Κατερίνα Ηλιοπούλου (επιμ.), Βασίλης
Αμανατίδης, Ορφέας Απέργης, Φοίβη Γιαννίση, Παναγιώτης Ιωαννίδης, Γιάννα
Μπούκοβα, Θοδωρής Χιώτης
Ο
ΧΡΟΝΟΣ ΣΤΟ ΣΩΜΑ: μια ποιητική διερεύνηση
Το
περιοδικό «ΦΡΜΚ» «για την διερεύνηση του ποιητικού φαινομένου» είχε χαιρετισθεί
από τον Ηλία Κανέλλη στις σελίδες αυτού του περιοδικού τον Μάρτιο του 2015 ως
μια «πλήρως συνεκτική παρέμβαση στα πράγματα της ποίησης»· ως ένα έντυπο που «διακρίνεται
για τις αυστηρές επιλογές της ύλης του, για τη μινιμαλιστική αισθητική του, για
την άψογη χρήση της γλώσσας. Περιοδικό νεότερων ποιητών, επιχειρεί να αναβιώσει
την παρεμβατικότητα των περιοδικών στα πνευματικά πράγματα της χώρας, υπερασπιζόμενο
την εξωστρέφεια και την αυστηρότητα του ολοκληρωμένου αισθητικού σύμπαντος, που
διαλέγεται με την πνευματικότητα.» Οκτώ χρόνια μετά από εκείνη την συνέντευξη
με την συντακτική ομάδα του περιοδικού, και με την ευκαιρία της συμπλήρωσης,
φέτος, 10 χρόνων από το πρώτο τεύχος του, δημοσιεύουμε σήμερα μια «ποιητική
σκυταλοδρομία» μεταξύ των επτά ποιητ/ρι/ών που συμμετέχουν στην συντακτική ομάδα
του «ΦΡΜΚ» – μια ποιητική διερεύνηση των σχέσεων μεταξύ χρόνου και σώματος.
«Ο άνθρωπος δεν γνωρίζει τον εαυτό του. Χρειάζεται ένας συγγραφέας για να τον ανακαλύψει.»
Αλλά ούτε και ο συγγραφέας γνωρίζει τον εαυτό του. Χρειάζεται να γράψει για να τον ανακαλύψει. Το ερώτημα: «Ποιος είμαι;» ή ακόμα και «Τι είμαι;» αναδύεται στην ποίηση – σε αντίθεση με την κατάφαση στον εαυτό που είναι ο μόχθος του βίου. Πώς εγγράφεται, λοιπόν, αυτός ο βίος στο ποιητικό κείμενο; Πώς μεταπλάθουμε το ανέγγιχτο, φευγαλέο, άρρητο ή οδυνηρό υλικό των εμπειριών μας σε λέξεις; Ως απόπειρα απάντησης, ακολουθεί μια συνάντηση και συνομιλία μεταξύ επτά ποιητών και ποιητριών που συνδέονται με δεσμούς φιλίας και συνεργασίας, με τη μορφή μιας ποιητικής σκυταλοδρομίας, η οποία αναζητά τα σημεία διασταύρωσης, σύγκλισης ή τομής μεταξύ ποιητικών κειμένων που αναφέρονται στον χρόνο και την σωματικότητα.
Μας ενώνει ο χρόνος και το σώμα με διττή
έννοια: είναι, βέβαια, πρώτα από όλα, το σώμα του έργου, αυτό το σώμα από
λέξεις που εκτείνεται στο χρόνο, μεγαλώνει μαζί μας, παλιώνει και αυξάνει,
βγαίνει από μέσα μας, σύντροφος και ξένος. Κι ακόμα είναι το σώμα που
απευθύνουμε· γιατί τι άλλο είναι τα ποιήματα παρά ένας
τρόπος να αγγίξουμε τον κόσμο με κάτι άλλο πέρα από το κυριολεκτικό σώμα μας.
Α.
Κατερίνα Ηλιοπούλου
Ξεκινώ λοιπόν με ένα δικό μου ποίημα το ταξίδι στο άχρονο της παιδικής ηλικίας. Όταν έγραφα την ενότητα ποιημάτων με γενικό τίτλο «Οι νόμοι της παιδικής ηλικίας», θέλησα να βυθιστώ και να επαναφέρω, όχι επεισόδια από αυτή την εποχή, αλλά συμπυκνωμένες αισθήσεις. Την ανθρώπινη κατάσταση πριν να διαμορφωθεί η γλώσσα, που είναι όμως η ρίζα της ίδιας της ποίησης, η κοινή μας πατρίδα, που όσο μεγαλώνουμε απομακρύνεται στο χρόνο, η μνήμη της ένωσης και της βαθιάς παρατήρησης. Κάθε παιδί είναι ένας ζεν μοναχός, και αυτή η ανάμνηση είναι βαθιά χαραγμένη στο σώμα – και κάποιες στιγμές ένας παλμός ξαναρχίζει να χτυπά, σαν ένα ζώο που ανοίγει τα μάτια του μέσα μας και αναπνέει· και όλη η ποίηση είναι μια ευχή και μια προσπάθεια επαναφοράς αυτής της αίσθησης: κάτι δοσμένο χωρίς καμιά προσπάθεια, η προίκα μας, το δώρο το ακριβό που δεν ξεχνιέται και ούτε μπορεί να καταστραφεί.
Η ΑΦΑΤΗ ΑΓΑΛΛΙΑΣΗ
Είναι η μοίρα του ανώνυμου.
Μπορεί να έρθει οποτεδήποτε.
Και έρχεται.
Σαν βουτιά στο βελούδο.
Σαν συνθήκη μελιού.
Είναι χάρισμα.
Ο χρόνος σαν χάρισμα.
Όχι απώλεια, αλλά συσσώρευση.
Βασίζεται στην αντιστροφή:
Το μεσαέξω, το μεγαλομικρό, το απαλοσκληρό το πανωκάτω, το μονομαζί το φωσκοτεινό το τυφλοορατό
Είσαι η κόλλα και το αποτέλεσμα της συγκόλλησης
Και δεν σε νοιάζει
(Μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα, Μελάνι, 2015)
*
Φοίβη Γιαννίση
Η ποίηση της Κατερίνας Ηλιοπούλου μιλάει για το «τώρα», και την αιφνίδια αγαλλίαση που μπορεί να προκύψει στο «τώρα», σαν μία συνάντηση με κάποιο πράγμα που έρχεται και σε βρίσκει. Αυτό είναι και το συνδετικό στοιχείο ανάμεσα στο ποίημά της και στο δικό μου που ακολουθεί και που αφορά το «τώρα», και το πώς μπορεί να το συλλάβει η γραφή.
Το «τώρα», για μένα, είναι ένα μυστήριο και μια αναρώτηση· η σύλληψη του παρόντος είναι το σημαντικότερο γεγονός που μπορεί να μεταφερθεί στην ποίηση – ή, ίσως, ένα στοίχημα.
Μπορεί η γλώσσα να φέρει το «τώρα», αφού η γλώσσα είναι πάντα «μετά»;
Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΤΙΓΜΗ
Ι
Ο άνεμος ο φέρων προς φωνές δροσίζοντας σαλεύει το μανίκι κουνάει του φουστανιού την άκρη ενώ στην άσφαλτο
μπροστά προς ρόδες
χορεύει το σπουργίτι με την πεταλούδα
ΙΙ
Ανοίγω το στόμα να μιλήσω αλλ’ αυτό
σφίγγει τα δόντια κοχύλι εσύ
λέξη κρυμμένη
στο βυθό θαμμένη μαλάκιο
ακίνητο στην άμμο
με προς κεραίες
προς τα μένα να σαλεύουν
ΙΙΙ
Γιατί η στιγμή είναι ασύλληπτη καθόλου
παρούσα
το «παρόν»
«αυτό που είναι εδώ»
χώρος αντί για χρόνο
η γλώσσα την έλλειψη μιλά
ΙV
Γιατί διαφεύγει του νοήματος η γλώσσα
τα λόγια μου
η σκυτάλη
ένα χαλίκι
δανεισμένα
αόριστα θυμίζουν μίαν άλλη παρουσία πριν από εμένα
να ανοίγει δρόμο
κι ο δρόμος όταν ξαναπατηθεί
είναι δικός μου
και δεν είναι
κι ο δρόμος όταν ξαναπατηθεί
έγινε λάκκος
για να πέσω
V
Γιατί το χέρι που γράφει τα λόγια
μιλά μία φωνή
μοιράζει νέμει
το πιο δικό σου φέροντας κι προς είναι
δανεισμένο μοιράζει
τον χρόνο σε κομμάτια μοιράζει προεκτείνει πέρα από όλους εμάς καλὰ
καὶ ὕψι βιβὰς
τα πόδια ψηλά με ρυθμό μουσική
προς τον άλλο
ανοίγεται
προς τον ουρανό
καθαρή αγάπη μέσα στην έλλειψη απολλώνειος χορός
πάνω στην προκυμαία το φεγγάρι αρνείται με τη σειρά του να βγει
(Ραψωδία, Gutenberg, 2016)
*
Γιάννα Μπούκοβα
Κάθε παιδί είναι ένας ζεν μοναχός, λέει η Κατερίνα Ηλιοπούλου, και μίλησε για τον χρόνο ως χάρισμα. Και η Φοίβη Γιαννίση – για το απόλυτο τώρα. Που είναι πάλι αυτή η αίσθηση του χρόνου ως χαρίσματος. Δυστυχώς, αυτό δεν κρατάει πολύ. Ξαφνικά, όλα αρχίζουν και κινούνται. Και για αυτό θα μιλήσω: για το πολύ σύντομο τώρα. Για τον πανικό από κινήσεις, για τις διάφορες κλίμακες του χρόνου, και για αυτήν την δίνη από αλλαγές, στην οποία μονίμως βρισκόμαστε.
DON’T PANIC, IT’S A THOUGHT EXPERIMENT
1.
Ο σενσέι δεν δείχνει ενοχλημένος
παρ’ όλο που το Zoom φορές φορές παγώνει.
