T.S.
Eliot
ΟΙ ΚΟΥΦΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Κύριο Kurtz…
κύριο πέτανε
Μια πεντάρα για το γέρο Guy
Ι
Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι
Είμαστε οι παραγεμισμένοι
άνθρωποι
Γερμένοι ο ένας απάνω στον
άλλο
Κεφαλές σαν περικεφαλαίες
γεμάτες άχυρο. Αλίμονο!
Οι στεγνές μας φωνές, όποτε
Ψιθυρίζουμε ο ένας στον
άλλο
Είναι σιγανές κι ακατάληπτες
Όπως ο αέρας μέσα στο ξερό
χορτάρι
Ή τα βήματα των ποντικών
πάνω στα σπασμένα γυαλιά
Μες στο στεγνό μας το κελάρι
Σχήμα χωρίς μορφή, σκιά
χωρίς χρώμα,
Παραλυμένη δύναμη, χειρονομία
χωρίς χέρια να κινούνται·
Εκείνοι που περάσανε απέναντι
Με μάτια κατάματα στου
θανάτου το άλλο Βασίλειο
Μας θυμούνται –αν μας
θυμούνται διόλου– όχι σα χαμένες
Βίαιες ψυχές, αλλά μονάχα
Που είμαστε οι κούφιοι
άνθρωποι
Οι παραγεμισμένοι άνθρωποι.
II
Μάτια που δεν τολμάω να
συναντήσω μες στα όνειρα
Μες στου θανάτου τ’ ονειρεμένο
βασίλειο
Αυτά δεν τ’ απαντάς:
Εκεί, τα μάτια είναι
Φως του ήλιου πάνω σε σπασμένο
ερείπιο
Εκεί, είν’ ένα δέντρο που
κρεμάει
Κι οι φωνές είναι
Μες στον αέρα που τραγουδάει
Πιο μακρινές και πιο
επιβλητικές
Από άστρο που σβήνει.
Ας μην πλησιάσω άλλο
Μες στου θανάτου τ’ ονειρεμένο
βασίλειο
Ας φορέσω επίσης
Εκούσιες μεταμφιέσεις
τέτοιες
Αρουραίου τρίχωμα, δέρμα
κοράκου, πάσσαλοι σταυρωμένοι
Μες στον αγρό
Ακολουθώντας τον αέρα, όπως
εμμένει,
Όχι άλλο, όχι πιο κοντά –
Όχι εκείνη η τελική συνάντηση
Μες στο βασίλειο του λυκόφωτος
ΙΙΙ
Αυτή είναι η χώρα η νεκρή
Αυτή είναι η χώρα του κάκτου
Εδώ τα πέτρινα είδωλα
Ανατρέφονται, εδώ δέχονται
Την ικεσία από το χέρι του
νεκρού
Κάτω από το λαμπύρισμα ενός
άστρου που σβήνει.
Έχουν έτσι τα πράγματα
Μες στου θανάτου το άλλο
βασίλειο
Ξυπνώντας μονάχοι
Την ώρα εκείνη που
Τρέμοντας από τρυφεράδα
Χείλια που θα φιλούσανε
Σχηματίζουνε προσευχές
προς τη σπασμένη πέτρα.
IV
Τα μάτια δεν είναι εδώ
Δεν έχει μάτια εδώ
Μέσα σε αυτήν την κοιλάδα
των αστεριών που πεθαίνουν
Μέσα σε αυτή την κούφια, την
κοίλη κοιλάδα
Αυτή τη σπασμένη σαγόνα των
χαμένων βασιλείων μας
Μέσα σε αυτό τον ύστατο τόπο
συναντήσεων
Ψάχνουμε ψαχουλεύοντας
μαζί
Και αποφεύγουμε το λόγο
Μαζεμένοι σε αυτή εδώ την
ακτή του πρησμένου ποταμού
Μη βλέποντες εκτός εάν
Τα μάτια απαντηθούν ξανά
Σαν το ατέρμονο αστέρι
Πολύφυλλο ρόδο
Απ’ το βασίλειο του λυκόφωτος
του θανάτου
Ελπίδα μόνο
Άδειων ανθρώπων.
V
Γύρω-γύρω όλοι απ’ τη
φραγκοσυκιά
Ένα φράγκο, ένα φράγκο το
φραγκόσυκο
Γύρω-γύρω όλοι απ’ τη
φραγκοσυκιά
ένα φράγκο, ένα φράγκο
στις πέντε το πρωί.
