Δευτέρα 1 Μαρτίου 2021

μάρτιος 2021 _ σολωμός +


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Παναγιώτης Ιωαννίδης (επιμ.),  Βασίλης Αμανατίδης, Ορφέας Απέργης, Μαίρη Γιόση, Άννα Γρίβα, Γιάννης Δούκας, Λένια Ζαφειροπούλου, Ακριβή Κακλαμάνη, Κωνσταντίνα Κορρυβάντη, Θεώνη Κοτίνη, Δήμητρα Κωτούλα, Παυλίνα Μάρβιν, Στέργιος Μήτας, Γιάννα Μπούκοβα, Iφιγένεια Ντούμη, Όλγα Παπακώστα, Αλεξάνδρα Πλαστήρα, Θοδωρής Ρακόπουλος, Χρήστος Σιορίκης και Μάριος Χατζηπροκοπίου

 

ΣΟΛΩΜΟΣ + 
20 ποιήματα για τον Διονύσιο Σολωμό

 

Ο Σολωμός δεν είναι μεγάλος ποιητής επειδή είναι 'εθνικός'· είναι 'εθνικός', επειδή είναι μεγάλος ποιητής.

Το «Με τα λόγια (γίνεται)», γιορτάζοντας, τον Δεκέμβριο 2020, τα 10 χρόνια από την πρώτη του εκδήλωση, και, συγχρόνως, με έναν «λοξό», δια της ποιήσεως, τρόπο, τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, προσκάλεσε 20 σύγχρονες/οι Ελλην(ιδ)ες ποιητ(ρι)ες να γράψουν και να απαγγείλουν ποιήματά τους 'σε διάλογο' με το ποιητικό και πεζογραφικό έργο του Διονυσίου Σολωμού, στην διαδικτυακή εκδήλωση “Σολωμός +”, σε συνεργασία με την Ελληνοαμερικανική Ένωση, την Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020.(Η εκδήλωση παραμένει διαθέσιμη προς δωρεάν θέαση, εδώ: https://youtu.be/eFqNYLf4BLE).

Ανάλογες προηγηθείσες εκδηλώσεις τού «Με τα λόγια (γίνεται)» ήσαν αφιερωμένες στον Κάλβο, στον Καβάφη πέρα από τα «Αναγνωρισμένα» ποιήματά του, στον Καρυωτάκη με τους συγχρόνους του, στην 'τετράδα' Πολυδούρη-Αξιώτη-Χατζηλαζάρου-Αραβαντινού, στον Τάκη Παπατσώνη, στον Οδυσσέα Ελύτη με τους ποιητικούς 'συνομιλητές' του, στον Νίκο Εγγονόπουλο, στην Ζωή Καρέλλη και στην Ελένη Βακαλό. Τα κείμενα πολλών εξ αυτών αναδημοσιεύονται πλέον σ' αυτό εδώ το ιστολόγιο.

H εικόνα είναι του Αλέκου Παπαδάτου, από το εξώφυλλο του περιοδικού "The Books' Journal", όπου πρωτοδημοσιεύθηκε το αφιέρωμα, Μάρτιο του 2021.

 

~

 

Θοδωρής Ρακόπουλος



Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥΣ

 

Οι απαίσιες χιλιετηρίδες

έχουν μια τάση να συνοψίζονται

στα 200 χρόνια ύπαρξης

ενός μηχανισμού.

 

Ούτε ο Σολωμός

ούτε ο Calbo

ούτε ο Foscolo

ούτε καν ο Διονύσιος Ρώμας

περίμεναν να γίνουν μαυσωλεία και αγάλματα

εξόδοις ενός κρατικού σχηματισμού

στα Νότια Βαλκάνια.

 

Τουλάχιστον ο πρώτος

έχει στο όνομά του

τον αεροδιάδρομο

της νήσου του Ζακύνθου

και των Εγγλέζων.

 

 

~

 

 

Παυλίνα Μάρβιν



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΝ:
Η Λούνα πικραίνεται για τον θάνατο της El Mimo

 

γραμμένο επάνω στο πρώτο κεφάλαιο
από την
Γυναίκα της Ζάκυθος του Διονύσιου Σολωμού

 

Εγώ, η Λούνα η γελωτοποιός

η διασκεδάστρια των μικρών

εγκάτοικος στο Παγκράτι των Αθηνών

φιλοξενουμένη του Λαέρτου και του Κόνωνος

για να περιγράψω ό,τι στοχάζομαι για τον θάνατο της συντρόφου μου, λέγω:

ότι απόψε επιθυμώ ν’ ανταμώσω με τον Άντερσεν

και να κλαίγω καίγομαι να προστρέξω στον παραμυθά

για κάτι υποθέσεις ψυχικές.

Και είναι πάλι φθινόπωρο, σημαίνει η ώρα του θανάτου της El Mimo

και φθάνω με την καρδιά μου στον φράχτη του πάρκου Andre Jardan

όπου την βρήκαν κρεμασμένη με χειροπέδες.

Σταματώ σε ένα από τα παλάτια του Σεμπάστιαν Πινιέρα,

θέλω να τον ρωτήσω αν η οροφή της κάμαρής του στάζει αίμα.

Σαν δεν μου απαντάει κανείς, μπαίνω στο ανάκτορο

για να δω με τα μάτια μου τα ταβάνια κοκκινισμένα

και ρωτώ όπου ακούγομαι: υπάρχει ο θεός;

Και η φωνή μου αντιλαλεί.

Και ρωτώ πόσοι γνωρίζουν την αλήθευα στην συνοικία Pedro Aguirre

και συγκρίνω τον αριθμό με τα πέντε μου δάχτυλα

και είναι εκατονταπλάσιοι, όλοι έχουν χέρια σαν τα δικά μου

για να ‘μποδίσουν το αίμα, μα κανείς μας δεν τα κατάφερε.

Έπειτα, θέλοντας ν’ αριθμήσω τους αδίκους, βλέπω πως είναι άλλοι τόσοι,

μα κρατώ στον νου μου περσότερο απ' όλους την Ντανιέλα Καράσκο

την συνάδελφό μου στη Χιλή

που χίλιες φορές μια ντουζίνα καραμπινιέροι θέλανε να της φράξουνε το δρόμο

μα μια φορά, το μικρό κορμί της, η κόκκινη μύτη, το μέτωπο

η μελαγχολία στο χαμόγελό της, τα φρύδια, σώπασαν

για πάντα;

Για τούτο κάθομαι με τον Άντερσεν και κλαίγω

παρηγορημένη μες στους λιωμένους πάγους της Βασίλισσας του Χιονιού

από το σπίρτο του κοριτσιού που ζεσταίνει την συντρόφισσά μου την El Mimo

καθώς πάνω από το άγαλμα του Δανού

ξεκινάει στον αστροβόλον ουρανό η ανάσταση

την οδηγάει μια πομπή κοριτσιών μίμων

 

~

 

 

Χρήστος Σιορίκης

 

 

[ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ]

 

 

Il coraggio non cessa che colla vita. Nel momento in cui sentì come lampo spezzarglisi il braccio, s’ accese lume e conobbe

se stesso. L’ universe non sa niente.

 

Το θάρρος παύει μόνο μαζί με τη ζωή. Τη στιγμή που ένιωσε σαν αστραπή να του κόβεται το μπράτσο, έλαμψε φως,

και γνώρισε τον εαυτό του. Το σύμπαν δεν ξέρει τίποτε.

 

 

Τη στιγμή του κινδύνου

ορθό και νοήμον

υψώνεται προς τα ουράνια
το πρόσωπό σου

– πιο όμορφο από εκείνα

 

Εδώ είναι νύχτα

Χιλιάδες άστρα δείχνουν το δρόμο

και προβλέπουν τις αποφάσεις

Εγώ ζητώ

μια σπίθα μόνο από τη δόξα σου

 

Μα πλησιάζω

και μου λες

 

Εδώ είναι μυϊκός ιστός

και το πολίτευμα δεν είναι βασιλεία

Έλα κοντά

πολύ κοντά

ν' ακούσεις το αίμα

να τρέχει στις φλέβες

γρήγορα

κι ακόμα πιο γρήγορα

θα τελειώσει αυτή η ιστορία

θα τελειώσει η ιστορία

και δεν θα φοβάται ο λιγότερο δυνατός

 

 

[Το ποίημα περιέχει φράσεις του Διονυσίου Σολωμού από το πεζό ιταλικό σχεδίασμα για τον «Πόρφυρα».]

 

~

 

Γιάννα Μπούκοβα

 

Το ποίημα του Σολωμού με το οποίο βρίσκομαι σε διάλογο, είναι Ο Πόρφυρας.  Έχω ιδιαίτερη σχέση με αυτό το ποίημα, το έχω μεταφράσει στα βουλγάρικα για τις ανάγκες της ανθολογίας βαλκανικής ποίησης Αίμος του Χρήστου Παπουτσάκη. Στην δική μου προσέγγιση, όλοι είμαστε υπαρξιακά γυμνοί Άγγλοι αξιωματικοί. Και η σχέση θηρευτή-θήραμα έχει κλειδώσει και έχει γίνει μόνιμη.    

