον καθρέφτη αυτόν, πάει, γλίστρησα
Από τον ασπασμό σου, έχω διαφύγει.
Διαλύθηκα και κλείστηκα, σε ο,τιδήποτε στη γη,
Κει θα με βρεις, Ω αγωνιώδες συ,
Που έξω απ’ τις πύλες μου καλείς έναν χαμένο εμένα∙
Λέω πως κυλώντας η ψυχή μου γύρισε, διάφανη έγινε.
Αγάπη, μη ζητάς τα χείλη μου, άσε μου τα χέρια,
Το πράγμα που σαν άνθρωπος κινείται δεν είν’ πια θνητό.
Αν είδες τη σκιά μου δίχως χαρακτήρα,
Αν είδες τον καθρέφτη αυτόν κάθε στιγμής,
Το γυαλί αυτό προς καθετί που το επισκιάζει,
Μην με ονομάσεις τον καθρέφτη αυτόν, πάει, γλίστρησα
Από τον ασπασμό σου, έχω διαφύγει.
– μτφρ.:
Παναγιώτης Ιωαννίδης
Ο
ΒΩΜΟΣ
Ας
χτίσουμε εδώ μία φιλία εξαίσια,
Η
φλόγα, το φθινόπωρο, και το πράσινο ρόδο
της αγάπης
Έδωσαν
τη μάχη τους εδώ, είν’ ένα μέρος θαυμαστό∙
Εκεί
όπου υπήρξανε αυτά, ιδού, το χώμα είναι
άγιο
– μτφρ.:
Άρτεμις Μιχαηλίδου
Το
1909 εκδίδεται η συλλογή του Personae
(Προσωπεία), η πρώτη που θα έχει και
εμπορική απήχηση. Ο τίτλος αυτός, από
το 1926 και ύστερα, με σταδιακές προσαυξήσεις
και μεταβολές, θα στεγάζει τα συντομότερα
ποιήματά του, όσα γράφτηκαν δηλαδή πριν
ο ποιητής να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά
στα Άσματα.
Το
1911, καταφθάνει και η Χίλντα Ντούλιτλ
στο Λονδίνο∙ οι δυο τους, μαζί και με
τον μετέπειτα σύζυγό της, επίσης ποιητή,
Ρίτσαρντ Ώλντιντον, μελετούν καθημερινά
στο Βρετανικό Μουσείο. Εκεί, το 1912 και
’13, ο Πάουντ γνωρίζει την ιαπωνική
χαρακτική και τα συντομότατα, καλλιγραφημένα
ιαπωνικά ποιήματα. Και, την ίδια εποχή,
συνθέτει το έβδομο βιβλίο του, Ripostes
(στην ορολογία της ξιφασκίας, «αντινύξεις»),
σταδιακά απομακρυνόμενος από το
προηγούμενο περίτεχνο ύφος του. Την
χρονιά έκδοσης του βιβλίου αυτού, το
1912, οι τρεις ποιητές ‘ιδρύουν’ το
ποιητικό κίνημα του “Imagisme”,
του Εικονισμού, που πρεσβεύει ότι το
φυσικό αντικείμενο είναι πάντα το
«επαρκές σύμβολο». Τρεις οι βασικές
αρχές του, όπως ο Πάουντ θα τις συνοψίσει
αργότερα στο δοκίμιό του «Μια αναδρομή»:
«1.
Άμεσος χειρισμός τού «πράγματος», είτε
υποκειμενικού είτε αντικειμενικού.
2. Να μην χρησιμοποιείς απολύτως καμμία λέξη που δεν συνεισφέρει στην ανάπτυξη του θέματος.
3. Όσον αφορά τον ρυθμό: να συνθέτεις σύμφωνα με την αλληλουχία της μουσικής φράσης, όχι την αλληλουχία του μετρονόμου.»
2. Να μην χρησιμοποιείς απολύτως καμμία λέξη που δεν συνεισφέρει στην ανάπτυξη του θέματος.
3. Όσον αφορά τον ρυθμό: να συνθέτεις σύμφωνα με την αλληλουχία της μουσικής φράσης, όχι την αλληλουχία του μετρονόμου.»
Η
εικόνα ορίζεται ως «ένα διανοητικό και
συναισθηματικό σύμπλεγμα σε μία χρονική
στιγμή» και ως «ερμηνευτική μεταφορά»
– ενώ συνιστάται η «έντονη δυσπιστία
στην αφηρημένη και γενική δήλωση ως
μέσου για την μετάδοση των σκέψεών μας
στους άλλους».
Έτσι,
με τις Αντινύξεις,
ο Πάουντ εγκαινιάζει ένα πιο απλό ύφος,
κατά τους κανόνες του Εικονισμού. Ας
δούμε τρία ποιήματα από το βιβλίο αυτό:
SILET
Σαν
βλέπω πώς το μαύρο, θείο μελάνι στάζει
Από
την αθάνατη πένα μου – πέρα, λοιπόν!
Γιατί
να κοντοσταθούμε, διόλου, σε όσα βάζει
Ο
νους μου; Είναι αρκετά όσα τυχαίνει να
πω.
Είναι
αρκετό που κάποτε σμίξαμε εμείς
Προς
τι, λοιπόν, να το βάλουμε σε ρίμες;
Στο
φθινόπωρο ψάχνει την άνοιξη κανείς,
Το
μάη στων ψυχρών ανέμων τους μήνες;
Είναι
αρκετό που κάποτε σμίξαμε εμείς
Τι
κι αν ο άνεμος έχει τη βροχή αναστρέψει;
Είναι
αρκετό που κάποτε σμίξαμε εμείς
Ο
χρόνος το είδε – και δεν θα επιστρέψει.
Και
ποιοι είμαστε, που ξέρουμε την ύστατη
δίκη,
Και
την επαύριο θα επιβαρύνουμε με διαθήκη!
Βερόνα
1911
– μτφρ.:
Στέργιος Μήτας
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
Αυτό
το πράγμα, που διαθέτει κωδικό αλλά όχι
εαυτό,
Παγιώνει
«επαφές» εκεί που ίσως ν’ αναπτύσσονταν
σχέσεις στοργικές
Κι
έτσι, τίποτα τώρα
Δεν διαταράσσει τους αντικατοπτρισμούς
του.
