Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

ιούλιος 2020 _ μάρια ντεγιάνοβιτς [μτφρ.: χάνα σαμάρζιγια και παναγιώτης ιωαννίδης]



 


Μάρια Ντεγιάνοβιτς



Επτά ποιήματα από το βιβλίο Άρτου και Αλόγων Ηθική

 

ΣΒΗΝΟΝΤΑΣ ΔΡΥΣ

 

Δεν είμαστε απ' αυτούς που δεν

δηλώνουν τις πηγές τους: ένα κορίτσι χύνει τα πάντα

στον νεροχύτη εκτός από τις στάχτες. Δεν ξέρουμε

τι να κάνουμε με κείνα

 

τα παραθυρόφυλλα από χαμένες αλεπούδες

τεντωμένες τέρμα ανάμεσα στα τζάμια.

Θα χάσουμε τον ήλιο,

ή όχι; Αν βρέξει,

 

δεν θα προλάβουμε την κηδεία,

όπως τότε που δεν πρόλαβαν

να σβήσουνε την δρυ

γιατί η φύση ξέρει να φροντίζει τον εαυτό της.

Θα ρωτάω πολλά.

 

Μην αναφέρεις τα γενέθλιά μου,

ούτε η μάνα σου σε κοίταζε στα δόντια

κι όμως τής βγήκες μια χαρά, ε;

 

μια χαρά δεν ήταν

που μετρούσαμε τα κόκκινα φασόλια

αντί τον κάθε ήλιο που χανόταν;

 

*

 

 

ΑΟΡΑΤΗ ΚΟΡΔΕΛΑ

 

Το κρανίο της είναι άμαξα γερή ωοειδής.

Κάθε κεφάλι είναι κολοκύθα στολισμένη από νεράιδες.

 

Σαν έρθουν, σφίξου σα γροθιά, μου λέει αυτή.

Τότε εντός μου ξεκινάει να χάσκει ένα κενό.

 

Διαστέλλονται οι κόρες να καλωσορίσουν πόδια ανθρώπων,

μέσα στα μουσκεμένα τους παπούτσια, ραμμένα από παλιά καπέλα.

Στόματα ανοίγουν για να γλιστρήσουν έξω πέταλα

άξια της προσοχής μας.

 

Το κρανίο μας είναι η τέχνη τού να παραμένεις

απαρατήρητος, μη δει κανείς

ποιο ζώο είσαι.

 

Η ίρις είναι η αυτοκράτειρα της ήσυχης υπομονής.

Τα μέτωπά μας αντηχούν από τρομπόνια αιώνια.

 

*

 

 

H ΠΡΟΙΚΑ

 

Όταν η μάγισσα έσπασε το δόντι της,

τής έφυγε κομμάτι από τη ραχοκοκκαλιά. Καρύδια πια δεν έσπαγε,

έπαψε να περπατάει στο χιόνι

και είπε τα χρόνια σ' έκαναν να θες

να βρίσκεις τους ανθρώπους.

 

Σα λουλούδι, περνάει τα πρωινά γελώντας

μ' όσα τής λέω για λειβάδια, για χορτοκαλύβες,

με την λατρεία μου για ζωή δίχως τοίχους.

Παρατηρώ ένα δόντι σπασμένο στην άκρη

και τέσσερα μαύρα σφραγίσματα.

 

Αυτό το στόμα μαζεύει την προίκα:

μια ραχοκοκκαλιά βασιλική μόνο για μένα.

 

Για κάθε δόντι που της πέφτει,

πρέπει να γιατρεύω μια ανθρώπινη πληγή.

Του φοιτητή τα χρόνια που θα 'ρθούν

είναι σπαρμένα σε δυο σειρές μεγάλους φρονιμίτες,

κομμάτια νέας ραχοκοκκαλιάς

που η σιωπή αγκαλιάζει.

 

*



 

 








Ο ΟΙΩΝΟΣ

 

Όταν σκέφτομαι λόφους,

θυμάμαι καρύδια να πέφτουν

– ποτέ δεν θα τα φάμε.

 

Πριν, έμοιαζε απαίσιο:

της μάγισσας τα χέρια δεν βαστούν,

η ράχη δεν λυγά,

το στόμα της δεν τρώει.

Μετά κατάλαβα πως τα καρύδια περίμεναν εμένα,

όχι εκείνη.