 

 

ΠΌΡΦΥΡΑΣ Ή ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΚΟΛΥΜΒΗΣΗΣ

 

Το ζήτημα είναι μη σε απορροφήσει το φόντο

Το πρόσωπο συνεχίζει τις άχρηστες μεταβολές του,

τις αλλαγές χρωμάτων

Οι κινήσεις κολύμβησης επιβραδύνονται

Απολογισμός δραστηριότητας:

ρυτίδες πάνω σε ρυτιδιασμένη επιφάνεια

 

Όσο πιο κοντά σε πλησιάζει κάτι τόσο λιγότερες οι επιλογές

Μία διακεκομμένη ευθεία

εισάγει την γεωμετρία του αναπόδραστου

Αξίωμα πρώτο: ο θάνατος πριν την κούραση είναι τραγωδία,

            ο θάνατος μετά την κούραση είναι προσβολή

Αξίωμα δεύτερο: το κόκκινο είναι το πιο θορυβώδες χρώμα

 

Μόνο μην σε κατασπαράξει το φόντο,

η πρωταρχική σούπα δυνατοτήτων,

η ρευστή έρημος

Αξίωμα θέσης: μη σταματάς

 

Ό,τι σε κυνηγάει σού δίνει σχήμα

Ό,τι σε κάνει εσύ σε σκοτώνει

Το φως αστράφτει

Η σχέση κλειδώνει    

 

 

~

 

Όλγα Παπακώστα

 

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟ ΔΕ ΡΩΣΣΗ

 

 

Caro carissimo!

 

Όπως η γάτα που αφήνει στο χαλάκι

Τα ασπαίροντα ή νεκρά της δώρα

Με λέξεις παίζω από μικρό παιδάκι

Κι όλες στα πόδια σου τις φέρνω τώρα.

 

                                    Αγγειό τσ’ ερμιάς ακοίμητο

                                    Αλαίμαργα αναδεύω

                                    Σουρποενδυμένη σταματάω

                                    Θαράπεψη γυρεύω.

 

                                    Ίχνη τα ίχνη αλλάζοντας

                                    Καμώνομαι του κάκου

                                    Καταγυρμένη καταπώς

                                    Κοράσι κρένει· άκου.

 

                                    Ματαρχινάω μαρτύρια

                                    Μεσουρανίς μισεύω

                                    Νέφι ξανοίγω ξάστερο

                                    Ξέσκεπη θυροδέρνω.

 

(Έτριψα και καθάρισα το μαύρο ασήμι ώσπου βγήκε μια λάμψη από τον τοίχο.)                                                   

 

Α! Πρέπει να μείνω συντροφιά με τις χίμαιρές μου τουλάχιστον σήμερα, αύριο και μεθαύριο*.

 

Η ποίηση δεν θέλει

Να της λες τα κάλαντα.

«Μας τα ’παν άλλοι» απαντά

 

Και σου κλείνει την πόρτα.



* Η φράση προέρχεται από (μεταφρασμένη) επιστολή του Σολωμού στον Γεώργιο Δε Ρώσση, βλ. Διονυσίου Σολωμού, Ποιήματα και πεζά, Επιμέλεια-Εισαγωγή: Στυλιανός Αλεξίου, εκδ. Στιγμή, σελ. 452. Από το Γλωσσάριο της ίδιας έκδοσης αντλήθηκαν οι λέξεις για τις  τρεις στροφές σε πλάγια γραφή. Η κλητική προσφώνηση έχει χρησιμοποιηθεί από τον Σολωμό σε άλλη επιστολή του προς τον Γεώργιο Δε Ρώσση (Ζάκυνθος, Αύγουστος 1824).

 

~


 

Γιάννης Δούκας



εκείνου που δεν εμποδίζεται

 

Εισαγωγή

 

Στην κάθε τουφεκιά, στην κάθε απελπισία και στα τυφλά αδιέξοδα που σε λαμποκοπούσαν, με την αιμομιξία σου μελάνη, κάτω από τα σκισμένα σύννεφα χαρτιά, λόγο με λόγο επλάγιαζες κι όλο μου συζητούσες.

Ακροβατούσες στη νησίδα σου, εσύ ο δευτεροπρόσωπος, και τη θερμοκρασία του νερού στη ράχη της παλάμης σου δοκίμαζες. Να ’ταν φασκιές κι η νεκρική σου μάσκα στην ανάκριση, να ’ταν συντρίμματα στην ανακαίνισή τους.

            Εσύ μιλούσες πόλεμο, μα εγώ κλινοστρωμνή ονειρευόμουν.

 

Κείμενο

 

1

Σε γνωρίζω

 

2

σε γνωρίζω

 

και σαν πρώτα

 

3

Ένα στόμα ακαρτερούσες

 

4

εις τα στήθια

 

5

και τα στόματα εφωνάξαν

όσα αισθάνετο η καρδιά

 

6

αποκριθείτε

στης νυκτός τη σκοτεινιά!

 

Αποκρίνονται

 

7

ακούω σμίξιμο

 

8

Α, τι νύκτα ήταν εκείνη

που την τρέμει ο λογισμός!

 

9

Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,

οι κραυγές, η ταραχή

 

10

ίσκιοι

αναρίθμητοι, γυμνοί

 

11

κόρες

 

12

Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι

 

13

και αναδεύοντο μαζί

 

14

χάμου

 

15

με βρυχίσματα βραχνά

 

και χορεύοντας μανίζουν

 

16

και τα στήθια τους εγγίζουν

 

17

Εκειό το έγγισμα πηγαίνει

βαθειά μες στα σωθικά

 

18

Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει

 

19

Της καρδίας κτυπίες βροντάνε

μες στα στήθια τους αργά

 

20

γι’ αυτούς όλους το παν είναι

μαζωμένο αντάμα εκεί

 

21

Τόση η μάνητα κι η ζάλη

 

22

σωθικά λαχταριστά

 

23

πάρεξ όταν ξαπλωθεί;

 

24

Δεν αισθάνονται τον κόπο

και λες κι είναι εις την αρχή

 

25

και φωνές και στεναγμοί

 

26

που ό,τι θέλεις ημπορείς

 

27

και φιλώντας σου το στόμα

 

28

ποιος τη σάρκα του δαγκώνει

 

29

με τσ’ αγκάλες ανοικτές

 

30

Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει

 

31

και τους έτρεμαν τα χείλη

δίνοντάς τα εις το φιλί

 

32

Έχει ολάνοικτο το στόμα

π’ ώρες πρώτα είχε γευθεί

 

33

αγκαλισθείτε

 

34

και δεν έπαυσε στιγμή

 

 

 

 

 

Σημειώσεις

 

Εισαγωγή: μα να ’μουνα μοντέρ κι εσύ να μου κακομιλάς και να με βασανίζεις∙ εγώ μόνο τον έρωτα μπορούσα ν’ αντικρίσω, άλλη καμιά κατάλληλη ή επιθυμητή∙ Κείμενο, 1: όλα από κει αρδεύονται∙ 2: ηχολαλία πάθηση κι ελπίδα, Κόμητά μου, να γίνουν όλα φρέσκα κι αειπάρθενα∙ 3: νερό από τη στέρνα∙ 4: επάνω τους κι εντός ∙ 5, 6: κι ο βους από τη γλώσσα μου πού πήγε∙ 7: να πιπιλά τα δάκτυλα γλυκίσματα∙ 8, 9: να κρύβεται στο σκότος∙ 10: λυτρωμένος∙ 11-25: και να ’ν’ αμάχη, να ’ναι χαλασμός∙ 26-33: και να ’ναι το προσκύνημα της μόνης ευλαβείας∙ 34: να επιστρέφει στην αρχή και να ξαναδιαβάζεται.

 

~

 

Μάριος Χατζηπροκοπίου

 

ΡΥΘΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, Σπουδή Δεύτερη

 

Και ερχόταν καιρός που ο ήλιος αλάργευε από τον κόσμο και το ψύχος πύκνωνε. Και μια νέα ερχόταν εποχή παγετώνων. Και στων φίλων τα σώματα τρύπωνε το τιχτικό. Και στο δέρμα τυπώνονταν στίγματα. Και το στόμα μου άνοιγε, τραγουδούσε.

 

Lepra orientalis Lepra indica Lepra hebraica Lepra aegyptica

 

Και σκορπιοί και καβούρια και αράχνες φώλιαζαν στο κεφάλι μου. Και διαβόλοι μικροί το βιδώναν και το πλάταιναν σαν αχλάδι. Και ψυχές πεθαμένων. Και η ψυχή του πατέρα μου. Και πασχίζαν να πάθω αμνησία. Και με βρίζαν: «Βρώμα! Ξετσίπωτη!»

 

Και μια νύχτα μεσάνυχτα ήρθε ο φύλακας στην κάμαρή μου. Και την ώρα που οργώναν το σβέρκο μου φωτεινές οι ακτίνες με άρπαξε αχ τα μαλλιά και μου φόρεσε στο λαιμό μια σαλιάρα. Και με έφτυνε και με γύμνωνε και με κλώτσαγε και με κλείδωνε στα μπουντρούμια.

 

Και αράχνες και μύγες και σκνίπες και μυρμήγκια και μέλισσες και ψαλίδες και σκώροι γεννιούνταν ευθύς από θαύμα και βούιζαν με το που με έπαιρνε ο ύπνος και μου ανοίγαν τα βλέφαρα στανικά.

 

Και ερχόταν καιρός που ο θεός αλάργευε από τον κόσμο και τον εγκατέλειπε. Και η γάτα τον ποντικό και η αράχνη τη μύγα ανενόχλητα κατασπάραζαν. Και ο θεός με εγκατέλειπε.

Και πλημμύριζαν Και βυθίζονταν οι αστερισμοί. Και οι άνθρωποι φύραιναν, γίνονταν ίσκιοι. Είχα μείνει ολομόναχος πάνω στη γη.

 

Και ανοίξαν τα χώματα Και έπεφτα και έπεφτα και περνούσα από δάση με πολύφυλλα δένδρα που ολοένα αραίωναν ολοένα ερήμωναν Ώς τα έγκατα.

 

 Όπου αντίκρυσα της γυναίκας μου το μνημούρι.

 

Και το σκότος έγινε πάμφωτη λίμνη ασημένια. Kολύμπησα.