– μτφρ.:
Δήμητρα Κωτούλα
SUB
MARE
Eίναι
και δεν είναι, κι είμαι αρκετά στα λογικά
μου.
Από
τότε που ήρθες
Ο
χώρος τούτος στροβιλίζεται γύρω μου,
Αυτή
η ψευδαίσθηση από ρόδα του φθινοπώρου,
Κι
ύστερα υπάρχει ένα χρώμα χρυσαφί,
αλλιώτικο.
Και
στέκει κάποιος στα πράγματα αυτά
Καθώς
λεπτεπίλεπτα φύκια τεντώνονται κι
ανεβαίνουν
Κάτω
από χλωμοπράσινους, αργούς κυματισμούς
Των
υπόγειων ρευμάτων,
Ανάμεσα
σε πράγματα αρχαιότερα
Κι
απ΄τα ονόματα που κουβαλούν,
Αυτά
τα πράγματα που είναι ακόλουθοι του
θεού.
– μτφρ.: Μαίρη Γιόση
Και
ένα ποίημα από το Blast,
δυο χρόνια αργότερα, το 1914:
POST
MORTEM CONSPECTU [Ενόραση
μετά
θάνατον]
Ένα
καστανό, χοντρό μωρό καθισμένο μέσα στο
λωτό,
Κι
εσύ χαρούμενη, να γελάς
Μ’
ένα γέλιο που δεν είναι «εκ του κόσμου
τούτου».
Είναι
καλό να πλατσουρίζεις μέσα στο νερό
Και
το τέλος όλων των πραγμάτων είναι γέλιο.
–
μτφρ.: Δήμητρα Κωτούλα
Το
1913, η χήρα του Αμερικανού καθηγητή Έρνεστ
Φενολλόσα, που είχε μελετήσει την
κινεζική ποίηση με Ιάπωνες δασκάλους,
παραδίδει στον Πάουντ τις αδημοσίευτες
σημειώσεις του συζύγου της. Βασισμένος
σε αυτές, ο Πάουντ γράφει τα ποιήματα
της Κατάης
(1915). Αν και δηλώνονται ως μεταφράσεις
από κινεζικά ποιήματα, κυρίως του Λι
Μπάι (Ριχάκου στα ιαπωνικά, και γνωστότερου
στα ελληνικά ως Λι Πο), οι ελευθερίες
που παίρνει ο ποιητής (εν μέρει λόγω και
παρανοήσεων του ίδιου του Φενολλόσα)
κάνουν το βιβλίο αυτό μάλλον πρωτότυπο
έργο – που κάποιοι μάλιστα ερμήνευσαν
ως την αντιπολεμική ποιητική αντίδραση
του ίδιου του Πάουντ στον Α’ Π.Π. –
ερμηνεία πολύ εύλογη. Πάντως, είναι η
πρώτη φορά που κινεζικά ποιήματα
μεταφράζονται στα αγγλικά σε ελεύθερο
στίχο.
Να
τέσσερα ποιήματα από το ρηξικέλευθο
αυτό, ιστορικής σημασίας αλλά και σπάνιας
τέχνης, βιβλίο. Μα, πριν απ’ αυτά, είναι
σκόπιμο να ακούσουμε τι έλεγε ο ίδιος
για τα ποιήματά του που χαρακτήριζε ως
«δραματικο-λυρικά»: «Συλλαμβάνω τον
χαρακτήρα που τυχαίνει να με ενδιαφέρει
σε μια στιγμή που με ενδιαφέρει, συνήθως
μια στιγμή τραγουδιού, αυτοανάλυσης, ή
αιφνίδιας κατανόησης ή αποκάλυψης.
Ζωγραφίζω τον άνθρωπό μου όπως τον
αντιλαμβάνομαι.»
Η
ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΟΥ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ: ΓΡΑΜΜΑ
Όσο
ακόμα είχα στο μέτωπο ίσια κομμένα τα
μαλλιά
Έπαιζα
γύρω απ’ την αυλόπορτα, ξεριζώνοντας
λουλούδια.
Εσύ
περνούσες με ξυλοπόδαρα μπαμπού,
παίζοντας το άλογο,
Τριγύριζες
κει που καθόμουν, παίζοντας με μπλε
μύρτιλλα.
Και
η ζωή μας κυλούσε στο χωριό Τσοκάν:
Δυο
μικροί άνθρωποι, δίχως αντιπάθειες ή
καχυποψία.
Στα
δεκατέσσερα, σε πήρα άντρα μου κι Αφέντη.
Δε
γέλαγα ποτέ, ήμουν συνεσταλμένη.
Ρίχνοντας
το κεφάλι χαμηλά, κοίταζα τον τοίχο.
Χίλιες
φορές να με φωνάζαν, εγώ δεν κοίταζα
πίσω ποτέ.
Στα
δεκαπέντε σταμάτησα να κατεβάζω μούτρα,
Λαχτάρησα
η σκόνη μου ν’ αναμειχθεί με τη δική
σου
Για
πάντα και για πάντα και για πάντα.
Γιατί
ν’ ανεβαίνω στη βίγλα να κοιτώ;
Στα
δεκάξι αναχώρησες,
Πήγες
στα βάθη του μακρινού Κου-το-έν, στο
ποτάμι με τις μικρές ανάδρομες ρουφήχτρες,
Και
λείπεις πέντε μήνες.
Οι
μαϊμούδες από πάνω μου θορυβούν λυπητερά.
Έσερνες
τα βήματά σου όταν έφυγες.
Τώρα
στην αυλόπορτα, το μούσκλι έχει ριζώσει,
μούσκλια διάφορα,
Πολύ
βαθιά, πώς να τα καθαρίσω!
Τα
φύλλα φέτος το φθινόπωρο πέφτουν νωρίς,
φυσάει.
Δυο
δυο οι πεταλούδες έχουν ήδη το κίτρινο
του Αυγούστου
Πάνω
απ’ το γρασίδι στον Δυτικό κήπο˙
Με
πονούν. Μεγαλώνω.
Αν
τυχόν έρχεσαι κατεβαίνοντας τα στενά
του ποταμού Κιάνγκ,
Σε
παρακαλώ μήνυσέ μου από πριν,
Και
θα ’ρθω να σε προϋπαντήσω
Ακόμα
και ως το Το-φου-σά.