Ανάμεσα στην ιδέα
Και στην πραγμάτωση
Ανάμεσα στην κίνηση
Και στην πράξη
Πέφτει η Σκιά
Ὅτι Σοῦ ἐστιν ἡ Βασιλεία
Ανάμεσα στη σύλληψη
Και στη δημιουργία
Ανάμεσα στη συγκίνηση
Και στην απόκριση
Πέφτει η Σκιά
Ἡ Ζωή ἀτελεύτητος
Ανάμεσα στην επιθυμία
Και στη σύσπαση
Ανάμεσα στην ισχύ
Και στην ύπαρξη
Ανάμεσα στην ουσία
Και στην κατάβαση
Πέφτει η Σκιά
Ὅτι Σοῦ ἐστιν ἡ Βασιλεία
Ὅτι Σοῦ ἐστιν
Ἡ Ζωή ἐστίν
Ὅτι Σοῦ ἐστιν ἡ
Ο κόσμος τελειώνει έτσι
Ο κόσμος τελειώνει έτσι
Ο κόσμος τελειώνει έτσι
Όχι με κρότο αλλά μ’ έναν
κλαυθμό.
~
μτφρ.: Ορφέας Απέργης
*
Σημείωμα για τη μετάφραση
των Κούφιων Ανθρώπων
Δεν είναι της παρούσης να
αναλύσουμε διεξοδικά τους Hollow
Men, τους «Κούφιους
Ανθρώπους» του T.S.
Eliot (1888-1965), που
πρωτοδημοσιεύτηκαν στην οριστική τους
μορφή το Νοέμβριο του 1925, ως μέρος της
έκδοσης Ποιήματα: 1909-1925. Το ποίημα
είναι εξίσου γνωστό με την «Έρημη Χώρα»
και τα «Τέσσερα Κουαρτέτα», και κάποιες
γραμμές του έχουν «περάσει» για τα καλά
στην αγγλική γλώσσα, ως παροιμιώδεις
αποφθεγματικές εκφράσεις, για παράδειγμα
οι στίχοι «This is
the way the
world ends / Not
with a bang
but a whimper»,
οι οποίοι στη νεκρολογία των New
York Times για
τον ποιητή (5 Ιανουαρίου 1965) χαρακτηρίζονται
ως «πιθανότατα, οι πλέον μνημονευόμενοι
οποιουδήποτε ποιητή ή ποιήτριας έγραψε
στα αγγλικά τον 20ο αιώνα». Λίγο
αργότερα, το 1979, ο Κόπολα βάζει τους
στίχους στο στόμα του Συνταγματάρχη
Κουρτς, στο έργο του «Αποκάλυψη Τώρα».
Μάλιστα, σε ειδικό παράρτημα (special
feature) του ‘πλήρους’ DVD
της ταινίας αξίζει τον κόπο να δείτε
τον Μάρλον Μπράντο να απαγγέλλει ολόκληρο
το ποίημα!
Η παρούσα μετάφραση είχε
δύο αφετηρίες. Ξεκίνησε πρώτα από μια
εκδήλωση για τον κατά δεκατρία χρόνια
πρεσβύτερο του Eliot,
μείζονα Γερμανό ποιητή Rainer
Maria Rilke
(1875-1926), κατά την οποία η Μαρία Τοπάλη
διάβασε την «Ανοιχτή Επιστολή» της προς
αυτόν, που δημοσιεύτηκε το 2018 σε δίγλωσση
έκδοση από τις γερμανικές εκδόσεις
Romiosini. Γράφει η Τοπάλη,
απευθυνόμενη στον Rilke:
«Μπαίνω στον πειρασμό να πω ότι τα όρια
της ποίησής σου βρίσκονται εκεί που
αρχίζει η Ιστορία, με την οποία
αναμετρήθηκες διαισθητικά μονάχα, κι
από απόσταση. Εκεί […] ο Έλιοτ πραγματοποιεί
τις χαμηλές [του] πτήσεις: πάνω από το
ιστορικό παρόν». Η Τοπάλη μου ζήτησε να
διαλέξω κάτι από τον Eliot
που να επιβεβαιώνει τη διατύπωσή της,
για να το διαβάσω στην εκδήλωση για τον
Rilke – διάλεξα το πρώτο
μέρος από τους «Κούφιους Ανθρώπους»,
με δεδομένο ότι δημοσιεύτηκαν το 1925,
δύο μόλις χρόνια μετά την «άγρια
δημιουργική καταιγίδα» (δικά του τα
λόγια) που βίωσε ο Rilke και
της οποίας καρπός ήταν το κατορθωμένο
σώμα της καλύτερης ποίησής του, «Οι
Ελεγείες του Ντουΐνο» και «Τα σονέτα
προς τον Ορφέα» – και τα δύο ολοκληρώθηκαν
το Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1922 και
δημοσιεύτηκαν το 1923.