 

Και το ασήμι κιτρίνισε, τα νερά πήραν να πήζουν. Και μεμιάς χτίζω πύργο στη μέση της λίμνης και σκαρφάλωσα στις πολεμίστρες, ενώ πλήθαινε ολόγυρα το πηχτό κιτρινάδι. Και έτρεμα Γιατί γνώριζα πως με κύκλωνε το τιχτικό.

 

Και ανοίξαν οι ουρανοί Και με τράβηξαν στην κοιλιά τους. Και είδα. Μπρος στα πόδια μου. Το γαλάζιο στερέωμα.

 

Του μάρτυρα στεφάνι μου χαρίσαν

Οι ακτίνες που έγιαναν τη συμφορά μου

Τη στέρφα την αρρώστια καταργήσαν

Ανάστησαν τα αγέννητα παιδιά μου

 

Κι από έρμος επιζών, γίνομαι πλήθος

~

 

Ιφιγένεια Ντούμη

 

 

ΤΟ ΨΟΦΟΓΑΤΣΟΥΛΟ

 

Θέλω να μιλήσω για κείνον

τον ανήθικο, τον κολασμένο,

το κάθαρμα, τον αλίτηρο.

Γι’ αυτόν που τάζει γάμους κι οικογένειες

σ’ αθώα κοράσια και τα πλανεύει και τ’ αναγελά.

Γι’ αυτόν που δε χωρά σε κανενός την προσευχή και το καντήλι,

που ανόσια κοινωνά δικό του αίμα

και χύνει μ’ αυχαριστία τ’ αποδέλοιπο.

Γι’ αυτόν τον μιαρό,

που εγώ μονάχα αγάπησα

και που κανένας δεν τον έκλαψε ποτέ

ούτε τον ονειρεύτηκε.

 

Μου λένε

πως είναι βλακεία

να διηγούνται οι άνθρωποι τα όνειρά τους.

Όμως εγώ όσα όνειρα βλέπω τα λέω.

Όπως εκειό το πλουμιστό πουλάκι

που δρόσισε τα φτερά στις όχθες της Παμβώτιδας

και μου 'πε:

Τον Λάμπρο να κλαις.

Το ψοφογάτσουλο.

 

~

 

 

Ακριβή Κακλαμάνη

 

 

Διονύσιος Σολωμός: Αναδημιουργία χωρίς τέλος

 

 

«[…] ποιος άλλος ποιητής, ρομαντικός ή μη, θιασώτης (θεωρητικός ή πρακτικός) του “αποσπασματικού” (“ημιτελούς” ή “ατελούς”) ποιήματος, αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στην ποιητική δημιουργία, χωρίς ωστόσο να θεωρήσει τελειωμένο και δημοσιεύσιμο κανένα έργο του;» [i], αναρωτιέται ο Ερατοσθένης Καψωμένος.

 

Από το έργο του Σολωμού διάλεξα να συνομιλήσω με τις επιστολές του.
Γράφει ο ποιητής, το 1824, στον φίλο του Γεώργιο Δε Ρώσση:

 

«Είναι εδώ ο Δημήτρης μας. Δεν θα μπορέσω να έρθω, δεν θα μπορέσω. Πρέπει να καθίσω συντροφιά με τα όνειρά μου, τουλάχιστο για σήμερα και γι’ αύριο και ύστερα. […] Μην αμελήσεις, σε παρακαλώ, στείλε αύριο ένα γράμμα για τον Μουστοξύδη, να γράψει όσο μπορεί πιο γρήγορα σε όποιον είναι ανάγκη στη Γαλλία, για να μην τυπωθεί κανένας από τους στίχους μου που του έδωσε ο Λοδοβίκος, γιατί αυτό θα με δυσαρεστούσε πάρα πολύ και δε θα του το συγχωρούσα. […] δε θέλω να περάσει κανενός από το μυαλό, πως την ώρα που νικούν οι δικοί μας στο Μαραθώνα, εγώ κάθομαι και τραγουδώ για ένα βοσκόπουλο ξαπλωμένο πάνω στο νεκροκρέβατο. […]» [ii]

 

Τοποθέτησα το δικό μου επιστολικό ποίημα πολύ αργότερα, έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του.

 

 

 

1856: Νέο σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο.

Σχεδίασμα επιστολής, που δεν στάλθηκε ποτέ, στη μητέρα του.

 

 

Carissima,

 

1. Σου γράφω για κάτι υπόθεσες ψυχικές

 

2. Δυσκολεύομαι. Δεν μ’ αρέσει να γκρινιάζω, ιδίως σε σένα που –

3. Γράφω σπάνια πια. Προσπαθώ να διορθώσω παλιά λάθη – μάταια

 

4. Απομονώθηκα. Όχι, μάλλον, αποσύρθηκα – μα ποια η διαφορά;

5. Διάλεξα την Κέρκυρα όπως διαλέγει κανείς αποστάσεις

 

6. Και τώρα, ακόμη κι αν το ήθελα, δεν γίνεται να επιστρέψω

7. Μιλώ λίγο, περπατώ αργά

 

8. Και ξέρεις; Φοβάμαι μην χάσω τελικά το φως μου

9. Χωρίς να σε συναντήσω ξανά – χωρίς να

 

 

 

Μην αμελήσεις,

 μην αμελήσεις, σε παρακαλώ

 

 

 

Σημειώσεις

[i] Ο Σολωμός και η ελληνική πολιτισμική παράδοση, Ερατοσθένης Καψωμένος, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα, 1998, σ. 95 & 101.

[ii] Ο Σολωμός στα γράμματά του, Λίνου Πολίτη, Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, Αθήνα, 1963, σ. 18 &19.

 

 

~

 

 

Ορφέας Απέργης

Ο ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ

 

 

Τρεχάτε να δείτε, καλέ,

κάτω στο μώλο της Μαντρακίνας,

καλέ τρεχάτε!

 

Πετάχτηκαν όλοι

από τ’ αράθυμα καφενεία της Σπιανάδας,

μια και δυο,

τρέχοντας προς τη θάλασσα,

διασχίζοντας το γήπεδο του κρίκετ,

την Ηρώων Πολυτεχνείου,

γλήγορα! γλήγορα!

να φτάσουν,

απνευστί,

στο μικρό λιμανάκι στα πλευρά του Παλιού Φρουρίου,

από εκεί ερχόντανε οι φωνές,

 

δεκαεννιά ιουλίου,

εφτά το απόγεμα,

ίσα που χάιδευε ο ήλιος μαργιόλικα

το κόκκινο καμπαναριό της Παναγιάς

και κοκκίνιζε αυτή ακόμα περισσότερο,

και σα να προσπαθούσε να κρυφτεί

απ’ την ντροπή της, όλο και πιο βαθιά

μέσα στα δέντρα του Κήπου του Λαού

και του Μποσκέτου,

 

αλλά πού καιρός να χαρείς τη ζέστα του ήλιου,

πού καιρός να χαρείς τα χρώματα

τα πορτοκαλοκόκκινα, τα κεραμιδιά,

τα κιτρινόκροκα

της ωραίας μας τση Παναγιάς,

 

πού καιρός

τώρα που ήτανε όλη η Σπιανάδα

και η παλιά πόλη ολάκερη

ανάστα ο Κύριος,

κι όλοι, όλοι,

τρέχανε κατά κει να δούνε!

 

Έφτασε με την παρέα,

όλοι μαζί με τα καινούρια τους ποδήλατα,

που ήτανε βέβαια τα ίδια, τα παλιά τους,

αλλά που τώρα τα είχανε πειράξει,

τα είχανε μπογιατίσει κι είχανε γρασάρει

τις αλυσίδες τους

που τις είχανε πάρει καινούργιες,

ναι, αυτές ήταν ολοκαίνουργιες,

από τον ξαδερφό του, το Φώτη,

που δούλευε βοηθός στο συνεργείο

στον Άγιο Στέφανο

κι είχε άκρες, γιατί εκεί του πηγαίνανε

τα ποδήλατά τους τα εγγόνια του λόρδου

που ερχόντανε κάθε καλοκαίρι στο παλάτι,

κοντά στην Κερασιά,

ό,τι ποδήλατα χαλνάγανε και δεν τα θέλανε

γιατί τα βαριόντουσαν,

ό,τι ξέμενε το περιμάζευε με τρόπο ο Φώτης

και τους το ’φερνε να το φορέσουνε στα δικά τους

τα παλιοποδήλατα,

τα σκουριασμένα απ’ τη νοτιά του χειμώνα,

 

αλλά τώρα πού καιρός,

τα παρατήσανε τα ποδήλατα πάνω στα κάγκελα

της Ηρώων Πολυτεχνείου

και μια και δυο,

με δυο δρασκελιές βρεθήκανε πάνω στο μώλο,

στο μώλο της Παναγιάς της Μαντρακίνας,

αντράκια σωστά,

αφού ήθελε πολύ σπρωξίδι

να καταφέρουνε να φτάσουνε ως την άκρη των νερών,

την άκρη του τσιμεντένιου μώλου,

 

εκεί, εκεί το είδε πρώτος αυτός,

σαν αρχηγός δικιωματικά

όλων των παιδιών,

σαν πιο γλήγορος και πιο θαρραλέος

(πολέμαρχος σωστός!),

σαν με το πιο περίτεχνα ξανακατασκευασμένο

γυαλιστερό και πανέμορφο

ποδήλατο,

 

πρώτος αυτός τον είδε

τον μεγάλο σκύλο,

ήτανε ίσαμε δυο μέτρα μακρύς,

κι ακόμα κοβότανε στα δυο

καθώς προσπάθαε ν’ αναπνεύσει,

τον είχανε ανεβάσει με τα καμάκια

πάνω στο μώλο,

 

έσκυψε κοντά,

είχε φτάσει δίπλα τώρα,

από πάνω του όλοι οι μεγάλοι,

είχε φτάσει κοντά

και γονάτισε

κι έβαλε το χέρι του

πάνω στην κοιλιά

του ζώου της θάλασσας,

 