Το σεμινάριο business ζεν τελειώνει
σε μία τυχαία στάση κάπως άβολη.
Κάποτε σίγουρα θα εμφανιστούν οργανισμοί
που θα φτιάχνουν κέλυφος από τα πλαστικά.
Μένουμε όλοι συνδεδεμένοι
στο εργοστάσιο παραγωγής μέλλοντος.
Το ανθρώπινο σώμα δεν διαθέτει
κανένα όργανο μέτρησης του χρόνου.
Θα χρειάζονταν εκατομμύρια έτη τεκτονικών κινήσεων
για να μετατεθεί η πέτρα που παίρνω στην τσέπη μου.
Είναι γενικώς μεγάλη η ευθύνη
να είσαι πεπρωμένο κάποιας ύλης.
Απ’ όλα τα «αυτόματα» (κουρδιστές μηχανές) που αφθονούν τον 18ο αιώνα (εποχή της λογικής) ξεχωρίζω τρία που με έχουν συνεπάρει:
- Ο Τούρκος, ξύλινη αντρική μορφή, ντυμένη ανατολίτικα, που έπαιζε σκάκι. Τον περιέφεραν περιοδεία σε όλη την Ευρώπη και ήταν ικανός να νικήσει πολύ δυνατούς αντιπάλους. Ο Τούρκος αποδείχτηκε απάτη. Μέσα στο κοίλο κάθισμά του, κρυβόταν μικρόσωμος άνθρωπος, πιθανόν νάνος, και έκανε τις κινήσεις. Δεν ξέρουμε τίποτα για αυτόν τον άνθρωπο, εκτός του ότι έπαιζε καλό σκάκι.
- Η Πεπτική Πάπια, σε σχήμα και μέγεθος αληθινής πάπιας, που είχε την ικανότητα να τρώει σπόρους, να κάνει ότι τους μεταβολίζει, και να αφοδεύει.
- Ο Κουρδιστός Μοναχός, που έλεγε τις προσευχές του ακούραστα 24 ώρες το εικοσιτετράωρο.
Νιώθω έντονα να συμβολίζουν κάτι. Μα δεν μπορώ να προσδιορίσω τι.
2.
Ναι, είναι που όλοι οι δρόμοι
τελικά οδηγούν στο σώμα.
Στο καλάθι με τις πυρωμένες φράουλες.
Μοιάζει σαν πολλοί διευθυντές ορχήστρας
να οδηγούνε έναν και μόνο μουσικό.
Το σώμα κατανοεί
με τους ρυθμούς που μεγαλώνει δέντρο.
Μία πάντα αόρατη κίνηση
μετράει τελικά ως κίνηση;
Από την άποψη της φυσικής
δεν είμαι ρολόι, είμαι σμήνος.
(Χρειάζομαι μια ενιαία θεωρία
για το «εγώ» και το «μη-εγώ» στον κόσμο.)
Ο πόνος μόνο
επιταχύνει από το μηδέν σαν Φερράρι.
Είναι σχεδόν τρομακτικό που όλες οι παρομοιώσεις
τελικά ταιριάζουν στο σώμα.
Βλέπε «φράουλες», βλέπε «Φερράρι»,
βλέπε «ανικανότητα απόσβεσης μνήμης».
(ανέκδοτο ποίημα, 2021)
*
Θοδωρής Χιώτης
«Είναι σχεδόν τρομακτικό που όλες οι παρομοιώσεις / τελικά ταιριάζουν στο σώμα.» Σ’ αυτούς τους στίχους της Γιάννας Μπούκοβα, βλέπουμε πως, όσον αφορά το σώμα, την εικόνα του και την λειτουργία του, δεν είμαστε ποτέ αυτό που νομίζουμε – είμαστε μόνο οι χρόνοι στους οποίους το σώμα ακούσια ανοίγεται. Χρόνοι τους οποίους είμαστε ανίκανοι να ελέγξουμε.
Το ποίημα της Γιάννας Μπούκοβα, αλλά και η ποίηση γενικότερα, μας φέρνουν ξανά αντιμέτωπους με την περιορισμένη αισθητηριακή αντίληψη του ενσώματου υποκειμένου στο πέρασμα του χρόνου. Παίρνοντας την σκυτάλη, προσπαθώ να αναλογιστώ τι σημαίνει καταγραφή του χρόνου στο σώμα, και πώς αυτή, σταδιακά, οξύνει την αντιληπτική ικανότητα του υποκειμένου. Ή, πάντως, αυτό νόμιζα πως προσπαθούσα να καταλάβω όταν έγραφα το ποίημα.
περιουσιακά στοιχεία
μετά την μεγάλη φωτιά στο Παρίσι
όλες οι άλλες φωτιές αποκτούν
δευτερεύοντα ρόλο τα εγκαύματα εστίες κενού κι ας
μην έχουμε υλικό πλέον από τα υπόλοιπα καμένα μέλη
Ας αποκλείσουμε λοιπόν
νέες αφηγήσεις που μπορεί
να ποτίσουν τα χαρτιά με τα λάθος ερωτήματα
αρχείο εργασίας
φύλλο πορείας (“από δω και πέρα με αυτόν τον τρόπο”)
ημερολόγιο νοσηλείας
η συσσωρευμένη αδιαφορία απέναντι στο
σώμα συχνά μοιάζει σαν να φέρνει κανείς πυρομαχικά
σε πάρτι πυροτεχνουργών
κάποια πράγματα παρα
μένουν
μια χρονιά γεμάτη βατράχια
η σάλα με τα μάρμαρα
τι αναγκαστήκαμε να ξεχάσουμε για να μείνουμε εδώ
ωραίες φλέβες για εξάσκηση
αρχείο εργασίας // αρχείο ασθένειας // αρχείο εργασίας
ένας ωραίος τρόπος να βγάλεις
το παστούρωμα από
το μυαλό σου είναι να γράψεις για αυτό
και μετά να δέχεσαι συγχαρητήρια για το θάρρος σου
αρχείο τραύματος : αρχείο εργοστασίου : αρχείο νοσηλείας
επίσχεση υπόσχεση και άρνηση οι
μώλωπες
θάλασσα από μάρμαρο η αλλαγή από
μέρα-σε-μέρα
το ναυτικό λυκόφως σκοτία
μετά καθαρίζουμε τις φλέβες με φυσιολογικό ορό
& συνεχίζουμε
αρχείο εργασίας // αρχείο ασθένειας // αρχείο σώματος
Κυριακή πρωί ψαλίδια και φρέσκο ψωμί την Τετάρτη - τι μήνας είναι; Πρωτομαγιά και αποφασίζουμε για την Μεγάλη Έξοδο. Το νοσοκομείο έρημο το εργοστάσιο ελαστικών της ΕΘΕΛ του Καίσαρη καμένο.
(ανέκδοτο)
*
Ορφέας Απέργης
Μια πρώτη σκέψη για την ποιητική διαδικασία του Θοδωρή Χιώτη: πόσο φυσικά κόβει, σαν μαχαιράκι που ματίζει τα δίχτυα –τα διαδίχτυα– του αρχείου – είναι κι αυτό, το αρχείο, ένα απ’ τα σώματά του. Κρατήθηκα από μια λέξη προς το τέλος του ποιήματός του: «σκοτία». Ανοίγω να διαβάσω λεξικό· λέει: «το σκοτάδι, και μεταφορικά –πώς λέμε πλήρωσα τα μεταφορικά– ο Άδης». Ο Ευριπίδης περιγράφει στις Φοίνισσες, με το στόμα της κορυφαίας του χορού (1482-1484): «πτώματα νεκρῶν τρισσῶν ἤδη / τάδε πρὸς μελάθροις κοινῷ θανάτῳ / σκοτίαν αἰῶνα λαχόντων», ή περίπου, «[τα μάτια μας βλέπουν εδώ, κοντά στον Οίκο] τα τρία σώματα των σφαγμένων, που ήταν η μοίρα τους, με τον κοινό τους θάνατο, να μοιραστούν το αιώνιο σκοτάδι» – οι σκοτωμένοι είναι ο Ετεοκλής, ο Πολυνείκης και η Ιοκάστη. Τα «αρχαία» μάς τα κομίζει, στη σύγχρονη ποίησή μας, η Φοίβη Γιαννίση, και πολύ τα χαίρομαι όπως τα μελετάει και τα χρησιμοποιεί. Αλλά αλλού διαβάζεις ότι «σκοτία» είναι και «η αρχιτεκτονική γλυφή που σχηματίζει σκιά, ένας αρμός που χρησιμεύει για να τονίζει τη διαφορά δύο αρχιτεκτονικών στοιχείων δημιουργώντας σκιά». Άρα, η σκοτία μάς ενώνει –η μεταφορά μας προς Άδη–, καθώς μελ-αθροισμένοι –στοιβαγμένοι σε σκοτάδια– γερνάμε και νιώθουμε την κοινή μοίρα των σωμάτων μας, τη συντροφική μας μοίρα, τη συν-τροφία μας, κοινῷ θανάτῳ, όπου αυτό, το σώμα, που ήταν γλυφή της αρχιτεκτονικής τής φύσης σε καθέναν μας, που ήταν αρμός και χρησίμευε για να τονίζει τη διαφορά μας, δημιουργώντας τις σκιές μας, γίνεται τώρα αρμός που ενώνει, σώμα συλλογικό, κοινό σκοτάδι, που πολεμάει ειρη-νικά, και νικά, το λίγο του Άδη. Δεν ήθελα να ακολουθήσει ποίημα μετά από τη σκοτία του Θοδωρή Χιώτη, αλλά για να μη σπάσει η σκυταλοδρομία, ιδού ένα που αντιλαμβάνεται κι αυτό την κοινότητα της αγάπης των σωμάτων.
ΤΟ ΟΠΛΟ
Είναι ένα πρόσωπο
φτιαγμένο από παιδικό χρόνο,
μια αμνάδα των ατμών
που στέκει ορθή
και ακίνητη
σα λέαινα της βιτρίνας
χάρμα ιδέσθαι.