Ποίημα του «ιστορικού
παρόντος», λοιπόν, οι «Κούφιοι Άνθρωποι»;
Ποίημα που «απαντάει» –συνειδητά ή
ασυνείδητα– στον ώριμο Rilke;
Το πράγμα σηκώνει αρκετή συζήτηση –
την αφήνω για άλλη, προσφορότερη
περίσταση.
Η δεύτερη, συνεχής με την
πρώτη, αφετηρία ήταν η αρχική μου πρόταση
προς τη Μαρία Τοπάλη να διαβάσω στην
εκδήλωσή της το σχετικό χωρίο του Eliot
από τη μετάφραση του Σεφέρη, που πρωτοβγήκε
ως «Θ.Σ. Έλιοτ, Η Έρημη Χώρα και άλλα
ποιήματα» το 1936, για να ακολουθήσουν
νεότερες εκδόσεις, το 1949, το 1965 και
εντέλει μια «οριστική έκδοση» μετά το
θάνατο του Σεφέρη, το 1973, σε επιμέλεια
Γ.Π. Σαββίδη. Είχε σημασία η χρονιά 1973
για την οριστική αυτή έκδοση ποιημάτων
όπως «Η Έρημη Χώρα» και «Οι Κούφιοι
Άνθρωποι»; Λέει κάτι με αυτόν τον τρόπο
ο Σαββίδης για το 1973; Νομίζω πως ναι,
αλλά και αυτό είναι για άλλη στιγμή.
Η μετάφραση του Σεφέρη μου
φάνηκε, τώρα, σα να ’χε παλιώσει. Κόλλησα
αμέσως στο αρχικό «Είμαστε οι κούφιοι
ανθρώποι» (η υπογράμμιση δική μου),
και ο τόνος στην παραλήγουσα, αυτό το
«ανθρώποι» του Σεφέρη, με έπεισε, σχεδόν
αυτοστιγμεί, ότι χρειαζόταν νέα μετάφραση·
ή, μάλλον, «χρειαζόμουν», όχι «χρειαζόταν»
– προσωπική ήταν η ανάγκη, όπως για
πολλές, νομίζω, από τις νεότερες
μεταφράσεις των κλασικών. Λίγο πιο κάτω,
διάβασα «Καύκαλα μ’ άχερα γεμάτα»
και πείσθηκα οριστικά.
Όπως και αν κρίνουμε τη
μετάφραση Σεφέρη, οι πρόλογοι και η
εισαγωγή που τη συνοδεύουν, παραμένουν
πολύτιμο, ακριβό υλικό. Επιβεβαιώνουν,
πρώτα, τη σεφερική πνευματική εξωστρέφεια:
«…οι άνθρωποι των ελληνικών αναγεννήσεων
δε σκέφτηκαν να φοβηθούν τον ξένο για
να σηκώσουν τείχη και να τον κλείσουν
απέξω. Συνειδητά ή υποσυνείδητα ήξεραν
πως ολόκληρη η ελληνική ιστορία είναι
φτιαγμένη από ταξίδια, γνωριμιές,
ριζώματα και διαλόγους σε μακρινούς
τόπους…» (πρόλογος στη β΄ έκδοση της
μετάφρασης του Eliot, σ. 11
στην οριστική έκδοση του 1973). Η εξωστρέφεια
αυτή είναι, ακόμα, χρήσιμος μπούσουλας
για όλους μας – ας μην ξεχνάμε πως ο
Σεφέρης μετέφρασε τα ποιήματα αυτά το
1936, μια δεκαετία αφότου δημοσιεύτηκαν,
και όταν ο Eliot θεωρούνταν
ακόμα «από τους πολλούς σαν ένας
ανισόρροπος που αραδιάζει ασυναρτησίες
μέσα σε μια βύθιση ξυπνημένου ονείρου»
(ο. π., σ. 10).
Εξίσου πολύτιμες οι σημειώσεις
που συνοδεύουν τους «Κούφιους» του
Σεφέρη. Η ποιητική του ενσυναίσθηση, ο
συντονισμός του με τον τόνο του Eliot
και την ιδιαίτερη δημιουργική ατμόσφαιρα
της εποχής αποτελούν αισθητικό και
πνευματικό τεκμήριο – τεκμήριο ανοχής
και των όποιων «μαλλιαρών» ελληνικών
του. Γράφει: «‘Οι Κούφιοι Άνθρωποι’,
μπορεί να πει κανείς, είναι το ποίημα
που κλείνει τον κύκλο της ‘Έρημης Χώρας’
(πρβλ. στο μέρος ΙΙΙ: ‘Τούτη είναι η
πεθαμένη χώρα, τούτη είναι του κάκτου
η χώρα…’ [Σ.τ.Σ. παραθέτω εδώ τους στίχους
στη μετάφραση του Σεφέρη, όπως ακριβώς
τους χρησιμοποιεί στις σημειώσεις
του])». Και συνεχίζει: «Το ποίημα κοιταγμένο
από μια πλευρά εκφράζει το κενό μιας
χωρίς πίστη ζωής. Είναι κούφιο όπως και
τα πρόσωπά του, τα ανδρείκελα, τα
παραγεμισμένα με άχερα· […] κι η πιο
σκληρή φωνή του [είναι] ο σαρκασμός ενός
παιδικού τραγουδιού: ‘Γύρω-γύρω όλοι…’»
(ο.π., σ. 172).