ήτανε μια χαρακιά ίσαμε το μισό του μπόι,

μια χαρακιά που αυλάκωνε το πλευρό

του ζώου,

βαθιά,

κι ανάβρυζε το αίμα,

πλούσιο κόκκινο βαθύ

κι απλώνονταν πάνω στο χαλικάκι του μώλου,

 

ακούμπησε το χέρι του πάνω στην πληγή,

μάτωσε με το ξένο αίμα,

κι ύστερα

(γιατί;)

άρχισε να τον χαϊδεύει

αυτόν τον σκύλο της θαλάσσης

που ψυχομάχαε,

πάνω-κάτω με το ματωμένο του το χέρι τον χάιδευε

στην κοιλιά τη βρεμένη

που ανεβοκατέβαινε με τις κομμένες αναπνοές του,

σταλάζανε κόμποι-κόμποι

τα νερά της θάλασσας

πάνω στ’ ασημένια λέπια,

θαύμα σωστό της φύσης,

διαμάντια μες στον ήλιο που ’πεφτε να δύσει,

 

κι άχνιζε,

άχνιζε η αρμύρα

πάνω στη ράχη τη θαλασσόμαυρη του σκύλου,

(αυτού του πρόσφυγα απ’ τα βάθη της θαλάσσης),

μαύρο του πέλαγου και πράσινο του βυθού

κι ασήμι χρυσαφένιο το λέπι στον ήλιο,

μέσα στα νερά που τώρα έκανε το αίμα

καθώς έπηζε

κι ενώ ακόμα δεν έλεε να σωθεί,

 

τα βράγχια δώσανε έναν τελικό σπασμό,

κι απόμειναν

πορφυρωμένα απ’ την άδικη πάλη με το θάνατο

ακίνητα

(απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου)

σα να θέλανε κι άλλο να ζήσουνε,

ολάνοιχτα,

σαν μάτια μιας ψυχής

(αν είχε –μα είχε!– ψυχή το ζώο)

που αρνιότανε πεισματικά να πεθάνει.

 

Πάει, παιδιά, ψόφησε,

ψόφησε το σκυλόψαρο,

αντιβούιξε ο μώλος της Μαντρακίνας,

σα να σημαίνανε οι καμπάνες της Παναγιάς,

κι απλώθηκε το σούσουρο ως μέσα στα καφεκοπτεία

και τα κουρεία

κι ίσαμε τα γραφεία της Φιλαρμονικής,

 

κι ύστερα,

που όλοι σιγά-σιγά

γυρίζανε στις δουλειές

και τις όποιες άλλες ασχολίες τους

τις τουριστικές

(καλοκαίρι, τουρισμός 24ωρος),

ύστερα,

που φύγανε κι αυτοί

μπουλούκι για το γκέιμινγκ,

κι είχε ακόμα τα χέρια βαμμένα στο αίμα

του ζώου, πορφυρά,

 

τότε άκουσε από τη γιαγιά τη Λούντζαινα,

την ξαδέρφη της νόνας του,

που δούλευε κι αυτή παραδουλεύτρα στο παλάτι,

την άκουσε που έλεε εμπιστευτικά,

στη διπλανή της,

πως είχε ακούσει

από τον ψαρά που πήρε το σκυλόψαρο

(αφού αυτός το είχε περιμαζέψει

κι είχε αναγκαστεί να επιστρέψει με την τράτα

ίσα που έβγαινε για το βραδινό παραγάδι),

από αυτόν που το πήρε να το τεμαχίσει και να το εμπορευτεί

άκουσε η γιαγιά η Λούντζαινα να λέει

πως τον σκύλο τον έκοψε με την προπέλα

το σκάφος του λόρδου

που το ’δενε στο Μαντράκι κάτω απ’ την Παναγιά

και το ’παιρνε για βόλτες με την αγαπητικιά του

όταν έκανε καλοσύνη τ’ απογέματα το καλοκαίρι,

 

και να μη στα πολυλογώ,  Αγγελικούλα μου,

όπως μας φάγανε το νησί

θα μας φάνε και τα ψάρια του

οι Εγγλέζοι,

κι α μας δίνουνε με το ’να χέρι,

με άλλα εκατό μάς τα παίρνουνε πίσω,

όλοι αυτοί οι Ρότσαϊλντ,

λόρδοι, βαρώνοι, κόμηδες, ξέρω ’γω τι,

 

έτσι την άκουσε να λέει

καθώς καβάλαγε το ολοκαίνουργιο ποδήλατό του να φύγει

κι έτριξε μια το κουδούνι,

ντριν-ντριν,

και το περηφανεύτηκε

έτσι που έλαμπε αστραφτερό,

με πάνω την κόκκινη ασπίδα,

όπως του το ’χε βρει ο ξάδερφος απ’ τα παιδιά των ξένων.

 

Πού πήγες πάλι, σατανά,

και γύρισες μες στα αίματα,

α μα θα το σκοτώσω αυτό το παιδί –

όλη η γειτονιά άκουσε την κλάψα του

(του δυνατού την κλάψα)

όταν του της έβρεξε η μάνα –

ίσως να ’τανε (δε θυμάται πια)

η τελευταία φορά που τον έδειρε,

 

την άλλη χρονιά

είχε μεγαλώσει πια

πολύ.

 

 

~

 

 

Άννα Γρίβα



Το αόρατο ταξίδι του Σολωμού στο Μεσολόγγι

 

Λέγεται πως κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου ο Διονύσιος Σολωμός ευρισκόμενος στη Ζάκυνθο μπορούσε να ακούσει τους κανονιοβολισμούς στην απέναντι στεριά. Ίσως να ήταν αυτό το τρομερό άκουσμα που έκανε τον ποιητή να νιώσει βαθιά μέσα του τη δόνηση του απελπισμένου αλλά και ηρωικού αγώνα των κατοίκων. Έκτοτε, ψυχικά ο Σολωμός ανήκει σε εκείνη την οριακή στιγμή μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ ομορφιάς και σκότους, γι’ αυτό και περνά τη μετέπειτα ζωή του προσπαθώντας να «δει» και να «ακούσει», να «αγγίξει» και να «μυρίσει» όσα συνέβησαν τις μέρες εκείνες της πολιορκίας στο Μεσολόγγι.

Γιατί ένας ποιητής να επιμένει τόσο στις λεπτομέρειες μιας μέρας, μιας ώρας, μιας στιγμής; Γιατί να προσπαθεί με τόση επιμονή να καταγράψει το ελάχιστο; Οι μελετητές θα πουν ότι η φύση που ανθίζει τη στιγμή που οι άνθρωποι έχουν επιλέξει να πεθάνουν εντείνει την τραγικότητα της απόφασής τους και υπονοεί την εσωτερική τους ελευθερία, την αξία της προαιρέσεως. Μα εγώ νιώθω ότι ίσως υπάρχει κι ένας άλλος λόγος που κάνει τον ποιητή να σκύβει με τόση τρυφερότητα στο ελάχιστο: ο Σολωμός αναζητά τη Γνώση και Γνώση δεν μπορεί να υπάρξει αν η νόηση δεν συνδυαστεί με το βίωμα. Οι μεγάλοι ποιητές δεν δημιουργούν μονάχα λογοτεχνικά σχήματα, αλλά βιώνουν τα αλήθειες που καταγράφουν: ο Όμηρος βρίσκεται στ’ αλήθεια στην Τροία, γι’ αυτό και κάποτε συνεπαρμένος απευθύνεται στους ήρωές του, ο Δάντης βηματίζει πράγματι στις οδούς του υπερπέραν, γι’ αυτό και καταγράφει με τόση λεπτομέρεια την τοπογραφία του, η Σαπφώ συνομιλεί πράγματι με την Αφροδίτη και τη βλέπει να κατέρχεται κοντά της από τα παλάτια του Ολύμπου. Αντιστοίχως ο Σολωμός βλέπει τη γαλάζια πεταλούδα να φτερουγίζει πάνω από τη λίμνη, τα λουλούδια να λάμπουν κάτω απ’ τον ήλιο, τη θάλασσα να ενώνεται με τον ουρανό. Βλέπει όμως και τα πεινασμένα παιδιά και τις δυστυχείς μητέρες και τους ματαιωμένους πολεμιστές. Μέχρι που ο ίδιος γίνεται ο πόνος των ανθρώπων και η σοφία της φύσης, ισορροπώντας στο όριο των αντιθέσεων που ορίζουν τη ζωή.

Ο Σολωμός πήρε στα χέρια του το Μεσολόγγι και το έκανε μια πόλη πέραν του χώρου και του χρόνου, το έκανε μια μαγική πόλη που ίπταται πάνω από τα επιμέρους γεγονότα και τις επιφάσεις της ιστορίας. Μέσα στο καθρέφτισμα των μαγικών πόλεων  μπορούμε  να δούμε διάφανη την αλήθεια του κόσμου, άλλοτε σκληρή κι άλλοτε γεμάτη με τις δυνατότητες μιας χαμένης ευτυχίας.

 

 

 


 

Η ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΚΑΙ ΖΑΚΥΝΘΟΥ

 

Όπου κι αν βρίσκεται

τα μάτια του βλέπουν

την ελάχιστη πτήση μιας πεταλούδας

πριν τον μεγάλο χαμό.

Μα ποιος να πιστέψει

πως μάτια ανθρώπινα

μπορούν ν’ ατενίσουν

την απέναντι όχθη;

 

Εκείνος όμως το ξέρει καλά:

το Μεσολόγγι πια δεν απέχει

από κανένα σημείο

γιατί υπάρχουνε πόλεις

που τρελαίνουν τους χάρτες

και πλέουν παντού.

Πόλεις που ενώνουν

τις άκρες του ορίζοντα

πριν περάσουν με σκαριά μαγικά

την πύλη του μέλλοντος.