 

Μαζεύουν πρασινάδα μες στη σάρκα τους που μαραγκιάζει

και, μαύρα, χώνονται στο χώμα.

Με ρυτιδιασμένο δέρμα και κόκκαλα ολοένα πιο εύθραυστα,

τα σπλάχνα τους θυμίζουν

μυαλά γουρουνόπουλου.

 

Μια αλεπού παραμονεύει για την μάγισσα, και όχι μόνο αυτή:

μια φορά, σαν ήτανε στην πόλη,

άρπαξε την κότα της απ' τον λαιμό

και τη σημάδεψε στο στήθος.

 

*

 

 

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ

 

Μια αλεπού προσφέρει κούφια πέταλα

για πιπιλιές απάνω στον αγαπημένο της λαιμό.

Η ζωή είναι στα λοφάκια

που βρίσκονται ανάμεσα σε δύο δόντια.

 

Όταν επέστρεψε αυτή,

έχτισε θρόνο πύρινο για το κοτόπουλο

και έσκαψε για συμβουλές στις στάχτες.

 

Απόφαση καμμιά

αν δεν τραβήξεις κλήρο. Μαύρος ο ένας,

άσπρος ο άλλος. Τρίτο δεν έχει.

 

Τη στάχτη που περίσσεψε την έριξε

σε πήλινη γαβάθα με νερό.

Φάνηκε πάνω του σημάδι

της επικείμενής της αναχώρησης.

 

Ένας στον άλλο κόσμο, άλλος από πάνω.

Σκίσ' το κουκούτσι και θα έχεις δυο ακόμα

μαζί μ' εκείνο που έχασες.

 

*

 

 

ΛΙΜΝΗ ΑΠΟ ΜΟΛΥΒΙ

 

Σερνότανε μες στο χωριό ένας στρατιώτης,

θερίζοντας γωνιές σπιτιών σαν χέρια των πνιγμένων.

Ένα μαύρο σπίτι: χάνεται μέσα το ψωμί.

Άλλο άσπρο: φαίνεται μέσα του μολύβι.

 

Πήρε ο στρατιώτης μονοπάτι για το δάσος

μέσα στην τσέπη του φαρδιού παντελονιού τού μυλωνά.

Από τις τρύπες έσπειρε αίσθηση γυρισμού

και μάσησε τα υπόλοιπα.

 

Σαν έφτασε στης λίμνης τον καθρέφτη

ρόπαλο πήρε και τον έσπασε.

Γίναν βατράχια οι γυναίκες, παρά την υπόσχεση.

Ασβοί φάγαν τον μυλωνά.

 

Οι χωριανοί αρχίσαν να χαλάν τους τοίχους των σπιτιών τους

και να γυρνάν πίσω στο δάσος τα σανίδια.

 

 

*

 

 

ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ

 

Ακέφαλο άλογο με πόδια πιο γερά.

Το προσαρμόζεις για να κάτσεις, αλλά αλλιώς.

Στην κορυφή του τραπεζιού, ο πρώτος λόγος.

Τα μεγαλύτερα εγκλήματα της ανθρωπότητας

ξεκίνησαν στα μετριότερα τραπέζια.

 

 

 

– μτφρ.: Χάνα Σαμάρζιγια και Παναγιώτης Ιωαννίδης

 

*

Μάρια Ντεγιάνοβιτς. Γεννήθηκε στο Πριγιέντορ της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Μεγάλωσε στην Κροατία· σήμερα ζει στο Ζάγκρεμπ και στη Λάρισα. Το 2018, το χειρόγραφο του βιβλίου της Άρτου και Αλόγων Ηθική έλαβε τα βραβεία "Goran" και “Kvirin”, ενώ αυτό τού Καρδιόξυλου, το βραβείο "Zdravko Pucak", πριν να εκδοθούν τον ίδιο χρόνο. Δημοσιεύει επίσης λογοτεχνική κριτική, ενώ τα ποιήματά της έχουν παρουσιασθεί σε ποικίλα φεστιβάλ και μεταφρασθεί σε διάφορες γλώσσες. Είναι Αναπλ. Διευθύντρια τού Πανθεσσαλικού Φεστιβάλ Ποίησης, μέλος της διεθνούς πλατφόρμας ποιητών και φεστιβάλ Versopolis, και της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού “Tema”.