Του Ριχάκου
– μτφρ.:
Αντωνία Γουναροπούλου
ΤΟ
ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΗΣ ΣΚΑΛΑΣ ΜΕ ΤΑ ΠΟΛΥΤΙΜΑ
ΠΕΤΡΑΔΙΑ
Τα
στολισμένα με πετράδια σκαλοπάτια είναι
ήδη
εντελώς λευκά από την πάχνη,
Είναι
τόσο αργά, που η πάχνη νοτίζει
τις
αραχνοΰφαντές μου κάλτσες,
Αφήνω
να πέσει η κρυστάλλινη κουρτίνα
Και
ατενίζω το φεγγάρι
μες
στην αιθρία του φθινοπώρου.
Του
Ριχάκου
Σημείωση.–Σκάλα
με πολύτιμα πετράδια, άρα παλάτι.
Παράπονο, άρα κι αιτία παραπόνου.
Αραχνοΰφαντες κάλτσες, άρα κυρία της
αυλής, όχι κάποια θεραπαινίδα που
παραπονείται. Αίθριο φθινόπωρο, άρα
εκείνος δεν έχει δικαιολογία από τον
καιρό. Περαιτέρω, εκείνη έχει έλθει από
νωρίς, διότι η πάχνη δεν λεύκανε απλώς
τα σκαλιά, αλλά είχε νοτίσει τις κάλτσες
της. Το ποίημα εκτιμάται ιδιαιτέρως,
καθώς η γυναίκα δεν εκφράζει κάποια
ευθεία μομφή.
– μτφρ.:
Στέργιος Μήτας
ΓΡΑΜΜΑ
ΕΞΟΡΙΣΤΟΥ
Στον
Σο-Κιν του Ρακουγιό, αρχαίο φίλο,
Καγκελάριο του Γκεν.
Τώρα
θυμάμαι ότι μου έχτισες έναν ειδικό
ξενώνα
Δίπλα
στη νότια πλευρά της γέφυρας στο Τεν-σιν.
Με
κίτρινο χρυσό και λευκά πετράδια,
πληρώσαμε για γέλιο και τραγούδια
Κι
ήμασταν μεθυσμένοι για μήνες και μήνες,
ξεχνώντας τους βασιλείς και
πρίγκιπες.
Ευφυείς
άνδρες ήρθαν περιπλανώμενοι απ’ την
θάλασσα και απ’ τα δυτικά
σύνορα,
Και
μαζί τους, και μαζί σου ιδιαίτερα
Ουδέν
γι’ αντιγνωμία,
Και
ουδέν γι’ αυτούς η διάβαση βουνών και
θαλασσών,
Μονάχα
για να είναι στη συντροφιά εκείνη,
Και
λέγαμε ό,τι είχαμε στον νου και στην
καρδιά, και χωρίς μετάνοια.
Και
ύστερα με έστειλαν στο Νότιο Ουάι,
πνιγμένο
σε άλση με δάφνες,
Και
εσένα στο βορρά του Ράκου-χόκου,
Μέχρις
ότου δεν είχαμε κοινές παρά μόνο σκέψεις
και μνήμες.
Και
ύστερα, όταν ο χωρισμός είχε φτάσει στο
χειρότερο σημείο,
Συναντηθήκαμε,
και ταξιδέψαμε στο Σεν-Γκο,
Μέσα
και από τις τριάντα έξι πτυχές των
γυριστών, στριφτών νερών,
Σε
μια κοιλάδα των χιλίων λαμπερών ανθών,
Εκείνη
ήταν η πρώτη κοιλάδα·
Και
σε δέκα χιλιάδες κοιλάδες γεμάτες φωνές
και αέρηδες πεύκων.
Και
με αργυρή σαγή και ηνία από χρυσό,
Εβγήκε
έξω ο επιστάτης από τ’ Ανατολικά του
Καν και η συνοδεία του.
Και
ήρθε επίσης και ο «Αληθινός» του Σι-γιο
για να με συναντήσει,
Παίζοντας
σε ένα λιθοστόλιστο αυλό.
Στους πολυώροφα
σπίτια των Σαν-Κο μας προσέφεραν και
άλλη μουσική Σέννιν,
Πολλά όργανα,
σαν τον ήχο μικρών φοίνικα νεοσσών.
Ο επιστάτης
του Καν Τσου, μεθυσμένος, χόρεψε
επειδή τα
μανίκια του δεν έλεγαν να μείνουν
ακίνητα.
Με εκείνη τη
μουσική να παίζει,
Και εγώ,
τυλιγμένος σε υφαντό, αποκοιμήθηκα με
το κεφάλι στην ποδιά του,
Και με το
πνεύμα μου τόσο ψηλά που έφτανε παντού
στα ουράνια,
Και πριν το
τέλος της ημέρας είχαμε σκορπιστεί σαν
τα άστρα, ή τη βροχή.
Έπρεπε να
φύγω για το Σο, πέρα μακριά πέρα από τα
νερά,
Εσύ πίσω στη
γέφυρα σου στον ποταμό.
Και ο πατέρας
σου, που ήταν γενναίος σαν πάνθηρας,
Ήτανε
κυβερνήτης στο Χε Σιου, και κατέστειλε
τον βάρβαρο όχλο.
Και κάποιον
Μάιο σε έβαλε να με καλέσουν,
παρά την
μεγάλη απόσταση.
Και κάτι οι
σπασμένοι τροχοί και τα λοιπά, δεν θα
πω ότι δεν ήταν
κόπος,
Σε δρόμους
στρεβλούς σαν πρόβια έντερα.
Και ακόμη
πήγαινα, στα τέλη του έτους,
μες στον
κοφτερό άνεμο από τον Βορρά,
Και σκεπτόμενος
πόσο λίγο σε ένοιαζε το τίμημα,
και πόσο εσύ
νοιαζόσουν αρκετά ώστε να το πληρώσεις.
Και τι υποδοχή:
Κύπελλα από
κόκκινο νεφρίτη, δείπνο άρτια στρωμένο
σε ζαφειρένια τράπεζα,
Και μέθυσα,
και σκέψη επιστροφής δεν είχα.