 

 

 

~

 

Βασίλης Αμανατίδης

 

ΕΜΕΙΣ ΕΔΩ ΜΙΛΟΥΣΑΜΕ ΜΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

[ Μητέρα, Πατέρας, Μεγάλος Αδερφός, μικρός Αδερφός ]

 

 

 

Μ. Α.: Και η φωτιά; Πόσες φορές κάηκε εκείνη η φωτιά;

Π.: Δεν καίγεται η φωτιά. Όμως το χρώμα της; Τι χρώμα είχε τελικά;

Μ. Α.: Ποια τώρα; Η φωτιά;

Μ: Η μητέρα. Όταν καιγόταν! Τι χρώμα είχε η μητέρα όταν καιγόταν;

μ. Α.: Και ιδού μεγάλη ταραχή ποδιών όπου πάντοτες αύξαινε.

Μ: Και ιδού μεγάλη ταραχή ποδιών όπου πάντοτες αύξαινε.

Π: Αυτός ποιος είναι; Ποιος είναι αυτός! Τώρα μόλις τον βλέπω.

μ. Α.: «Παιδί μου, μάτια μου, ψυχή μου», μου είχε πει παλιά, πολύ παλιά, η μαμά, έτσι σηκώνοντάς με από το κρεβατάκι και κολλώντας με μέσα στην αγκαλιά της, «να γένεις καλό, να πανδρευθείς, και να βγαίνουμε και να μπαίνουμε, και να βλέπουμε τον κόσμο, και να καθόμαστε μαζί στο παρεθύρι να διαβάζουμε τη θεία Γραφή και τη Χαλιμά».

Π: Ποιος είναι; Από πού μπήκε; Ποιος είσαι; Τώρα σε είδα.

μ. Α.: «Και αφού η μαμά με εχάϊδεψε και με φίλησε τα μάτια και τα χείλια, με άφησε απάνου στην καθίκλα λέοντας μου: Να και ένα καθρεφτάκι και κοιτάξου»

Π: Βρε, Αλέξανδρε. Τώρα σε κατάλαβα. Βρε, βρε, βρε. Ήρθες, παιδί μου;

μ. Α.: «και κοιτάξου που είσ’ όμορφο και μου μοιάζεις.»

Μ: «και κοιτάξου που είσ’ όμορφο και μου μοιάζεις.»

Π: Ήρθες! Πού ήσουν, αγόρι μου; Γεια σου!

μ. Α.: Και ο μικρός υιός που δεν ήτανε μαθημένος απ’ τη μητέρα του με τα καλά ησύχασε, και από τη χαρά του εδάκρυσε

Μ: Και η μικρή κόρη που και εκείνη δεν ήτανε μαθημένη με τα καλά ησύχασε, και από τη χαρά της εδάκρυσε

μ. Α.: ...κι έμεινε έτσι δακρυσμένος να κοιτάζει τη μητέρα του...

Μ: ...κι εκείνη δακρυσμένη να κοιτάζει τη δική της...

μ. Α.: για χρόνια και χρόνια πολλά

Μ: πουλί να γίνω / πάνω σου να κάτσω / ν’ αφήσω ίχνος / εκεί να μείνω /

σαν λιβελούλη / γύρω από κρίνο / λευκό να εκκρίνω / που με τυφλώνει

να γίνω θαύμα / που τώρα λιώνει / το χιόνι / από τα μάτια σου

μ. Α: και να κρατώ / –εκεί να μείνω, / χτένα να γίνω– / την κόμη σου

φτιαγμένη χτένα / έτσι που θα ’ναι / από πουλιού / τα λίγα κόκαλα…

Δεν ήρθα τώρα, όπως λες – εδώ ήμουν. Αλλά κι έτσι, πάλι γεια σου, πατέρα.

Π: Εδώ ήσουν τόσην ώρα, παιδί μου! Σε είχαμε για αγνοούμενο, μικρούλη μου. Καλωσήρθες!

μ. Α. Έρχομαι πάντα και κοιμάμαι. Μπαινόβγαινα. Γεια σου, αδερφέ μου. Για λίγο μόνο έλειψα.

Μ.Α.: Αλλά η φωτιά; Πόσες φορές κάηκε εκείνη η φωτιά;

 

 

 

[ το ποίημα περιλαμβάνει φράσεις από τη «Γυναίκα της Ζάκυθος». Προς το τέλος, το έμμετρο μέρος μεταφέρει αναμνήσεις σολωμικών τρόπων. ]

 

 

~

 

 

Κωνσταντίνα Κορρυβάντη

 

Κι εκείνη του λέει «Σώπα»

 

Για την επανεπίσκεψη στο έργο του Σολωμού επιλέγω μία αποσπασματική και ανολοκλήρωτη ποιητική του σύνθεση. Το αφηγηματικό ποίημα  «Λάμπρος», το οποίο ο Σολωμός ξεκινά να γράφει το 1824.  Η επεξεργασία του διακόπτεται το 1826 και παρόλο που σύμφωνα με τους σολωμικούς μελετητές ο ποιητής επέστρεψε στον Λάμπρο το 1834, το έργο παραμένει ανολοκλήρωτο.

Το ποίημα είναι βυρωνικής έμπνευσης, πιθανότατα κατά Peter Mackridge επηρεασμένο από τον “Manfred” του Byron, με πρωταγωνιστή έναν αμφιλεγόμενο, σχεδόν δαιμονικό ήρωα, τον «κακοήθη και μεγαλόψυχο άνδρα» με το ειρωνικό όνομα Λάμπρος και διαδραματίζεται την Λαμπρή.

Σύμφωνα με την ανασυγκρότησή της υπόθεσης από τον πρώτο εκδότη του σολωμικού έργου, τον Πολυλά, ο Λάμπρος αποπλανά τη δεκαπεντάχρονη Μαρία. Δεν την παντρεύεται ποτέ,  συζούν  και κάνουν τέσσερα παιδιά, τα οποία εγκαταλείπονται στο ορφανοτροφείο. Τρεις γιούς και μια κόρη. Δεκαπέντε χρόνια μετά ο Λάμπρος  ως ανδρείος πολεμιστής μάχεται τον Αλή-Πασά. ώσπου συναντά την κόρη του. Δεν  γνωρίζει ποια είναι και κάνει γυναίκα του την «εδική του κόρη», όπως διαβάζουμε. Όταν  η αλήθεια αποκαλύπτεται από την «πλεξίδα» και τον «σταυρό εις την παλάμη» της κόρης, η κόρη αυτοκτονεί και η μάνα τρελαίνεται. Ο Λάμπρος μένει μόνος κι από φρικτές τύψεις πεθαίνει.

Πέρα από την καταπάτηση των ηθικών νόμων και την επικράτηση των ενστίκτων σε ευθεία και προφανή αντίθεση με τη γενναιότητα και τον πατριωτισμό του Λάμπρου, κάτι που έχει καταγραφεί ως μάχη καλού και κακού με φαουστικό συγκείμενο, το στοιχείο που κέντρισε την δική μου προσοχή ήταν η στάση της μάνας. Όταν η Μαρία καταλαβαίνει τί πρόκειται να της ομολογήσει ο Λάμπρος του λέει να σωπάσει, χάνει τα λογικά της και πιστεύει πως τώρα επιτέλους θα παντρευτούν.

Το σολωμικό δίστιχο που ακολουθεί ως προμετωπίδα του δικού μου ποιήματος  έφερε στο νου μου τα ανομολόγητα μυστικά που ξέρουν οι μητέρες, την συνενοχή και την συγκάλυψη. Αυτός είναι ο τρόπος μου να συνομιλήσω με τον κοινωνικό και όχι τον εθνικό  ποιητή, αποσπώντας για λίγο τον «Λάμπρο» από την μοίρα του στα αναγνωστικά του Δημοτικού, όπου όλοι μας έχουμε διαβάσει την περίφημη «Ημέρα της Λαμπρής», και τοποθετώντας τον στην πραγματικότητα της ενοχής και του τραύματος.

 

 

Κι εκείνη του λέει «Σώπα»

 

Πράμα φριχτό που κανενού δεν τοπα

Να σου το πω; Κι εκείνη του λέει «Σώπα»

 

Διονύσιος Σολωμός, Ο Λάμπρος

 

 

Δεν μιλάς,

όπως δεν μιλούν τα εγκλήματα της πλατείας

στα μικρά παιδιά

κι οι μόνες μητέρες

στους χαμηλούς παλμούς τους.

 

Όταν γυρίζουν αργά

με δύο κρόκους για στήθος,

φωτάκια νυκτός το ξημέρωμα

και σε κοιτούν –

 

γιατί αλίμονο, δεν ήξεραν

συγγενείς, χέρια και ψιθύρους,

προφάσεις,

κόρες και χαμηλά  βλέφαρα.

 

Δεν ήξεραν, είπε

από εφιάλτες και κλήρους.

 

Από σταυρούς κι ευγενή μέταλλα.