Έχει ένα όπλο χρυσό και πελώριο
παρά πόδα,
όπλο από αγάπη.
Τη συναντάς μες στην ανάγκη σου,
τη χρησιμοποιείς
κι ύστερα μακραίνεις,
όπως μακραίνουν οι σκιές
καθώς ο χρόνος απομακρύνεται
και πάει.
Αλλά κι εκείνη σε έχει χρησιμοποιήσει,
το νιώθεις καλά
καθώς βλέπεις τα πόδια της πρησμένα
απ’ την αντίσταση του κορμιού σου.
Τότε το παίρνεις απόφαση –
είσαι πια αρκετά μακριά–
το παίρνεις απόφαση και λες:
ναι έτσι γίνανε,
αλλά ρύσαι,
ρύσαι από αυτή την αγάπη
που της κάνει τα πόδια
να πρήζονται.
Μετά όλα γίνονται
με τον ίδιο τρόπο,
αλλά πιο ήσυχα.
Τη φιλάς στο μάγουλο,
της λες τα νέα σου
αλλά η αγάπη πια δεν πληγώνει.
Έχει αντικατασταθεί από το χρόνο.
(Σαν χρέος, Νεφέλη, 2020)
*
Παναγιώτης Ιωαννίδης
Στον παιδικό χρόνο, πάντα μια λέαινα μάς δίνει αγάπη: και πάντα την βυζαίνουν βρέφη που θα ιδρύσουν μιαν αυτοκρατορία.
Ρουφάς απ’ αυτήν την αγάπη, και τα πόδια της πρήζονται, καθώς εσύ μεγαλώνεις. Εσύ μεγαλώνεις και ξεμακραίνεις· της Μητέρας τα πόδια δεν ξεπρήζονται. Εσύ ίσως μπορέσεις να λυτρωθείς από εκείνη την πρώτη αγάπη, να την κάνεις πιο ήσυχη, να μη σε πληγώνει. Αλλά εκείνην; Μήπως θα την πληγώνει πάντα;
Δεν ξέρω αν ο χρόνος αντικαθιστά την αγάπη· δεν ξέρω κι αν πρέπει. Σίγουρα την αλλάζει· σίγουρα αλλάζει την μητρική αγάπη: όχι το πώς δίδεται, αλλά το πώς λαμβάνεται – και πάλι, μόνο στην καλύτερη περίπτωση.
Η μορφή της Σιμόν Βέιλ –της ΓαλλοΕβραίας που ήταν έφηβη στον Β’ Π.Π., όχι της ομόηχής της φιλοσόφου που πέθανε το 1943, στα 34 της χρόνια–, της Σιμόν Βέιλ που επέζησε από το Άουσβιτς-Μπίρκεναου και το Μπέργκεν-Μπέλσεν, έγινε δικηγόρος, δικαστής, υπουργός πολλών κυβερνήσεων, και πρώτη Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στηρίζοντας από κάθε της θέση, με σημαντικές, ενίοτε ριζοσπαστικές, μεταρρυθμίσεις, τα δικαιώματα των γυναικών και όχι μόνον – αυτής της Σιμόν Βέιλ η μορφή, που γνώρισα και θαύμασα ως έφηβος, όταν εκείνη ήταν υπουργός-υπόδειγμα, μα και κατακριτέα από τους συντηρητικούς, αυτή η μορφή έχει για μένα κάτι το μητρικό μες στην μεγάλη ομορφιά της.
Λίγες μέρες αφότου πέθανε το 2017, έπεσα πάνω σ’ ένα παλιό βίντεο μιας τηλεοπτικής της συνέντευξης. Εκεί, η Ωραία Μητέρα με περισσή χάρη κάνει μια κίνηση ερωτική: λύνει τα μαλλιά της, που τα έχει δεμένα σε κότσο.
Ομορφιά και χάρη· τι πέρασε αυτό το σώμα για να φτάσει εκεί.
Στην αρχή της εποχής του οριστικού μετά της Σιμόν Βέιλ, ένοιωσα την ανάγκη να κρατήσω την μητρική-ερωτική μορφή της, θυμίζοντας το ακραίο πριν –την εμπειρία των στρατόπεδων συγκέντρωσης– που το κρύβουν η ομορφιά και η χάρη, και ας πλάστηκαν, κατ’ ανάγκην, εν μέρει απ’ αυτό.
Η ΣΙΜΟΝ ΒΕΪΛ ΛΥΝΕΙ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ
Σιμόν Αννί Λιλίν
Ζακόμπ
Πες ότι είσαι δεκαοχτώ
της ψιθύρισε ο άντρας
στην αποβάθρα του Άουσβιτς
και γλίτωσε τον θάλαμο αερίων
Την πήρε πλάι της η Πολωνέζα κάπο
Παραείσαι όμορφη για να πεθάνεις εδώ μέσα
Τώρα πέθανε
Η τηλεόραση την δείχνει
τριάντα ένα χρόνια πριν
και ο νεαρός παρουσιαστής παρακαλεί
Αν σας ζητούσα
να λύσετε
τα μαλλιά σας;
Μα βέβαια, βέβαια, αμέσως!
Αρχίζει να αφαιρεί τα τσιμπιδάκια
χαμογελά Ξέρετε δεν είχα
πάντα μακρυά μαλλιά
κι ούτε το θέλω
Μα είναι πολύ πιο εύκολα
πιασμένα κότσο
είσαι πάντα καλοχτενισμένη
Πρώτη φορά ρωτά αυτός
θα σας δούμε με λυτά μαλλιά;
Νομίζω ναι
δίνει τα τσιμπιδάκια
Σας ευχαριστώ
Κυλούν τα μαλλιά στους ώμους
την κούρεψαν γουλί μα γλίτωσε
τα σιάχνει απαλά χαμογελώντας
Φόρεμα σμαραγδί
χρυσά βραχιόλια
στα χέρια που σταυρώνει τώρα
κάτω από την κοιλιά
Αν τα σηκώσει θα φανεί ο αριθμός
εβδομήντα οκτώ έξι πενήντα ένα
(Ρινόκερως, Καστανιώτης, 2020)
*
Βασίλης Αμανατίδης
Το ποίημα του Παναγιώτη Ιωαννίδης, ξαφνικά, κάνει ένα σλάλομ χρόνου: «Κυλούν τα μαλλιά στους ώμους» – παρόν·«την κούρεψαν γουλί μα γλίτωσε» – παρελθόν, σωσμένο παρελθόν· «τα σιάχνει απαλά χαμογελώντας» – επανόρθωση: παρόν πάλι. Μα «τώρα πέθανε». Απ’ το τότε στο τώρα, στο πριν, στο μετά· ανακατεύοντας τους χρόνους: όπως είναι η ζωή.
Η Βέιλ ήταν υπέρμαχος των αμβλώσεων. Και οι αμβλώσεις είναι κάπως κεντρικό θέμα στο δικό μου ποίημα. Μιλώ εκεί για ένα πλάσμα που σχεδόν είναι προϊόν άμβλωσης: υπάρχει και δεν υπάρχει· το αγαπώ και δεν το αγαπώ· πρόκειται για ένα σώμα που δεν υπάρχει.
Το 1992, ήμουν 22 χρονών. Είχα δει μια παράσταση της Ρούλας Πατεράκη: τις Ευτυχισμένες Μέρες του Μπέκεττ – σ’ ένα έκπαγλο σκηνικό. Και πρώτη φορά κατάλαβα τι θα πει να εκφέρεται ένας λόγος πάθους του υποκειμένου, την ώρα που αυτό παθαίνει· την ώρα που πονάει, μιλάει, αντιδρά: σε απόλυτο παρόν. Αυτός ο συγκλονιστικός λόγος πάθους του υποκειμένου την ώρα που συμβαίνει, με τάραξε· ταυτόχρονα ήταν και κωμικός, και βαθειά δραματικός. Χρόνια μετά, έγραψα ένα ποίημα για μια γυναίκα η οποία, ακινητοποιημένη μέσα στο χιόνι, ξεχασμένη απ’ αυτόν που την αγαπά –εμένα–, μόνο γράφεται, δεν ζει – και περιμένει. Περιμένει να υπάρξει;
Πολλά χρόνια μετά, μετά από χρόνια ψυχοθεραπείας, ακόμα δεν έχω καταλάβει τι είναι αυτή η γυναίκα. Είμαι εγώ – και συγγραφέας είναι η μητέρα μου; Είναι ο χρόνος – πάνω μου; Είναι η γυναίκα που δεν παντρεύτηκα; Και δεν ξέρω ποιος απ’ τους δυο μας είναι ο κηπουρός: αυτή ή εγώ. Πάντως σ’ όλα μου τα ποιήματα, το σώμα των πλασμάτων αλλάζει μορφή· υπόκειται στον χρόνο, παγώνει, γίνεται ξύλινο, ανάπηρο – σπάνια απολαμβάνει. Δυστυχώς. Όμως η ευφορία της μορφής, πιστεύω ότι σώζει την δυστυχία του περιεχομένου.
ΜΝΗΣΤΗ ΤΟΥ ΠΑΓΩΜΕΝΟΥ ΚΗΠΟΥΡΟΥ
μα πόσο νίφει απόψε! Οξεία παγερότης,
άισμπεργκ.
Το είπε θα με παντρευτεί.
Και πώς ξεχάστηκα εγώ στους κήπους
που ήλθα λίγο να ποτίσω, μα ψύχρανε ο καιρός
Μια ζακετίτσα! Με νιφάδες εύχεται ο ουρανός; Προς
το λευκό φοβούμαι κλίνω, ασπροκοπώ.
Ωραία είμαι για αλάβαστρο, κιμωλία, για γαλατάκι, ωραία
για χαρτί, φοβούμαι όχι για γυναίκα
Και τώρα χιονοστεφής
Λοιπόν κρυοπαγώ. Άσπρισα πια, κρινόλευκο
το ντιόρ μου, ήθελα να 'μουνα παγώνι,
βοήθεια όμως είμ' εδώ χρειάζομαι σωτηρία, ελάτε αν θέλετε
εδώ πλέον παγοκήπιον! Και
Ιιιιιιιιιιιιιι. Α!