Και εσύ
έβγαινες περίπατο μαζί μου ως την δυτική
γωνία του
κάστρου,
Στον ναό της
δυναστείας, με γύρω του νερό καθαρό σαν
γαλάζιο νεφρίτη,
Με βάρκες να
πλέουν, και τον ήχο αυλών και τυμπάνων,
Με ρυτιδώσεις
σαν δράκου λέπια, που γίνονταν πράσινες
σαν χλόη πάνω στο νερό,
Απόλαυση
διαρκής, με εταίρες, να φεύγουν και να
έρχονται δίχως
αργοπορία,
Με νιφάδες
ιτιάς να πέφτουν σαν χιόνι,
Και τις
κινναβάρο-βαμμένες κόρες να μεθούν περί
το ηλιοβασίλεμα,
Και το νερό,
εκατό πόδια βαθύ, να αντανακλά πράσινα
ματόφρυδα,
―Ματόφρυδα
βαμμένα πράσινα είναι όμορφη όψη στο
νεαρό σεληνόφως,
Με χάρη
βαμμένα―
Και οι κόρες
να τραγουδούν η μία στην άλλη,
Να χορεύουν
μες σε διάφανο υφαντό,
Και ο άνεμος
να υψώνει το τραγούδι, και να το διακόπτει,
Πετώντας το
ψηλά κατά τα σύννεφα,
Και όλο αυτό
τερματίζει.
Και ξανά δεν
απαντάται.
Πήγα στην
Αυλή για εξετάσεις,
Δοκίμασα την
τύχη του Λαγιού, υπέβαλα άσμα στο Τσόγιο,
Και προαγωγή
καμιά δεν πήρα,
Και στα Όρη
της Ανατολής επέστρεψα
Ασπρομάλλης.
Και άλλη μία
φορά, αργότερα, συναντηθήκαμε στο Νότιο
προγεφύρωμα.
Και ύστερα
το πλήθος σκόρπισε, και εσύ πήγες βόρεια
στο παλάτι Σαν,
Και αν ρωτάς
πόσο λυπάμαι τον χωρισμό εκείνο:
Είναι σαν τα
άνθη που πέφτουν στο τέλος της Άνοιξης
Μπερδεμένα,
στροβιλισμένα σε δίνη.
Τι να μιλά
κανείς, και να μιλά κανείς τέλος δεν
έχει,
Δεν έχουν
τέλος τα όσα στην καρδιά.
Καλώ μέσα το
αγόρι,
Τον βάζω εδώ
να γονατίσει
Να σφραγίσει
αυτό,
Και να το
στείλει χίλια μίλια μακρυά, σκεπτόμενος.
Του
Ριχάκου
– μτφρ.:
Λευτέρης Ζαχαριουδάκης
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΩΝΤΑΣ
ΕΝΑΝ ΦΙΛΟ
Γαλαζωπά
βουνά βόρεια απ’ τα τείχη
Λευκά
ποτάμια που στροβιλίζονται ανάμεσά
τους.
Εδώ
θα πρέπει ν’ αποχωριστούμε
Και
να διασχίσουμε χιλιάδες μίλια νεκρό
χορτάρι.
Το
μυαλό σαν μεγάλο πλωτό σύννεφο
Ηλιοβασίλεμα
σαν τον αποχωρισμό παλιών φίλων
Που
υποκλίνονται καθώς σφίγγουν τα χέρια
Από
απόσταση.
Τα
άλογά μας δίπλα το ένα στο άλλο
Καθώς
αποχωριζόμαστε.
Του
Ριχάκου
– μτφρ.:
Μαίρη Γιόση
Ο
Πάουντ πίστευε ότι ο ποιητής «πρέπει
να έχει μια διαρκή περιέργεια, που φυσικά
δεν τον κάνει συγγραφέα, αλλ’ αν δεν
την έχει, θα μαραθεί.» Και: «Νομίζω ότι
ο καλλιτέχνης πρέπει να μην παύει να
κινείται. Προσπαθείς να αποδώσεις την
ζωή με τρόπο που να μην κάνει τον κόσμο
να βαρεθεί και προσπαθείς να καταγράψεις
αυτό που βλέπεις.»
Η δε συμβουλή του προς νέους ποιητές: «Να βελτιώνουν την περιέργειά τους και να μην προσποιούνται. Αλλ’ αυτό δεν αρκεί. Η απλή καταγραφή του κοιλόπονου ή το απλό άδειασμα του σταχτοδοχείου δεν αρκεί.»
Το
1916, ενώ πια εργάζεται στα πρώτα Άσματα,
κυκλοφορεί το βιβλίο Lustra
(Καθαρμοί, στα λατινικά). Η προμετωπίδα
του λέει:
«Μισοάδειες
κι οι μέρες
Μισοάδειες κι οι νύχτες
Κι η ζωή ξεγλιστρά σαν ποντικός του αγρού
Δίχως να σείει τα χόρτα.»
Μισοάδειες κι οι νύχτες
Κι η ζωή ξεγλιστρά σαν ποντικός του αγρού
Δίχως να σείει τα χόρτα.»
Να
δέκα ακόμη ποιήματα από το βιβλίο αυτό,
που επίσης ακολουθεί τις προσταγές του
Εικονισμού:
Η
ΣΟΦΙΤΑ
Έλα, ας οικτείρουμε εκείνους που τα ’χουν πάει καλύτερα από μας.
Έλα, φίλη μου, και θυμήσου
ότι οι πλούσιοι έχουν υπηρέτες, μα όχι φίλους,
Κι εμείς έχουμε φίλους, μα όχι υπηρέτες.
Έλα, ας οικτείρουμε τους παντρεμένους και τους ανύπαντρους.
Μπαίνει η αυγή με τα λεπτά της πόδια
ως άλλη χρυσωμένη Πάβλοβα
Και εγώ είμαι στον πόθο μου κοντά.
Ούτε υπάρχει στη ζωή κάτι καλύτερο
Από την ώρα αυτή της διαυγούς δροσιάς
την ώρα που παρέα ξυπνάμε;
– μτφρ.:
Γιάννης Δούκας
Ο
ΚΗΠΟΣ
Με
ενδυμασία εξόδου
Samain
Σαν
ένα κουβάρι λυτού μεταξιού ριγμένο
απ’
τον άνεμο στον τοίχο
Διαβαίνει
πλάι στα κάγκελα ενός μονοπατιού
στους
Κήπους του Κένσιγκτον,
Αργοπεθαίνοντας
λίγο-λίγο
από
ένα είδος συναισθηματικής αναιμίας.