 

 

~

Θεώνη Κοτίνη

 

Ο Σολωμός είναι από τους πρώτους ποιητές που αγάπησα, σταθερά και μόνιμα. Τον απήγγειλα στις εθνικές γιορτές, όπως όλοι μας, τον μελέτησα στη νιότη μου. Μεγαλώνοντας δεν έφυγα από αυτόν, όπως συνέβη με άλλους ποιητές, γιατί η φωνή του με αφορά άμεσα, με βοηθά να βρω τη δική μου φωνή. Μια ποίηση στενά δεμένη με την επανάσταση του ΄21, μα είναι τέτοιος ο τρόπος που κοιτάζει, που πια δεν μιλάει μόνο για το σηκωμό ενός γένους, μα για την έγερση μιας ψυχής. Στον αγώνα βλέπει τη μεταφυσική της ελευθερίας, στον τόπο όχι μόνο την εμπράγματη ομορφιά, αλλά την οραματική του ουσία. Στον Διάλογο με τον Τρικούπη, όταν του εκμυστηρεύτηκε, «Μήγαρις έχω τίποτα άλλο στο νου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;» βρίσκουμε ένα από τα μυστικά της αναζήτησής του. Και δεν είναι μόνο αυτό. Ζητά την ποιότητα ενός λόγου που, ενώ μιλά για την οριακή συνθήκη του πολέμου, μετουσιώνει αυτή τη συνθήκη σε υπόθεση ψυχική. Σαν να ατενίζει διαρκώς το πνευματικό και αισθητικό ισοδύναμο του γεγονότος που δεν είναι άλλο το ήθος ενός λόγου λυγερού, ελαφρύ μες στη συμπυκνωμένη αλήθεια, ευλαβικά ευγενή, ευφρόσυνα ηδονικού. Στο κείμενο που έγραψα γι’ αυτόν ένιωσα την ανάγκη να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα του και να συμπεριλάβω τις εικόνες του. Ό,τι φαντάζομαι γι’ αυτόν κι ό,τι βλέπω από τον κόσμο του:

 

 

Βγαίνεις αργά.

Με κείνο το βαρύ, το πένθιμό σου ένδυμα.

Την ώρα

που θολώνουν τα νερά,

σε απλωσιά σιγαλινής θαλάσσης ν’ αγναντέψεις

έναν απέραντο καημό

κλειστό σαν Μεσολόγγι.

Ακίνητος στα εύοσμα ερείπια του στίχου.

Γύρω σου

του ξεραμένου χόρτου αψάδα

λιγόθυμη του άνθους ευωδιά

όπως μητέρας μόσχος.

 

Σαλεύει η μέλισσα και ακούς

γλυκολυπούμενο πουλί

σε εκείνο το αλωνάκι

που έχει θεό και θάνατο

και γλυκασμό του Απρίλη.

 

Βγαίνεις αργά

Αλαφροΐσκιωτος

στον αστεριών το φέγγος να αντικρίσεις

την αυγινή λευκότητα

της Φεγγαροντυμένης.

 

Χρόνους πολλούς μονάζεις

κι ο νους, σαν τον χοχλιό που βράζει

στο φιλιατρό του πηγαδιού

ακουμπώντας την παλάμη.

Τι να ’ναι αυτό που γύρευες

πάρεξ Λαμπρή ενός γένους;

Τι να 'ναι αυτό που μίλησες

πάρεξ πατρίδας γλώσσα;

 

~

 

 

Μαίρη Γιόση            

                                   

                           

ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ

Δυο σχεδιάσματα κι ένα ποίημα

 

 

Σχεδιασμα Πρωτο

Αλαφρότατα παίρνει να δύσει

Στη ζωή μου; Στο άδειο τοπίο;

Μια ζεστή μουσική αναβλύζει

απ΄το σώμα μου, ανύποπτο ηχείο.

 

Σχεδιασμα Δευτερο (τώρα που είναι πιο αυστηρές οι επιταγές του)

Να δοξάζεις τη γλώσσα

που σε κατακλύζει

Όσο απρόσιτη κι αν είναι

                                                                        *

 

...δι' ελευθερίας

 

Μετά τη δουλειά του ζωγράφου

στήνουν χορό τα θηράματα

Του λαγού το μάτι ζωηρεύει

κι η αγριόπαπια

που ανάποδα κρεμασμένη

τινάζεται ν΄αποδιώξει από δίπλα της

τ΄άψυχα ακόμα πουλιά

λερώνει το φόντο με μπλε πινελιές.

 

Τόσα σώματα τόσα κουφάρια

τόσο αίμα πηχτό

για να βάψει

τον πυθμένα της ζωής

Πού και πού αστραπές

να θυμίζουν πως ζωή

είναι το έκπαγλο φως

του θανάτου

– πριν ή μετά, λίγο βαραίνει.

 

Οκτώβριος-Νοέμβριος 2020

 

 

~

 

 

Στέργιος Μήτας

Αγαπώ ξεχωριστά τον Λάμπρο, κι ανήκω σε αυτούς που τον θεωρούν μία εκ των κορυφών του σολωμικού έργου. Στο ποίημα που ακολουθεί επιχειρώ ένα, ας το πούμε, διακειμενικό παιχνίδι – όχι ακριβώς με το κείμενο του Λάμπρου, αλλά με τις σημειώσεις εργασίας του ποιητή για τον Λάμπρο. Σε ένα σημείωμα εις εαυτόν, ο Σολωμός μαζεύει τις σκέψεις του για ένα σημείο της σύνθεσης που τελικώς έμεινε άγραφο. Λίγο πριν την ανόσια ένωση του Λάμπρου με την κόρη-Μαρία, ο ποιητής θέλει να τον κάνει να της μιλάει –όπως σημειώνει– για το στερέωμα, τη γη, τον ήλιο, το φεγγάρι, τη συνάφεια και έλξη που υπάρχει ανάμεσα στα όντα. Να προσέξεις δε, προσθέτει-προειδοποιεί τον εαυτό του, να μην αντιγράψεις τις λέξεις του
Satanasso του Milton. (Το σημείωμα ευρίσκεται στα Αυτόγραφα Έργα, Ενότητα 1. Νεανικό Τετράδιο (1820-1828), επιμ. Κατ. Τικτοπούλου, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1999, σ. 33).   

 

Τώρα – να ειπωθεί καθαρά: Δεν προσπαθώ να μιμηθώ τον τρόπο του Σολωμού (πώς μπορείς, άλλωστε, να μιμηθείς το ύφος και τη γλώσσα αυτού που ίδρυσε την ποιητική σου γλώσσα;). Δεν θέλω καν να προσομοιάζει το ύφος ομιλίας στο προφίλ του σολωμικού ήρωα-Λάμπρου (ο οποίος, να το πω εν παρόδω, είναι ένας βυρωνικός ήρωας, αλλά πολύ μεσογειακός και τραχύς). Δεν σκοπεύω να συνθέσω κάτι που, για όνομα!, συμπληρώνει την «άδοξη ενότητα» του ποιήματος του Σολωμού. Έτσι κι αλλιώς, η ίδια η φιλολογική κριτική τείνει να μη θεωρεί πια τα αποσπάσματά του ως θραύσματα ή ως ομολογίες ποιητικής αποτυχίας, αλλά ως λυρικά επεισόδια ή ενότητες. Μια τέτοια λυρική ενότητα προσπαθώ, επιτυχημένα ή μη, να σκαρώσω. Κρατώ, να πω τέλος, την ottava rima του σολωμικού Λάμπρου (ρίμα οκτώ στίχων, με τους δύο τελευταίους να ομοιοκαταληκτούν ζευγαρωτά: αβ/αβ/αβ/γγ), ανεβάζοντας κατά δύο τις συλλαβές του.

 

 

Ο Λάμπρος ομιλεί με τον τρόπο του Μίλτωνος –

Η αποπλάνηση και ο προσηλυτισμός της κόρης.

 

Κοίταξε γύρω τα πλούτη μας. Ή μάλλον τα

δικά Του. Αυτός που ακούει και το χιόνι

που αργοπέφτει. Έτσι ήθελε. Το μέλλοντα

γενάμενο παρόν. Και όλα τα ξεχρεώνει:

Τα ισχνά χέρια του δίκαιου. Των Άγγελων τα

χνάρια. Σμίγει τα δυο. Τα ενάντια φιλιώνει.

Τα χείλη τα μελανιασμένα, την Αγιά εικόνα.

Έλα κι εσύ στο πλάι μου, ερωτική τρυγόνα.

 

Μόλις είν’ έτσι ο Νους κι ο Χάροντας σεμνός.

Μην κλείεις τα μάτια, είναι όμορφη η νύχτα.

Τα δέντρα ψηλώνουν στο νερό. Κι ο ουρανός

υφαίνει και αφαιρεί τα ντροπαλά δίχτυα

της γης. Και μέχρι να διαβεί ο νυκτερινός

κομήτης, λύεται η κόμη σου στα στήθια.

Έτσι, για τη δόξα Εκείνου – που όλα τα κινεί:

Μαζί μου ας γίνεις γυναίκα, πλάι μου χριστιανή.

 

~

 

 

Λένια Ζαφειροπούλου

 

E la forma sia l’ abito del vero senso profondo d’ ogni cosa

Και η μορφή να είναι το ντύμα για το αληθινό, βαθύ νόημα του κάθε πράματος

 

Διονύσιος Σολωμός, από τις σημειώσεις για τη Γυναίκα της Ζάκυθος

 

 

Και ήρθα στα Τρία Πηγάδια

ξάπλωσα ανάσκελα και έπλεξα τα χέρια κάτω απ’ το κεφάλι

και πάνωθέ μου είδα τα σύννεφα που πήγαιναν κατά το Μεσολόγγγι.

 

Και άκουσα τις βροντές και δεν ήξερα

αν ήταν από τις μάχες

ή από τις θύελλες.

 

Και είδα τα σύννεφα να χωρίζονται

ή να ενώνονται

και είδα μιαν Όμορφη στον ουρανό ―

θεά ήταν, έξω απ’ τον θάνατο, δεν ήξερα, 

ή κόρη ήταν θνητή που ο θάνατος πίσω την έστελνε

με σάβανο λευκό και με βαμπάκι μες στο στόμα.

 

Και άθελά μου έφτυσα χάμω

σαν να ‘χα εγώ στο στόμα το βαμπάκι.

Και επειδή φοβήθηκα να μη με δει ασάλευτον ο θάνατος και με νομίσει δικό του,

γύρισα κι αναδεύτηκα μες στα φορέματά μου

και δεν ήξερα

αν ήταν ράσα μοναχού που δεν τα βγάζεις από πάνω σου

ή γυναικός φορέματα βαλμένα και βγαλμένα

από αυτά που τα σηκώνεις λίγο σαν ανεβαίνεις πρώτη τα σκαλιά

για να μωραίνει κι άλλο ο νους του άνδρα.