Χλωρίδα και πανίδα! Πού βουβαθήκατε;
Γύρη κάλυξ ανθοδόχη στήμων ύπερος κοτσάνι μίσχος περιάνθιον,
που κάποτε στην πλάση ανθοπλημμύρα,
μια κάμπια πράσινη έστω πάνω μου πώς θα 'θελα, και όχι
αυτό που όλο πίπτει κουφέτο πίπτει χαλάζι
Πώς ξεχάστηκα εγώ στους κήπους, τι ψύχραν' έτσι ο καιρός; Παρακαλώ,
ζακετίτσα!
Σαν παγώνει η μήτρα που έχω διαμπερώς βαλσάμωσα
Και γύρω ο παγετός.
Και κάποιος με γράφει γράφει σε κατάλευκο χαρτί.
Ώρα τον νιώθω πάνω μου: τα μυτερά μολύβια! Λευκή σελίδα
οι κήποι. Με ξέχασε κλεισμένη εδώ,
μου φύσηξε στα κόκαλα μεδούλι από μελάνη.
Λέξεις για πάγο όλο μου μπήγει
Στα αιμοσφαίρια
Μα θα με παντρευόταν…
Πόσο νίφει απόψε
(Σπίτι από πάγο όλο, Κέδρος, 2001)
Β.
Θοδωρής Χιώτης
Το σώμα δεν ξεχνάει ποτέ. Καλύπτεται από τον χρόνο –«νίφεται», όπως μας λέει ο Βασίλης Αμανατίδης– και τα πάντα εγγράφονται σε αυτό. Τα «μυτερά μολύβια» του ποιήματός του μάς ανοίγουν στους χρόνους των σωμάτων από τα οποία προερχόμαστε: χρόνους που ποτέ δεν θα μπορέσουμε να γνωρίσουμε. Και αυτό είναι ένα γεγονός που προτιμούμε να αποσιωπήσουμε, για να μπορέσουμε να βιώσουμε αλλά και να επιβιώσουμε μέσα στον δικό μας χρόνο. Η αχρονία του πριν-από-εμάς διαλύεται μέσα στον χρόνο που ξετυλίγεται όσο ζούμε. Ποτέ δεν χάνεται, όμως: έχει απλά αναδιπλωθεί σαν ένα αφανές fractal – οι νιφάδες από χιόνι, που λέει και το ποίημα του Βασίλη Αμανατίδη.
Στο ποίημά μου που ακολουθεί, το σώμα ανοίγεται σε όλες εκείνες τις χρονικότητες που υπογραμμίζουν ότι η αρχή και το τέλος ανήκουν σε έναν χώρο έξω από εμάς.
Κάθε πρωί
μαύρο γάλα
στάζει από τα δάχτυλα μου
ο κόσμος
ιξώδης
γεμίζει
τις ασυνέχειες του σώματος
από το στόμα του λύκου.
Κάποτε βαστούσα περισσότερο
θάνατο
στα δάχτυλα μου.
Η διαδρομή μέχρι το βωμό μια απόπειρα
να κοιμηθούμε με τις παλάμες της νύχτας
βαθιά μέσα στη λίμνη
της σπλήνας μας.
Το εαρινό ηλιοστάσιο
δεν τίκτει πλέον τίποτε υπερούσιο.
Τα σώματά μας τώρα σκύρα, άλλος ένας
διάδρομος για την επέλαση της Γοργούς,
η σάρκα των αργοναυτών
για πάντα ακατάλληλη για ανάθημα.
Και τι γίνεται με το ποίημα;
Το ποίημα είναι
πλέον
μια μηχανή με μόνο σκοπό να κρατήσει το σώμα ζωντανό
με λέξεις που ακρωτηριάζουν τους
συνδέσμους θυμίζοντας μας ότι
δεν υπάρχει τίποτα άλλο από τον συριγμό
που εκπνέουν οι τρύπες στα δέντρα.
Πορώδες με πόνο
το στόμα μου ώριμο
με το χνούδι του φραγκόσυκου: δεν υπάρχει τίποτα άλλο εδώ
εκτός από διατρήσεις και
κάθε πόρος είναι ένα κενό
και κάθε κενό είναι απόδειξη της κακής κατασκευής του υλικού
και κάθε κενό είναι ανάθεμα
και κάθε κενό είναι σημείο έναρξης ρωγμών
Επιτρέψτε μου να το επαναλάβω: τα κενά θεωρούνται ελαττωματικά και
μαθαίνουμε να αποστρεφόμαστε τo δέρμα με ασυνέχειες.
Κάθε πρωί
μαύρο γάλα στάζει από τα δάχτυλα μου
μπορείτε να δείτε μαύρο μόνο εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει άσπρο.
Οι βαμβακοφυτείες στο φεγγάρι
και οι νύμφες που διαχειμάζουν στις
κοιλότητες του προσώπου μου ένας ουρανός από
σώματα που φωλιάζουν ανάμεσα σε άλλα σώματα.
Η μαύρη μούχλα απλώνεται, το σώμα πυκνώνει
καταστρέφοντας ό,τι
αντιλαμβάνεται ως τεκτονικό ρήγμα.
Σύντομα θα έχουμε χαρτογραφήσει ό,τι πρέπει να αφήσουμε να χαθεί.
Όταν είδα τα πνευμόνια του παππού μου
είχαν αυλακωθεί
και οι μπλε περιοχές της πύκνωσης
έμοιαζαν με θάλασσα.
*
Γιάννα Μπούκοβα
Συνεχίζω από την εικόνα της θάλασσας όπου μας άφησε ο Θοδωρής Χιώτης, για να μιλήσω για τις εικόνες του σώματος. Μην ξεχνάμε ότι οι μεταφορές του σώματος πάντα ακολουθούσαν τις εξελίξεις της τεχνολογίας. Παλαιότερα, περιγράφανε το σώμα μιλώντας για το μηχανοκίνητον των άκρων, μετά για την υδραυλική καρδιά, σήμερα για τον υπολογιστή εγκέφαλο και για το διαδίκτυο των νευρώνων. Συνεχίζω, μιλώντας για τις εικόνες του σώματος και για τη συγχρονικότητα, για τους ταυτόχρονους, διάφορους σε μέγεθος, χρόνους που ταυτόχρονα μας τρώνε.
Ο δόκτορας Φρανκενστάιν εμπνεύστηκε από τον ηλεκτρισμό
που διαπέρασε ένα νεκρό κοτόπουλο.
Είναι σημαντικό την ημέρα της Ανάστασης
ο καθένας να βρει τα δικά του χέρια και πόδια.
Κάποια μέρα
οτιδήποτε κοκάλινο θα εξαφανιστεί από την φύση
όπως εξαφανίστηκε από τα ψιλικατζίδικα
τη δεκαετία του 50.
Μένουμε όλοι συνδεδεμένοι.
Στην πόλη που ζω κάποτε έγινε έκρηξη.
Οι συνέπειές της είναι ακόμα αισθητές.
Κομμένα ανθρώπινα άκρα διασκορπίστηκαν,
ασβεστώθηκαν στο χώμα
και τα βρίσκουνε ακόμα όπου σκάβουν.
Αν νοητικά γυρίσεις το ωστικό της κύμα προς τα πίσω
θα εντοπίσεις βέβαια το κέντρο της εκκίνησης.
Δεν θέλω καν να φανταστώ το πλήρες εκείνο ον
Αρνούμαι να σκεφτώ αυτήν την φρίκη.
(ανέκδοτο, 2021)
*
Βασίλης Αμανατίδης
Το ποίημα της Γιάννας Μπούκοβα είναι σαδιστικό: αρνούμενο να φανταστεί την φρίκη, μας βάζει να την φανταστούμε εμείς. Μας έχει δώσει όλα τα εργαλεία όχι μόνο για να την φανταστούμε, να την κάνουμε εικόνα, αλλά και να την δούμε πραγματικά, ολόκληρη.
Όταν ήμουνα μικρός, έξι χρονών, εφτά, η μητέρα μου που ήταν ένα παιδάκι στην πραγματικότητα –μέσα της– μ’ έπαιρνε μαζί της και βλέπαμε θρίλλερ: όλους τους Δράκουλες κι όλα τα Χάμμερ· έτσι μεγάλωσα: μ’ αυτόν τον τρόμο· με ηδονή. Κάποτε την μισούσα γι’ αυτό· που μου έκανε αυτό το κακό. Αλλά θα έπρεπε να νιώθω ευλογημένος που πήρα γεύση από την ομορφιά του τρόμου – που είναι ο χρόνος.
Αγωνίστηκα κάποια στιγμή, σ’ ένα βιβλίο μου, να βάλω σε τάξη τη φοβία που μου δημιουργεί το άναρχο των πραγμάτων που περιγράφει το ποίημα της Γιάννας Μπούκοβα. Κι έφτιαξα ένα ποίημα που μιλάει για ένα πλάσμα που γεννιέται· για μια μεταμόρφωση, στα μέσα ακόμα του βίου, όταν το πλάσμα μπορεί να ακόμα γίνει κάτι που δεν θα μυρίζει θάνατο: θα είναι ακόμη πρόσθετη ζωή. Στην κορύφωση της ζωής, όμως, το πλάσμα αυτό (εγώ, δηλαδή, από πίσω του) καταλαβαίνει ότι, για να μπορέσει να αναπτυχθεί, πρέπει να μάθει να μικραίνει.
Η πρόσθεση και η αφαίρεση
(Είναι)
(Είναι υπέροχο)
(Είναι υπέροχο να υπάρχει)
(Είναι υπέροχο να υπάρχει κάτι)
(Είναι υπέροχο να υπάρχει κάτι εδώ)
(Είναι υπέροχο να υπάρχει κάτι εδώ για να)
(Είναι υπέροχο να υπάρχει κάτι εδώ για ν’ ακουμπας)μετοχεριπουέχεις
: έτσι το πλάσμα χτίζει, σαν προσευχή βουβή, την εσωτερική του πρόσθεση.