Και
ολόγυρά της είναι ένας όχλος
Από
τα βρώμικα, ρωμαλέα, απέθαντα
νήπια
των πολύ φτωχών.
Αυτά
κληρονομήσουσι την γην.
Μέσα
της, σβήνει η γονιμότητα.
Η
πλήξη της είναι εξαίσια κι εκτεταμένη.
Θα
ήθελε κάποιος να της έπιανε κουβέντα,
Και
σχεδόν φοβάται μην εγώ
διαπράξω
αυτή την απρέπεια.
Σ.τ.μ.:
Στο πρωτότυπο, το μόττο είναι στα γαλλικά:
“en robe de parade”. Αναφέρεται σε στίχο του
Γάλλου συμβολιστή ποιητή Albert Samain
(1858-1900), από το ποίημα «Au Jardin de Vinfante»
(1893).
– μτφρ.:
Στέργιος Μήτας
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Ω
εξ ολοκλήρου αυτάρεσκη γενιά
κι
εξ ολοκλήρου αμήχανη,
έχω
δει ψαράδες να κολατσίζουνε στον ήλιο,
τους
έχω δει με τις ακατάστατες οικογένειές
τους,
έχω
δει τα πλατιά χαμόγελά τους με όλα τους
τα δόντια
κι
έχω ακούσει άγαρμπα γέλια.
Και
είμαι πιο ευτυχισμένος από σένα,
και
αυτοί ήτανε πιο ευτυχισμένοι από μένα·
και
τα ψάρια κολυμπούν στη λίμνη
και
δε διαθέτουν ούτε ρούχα.
– μτφρ.:
Ορφέας Απέργης
ΙΤΕ
Πηγαίνετε,
τραγούδια μου, τον αίνο σας ζητήστε από
τους νέους και τους μισαλλόδοξους,
Μονάχα κινηθείτε ανάμεσα στους εραστές της τελειότητας,
Ζητήσετε για πάντα να σταθείτε υπό το σκληρό Σοφόκλειο φως
Και με χαρά δεχθείτε τις λαβωματιές του.
Μονάχα κινηθείτε ανάμεσα στους εραστές της τελειότητας,
Ζητήσετε για πάντα να σταθείτε υπό το σκληρό Σοφόκλειο φως
Και με χαρά δεχθείτε τις λαβωματιές του.
– μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης
ΜΕΛΕΤΗ
ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ
Τα
μικρά παιδάρια με τα μπαλωμένα ρούχα,
χτυπημένα
από μια ασυνήθιστη σοφία,
σταμάτησαν
μες στο παιχνίδι τους καθώς αυτή περνούσε
και
φώναξαν σηκώνοντας κεφάλι από τα βότσαλά
τους:
Guarda!
Ahi, guarda! ch’ è be’a!
Όμως
τρία χρόνια αργότερα
άκουσα
το νεαρό Δάντη, που δεν ξέρω το επίθετό
του –
γιατί
υπάρχουνε, στο Σιρμιόνε, εικοσιοχτώ
νεαροί Δάντηδες κι
εξήντα-δυο
Κατούλλοι·
ήτανε
μια καλή ψαριά σαρδέλες
κι
οι μεγαλύτεροί του
τις
στοιβάζανε μες στα πελώρια ξύλινα
κιβώτια
για
την αγορά στη Μπρέσια, κι αυτός
χοροπήδαε
εδώ κι εκεί, αρπάζοντας τ’ αστραφτερά
ψάρια
και
μπαίνοντας στη μέση, εμποδίζοντας·
και
μάταια τον προστάζανε sta
fermo!
και
καθώς δεν τον άφηναν να τα τοποθετήσει
τα
ψάρια μέσα στα κιβώτια
αυτός
χάιδευε απαλά όσα ήταν ήδη τοποθετημένα,
μουρμουρίζοντας
προς δικήν του ικανοποίηση
την
ίδια αυτή φράση:
Ch’
è be’a.
Κι
ακούγοντάς το εγώ ταράχτηκα ελαφρώς.
– μτφρ.:
Ορφέας Απέργης
Η
ΜΠΑΝΙΕΡΑ
Σαν
μια μπανιέρα με φινίρισμα λευκής
πορσελάνης,
Όταν
τελειώνει το ζεστό νερό ή γίνεται χλιαρό,
Έτσι
κρυώνει αργά το ευγενικό μας πάθος,
Ω
παινεμένη, αλλά όχι και τόσο ικανοποιητική
κυρία!
– μτφρ.:
Μαίρη Γιόση
MEDITATIO
Όταν
εξετάζω σχολαστικά τις παράξενες
συνήθειες των σκύλων
Υποχρεούμαι
να συμπεράνω
Ότι
ο άνθρωπος είναι το ανώτερο ον.
Όταν
εξετάζω τις παράξενες συνήθειες του
ανθρώπου
Φίλε
μου, ομολογώ ότι μπερδεύομαι.
– μτφρ.:
Χριστιάνα Μυγδάλη
CODA
Τραγούδια Μου,
Γιατί με τόση περιέργεια και λαχτάρα κοιτάζετετις φάτσες των ανθρώπων,
Θα βρείτε μήπως τους χαμένους σας νεκρούς ανάμεσά τους;
– μτφρ.:
Γιάννης Δούκας
ΛΙΟΥ
ΤΣ’Ε
Σίγησε
το θρόισμα του μεταξιού
Σκόνη
καθίζει στην αυλή
Κανένας
ήχος δεν ακούγεται βημάτων
Τα
φύλλα στριμώχνονται σε σωρούς
Και
μένουν ακίνητα,
Κι
εκείνη, η χαρά της καρδιάς μου,
Βρίσκεται
κάτω από αυτά:
Βρεγμένο
φύλλο κολλημένο στο κατώφλι.
– μτφρ.:
Μαίρη Γιόση
ΝΗΣΟΣ
ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ
Ω Θε μου, ω Αφροδίτη, ω Ερμή, προστάτη των ληστών,
Δώστε μου, σας παρακαλώ, εν ευθέτω χρόνω, ένα μικρό καπνοπωλείο,
Με τα μικρά γυαλιστερά κουτιά
στα ράφια στοιβαγμένα τακτικά
Και με τον μυρωδάτο χύμα κάβεντις
και με τον σέρτικο
και τον ξανθό Βιρτζίνια
χύμα κάτω απ’ τις γυάλινες γυαλιστερές προθήκες,
Και με μια ζυγαριά που να μην παραείναι λιγδωμένη,
Και τις τροτέζες να περνούν για μια-δυο λέξεις βιαστικές,
Για μια στα πεταχτά κουβέντα και για να σιάξουν λίγο τα μαλλιά τους.