 

Πήρα το ένα μου χέρι μες στο στόμα και πιπιλίζοντας τα δάχτυλα ένα-ένα

μέτρησα τους δικαίους όσους γνώριζα.

Και μες στο μισοΰπνι μου δεν ήξερα

αν μέτρησα μαζί και τον εαυτό μου.

 

Όταν συνήλθα ο ήλιος είχε γείρει.

Σηκώθηκα και έσκυψα στο φιλιατρό του πηγαδιού

να δω τα κέρατα του Αρχέκακου που φύτρωναν μες στο νερό.

 

Δεν ήταν τίποτα εκεί και γύρισα να φύγω.

Πίσω μου έστεκε ο ποιμένας με το χαμένο πρόβατο στους ώμους.

“Το βρήκα” μου είπε “κι ύστερα βρήκα και αυτό που το ‘ψαχνα όλη μέρα”

και μου έβαλε στο χέρι τη χαμένη δραχμή

κι άφαντος έγινε.

 

Από τη μέρα εκείνη το γραπτό μου

για το μεγάλο και πολύ κακό του κόσμου

εμεινε λειψό.

 

~

 

 

Δήμητρα Κωτούλα

 

 

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΑΤΡΙΔΟΓΝΩΣΙΑΣ

 

 

Σκέψεις μηρυκάζουν την ύπαρξη κατά βούληση.

 

Οι ασφόδελοι διάγουν βίο ασκητή.

 

 

Πατρίδα είναι, ω!

Αυτό που συγχωρεί.

 

 

Η ΕΚΔΡΟΜΗ

                                    (σχεδίασμα πάνω στους

Ελεύθερους Πολιορκημένους)

 

Μια πρώιμη ζέστη ξεφλουδίζει

τη μέρα, Απρίλιος

το φως με τυφλώνει

και δε βλέπω

ούτε το μονοπάτι, το κάστρο,

ούτε τη λίμνη-θάλασσα.

Το μάτι μου αλωνίζει

σαν σε καμβά ζωγραφιστό

στα υψωμένα γιαταγάνια

αριστερά και δεξιά

στην ανεμόσκαλα με το

πτυχωτό λοφίο

 

 

Δε σκούζει σκυλί.

 

 

Κάτι σαν ξερή ζωή μού καίει το λαρύγγι.

 

 

Έχω; Τί έχω; Δεν έχω.

Δεν κρατώ στο χέρι κάτι – Δεν χάραξε.

 

 

«Η νησίδα Βασιλίδι μεταξύ της λιμνοθάλασσας

και της θάλασσας έγινε ένα είδος προκεχωρημένους οχυρού».

(Δε φαίνεται στον πίνακα.)

Φαίνεται όμως η γυναίκα

ανάσκελα σχεδόν

με το στήθος μισάνοιχτο

-για να τυλιχτείς πάνω μου ξανά

σαν τον κισσό, Καλέ μου-

και η Έξοδος

με τα σπαθιά και με τα λάβαρα

εις το όνομα της Ελευθερίας ή του Θανάτου

εις το όνομα της Ελευθερίας και του Θανάτου

μοιάζει αιώνια.

 

 

Ω! Ευεργετική τάφρος!

Είμαστε ελεύθεροι να μείνουμε.

Είμαστε ελεύθεροι να φύγουμε.

 

Εκεί με τους εχθρούς.

Εδώ, όπως κι εκεί.

 

 

Μαμά, γίνεται να βρέξει ψωμί;

 

 

Σαν αύρα λεπτή πνέει το νόημα μες στα ορύγματα.

 

 

ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ γράφει

η κούπα που κρατάω στο χέρι

κι ένας ψαράς

μαύρος και λεπτός

σαν ακρίδα

μπήγει το καλάμι του

στην άσπρη πορσελάνη

κουράζοντας τον βυθό

ταράζοντας ένα σμήνος γλάρους.

 

 

Καθρεφτίζομαι στο νερό.

Πολλά κλαριά

φρύγανα, γαλατσίδες

οι πυραλίδες και τα λεπτιδόπτερα

γέλια πολλά.

 

 

Είναι όλα αυτά που μας συμβαίνουν μια σκιά;

 

 

Το λιβάδι μοσκοβολάει θυμίαμα.

 

 

Αφουγκράζομαι το κλάμα της τρυγόνας.

 

 

 

~

 

 

Αλεξάνδρα Πλαστήρα

 

 

Η αφετηρία μου για τη συνάντηση με τον Σολωμό, ήταν η αλληλογραφία του – απ' αυτή προέκυψε και το μικρό ποίημα που έγραψα και θα διαβάσετε αργότερα. Προηγούνται λίγες γραμμές από τέσσερις επιστολές που στάλθηκαν μεταξύ τού 1824 και 1850.

 

Αυτά ήταν χρόνια έντονα με όλους τους τρόπους και συχνά δύσφορα, για την προσωπική ζωή του Σολωμού, και για την τέχνη του: οδυνηρά και περίπλοκα οικογενειακά προβλήματα, εχθρικές και αμετακίνητες συντεχνίες, περίοδοι δυστοκίας και σιωπής – εν ολίγοις, η τρομερή βραδύτητα τής αλλαγής.

 

Πολλές φορές, στα γράμματά του, ο Σολωμός αναζητάει την ησυχία, τη μοναξιά, την απόσταση –  την Ιταλία. Δεν θα πάει. Μέχρι το τέλος πασχίζει για μια γλώσσα που θα γίνει ικανή να διαχειριστεί την κληρονομιά της, αλλά και θα είναι πρόθυμη να την αυξήσει. Με αυτή, κυρίως, την προθυμία τής διακινδύνευσης, ο Σολωμός ανοίγει τον ορίζοντα του τόπου, και είναι, νομίζω, αυτή που μας αφορά πιο πολύ και μας συνδέει βαθύτερα μαζί του.

 

 

Στον Γεώργιο Δε Ρώσση

Ζάκυνθος, Αύγουστος 1824

 

Αγαπητέ, αγαπητότατε! Δεν μπόρεσα ν' απαντήσω αμέσως γιατί ήμουν με τον Δελβινιώτη και τον Γρασέτη. Και έσταζα ιδρώτα και εκραύγαζα σαν δαιμονισμένος για τη γλώσσα.


Στον Λόρδο Guilford

Ζάκυνθος, 22 Μαρτίου 1825

 

Στα τέλη Μαΐου θα έλθω στην Κέρκυρα, για να περάσω από εκεί στην Τοσκάνα.


Στον Δημήτριο Σολωμό

Κέρκυρα, 6 Απριλίου 1849

 

Αν δεν προφτάσεις να μου στείλεις με το βαπόρι αυτό, μία βαρέλα άριστης βερδέας παλιάς, χωρίς καθόλου γλυκάδα, στείλε μου τέσσερα μπουκάλια· μ' αυτά θα σωθώ αμέσως, σε μακρινή Εξοχή, από τους βάρβαρους θορύβους του Μεγάλου Σαββάτου που διαρκούν τρεις μέρες και τρεις νύχτες.

 

 

Στον Δημήτριο Σολωμό

Κέρκυρα, 22 Σεπτεμβρίου 1850

 

Στην επιστροφή σου δεν θα είμαι πια εδώ· για λίγους μήνες πρέπει να βρω τη γαλήνη στη μελέτη του σπιτιού στη Napoli.

 



ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΡΩ ΤΗ ΓΑΛΗΝΗ

 

Αργά – τελευταίο ποτήρι

σε μακρινή εξοχή

– Αν σου άφηναν

λίγη σιωπή

οι λέξεις

Ζητάνε

συνέχεια

γεννήτορα

Κι εσύ λαχταράς

τη Νάπολη
Στην άλλη γλώσσα

για λίγο

να κρυφτείς

– σαν παιδί

που θέλει

και δεν θέλει

να το βρουν

 

 

 

~

 

 

Παναγιώτης Ιωαννίδης

 

 

Πως η φύση μάς χαρίζει την ομορφιά:


Πουλί πουλάκι που λαλείς μ’ όλα τα μάγια πόχεις,

ευτυχισμός α δεν είναι το θαύμα της φωνής σου,

καλό δεν άνθισε στη γη, στον ουρανό, κανένα

 

Πως η ομορφιά γεννάται και από την έλλειψή της:

Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη∙

η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι

και πως θριαμβεύει έναντι του θανάτου:

 

φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το Χάρο

Πως, τέλος, η ομορφιά δεν είναι μόνον ομορφιά:

 

Νιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης

 

– όλα αυτά μας τα δείχνει (μας τα αποδεικνύει, ποιητικώς), επανειλημμένως και εμφατικά, ο Σολωμός.

 

Εγκαρδιωμένος, έγραψα:

 

 

          Ω – Ο

 

Το ωραίο υπάρχει: ό,τι είναι

στην καλή του την ώρα.

Μετά τον χειμώνα, ανεμώνες αηδόνια το χάραμα

βρύα στους βράχους ξυπνούν όταν βρέχει

ο γκιώνης ακούγεται

περασμένα μεσάνυχτα μες στα δέντρα του πάρκου,

κι αποκρίνεται δεύτερος, ίσως και τρίτος,

απ’ τα δέντρα του δρόμου, ή μήπως

η ηχώ του χτυπάει στους τοίχους

των σπιτιών εκεί που καθόμαστε

κι η δροσιά μάς χαρίζεται;

Το γέλιο – αυτό πάντοτε οι γάτες στον ήλιο

και στη σκιά τα δάση την άνοιξη

και καλοκαίρι, όταν σφίξουν οι ζέστες.