(Είναι υπέροχο να υπάρχει κάτι εδώ για να ακουμπας)μετοχεριπουέχεις
(Είναι υπέροχο να υπάρχει κάτι εδώ για να)
(Είναι υπέροχο να υπάρχει κάτι εδώ)
(Είναι υπέροχο να υπάρχει κάτι)
(Είναι υπέροχο να υπάρχει)
(Είναι υπέροχο)
(Είναι)
: έτσι το πλάσμα χτίζει, σαν προσευχή βουβή, την εσωτερική του αφαίρεση.
(7: ποίηση για video games, Νεφέλη. 2011)
*
Παναγιώτης Ιωαννίδης
Νομίζω πως το ποίημα είναι όντως «μια μηχανή που κρατά το σώμα ζωντανό», όπως γράφει ο Θοδωρής Χιώτης – και εννοώ το σώμα στην ολότητά του: με το πνεύμα μαζί. Χαρτογραφεί αυτό που κατ’ ανάγκην χάνεται, είναι πορώδες στον πόνο, και εξ αυτού μιλά με στόμα ώριμο, που μπορεί να πει, μπορεί να δει την ζωή κι από τις δυο πλευρές, κι από τις δυο της άκρες: ως πρόσθεση –ζούμε προσθέτοντας αυτό που ήδη υπάρχει, μα το προσθέτουμε με το δικό μας χέρι– και ως αφαίρεση (συχνά, πάλι από το δικό μας χέρι).
Αυτό το ποίημα του Βασίλη Αμανατίδη θα μπορούσε σχεδόν να διαβαστεί και ανάποδα, αρχίζοντας από το τέλος του. Το ποίημα που θα σας διαβάσω εγώ, έχει γραφτεί ακριβώς για να μπορεί να διαβαστεί και από το τέλος, προς την αρχή του: αυτή του η συνθήκη και η δομή (δύο τετράστιχα) είναι κλεμμένες από την κλασσική κινεζική ποίηση – με την οποία, ωστόσο, δεν μοιράζεται τίποτε άλλο. Εξάλλου ο τίτλος του, η μη μεταφράσιμη πολωνική λέξη «ζαλ» –που σημαίνει συγχρόνως και μεταξύ των άλλων, θλίψη, πίκρα, και τύψη: θλίψη γι’ αυτό που χάνεται–, το προσδιορίζει ως φορέα μιας ευρωπαϊκής ευαισθησίας. Το ποίημα έχει βασιστεί σε εικόνες της πόλης, της Αθήνας, στις αρχές της «κρίσης»: εικόνες σωμάτων που θυμούνται, και προσπαθούν να κρατήσουν δικό τους με τα χέρια που έχουν –να αγκαλιάσουν– το ίδιο τους το σώμα· και ν’ αγκαλιάσουν ό,τι χάνεται· ό,τι έχει χαθεί. Αυτή την επιθυμία του σώματος, αυτή του την ανάγκη, την μοιράζονται η ηλικιωμένη κυρία στο λεωφορείο, φτωχή πια, και ας έχει γνωρίσει μέρες φωτεινές, και ο ζητιάνος με τα γυμνωμένα έλκη στα πόδια, που οπωσδήποτε έχει περάσει κι αυτός, μιαν άλλη, άγνωστή μας ζωή· αυτή την επιθυμία κι αυτή την ανάγκη, τις μοιραζόμαστε, νομίζω, όλοι.
ŻAL
Η γριά κυρία το παλτό της μαυρισμένο στις άκριες
ρωτάει γιά τον χειμώνα πέρασε ή συνεχίζει
γιορτές φορέματα ελαφρά – μαλλιά περίτεχνα πλεγμένα
Καρναβάλι Πάσχα Πρωτομαγιά πού νά ’ναι
Τραύματα πόλεμοι η ζωή επέλασε θριαμβεύουσα
κουρέλια ερείπια αγαπημένα το σώμα τα φορεί
δεν σκέφτεται τι χάθηκε και πώς – τρυφερά αγκαλιάζει ό,τι έμεινε
Υπομονετικά ο επαίτης δείχνει τις πληγές του
(Πολωνία, Καστανιώτης, 2016)
*
Ορφέας Απέργης
Αυτό το πολωνικό «Ζαλ» του Παναγιώτη Ιωαννίδη, κάπως νομίζω ότι μεταφράζεται, μήπως συγγενεύει με τη «ζαλιά» –το ζαλίκι, το ζαλικώνομαι– το οποίο στα χωριά, στην Ελλάδα, σε πολλά μέρη, είναι το φορτίο που μπορείς να μεταφέρεις στους ώμους σου, άρα είναι και πόνος, τύψη –αυτά που είπες, τα σλαβικά, τα σλαβοφερμένα–, οπότε η ζαλιά είναι η απόφαση, άρα, του σώματος, είναι η φωνή του, είναι η φωνή του σώματος έναντι του χρόνου, είναι η απόκριση του σώματος στο κάλεσμα του χρόνου, δηλαδή ο χρόνος φωνάζει, και το σώμα λέει, απαντάει με τη ζαλιά του, το σώμα λέει «τόσο μπορώ», «πολύ παραπάνω απ’ όσο φαντάζεσαι, γιατί μέσα μου έχω ψυχή και πεταρίζει», οπότε το σώμα έτσι το έχουμε για να ζαλώνεται το χρόνο και να πεταρίζει, ακόμα κι αν είναι μια γιαγιά, και κάπως έτσι πατάει λεπτά, και πεταχτά, κι ο Παναγιώτης Ιωαννίδης, σαν τετραπέρατη γάτα, πάνω στ’ αχνάρια του χρόνιου σώματος, σαν τετραπέρατη γάτα αρχετυπική. Αυτό το «ζάλωμα» του χρόνου λέει και το ποίημα που έπεται, είναι το ίδιο ζάλωμα που ’χει και η «νύφη του χιονιού» του Αμανατίδη, το ίδιο ζάλωμα που ’χουν και τα σκεδασμένα, τα διασκορπισμένα σώματα της Μπούκοβα, δηλαδή να νιώθεις το χρόνο σαν ένα φορτίο που το ζαλώνεσαι, σα να ’ναι το σώμα σου αυτό που ζαλώνεται το φορτίο του χρόνου, σα να ’ναι το σώμα σου ένα ζώο ζαλωμένο τον χρόνο του.
ΜΕΣΗ ΗΛΙΚΙΑ
Ι. Γι’ αυτό [1]
Θέλω ν’ αγγίξω
τα μαλλιά σου
αλλά έχουνε περάσει πολλά χρόνια
από τότε
που σε είδα πρώτη φορά
και τώρα
σε βλέπω όπως σε θυμάμαι
και σε θυμάμαι όπως σε βλέπω,
και χάνεται πια
η πρωτοκαθεδρία της αφής.
ΙΙ. Επέστρεφε [2]
Πήρε το ελευθέρας
προχτές,
γενικό τσεκάπ,
όλα κατά φύσιν –
«παθολογικά υγιής»,
έλεγε στους γνωστούς και φίλους.
Αλλά το ίδιο εκείνο βράδυ,
πάνε δυο μέρες τώρα,
τον βάρεσε κατακούτελα
ένας περίεργος πονοκέφαλος,
ψηλά πάνω απ’ το φρύδι το καμαρωτό
(μετωπιαία κολπίτιδα;)
κι ένα κάψιμο, χαμηλά,
κάτω απ’ την ουροδόχο κύστη
(πάλι ο προστάτης;).
Αχ σώμα
που δεν επιστρέφεις ποτέ
να με ξαναπάρεις
να φύγουμε
για τ’ άγρια λιβάδια
της νιότης.
Έτσι είπε
και μετ’ ολίγο αποκοιμήθηκε
νανουρισμένος
απ’ το μακάριο ροχαλητό
της κουρασμένης γυναίκας του.
[1] ή: «Η μέση ηλικία για ρομαντικούς»
[2] ή: «Η μέση ηλικία για νευρωτικούς»
(ανέκδοτο, 2021)
*
Φοίβη Γιαννίση
Το ζάλωμα στο ποίημα του Ορφέα Απέργη αφορά κυρίως γυναίκες, που τις βλέπει: μια μάνα – ή την ερωμένη, και πώς μπορεί να δει κανείς τον χρόνο στο σώμα της. Το πρώτο δικό μου ποίημα έχει σχέση με τα τζιτζίκια και την μεταμόρφωση των τζιτζικιών, την μεγάλη ηλικία τους, και τον θάνατό τους, πεινασμένα, κατά τον μύθο του Πλάτωνα, επειδή τους αρέσει το τραγούδι. Κατόπιν, ένα ποίημα για την Ηώ και τον Τιθωνό (που είναι κι αυτός μεταμόρφωση του τζιτζικιού), από τον Ομηρικό Ύμνο στην Αφροδίτη. Κατά τον μύθο, η θέα Ηώς ζητά και εξασφαλίζει για τον θνητό εραστή της την αθανασία, αλλά δεν εξασφαλίζει το να μη γεράσει το σώμα του. Κι έτσι δεν τον αντέχει πια –αυτός συνέχεια μεγαλώνει, το σώμα του συρρικνώνεται– και στο τέλος, για να μην τον βλέπει, τον κλείνει σ’ ένα κλουβί: απ’ το οποίο ξεφεύγει μόνο η φωνή του.