Ω Θε μου, Ω Αφροδίτη, Ω Ερμή, προστάτη των ληστών,
Δανείστε μου ένα μικρό καπνοπωλείο
ή διορίστε με σ’ ένα όποιο άλλο επάγγελμα
Εκτός απ’ την επάρατη αυτή ασχολία της γραφής,
όπου έχεις τον εγκέφαλό σου ανάγκη όλη την ώρα.
– μτφρ.:
Γιάννης Δούκας
Όμως
ο Α’ Π.Π. –και ο σκοτωμός φίλων του σε
αυτόν– τον καταθλίβει βαθιά. Παραταύτα,
το 1919 δημοσιεύει μεταφράσεις από τον
Λατίνο ποιητή Σέξτο Προπέρτιο – μα το
βιβλίο τού 1921 θα ονομαστεί Φόρος
τιμής στον Σέξτο Προπέρτιο – ίσως
λόγω των δυσμενών σχολίων για την
ακρίβεια των μεταφράσεών του, ίσως και
για να τονίσει ότι στόχευε στην μετάπλαση,
και όχι την απλή μετάφραση.
ΦΟΡΟΣ
ΤΙΜΗΣ ΣΤΟΝ ΣΕΞΤΟ ΠΡΟΠΕΡΤΙΟ / VII
Ευτυχής
εγώ, νύχτα, νύχτα περίλαμπρη˙
Ω
ντιβάνι που ευτύχησες απ’ τις πολύωρες
απολαύσεις μου˙
Πόσα
λόγια εξαντλήσαμε στην πλούσια φλόγα
των κεριών˙
Μάχες
όταν τα φώτα σβήναν˙
Γυμνόστηθη
εκείνη τώρα πάλευε μαζί μου,
Άπλωνε
γύρω τον χιτώνα της, τάχα πως καθυστερεί˙
Κι
ανοίγοντάς μου έπειτα τα βυθισμένα σε
ύπνο βλέφαρα,
Αγγίζοντάς
τα με τα χείλη˙ κι ήταν το στόμα της που
είπε:
Τεμπέλη!
Σε
πόσων λογιών αγκαλιάσματα, τα χέρια μας
παντού,
Τα
φιλιά της, πόσων λογιών, να χρονοτριβούν
στα χείλη μου.
«Μην
τυφλώνετε την ορμή της Αφροδίτης,
Οδηγοί
της αγάπης είν’ τα μάτια,
Γυμνή
άρπαξε ο Πάρης την Ελένη απ’ το κρεβάτι
του Μενέλαου,
Του
Ενδυμίωνα το γυμνό κορμί, λαμπρό δόλωμα
για την Άρτεμη»,
έτσι
τουλάχιστον λέει η ιστορία.
Καθώς
τα πεπρωμένα μας πλέκονται το ένα μες
στο άλλο, χορταίνουμε τα μάτια μας με
αγάπη∙
Γιατί
έρχεται η μεγάλη νύχτα και σε σκεπάζει
Και
κάποια μέρα που καμιά μέρα δε γυρίζει
πίσω.
Ας
μας περάσουν δεσμά οι θεοί
τέτοια
που καμιά μέρα να μην καταλύει.
Ανόητος
αυτός που θα έθετε όρια στην τρέλα της
αγάπης,
Γιατί
ο ήλιος θα οδηγήσει με μαύρα άλογα
Η
γη θα γεννήσει στάρι από κριθάρι
Τα
νερά φουσκωμένα θα γυρίσουν στην πηγή.
Πριν
γνωρίσει μέτρα η αγάπη
Το
ψάρι θα κολυμπά σε ρέματα ξερά.
Όχι,
όσο κρατά, μην αφήσεις ν’ ανακοπεί ο
καρπός της ζωής.
Τα
ξεραμένα στεφάνια ρίχνουν τα πέταλά
τους,
Τα
κοτσάνια τους πλέκονται καλάθια,
Σήμερα
παίρνουμε τη μεγάλη ανάσα των εραστών,
Αύριο
μας φυλακίζει η μοίρα.
Κι
ας δίνεις όλα τα φιλιά σου,
δίνεις
λίγα.
Ούτε
μπορώ να στρέψω την έγνοια μου σε άλλη,
Δικός
της θα είμαι και νεκρός,
Εάν
μου δωρίζει τέτοιες νύχτες,
Μακρά
θα είν’ η ζωή μου, μακρά σε χρόνια,
Εάν
μου δίνει πολλές,
Για
τώρα είμαι θεός.
– μτφρ.:
Αντωνία Γουναροπούλου
Έχει
προηγηθεί, το 1920, ο Χιου
Σέλγουν Μώμπερλυ,
όπου δηλώνεται η αποστροφή του στον
πόλεμο και τις απώλειές του – και
πρωτοεμφανίζεται η λέξη «τοκογλυφία».
Με το βιβλίο αυτό, αποκαρδιωμένος από
τον Δυτικό πολιτισμό, αποχαιρετά το
Λονδίνο και μετακομίζει στο Παρίσι, το
1921. Εκεί γίνεται φίλος με υπερρεαλιστές
και ντανταϊστές – και εκεί επιμελείται
(καλύτερα: μεταμορφώνει)
το δακτυλόγραφο της Έρημης
Χώρας
του Έλιοτ. Ανάλογο ρόλο τού αναθέτει
και ο Χέμινγουαιυ για τα διηγήματά του.
Μετά
από έναν νευρικό κλονισμό το 1924,
ξαναμετακομίζει: στην κωμόπολη Ραπάλλο
της Ιταλίας. Ασχολείται με τον Κομφούκιο
και τον Λένιν, κι επικεντρώνεται πλέον
στα Άσματα.