Σε αγέλη οι ελέφαντες να βηματίζουν

τα ζουμπούλια στους τάφους

ο ήλιος – σαν γέλιο κι αυτός, δεν έχει μία

καλή ώρα μόνο.

Το ίδιο κι η θάλασσα.

Ιαγουάροι ελεύθεροι καράβια στο πέλαγος

λιοντάρια και λέαινες που ήρεμα στέκουν

στα λουλούδια οι μέλισσες και στο στόμα το μέλι τους

το νερό στο ποτήρι, και στο σώμα να τρέχει

σαν γέλιο, σαν ήλιος.

Ξαστεριά μες στη νύχτα,

ουρανός που ξεπλύθηκε

παπαρούνες και ρείκια στις ράχες

της χαράς και της λύπης στεφάνια

τσιροβάκοι και τσίχλες και κάθε πετούμενο,

στα ουράνια ή πλάι μας, και ας μην τα αγγίζουμε

– με το βλέμμα μονάχα αυτό μάς αρκεί:

η μορφή τους γεμίζει τα μάτια

την στιγμή του πετάγματος

ή σαν λίγο σταθούν σε κλαδί ή σε πέτρα

και κυλήσει κελάηδισμα μέσα στ’ αυτί.

Και εικόνα και άκουσμα φεύγουν και χάνονται.

Όμως μένουν. Πώς μένουν;

Μέσα μας.

Και στον ύπνο ακόμα

– μες στου ύπνου τα όνειρα.

Ακόμα κι αν κάποτε είναι εφιάλτες

–φόβος και φρίκη για φάσματα απαίσια

που αλλάζουν μορφή:

οι φτέρες, μαστίγια

οιμωγή αντί για τιτίβισμα

ψωμί με σκουλήκια για ψίχα–

ακόμα κι αν κάποτε κρύψει

η ασχήμια την ομορφιά

κι αν γεράσει η ομορφιά κι αν χαθεί –

μέσα μας, κι αφού σβήσει, διαρκεί:

Γιατί ό,τι αισθήσεις και νου και ψυχή μια φορά μάς ευφράνει

στην καλή,

στην σωστή του την ώρα,

μαρτυρά μια για πάντα:

Υπάρχει η ομορφιά.

 

*

 

Παναγιώτης Ιωαννίδης. Τέσσερα βιβλία ποίησης· το τέταρτο: Ρινόκερως (2020). Συμμετοχή σε δύο βιβλία δοκιμίων· πιο πρόσφατο: Τι μας μαθαίνει η τέχνη – Η καλλιτεχνική πράξη ως διεργασία γνώσης (2020). Μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού “ΦΡΜΚ”· υπεύθυνος για την ποίηση στον ιστότοπο “und.Athens”· επιμελητής των ποιητικών εκδηλώσεων “Με τα λόγια (γίνεται)”.

Βασίλης Αμανατίδης. Ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, περφόρμερ. Γεννήθηκε το 1970. Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Έχει εκδώσει οκτώ βιβλία ποίησης –πιο πρόσφατο: εσύ: τα στοιχεία (2017, Βραβείο Ποίησης Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών)– καθώς και τη συγκεντρωτική επανέκδοσή των διηγημάτων του, Πλαγκτόν: οι ιστορίες (2019).

Ορφέας Απέργης. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Πιο πρόσφατο ποιητικό βιβλίο του: Σαν χρέος (2020). Το 2021 θα κυκλοφορήσει, σε μετάφρασή του, το λυρικό δράμα Ελλάς του Percy Bysshe Shelley.

Μαίρη Γιόση. Ποιήτρια, φιλόλογος και μεταφράστρια. Ως Καθηγήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ δίδαξε τραγωδία και ποιητική, αρχαϊκή λυρική ποίηση, Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Πέρα από το επιστημονικό και μεταφραστικό της έργο έχει δημοσιεύσει έξι ποιητικά βιβλία (τα δύο πρώτα με το όνομα Μαίρη Κάσου): Πασιφάη (1981), Τοπίο Κατάβασης (1985), Ειδική Διαδρομή (1990), Οι Γάμοι (1995), Χαμηλός Ουρανός (2006) και Η κοίτη (2021).

Άννα Γρίβα. Γ
εννήθηκε  στην Αθήνα, σπούδασε Φιλολογία και Ιστορία της Λογοτεχνίας σε Αθήνα και Ρώμη. Έχει εκδώσει πέντε βιβλία ποίησης· πιο πρόσφατο: Δαιμόνιοι (2020).

Γιάννης Δούκας. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Τα ώς τώρα βιβλία του: Ο κόσμος όπως ήρθα και τον βρήκα (2001), Στα μέσα σύνορα (2011), Το σύνδρομο Σταντάλ (2013), η θήβα μέμφις (Πόλις).

Λένια Ζαφειροπούλου. Λυρική τραγουδίστρια, ποιήτρια και μεταφράστρια. Έχει εκδώσει τρία ποιητικά βιβλία (πιο πρόσφατο: Αίθουσα των χαμένων βημάτων, 2019) και μεταφράσει Σαίξπηρ, Γκαίτε, Χάινε, Πούσκιν και Κάφκα. Κυκλοφορεί ο προσωπικός της δίσκος Sunless Loves.

Ακριβή Κακλαμάνη. Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Κυκλοφορεί η πρώτη της ποιητική συλλογή,  Μιλημένο νερό (2018). Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά “Ποιητική” και “χάρτης”. Διακρίθηκε στον 1ο και 2ο Διαγωνισμό Δημιουργικής Γραφής «Μίμης Σουλιώτης».

Κωνσταντίνα Κορρυβάντη. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες. Η πρώτη της ποιητική συλλογή, Μυθογονία (2015) τιμήθηκε με το βραβείο «Μ. Πολυδούρη» και με το Βραβείο «Γ. Αθάνα» της Ακαδημίας Αθηνών. Κυκλοφορεί το δεύτερο βιβλίο της ποίησης, Dyno: με τα ζάρια στον αέρα.

Θεώνη Κοτίνη. Γεννήθηκε στην Ηλεία. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές –πιο πρόσφατη: Ο χρόνος είναι (2020)– και την απιλογή από το έργο της Ζωής Καρέλλη, Κάθεται μοναχός ο διπλός τούτος άνθρωπος (2019). Ασχολείται επίσης με την κριτική της ποίησης. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και του Κύκλου Ποιητών.

Δήμητρα Κωτούλα. Η τρίτη ποιητική συλλογή της, Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος, θα κυκλοφορήσει προσεχώς. Την άνοιξη θα κυκλοφορήσει και η μετάφρασή της του τελευταίου βιβλίου τής Λουίζ Γκλικ σε συνεργασία με τον Χάρη Βλαβιανό.

Παυλίνα Μάρβιν. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Μεγάλωσε στην Ερμούπολη της Σύρου. Σπούδασε Ιστορία. Κυκλοφορεί το πρώτο της βιβλίο, Ιστορίες απ' όλον τον κόσμο μου (2017).

Στέργιος Μήτας. Διδάσκει στη Νομική Σχολή του Πανεπστημίου Λευκωσίας. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Έμμετρη φυσική ιστορία των θεάτρων (2013) και (μαζί με τους Θ. Ρακόπουλο και Α. Ψάλτη) Ξέρετε το τέλος (2017).

Γιάννα Μπούκοβα. Δίγλωσση ποιήτρια, γεννημένη στη Σόφια της Βουλγαρίας. Έχει δημοσιεύσει στα ελληνικά τις συλλογές Ο ελάχιστος κήπος (2006) και Drapetomania (2018). Είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού ποίησης “ΦΡΜΚ”.

Iφιγένεια Ντούμη. Γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε Αγγλική Φιλολογία, Λογοτεχνική Μετάφραση και Υποκριτική. Το βιβλίο της Love me tender κυκλοφόρησε το 2018.

Όλγα Παπακώστα. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, Όχι ακόμη Κάρμεν (2013) και Μεταμορφώ[θ]εις (2018) και έχει μεταφράσει τις Τουσκουλανές Διατριβές του Κικέρωνα.

Αλεξάνδρα Πλαστήρα. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία και μελέτησε μουσική. Εργάζεται ως επιμελήτρια κειμένων.

Θοδωρής Ρακόπουλος. Γεννήθηκε στο Αμύνταιο. Τέσσερα ποιητικά βιβλία (το τέταρτο: Ξέρετε το τέλος με τους Σ. Μήτα και Α. Ψάλτη, 2017) και μία συλλογή διηγημάτων. Πιο πρόσφατη έκδοση: ανθολογία 50 ποιημάτων του Φίλιπ Λάρκιν (Όσο υπάρχει ακόμη καιρός, 2020) σε μετάφραση και εισαγωγή του. Υπό έκδοση: Στις εθνικές οδούς – βιβλίο ποίησης. Διδάσκει κοινωνική ανθρωπολογία στο πανεπιστήμιο του Όσλο.

Χρήστος Σιορίκης. Δάσκαλος Ισπανικών και μεταφραστής (πιο πρόσφατη έκδοση: Χ. Κορτάσαρ, Η σαγήνη τού λόγου, 2020). Κυκλοφορεί η ποιητική του συλλογή Η πρώτη φορά. Ζει στην Αθήνα.

Μάριος Χατζηπροκοπίου. Ποιητής, περφόρμερ και ερευνητής. Εργάζεται στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε διεθνείς συλλογικούς τόμους και επιστημονικά περιοδικά. Περφόρμανς του έχουν παρουσιαστεί σε φεστιβάλ ανά τον κόσμο. Ποιήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά. Tο πρώτο του βιβλίο ποίησης, Τοπικοί Τροπικοί (2019), είναι υποψήφιο για το βραβείο "Γιάννη Βαρβέρη" της Εταιρείας Συγγραφέων.