ΙΙΙ
η έλευση της ηλικίας
ευχόμαστε να μας αφήσει τη φωνή
φωνή πιο δυνατή απ’ τη ζωή
γιατί όπως λέει ο σωκράτης
τα τζιτζίκια
οι υπηρέτες των μουσών
άλλο δεν έκαναν παρά να τραγουδούν
αδιάκοπα
για να πεθάνουν τέλος
πειν
ασμένα
με άδεια άδουσα κοιλιά
ηώς και τιθωνός
προσευχήθηκε η ηώς ο τιθωνός -ένας θνητός
να μην πεθάνει
οι μέρες του
να είναι τόσες
όσοι στη χούφτα της αδειάζει
άμμου κόκκοι
και η σιβύλλα
τα ίδια είπε στον απόλλωνα
αλλά να-
μέσα στις παύλες κυνηγούν
το φάντασμά τους
και μες στο σώμα που αγκαλιάζουν
τα βλέφαρα κλειστά
μάταια αναζητούν
μία σταγόνα
-ο Τζίτζικας και η Αηδόνα
(Ραψωδία, Gutenberg, 2016 )
*
Κατερίνα Ηλιοπούλου
Aυτό που μένει ανάμεσα στις παύλες είναι το τραγούδι, συσσώρευση χωρίς ηλικία. Συνδέομαι συχνά με την ποιητική της Φοίβης Γιαννίση, κι ας είναι πολύ διαφορετική σε έκφραση από την δική μου, ποιητική που έχει στο κέντρο της τον χώρο και τον τόπο ως πεδίο διερεύνησης του εαυτού. Τα τζιτζίκια ξεχνούν το σώμα τους με το τραγούδι, δραπετεύουν από τον χρόνο, αγγίζουν το αιώνιο, και αφήνουν πίσω τη φθορά. Εμείς βέβαια δεν είμαστε τζιτζίκια, γιατί θυμόμαστε. Το επόμενο απόσπασμα είναι από το πρώτο κεφάλαιο του τελευταίου βιβλίου μου Μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα (Μελάνι, 2015): το δωμάτιο που περιγράφεται είναι αληθινό. Ίσως κάθε ποίημα έχει μια ρίζα βιογραφική όσο κρυμμένη κι αν είναι αυτή. Ο τίτλος του είναι «Κατώφλι» και, όταν το έγραφα, δεν ήξερα πως ήταν το κεφάλαιο-μήτρα, το κατώφλι, η είσοδος στο βιβλίο μου. Πολύ συχνά, μπροστά στην διερώτηση: «μα γιατί το κάνω αυτό; γιατί να συνεχίσω;», μπροστά στην αποθάρρυνση και την απογοήτευση, στις άχρηστες αγωνίες για αναγνώριση, απαντώ: «Γιατί έτσι γνωρίζω τον εαυτό μου, και τον κόσμο, έτσι έχω επιλέξει να περνάω τον χρόνο μου: το ποίημα είναι επενδυμένο στον χρόνο». Η περιπέτεια της γραφής σε φέρνει σε περιοχές που ήταν άγνωστες και σε σένα τον ίδιο. Κάθε βιβλίο, δηλαδή, κάθε έργο, είναι και μια διαδικασία αυτογνωσίας, αναγνώρισης και γνώσης. Γίνεσαι δάσκαλος του εαυτού σου με τη γραφή, γιατί ανακαλύπτεις καινούρια γλώσσα για τη σκέψη και τη φαντασία.
ΚΑΤΩΦΛΙ [απόσπ.]
Βρίσκομαι εδώ και ώρα στο κατώφλι, στη συνάντηση που θα ήταν αδύνατο να συμβεί χωρίς το ποίημα. Στέκομαι στην πόρτα και ξεκινάω ένα πλεκτό, ένα εργόχειρο, πρέπει κάτι να κάνω όντας εδώ, ο χρόνος δεν περνάει χωρίς πράξη.
Ο χρόνος απλώνεται; Προστίθεται; Αραιώνει; Αν σκεφτώ τον χρόνο σαν χώρο, περιπλανιέμαι άραγε σ’ ένα τοπίο που συνεχώς διευρύνεται; Είμαι πολύπλοκη και πολυσέλιδη σαν βιβλίο; Αυτό που σαρώθηκε μπορεί άραγε να κατοικηθεί ξανά;
Δεν θέλω να μπω στο δωμάτιο του χρόνου. Εκεί μέσα υπάρχουν θέσεις, αλλά καθετί δεν βρίσκεται στη θέση του. Δεν ξέρω αν το δωμάτιο υποδηλώνει πως υπήρξε κάποτε κάτι εδώ. Ή μήπως ήταν έτσι από πάντα;
Δηλαδή περίμενε να πληρωθεί από κάτι;
Τότε θα συνταρασσόταν από την αγωνία της αναμονής. Όμως όχι.
Εδώ ησυχία χωρίς αγωνία. Εδώ το ανοιχτό-κλειστό. Σαν ούτε να υπήρξε το περιεχόμενο ούτε προσβλέπει σε μέλλον πλήρωσης. Τότε τι;
Πίσω από την πόρτα είναι ο ξένος που ζει μέσα μου (αυτός που μετράει) που ξέρει τις εισόδους και τις εξόδους, που κάνει τους υπολογισμούς. Κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας διαρρέει η διαφορά θερμοκρασίας κάτι ψυχρό, κάτι παλιό αλλά και από το μέλλον με κυκλώνει με την οικειότητά του, αυτό το άγνωστο που είναι δικό μου, το ανέγγιχτο σημείο που φέρω μέσα μου σαν τοκετό. Είμαι ο απεσταλμένος του χρόνου μου, το μήνυμα που δεν θα διαβάσω ποτέ είναι σε εκκρεμότητα σφραγισμένο στην καρδιά μου.
Ένα ανείπωτο που δεν ξεχνιέται. Είμαι αποτέλεσμα κάποιας εξίσωσης, είμαι άθροισμα ή απόσταγμα; Ποια είναι η διαδικασία;
Να μπορούσα ν’ αγκαλιάσω τον εαυτό μου ολόκληρο! Πώς ν’ αγκαλιάσω αυτό που έρχεται σ’ εμένα. Απροσδιόριστο αλλά αναγκαίο πώς να το δεξιωθώ; κάτω από την πόρτα διαρρέει το άηχο και άρρητο τραγούδι της σκόνης. Ποιος μπορεί να σφραγίσει τ’ αυτιά του;
(Μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα, Μελάνι, 2015)
*
Γ.
Παναγιώτης Ιωαννίδης
Κάθε άνθρωπος είναι «ένα ανείπωτο που δεν ξεχνιέται» – αλλά αυτός ο «ξένος πίσω από την πόρτα που ζει μέσα μου», αυτό το «ανέγγιχτο σημείο που φέρω μέσα μου σαν τοκετό», μου μοιάζει σαν τον ίδιο τον θάνατο. Εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσε να είναι και ο θάνατος. Και το να «αγκαλιάζεις» –κάθε στιγμή– «τον εαυτό σου ολόκληρο», μου φαίνεται μια αποτελεσματική αντιμετώπιση (αν αυτή είναι η λέξη) του θανάτου – του φόβου του, έστω, ο οποίος είναι και το μόνο που θα μπορούσαμε ενδεχομένως να διαχειριστούμε εξ ολοκλήρου, όσον αφορά τον δικό μας θάνατο.
Το καλοκαίρι που θα γινόμουν 35 χρονών, για πρώτη φορά εννόησα, βιωματικά, πως θα πεθάνω, κάποια, άγνωστη, στιγμή. Δηλαδή με άγγιξε ο φόβος του θανάτου, η ενσώματη γνώση του τέλους – με αφορμές δε ασήμαντες: φοβίες επιπολής που ξύπνησαν τον βαθύ φόβο. Και κατανόησα ότι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε ώστε να ζήσουμε ξανά απλά –σαν τα παιδιά που δεν τα φοβίζει ο θάνατος– είναι να απαρνηθούμε την (παιδιόθεν διδαχθείσα) χαρωπή προσποίηση για χάρη άλλων, και να πορευθούμε όπως πλέον εμείς οι ίδιοι καταλαβαίνουμε καλύτερα, μέχρι να κλείσει ό,τι άρχισε με την, παρά την θέλησή μας, γέννησή μας.
Και ήταν το θέαμα των δυο ανηψιών μου, επτά και οκτώ χρονών, να παίζουν με το νερό απ’ το λάστιχο της αυλής μετά το μπάνιο στη θάλασσα –το θέαμα του ελαστικού, σχεδόν διάφανου, στιλπνού δέρματός τους· καλύμματος δυο όντων που ανακαλύπτουν κάτι νέο κάθε στιγμή– που μου χάρισε εκ νέου την ευεργετική απορία μπροστά στο θαύμα της ζωής.
ΑΓΝΩΣΤΟ ΕΝΤΟΜΟ
Αυτό το καλοκαίρι έμαθα πως θα πέθαινα
Τώρα η δροσιά του τοίχου ήταν ένα θαύμα
δώρο το νερό απ’ το λάστιχο πάνω στα παιδικά σώματα
το δέρμα τους –που κάθε μέρα έντυνε
μια νέα αναστάτωση– να απορείς
Όλα θα ξαναγίνονταν απλά
άχρηστο πιά το θαρραλέο χαμόγελο
μπροστά στο φάντασμα της λύπης
Κι ας ήταν μαύροι προάγγελοι
ένα τυχαίο απόγευμα πονόλαιμου μιά δυσπεψία
ένα μικρό ερύθημα – άγνωστο έντομο
Ήσυχα θα κλείσουμε
όπως καταλαβαίνουμε καλύτερα
ό,τι είχε αρχίσει
(Ακάλυπτος, Καστανιώτης, 2013)
*
Θοδωρής Χιώτης
Σκέφτομαι κι εγώ πότε ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησα ότι όλη αυτή η ιστορία έχει ένα τέλος. Κι εμφανίζονται εικόνες από την παιδική μου ηλικία: οι βαμπακέλες που φοράνε οι αγρότισσες, που τις πλένουν τόσο καλά, κι είναι τόσο άσπρες, που στον ήλιο γίνονται γαλάζιες· και οι θεριστές που, αφού έχουν κάνει τον σταυρό τους πριν να ξεκινήσουν να θερίζουν, στρέφουν την πλάτη στην ανατολή και ξεκινούν την δουλειά. Και σκέφτομαι ότι όλες αυτές οι χεριές που μαζεύουν οι θεριστές, είναι μέρος μιας επαναλαμβανόμενης διαδικασίας τέλους. Και σκέφτομαι πως, στο τέλος, μπορεί να θερίζουν πιο πρόχειρα, γιατί έρχεται η βροχή – δεν προλαβαίνουν. Και πως αυτός ο πρόχειρος θερισμός, τα χερόβολα, είναι άλλη μια καλή μεταφορά για το επαναλαμβανόμενο τέλος.