Σύντομα πείθεται πως ο φασισμός είναι
η λύση στον χρηματιστηριακό καπιταλισμό
και την παρακμή της Δύσης. Έτσι, φτάνει
κατά τον Β’ Π.Π. να κάνει, αμειβόμενος
από τους Ιταλούς, ραδιοφωνικές εκπομπές
απευθυνόμενες στους Αμερικανούς,
προτρέποντάς τους να μην αναμειχθούν
στον πόλεμο (έχει προηγηθεί άκαρπη
ανάλογη προσπάθεια, δι’ επιστολών και
επισκέψεων στις ΗΠΑ, να πείσει πολιτικούς
και άλλους παράγοντες), ενώ συγχρόνως
επικρίνει τον Πρόεδρο Ρούζβελτ και τους
Εβραίους. Έτσι, το 1943, διώκεται στις ΗΠΑ,
in
absentia,
για προδοσία. Και, μετά την παράδοση της
Ιταλίας, τον Μάιο του 1945, συλλαμβάνεται
από Ιταλούς αντιστασιακούς και, κατόπιν,
από τον Αμερικανικό στρατό. Τον μεταφέρουν
σε στρατόπεδο στην Πίζα, όπου για τρεις
εβδομάδες, κρατείται σε υπαίθριο
μεταλλικό κλουβί, 1,80 επί 1,80 μέτρα, που
την νύχτα φωτίζεται από δυνατούς
προβολείς. Καταρρέει∙ οι γιατροί τον
μεταφέρουν σε αντίσκηνο. Τον Νοέμβριο
μεταφέρεται στις ΗΠΑ, καταδικάζεται
για προδοσία, και εισάγεται στο Νοσοκομείο
Σαιντ Ελίζαμπεθς – αρχικά στο κρατητήριό
του. Μετά από δύο χρόνια, μεταφέρεται
σε άλλη πτέρυγα, με καλύτερες συνθήκες,
όπου μπορεί πια να διαβάζει, να γράφει
και να δέχεται επισκέψεις. Χάρη σε μια
‘φιλική συνωμοσία’ –από, μεταξύ των
άλλων, τον Έλιοτ και τον Κάμμινς–, το
1949 τού απονέμεται το Βραβείο Μπόλλινγκεν
για τα Άσματα
της Πίζας,
που είχε αρχίσει να γράφει στο κλουβί
του.
Προξενείται σκάνδαλο. Το 1957 αρχίζει
να συζητείται η ‘απελευθέρωσή’ του.
Το 1958, ελεύθερος, επιστρέφει στην Ιταλία.
Σε βαθιά κατάθλιψη το 1959, νοσηλεύεται
σε ψυχιατρείο το 1960.
Ασχολείται
με τα Άσματα μέχρι το τέλος: η τελική
συγκεντρωτική έκδοσή τους περιέχει 117
και αριθμεί 824 σελίδες. (Προς σύγκρισιν,
η ανάλογη έκδοση των συντομότερων
ποιημάτων του, των Προσωπείων,
ορισμένα εκ των οποίων μεταφράζονται
εδώ, αριθμεί 268 σελίδες – λιγότερες από
το 1/3 των Ασμάτων.)
Δυο
εβδομάδες πριν από τον θάνατό του, που επήλθε
την μεθεπομένη των 87ων
γενεθλίων του, διαβάζει σε φίλους μια
σημείωση που θα συμπεριλάβει στην έκδοση
των Επιλεγμένων
Πεζών
του: «Σχετ. με την ΤΟΚΟΓΛΥΦΙΑ: βρισκόμουν
εκτός εστίασης, παίρνοντας το σύμπτωμα
για αίτιο. Το αίτιο είναι η ΑΠΛΗΣΤΙΑ».
Ο
Έλιοτ, στην εισαγωγή του στην έκδοση
των Λογοτεχνικών
Δοκιμίων του Έζρα Πάουντ,
δήλωνε ότι αυτός «ευθύνεται περισσότερο
από οποιονδήποτε άλλον για την ποιητική
επανάσταση του εικοστού αιώνα». Κι
ωστόσο, το 1950, ο μελετητής του, Χιου
Κέννερ, έγραφε ότι «δεν υπάρχει άλλος
σπουδαίος σύγχρονος συγγραφέας με
λιγότερους αναγνώστες από τον Έζρα
Πάουντ». Γι’ αυτό, εμείς ας τον
ξανακούσουμε. Πρώτα, μεσ’ από ένα
‘αδέσποτο’ ποίημα της περιόδου
1912-1917:
ΜΕΣΗΛΙΚΑΣ
Σπουδή
σε ένα συναίσθημα
Δεν
είναι παρά μια αόριστη, μονότονη
ευχαρίστηση
Σαν
χρυσαφιά βροχή που πέφτει πάνω σε θαμμένο
βασιλιά
Σαν
απαλές νιφάδες
Την
ώρα που οι τουρίστες τριγυρνούν
Χτυπούν
στη στέγη του
Ή
δοκιμάζουν στο εκθαμβωτικό το φως
φωτογραφίες
Καταβροχθίζοντας
τις πίτες και τις μπύρες τους
Κι
αρχίζουν να επιθεωρούν μια περεταίρω
πυραμίδα.
Σαν
κόκκοι σκόνης
Στο
εσωτερικό κελί που κρύβεται από κάτω
Το
μεταβατικό τους βήμα και η ευφορία
Σκορπίζει
στον αέρα ενώ η σαρκοφάγος
Κερδίζει
ένα ακόμα στρώμα
άχρηστων
κτερισμάτων για τον κάτοχο.
Έτσι
εγώ, φωτιές που κάποτε πυρώσανε τα όνειρα
τώρα
σβηστά και ξοδεμένα,
κείμαι
νεκρός περίκλειστος από τέσσερις
τοίχους.
Και
έτσι τώρα η αγάπη
Ξεχύνεται
στο χώμα και εμπλουτίζει κάποια δύσκαμπτη
υπόθεση
Και
εμποτίζει το μυαλό μεταφορές πολύτιμες.
Και
έτσι ο χώρος της ακίνητης συνείδησής
μου
Γεμίζει
από χιόνι χρυσοποίκιλτο.
Του
οποίου καμιά γάτα δεν έχει μάτια ικανά
Τη
λάμψη να διακρίνει.