Αυτή την «χωρίς πίστη ζωή»
την προσωποποιεί ο Kurtz, ο
ήρωας του Conrad στο διήγημά
του Heart of
Darkness (Η καρδιά του
σκότους), ένας λευκός που εμπορεύεται
ελεφαντόδοντο στην κεντρική Αφρική –
με τα λόγια, πάλι, του Σεφέρη: μια «παράφορη
κι αναρχική ψυχή που βουλιάζει σιγά-σιγά
[μετατρεπόμενη σε] κούφιο ανδρείκελο,
το απομεινάρι [μιας] επίγειας άπιστης
δύναμης.» (ο.π., σ. 172-3). Το θάνατο του Kurtz
ανακοινώνει με τα κακά αγγλικά του ένας
μαύρος υπηρέτης, στη φράση που βάζει ο
Eliot σαν προμετωπίδα του
ποιήματός του: «Κύριο Κουρτς… κύριο
πέτανε (=πέθανε)». Κι αν αυτή την κατάσταση
του ανθρώπου την προσωποποιεί (την
ενσαρκώνει) ο Kurtz, την
ίδια κατάσταση συμβολίζει (‘αποσαρκώνει’)
ο Guy Fawks
[Γκάη Φωκς], το αχυρένιο ομοίωμα του
παλαιού επαναστάτη ο οποίος προσπάθησε
κάποτε ν’ ανατινάξει το βρετανικό
κοινοβούλιο. Το κυριολεκτικό αυτό
ανδρείκελο καίγεται κάθε χρόνο στην
Αγγλία από παιδιά αλλά και μεγάλους
κατά την Guy Fawks
night, τη νύχτα της 5ης
Νοεμβρίου, και η πεντάρα (penny)
που ζητούν (στη δεύτερη φράση της
προμετωπίδας των «Κούφιων Ανθρώπων»)
είναι για ν’ αγοράσουν πυροτεχνήματα
και υλικά για τον αχυράνθρωπό τους.
Τέτοιους, πολλούς αχυράνθρωπους
χωρίς πίστη διαθέτουν όλες οι εποχές
και, κατά τούτο, το ποίημα του Eliot
παραμένει σύγχρονο – σύγχρονο με το
χρόνιο.
Μένουν χρωστούμενα: μια
λεπτομερής καταγραφή και ανάλυση των
προτερημάτων και αδυναμιών της σεφερικής
μετάφρασης, σε αντιπαραβολή με το
ελιοτικό πρωτότυπο, και (άλλη, παράλληλη
εργασία) μια δημιουργική αντιπαραβολή
του Eliot με τον Rilke,
εκεί γύρω στα 1922, όταν κατόρθωναν την
καλύτερή τους ποίηση – για τον Eliot,
που έζησε ως τα γεράματα, θα έρχονταν
αργότερα να προστεθούν στα παραπάνω
και τα «Τέσσερα Κουαρτέτα».
Ευχαριστώ θερμά τη Μαρία
Τοπάλη για την αφορμή να μεταφραστούν
«Οι Κούφιοι», αλλά και τον Παναγιώτη
Ιωαννίδη που συμμετείχε επίσης στη
βραδιά Rilke, όταν και μου
πρότεινε (μου «ανέθεσε» σχεδόν!) να
ολοκληρώσω την αρχική μετάφραση που
πρωτοδιαβάστηκε τότε. – Ο.Α.
*
Ορφέας Απέργης. Γεννήθηκε
στην Αθήνα. Ποιήματα, μεταφράσεις και
δοκίμιά του βρίσκονται μεταξύ άλλων
στα περιοδικά «Ποίηση», «Ποιητική» και
«Νέα Εστία» από το 2006. Από το 2013 γράφει
κυρίως για το λογοτεχνικό περιοδικό
«ΦΡΜΚ». Κυκλοφορούν δύο βιβλία με
ποιήματά του: η σyγκεντρωτική έκδοση, Υ
(2011) και Η γλώσσα τους (2019).