αύξων αμφίκυρτος [απόσπ.]
η ένδεια της επανάληψης: προσποιείσαι ότι έχεις τον έλεγχο
εσείς πως
δίνετε και πως
λαμβάνετε διαταγές
η δουλειά σου είναι
να κοινοποιείς τους πάντες
σε όλα τα μηνύματα δεν είμαι εδώ
να φτιάχνεις
διαδικασίες να φτιάχνεις συστήματα για να κρύψεις
τα συστήματα που ποτέ δεν υπήρξαν
ποιος είναι εδώ
μια επανάληψη που απλώνεται
έξω από τον κύκλο από αλάτι και
αποκτά την ιδιότητα να διηθεί παρακείμενους
ιστούς και όργανα και μεθίσταται
εκούσια
στους επιχώριους λεμφαδένες μέσω (μεταφορικών)
λεμφαγγείων ή μέσω (πάλι μεταφορικών)
αιμοφόρων αγγείων
σε απομακρυσμένες θέσεις όπου υφάντρες με μαρμάρινη κλωστή στερεώνουν τα σωθικά μας και τον χρόνο που ρέει μέσα σε αυτά - ……
(ανέκδοτο)
*
Γιάννα Μπούκοβα
Ο χρόνος ρέει μες στα σωθικά, λέει ο Θοδωρής Χιώτης. Θα έλεγα ότι μας διαπερνάει ολόκληρους, διαπερνάει τα σωθικά μας όπως ο αέρας διαπερνάει ένα πνευστό.
5.
Από την άποψη της τοπολογίας
το ανθρώπινο σώμα είναι σωλήνας:
σχήμα με δύο τρύπες, εισόδου και εξόδου.
Εδώ συνήθως κλείνει η συζήτηση.
Μα ας προσπαθήσουμε να αποσπάσουμε την προσοχή μας
με την παραβολή για τους δύο δασκάλους.
Ισχύει όπως σε καταστάσεις ομηρίας:
αν θέλεις να επιβιώσεις, διάλεξε κάποιον να φροντίζεις.
ΟΙ ΔΥΟ ΔΑΣΚΑΛΟΙ
Πήγε κάποιος στον δάσκαλο να παραπονεθεί
ότι οι αποστάσεις δεν φτάνουν ώς την άκρη τους
ότι το σώμα είναι μαλακό μα δίχως κέλυφος
και τίποτα δεν είναι αρκετά μεγάλο
ώστε να χωράει στην θέση του.
«Να λιγοστεύεις!» είπε ο δάσκαλος.
Και ο άνθρωπος έφυγε οργισμένος:
«Μα εγώ αυτό κάνω τόσα χρόνια.»
Και κάποιος άλλος πήγε στον δάσκαλο να παραπονεθεί
πως ό,τι έχεις, χάνεσαι μέσα του
και όπου να βαδίσεις, τον εαυτό σου προλαβαίνεις
και τίποτα δεν είναι αρκετά μεγάλο
ώστε να χωράει στην θέση του.
«Να λιγοστεύεις!» είπε ο δάσκαλος.
Και ο άνθρωπος έφυγε ανακουφισμένος:
«Μα εγώ αυτό κάνω τόσα χρόνια!»
(ανέκδοτο, 2021)
*
Βασίλης Αμανατίδης
Άλλο ένα ποίημα της Γιάννας Μπούκοβα, από αυτά τα καταπληκτικά ποιήματα των διασκορπισμένων σωμάτων, που εδώ ξαφνικά βρίσκουν μια φυσική (;) παραβολή – άγνωστο αν είναι για να μας γλυκάνει το χάπι, ή για να μας πει ότι έτσι έχουν τα πράγματα.
Δεν ξέρω πότε κατάλαβα ότι όλο αυτό έχει ένα τέλος – μπορεί και ποτέ· και πάντα, και ποτέ. Δεν μπορώ να το διανοηθώ. Το βλέπω, όμως: το ’χω δει στους γονείς μου, που έφυγαν φέτος και οι δύο.
Δεν ξέρω γιατί, είκοσι χρονών, έγραφα για σώματα ηλικιωμένων ανθρώπων που μεταστοιχειώνονταν σε κάτι άλλο, που χάνανε την υλικότητά τους, γίνονταν ξύλο, πέθαιναν. Δεν ξέρω τι με είλκε σ’ αυτή την εικόνα του σώματος που παθαίνει πριν πεθάνει. Μπορεί, τα διαβάσματά μου.
Κι αυτό είναι ένα ποίημα ακριβώς εκείνης της εποχής. (Πηγή του, ο Παύλος Μάτεσις.) Ένα πλάσμα –ένας άνθρωπος, μπορεί εγώ, μπορεί κάποιος άλλος, μπορεί ο πατέρας μου– λίγο πριν πεθάνει, αλλάζει (κυριολεκτικά; μεταφορικά; κυριολεκτικά, αφού αυτό γινεται στο ποίημα) σύσταση το σώμα του, γίνεται κάτι άλλο.
Η ΑΜΝΗΣΙΑ (ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ)
Κι αργότερα που γέρασε
με τον καιρό
το σώμα του γινόταν πάλι σαν σκληρό
– κάτι από παλιά τού θύμιζε.
Κι όλα τα δέντρα που λάτρευε πια
λες κι ήταν κορίτσια περίεργο
μα απ’ την αρχή χαράσσονταν τα φρύδια του
ωραίες περισπωμένες
κι έχει από κάτω εγχάρακτα ξανά
μάτια μας καλλιγραφίας.
Ώσπου ίχνος μας σάρκας δεν έμεινε
– μόνο ξύλινο προγούλι
Είπε Δεν είναι ότι γερνώ
– χτυπάει ξύλο πάνω του.
Ξαναγυρνώ μα δεν πεθαίνω όχι αμέσως τώρα.
Πάντως ευθύς, η μύτη αυτή τού εμάκρυνε πολύ
έτσι μπροστά του έσπασε
πέφτει σάπιο ξυλάκι
Πολύ αργά αλλά θυμάται λίγο:
Πίσσα σκοτάδι. Να με έφαγε ήδη ο καρχαρίας;
Δεν ζει ο πατέρας, έτσι;
Τέρμα τα ψέματα Πινόκιο
Ψήλωσα μας
πότε
*
Φοίβη Γιαννίση
Στο ποίημα του Βασίλη Αμανατίδη, είναι κομβικό το τριτοπρόσωπο «Είπε» που ξεκινά την γ’ στροφή, και που εισάγει ένα α’ πρόσωπο, ξαναγυρνά στο γ’, πάλι στο α’ – και τελικά δεν ξέρουμε πια ποιος μιλάει: αυτός ή ο πατέρας του;
Τι σχέση έχουμε με τους γονείς μας; Μεγαλώνοντας, αρχίζουμε να γινόμαστε οι γονείς μας, ενώ δεν το θέλουμε, ίσως. Ή βλέπουμε τους γονείς μας να μεταμορφώνονται από δέντρο σε ξύλο. Ή βλέπουμε τον ίδιο μας τον εαυτό να μεταμορφώνεται από δέντρο σε ξύλο. Η παρομοίωση αυτή υπάρχει από πάντα: στον Όμηρο, οι πολεμιστές είναι δέντρα – όταν πέφτουν, γίνονται κορμοί, ξύλα.
Η σχέση μας, όμως, με το πέρασμα της ηλικίας και η παρομοίωσή μας με τους γονείς μας, είναι ένα παιχνίδι που μπορεί να αναδιπλασιασθεί μέσω της σχέσης μας με τα παιδιά μας.
ΦΥΣΙΣ
Και τα παιδιά;
πώς μεγαλώνουν και θεριεύουν;
έπειτα από την άνοιξη
μετά το καλοκαίρι
σαν τα φυντάνια ξεπετάγονται
ενώ εμείς
συρρικνωνόμαστε
είμαστε πλέον χαμηλά κι αυτά ψηλά
κι αφού περάσει η πρώτη έκπληξη
του να κοιτάμε το παιδί μας από κάτω
η αίσθηση πως δεν μπορούμε
στην αγκαλιά μας μέσα πλέον
να το χωρέσουμε
για να το νανουρίσουμε
στον ύπνο εμείς να το βυθίσουμε
γεμίζουμε χαρά
με αυτά τα νέα σώματα τα υψηλά
δίπλα και μες στο σπίτι μας
να τριγυρνούν και να μπορούν
αυτά να επιλέγουν και να νουθετούν
κι η σφύζουσα ζωή μας η νεαρή ενήλικη
αυτή εδώ και στο εξής
εμάς θα συνοδεύει
των ρόλων η αντιστροφή
και των νηπίων την εξαντλητική παρακολούθηση στο διπλανό τραπέζι των
αγνώστων
με αδιαφορία κοιτάμε
καθώς εμείς την κουβέντα με μας συνοδούς μας αμέριμνα πατώντας τα πόδια
στην άμμο αφήνουμε να κυλήσει μέχρι τη θάλασσα
(Ραψωδία, Gutenberg, 2016)
*
Κατερίνα Ηλιοπούλου
Αυτό το ποίημα της Φοίβης Γιαννίση περιέχει μια εικόνα εκπληκτικής έντασης, γύρω από την οποία οργανώνεται: αυτός είναι ο ποιητικός μηχανισμός· η ποίηση ταρακουνάει την αντίληψή μας συνδυάζοντας πράγματα που δεν θα σκεφτόσουν να συνδυάσεις, ή αναδεικνύει κάτι που είναι μπροστά στα μάτια σου και το εξυψώνει αποκαλυπτικά. Η αντιστροφή της προοπτικής του βλέμματος: να κοιτάς το παιδί σου από χαμηλά, προκαλεί βαθιά συγκίνηση. Το επόμενο δικό μου ποίημα περιγράφει μια πραγματική εμπειρία, το άδειασμα της αποθήκης του πατρικού σπιτιού. Η θέση του παιδιού δεν εγκαταλείπει τον άνθρωπο: σε οποιαδήποτε ηλικία, είμαστε παιδιά των προγόνων μας, ζητάμε από αυτούς μια τάξη πραγμάτων, ίχνη, περιουσία, εξοπλισμό, συνέχεια, δεσμούς και ερμηνείες. Η λύση που προσφέρει η ηλικία, παρόλα τα βάρη της, είναι η συνειδητοποίηση της πολλαπλότητας, του μεικτού σώματος και του μεικτού χρόνου της συγχρονικότητας: ότι τίποτα δεν μας ανήκει, είμαστε το πέρασμα πολλών εαυτών, παλιών και νέων, καθώς και πολλών ανθρώπων, η διάρκεια είναι φενάκη, ας μείνει η αιώνια λαχτάρα της στιγμής.