– μτφρ.:
Χριστιάνα Μυγδάλη
Και,
για να κλείσουμε, το εμβληματικό ποίημα
του Εικονισμού, το πασίγνωστο αυτό του
1913, «Σ’ έναν σταθμό του μετρό», για το
οποίο ο Πάουντ είχε πει: «Κατέβηκα απ’
το τραίνο [του παρισινού μετρό] στην Λα
Κονκόρντ, νομίζω, και μέσα στο σπρωξίδι
είδα ένα ωραίο πρόσωπο, και μετά, απότομα
γυρνώντας, κι άλλο κι άλλο, και μετά ένα
ωραίο πρόσωπο παιδιού, και μετά άλλο
ένα ωραίο πρόσωπο. Όλη μέρα προσπαθούσα
να βρω λόγια γι’ αυτό που μ’ έκαναν να
νιώσω.» Ώσπου κατέληξε σε κάτι σαν
γιαπωνέζικο χάικου:
Σ’
ΕΝΑΝ ΣΤΑΘΜΟ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟ
Η εμφάνιση των προσώπων αυτών μες στο πλήθος∙
Πέταλα σε υγρό, μαύρο κλωνάρι.
– μτφρ.:
Γιάννης Δούκας
Μάλλον
εκπλήρωσε, ο Πάουντ, την απαίτηση που
είχε ο ίδιος διατυπώσει: «Το ουσιώδες
για τον ποιητή είναι να μας χτίσει τον
κόσμο του».
*
Ορφέας
Απέργης.
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Ποιήματα, μεταφράσεις
και δοκίμιά του βρίσκονται μεταξύ άλλων
στα περιοδικά «Ποίηση», «Ποιητική» και
«Νέα Εστία» από το 2006. Από το 2013 γράφει
κυρίως για το λογοτεχνικό περιοδικό
«ΦΡΜΚ». Κυκλοφορούν δύο βιβλία με
ποιήματά του: η σyγκεντρωτική
έκδοση, Υ
(2011) και Η
γλώσσα τους
(2019).
Μαίρη Γιόση. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο (Καναδάς). Είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και, πέρα από το επιστημονικό και μεταφραστικό της έργο, έχει δημοσιεύσει πέντε ποιητικά βιβλία (τα δύο πρώτα με το όνομα Μαίρη Κάσου): Πασιφάη (1981), Τοπίο κατάβασης (1985), Ειδική διαδρομή (1990), Οι Γάμοι (1993) και Χαμηλός Ουρανός (2006).
Αντωνία Γουναροπούλου. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Εργάζεται ως διορθώτρια/επιμελήτρια, και έχει δημοσιεύσει δύο ποιητικές συλλογές, Το άστρο του Βορρά (2010) και Το άστρο του Τίποτε (2013), κι ένα βιβλίο με πεζά, Κυνηγοί και λύκοι (2017).
Γιάννης
Δούκας.
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Βιβλία του: Ο
κόσμος όπως ήρθα και τον βρήκα (2001),
Στα
μέσα σύνορα (Πόλις), Το
σύνδρομο Σταντάλ (Πόλις).
Ζει στην Ιρλανδία.
Λευτέρης
Ζαχαριουδάκης. Γεννήθηκε
και μεγάλωσε στην Αθήνα κι έκανε τις
προπτυχιακές του σπουδές στη Νέα Υόρκη.
Πιο πρόσφατα ταξίδεψε εκτενώς στην
Ιαπωνία, υπηρέτησε την υποχρεωτική του
θητεία στο Πολεμικό Ναυτικό και προς
το παρόν σπουδάζει φιλοσοφία στο
Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης. Γράφει και
μεταφράζει ποίηση και άλλα τα τελευταία
σχεδόν δέκα χρόνια.
Παναγιώτης
Ιωαννίδης.
Τρία βιβλία ποίησης: Το
σωσίβιο
(2008), Ακάλυπτος
(2013), Πολωνία
(2016)∙ έπεται ο Ρινόκερως.
Πιο πρόσφατη έκδοση, το συλλογικό βιβλίο
δοκιμίων Μια
συζήτηση για την ποίηση τώρα
(2018). Μέλος της συντακτικής ομάδας του
περιοδικού «ΦΡΜΚ» και επιμελητής των
ποιητικών εκδηλώσεων «Με τα λόγια
[γίνεται]».
Λένα
Καλλέργη.
Έγραψε τα βιβλία ποίησης Περισσεύει
ένα πλοίο (2016 – Βραβείο Κύκλου Ποιητών)
και Κήποι στην άμμο (2010 - Βραβείο «Μαρία
Πολυδούρη»). Συμμετείχε στα συλλογικά,
πειραματικά βιβλία ποίησης Ομάδα Από
Ποίηση (2010) και Ομάδα Από Ποίηση ΙΙ: Υπέρ
Ονειρίας (2012). Έχει μεταφράσει ποίηση
των Giacomo Leopardi (Η νύχτα απομένει, 2013),
κ.ά..
Δήμητρα
Κωτούλα.
Σπούδασε αρχαιολογία και ιστορία της
τέχνης. Έχει εκδόσει τις Τρεις Νότες
για μια Μουσική (2004) και την Επίμονη
Αφήγηση (2017). Ποιήματα και μεταφράσεις
της έχουν παρουσιαστεί φεστιβάλ και
δημοσιευθεί σε περιοδικά και ανθολογίες
στην Ελλάδα και διεθνώς. Έχει μεταφραστεί
σε δέκα γλώσσες. Με την εποπτεία του
Poet Laureate Ted Kooser και σε μετάφραση της Maria
Nazos θα κυκλοφορήσει επιλογή από το έργο
της στις ΗΠΑ. Εργάζεται ως αρχαιολόγος
και ζει με την κόρη της στην Αθήνα.
Στέργιος
Μήτας.
Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη. Διδάσκει
στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου
Λευκωσίας. Έχει εκδώσει την ποιητική
συλλογή Έμμετρη
Φυσική Ιστορία των Θεάτρων (2013).
Άρτεμις Μιχαηλίδου. Έχει διδακτορικό στη Μοντέρνα Αμερικανική Ποίηση από το Πανεπιστήμιο του Exeter, καθώς και μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Δημιουργική Γραφή. Είναι Επίκουρος Καθηγήτρια στη Σχολή Ευελπίδων.
Χριστιάνα Μυγδάλη. Φιλόλογος και μεταφράστρια. Διδάσκει διαπολιτισμική μετάφραση και θεωρία διασκευής στο ΕΚΠΑ και ασχολείται με την πρακτική της θεραπευτικής ανάγνωσης.