Η ΓΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ / Γ
Εξοπλισμένοι με γάντια και σακούλες εισβάλουμε στη σκοτεινή θολωτή κάμαρα.
Υπάρχει μια τάξη εδώ που κανείς δεν έχει τολμήσει να ταράξει επί δεκαετίες.
Κάποτε στέγαζε τις προμήθειες του σπιτιού.
Θεόρατα κιούπια με λάδι και στάρι και κρασί.
Εκείνα που χάσκουν τώρα στον κήπο γεμάτα χώμα και αγριόχορτα.
Από τα δοκάρια κρέμονται τσιγκέλια και τρύπια καλάθια
ο όγκος μιας παλιάς ντουλάπας που την τρώει το σαράκι
κι ένας κομμένος κορμός σκεπασμένος με αλάτι.
Εδώ τεμαχίζεται το κατσικάκι του Πάσχα.
Κανονικός βωμός.
Όμως τι παράξενο ενώ προχωράμε πιο βαθιά
και ανοίγουμε και αδειάζουμε, τίποτα δεν βρίσκουμε παρά αδειανά δοχεία
κελύφη κενού χωρίς περιεχόμενο, που άδεια έτσι στοιβάζονται για χρόνια.
Αναρωτιέμαι αν ήταν πάντα άδεια
αν η αποθήκη ήταν απλά μια απάτη
ένα απαγορευμένο δωμάτιο που έκρυβε κάτι άλλο
μια ιδέα, ένα αντικείμενο που δεν ήταν καν εκεί
ή αν το περιεχόμενό τους έχει πλέον εξαϋλωθεί.
Κάνει τόσο κρύο εδώ, κάτω από το θολωτό ταβάνι
δουλεύουμε πιο γρήγορα τώρα στοιβάζοντας στις μαύρες σακούλες.
Μπουκάλια, μπολ, κατσαρολικά, σακούλες
γεμάτες με συσκευασίες κάθε είδους, άδειες κι αυτές
βότανα δεκαετιών έτοιμα να γίνουν σκόνη
πλαστικά τραπεζομάντιλα.
Κι ακόμα ένα σωρό σκεπάσματα καλύμματα
σεντόνια μαξιλαροθήκες και πετσέτες
τρύπια, χιλιοραμμένα, σκοροφαγωμένα
ίχνη που μοιάζουν με αποτροπαϊκά κείμενα
χειροποίητα εργαλεία σκουριασμένα
ένα μαχαίρι με ξύλινη λαβή και χαραγμένα αρχικά
μικρά αυτοσχέδια ξύλινα έπιπλα, ίσως για μια οικογένεια νάνων.
Μας πιάνει σχεδόν παράπονο, μα τι έχει μείνει πια για μας;
Τι μάθημα ανεξήγητο είναι και τούτο;
Μέσα σε αυτή τη σπηλιά της φθοράς,
μόνο οι όγκοι των σαπουνιών, τετράγωνοι, υπόλευκοι
στέκουν αναλλοίωτοι σαν βράχοι
ψηλά σε μια σανίδα που ενώνει τα δοκάρια της οροφής.
Και θα μείνουν εκεί τα σαπούνια ίσως εσαεί σαν λείες πέτρες,
πύλες ή σημάδια του ουρανού,
σύννεφα από όπου θα πηδήξουν οι Δαναΐδες στον άλλο κόσμο.
Μια κρίση αλλεργίας με σπρώχνει στο φως έξω από το σκοτεινό δωμάτιο
τραντάζομαι από το φτάρνισμα, το σώμα μου συσπάται
τυφλώνομαι από δάκρυα, ρίχνω στο πρόσωπό μου παγωμένο νερό
αναπνέω βαθιά τον κρυστάλλινο αέρα και την οσμή του πράσινου.
Έχει βγει ο ήλιος, είναι μεσημέρι.
Είναι Νότος εδώ.
Δεκέμβριος και καθόμαστε έξω στην αυλή με ζακέτες
τρώμε πατάτες με αυγά, μας έχει πιάσει βουλιμία
βουτάμε το ψωμί στο λάδι και δεν μπορούμε να χορτάσουμε
αυτή την πείνα.
(Μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα, Μελάνι, 2015)
*
Ορφέας Απέργης
Είμαστε όλοι μέσα σε αυτή την αποθήκη της, που μας περιέγραψε η Κατερίνα Ηλιοπούλου – το εξαϋλωμένο περιεχόμενο. Αλλά και τόσο χειροπιαστή η εξαΰλωση που σου προτείνει – σου προτείνει το χέρι: να, πάρε το χέρι μου, λέει η χειροπιαστή εξαΰλωση της Ηλιοπούλου, κι αυτή η εκρηκτική της φράση, το «μάθημα στο ανεξήγητο», λέει ότι είναι αυτό για το οποίο τόσο πεινάμε – αυτή η πείνα και η δίψα μας, όλων μας, των συντρόφων, που τρεφόμαστε, παιδιά, τόσα χρόνια μαζί, αυτή η πείνα και η δίψα μας για το ανεξήγητο είναι που μας ταΐζει, δεν είναι πείνα και δίψα που την ταΐζουμε, είναι πείνα και δίψα που μας ταΐζει, δεν τη χορταίνουμε, μας χορταίνει, αυτή η πείνα και η δίψα για το ανεξήγητο είναι και το τραγούδι, όπως το αντιλαμβάνομαι: είναι τα κοφτερά δόντια της Μπούκοβα, είναι τα τζιτζικένια φτεράκια της Γιαννίση, είναι οι δεξιοτεχνικές αλλά και τρυφερές λαβίδες του Αμανατίδη, είναι τα κυψελωτά, τα εντομίσια μάτια του Χιώτη, είναι τα βελούδα των φωνών του Ιωαννίδη.
ΝΑ ΑΡΚΕΙ
Θέλω να μπορώ να θέλω
και αυτό να με αφήνει χαρούμενο, όπως όταν
ένα μικρό, προστατεμένο, δικό μας, δικό σου παιδί μπορεί να χαρεί τη δίψα του,
κι έτσι να αρκεί αυτό,
που δίψασε,
έτσι θέλω να μπορώ να αρκεί
το σώμα της επιθυμίας μου,
μονάχα να το βλέπω και να φτάνει,
το σώμα της επιθυμίας μου
γη μακρινή.
(Σαν χρέος, Νεφέλη, 2020)
~
Σημείωση: Το κείμενο αυτό αποτελεί επεξεργασμένη εκδοχή της ομώνυμης διαδικτυακής εκδήλωσης του «Με τα λόγια (γίνεται)» τον Φεβρουάριο 2022, η οποία βρίσκεται αναρτημένη εδώ: https://youtu.be/t8Ea4_6HMOU . Οι εικόνες προέρχονται από τα σύντομα βίντεο με τα οποία παρεμβαίνει στην εκδήλωση ο εικαστικός Γιάννης Ισιδώρου, καλλιτεχνικός διευθυντής του «ΦΡΜΚ».
*Κατερίνα Ηλιοπούλου. Έχει εκδώσει πέντε βιβλία ποίησης (πιο πρόσφατο: Μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα, 2015)· ένα με διηγήματα (Δεν είναι ακόμα, 2019)· και συμμετάσχει σε δύο συλλογικά βιβλία δοκιμίων (πιο πρόσφατο: Τι μας μαθαίνει η τέχνη, 2020).
Βασίλης Αμανατίδης. Ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, περφόρμερ. Έχει εκδώσει εννέα βιβλία ποίησης (πιο πρόσφατα: ∞: αποκατάσταση, 2022), καθώς και τη συγκεντρωτική επανέκδοση των διηγημάτων του στον τόμο Πλαγκτόν: οι ιστορίες (2019).
Ορφέας Απέργης. Γεννήθηκε στην Αθήνα.
Ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Πιο πρόσφατο, πέμπτο ποιητικό
βιβλίο του: Δασκαλόπετρα (2022). Κυκλοφορεί επίσης, σε μετάφρασή του, το
λυρικό δράμα Ελλάς του Shelley.
Παναγιώτης
Ιωαννίδης. Τέσσερα βιβλία ποίησης·
πιο πρόσφατο: Ρινόκερως (2020). Συμμετοχή σε δύο βιβλία δοκιμίων· πιο
πρόσφατο: Τι μας μαθαίνει η τέχνη – Η καλλιτεχνική πράξη ως διεργασία γνώσης
(2020). Μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού “[ΦΡΜΚ]”· ιδρυτής και
επιμελητής των ποιητικών εκδηλώσεων “Με τα λόγια (γίνεται)”.
Γιάννα Μπούκοβα. Δίγλωσση ποιήτρια, γεννημένη στη Σόφια της Βουλγαρίας. Έχει δημοσιεύσει στα ελληνικά τα βιβλία Ο ελάχιστος κήπος (2006), Drapetomania (2018) και Σ (2021). Είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού ποίησης «[ΦΡΜΚ]».