Παναγιώτης Ευαγγελίδης
Η μετάφραση της ιαπωνικής ποίησης – ή: Τα ιαπωνικά δεν έχουν κεφαλαία
Θα ακολουθήσω την μέθοδο του ιαπωνικού «ζούιχιτσου», δηλαδή «όπου με πάει η πένα μου», όπως θα λέγαμε σε ελεύθερη απόδοση. Δεν ακολουθεί, δηλαδή, μία συνεκτική εξέταση κάποιου θέματος, πόσο μάλλον της ιαπωνικής ποίησης. Ούτε θα αναφερθώ ονομαστικά σε λόγιους και μελετητές των οποίων τα λόγια θα ανακατέψω με τα δικά μου· σίγουρα όμως θα χρησιμοποιήσω πηγές, απ’ τις οποίες επίσης ελάχιστες θα ονοματίσω.
Κατ’ αρχάς να πω ότι αυτό απόψε είναι ένα coming out. Κι ευχαριστώ τον Παναγιώτη Ιωαννίδη, επιμελητή του «Με τα λόγια (γίνεται)», γι’ αυτήν την ευκαιρία. Ναι, παρόλο που λέω κι εγώ ότι η ποίηση δεν μεταφράζεται, μεταφράζω, ή έχω μεταφράσει κατά καιρούς, ιαπωνικά ποιήματα στα κρυφά, δηλαδή χωρίς ποτέ να μαζέψω κάποια για να τα δείξω σε έναν εκδότη, ούτε καν σε φίλους. Είναι ιδιωτική υπόθεση και ευχαρίστηση· πιο πολύ ένα παιχνίδι με λέξεις και εικόνες. Τα ιαπωνικά ιδεογράμματα ήταν αρχικά για μένα εικόνες, όπως και για όλους τους ανθρώπους που έχουν μάθει να διαβάζουν αλφαβητικές και όχι ιδεογραμματικές γλώσσες. Δείτε το ιδεόγραμμα του «ανθρώπου»: ένα αντίστροφο λάμδα· δύο πόδια, η μορφή κάποιου που περπατάει. Μια εικόνα· μετά ένας ήχος: “χιτό”· και τέλος, μια έννοια. Ο άνθρωπος: Μια φιγούρα από δύο γραμμές που ενώνει γη και ουρανό.
'Ημουνα μικρός και στο σπίτι περιφερόταν ένα λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής, η «Νέα Εστία», ή ίσως η «Επιθεώρηση Τέχνης» – ένα από αυτά. Εκεί για πρώτη φορά διάβασα ένα χάικου. Προφανώς θα υπήρχε κάποιο κείμενο που εξηγούσε τι είναι τα χάικου. Σαν παράδειγμα παρέθετε το εξής: «Λεπτό, φρεσκοκομμένο κρεμμύδι, αίσθηση δροσιάς» – ή κάτι τέτοιο. (Τώρα που γράφω, θυμάμαι ότι κι ο Πάμπλο Νερούντα έχει γράψει «Ωδή σε ένα Κρεμμύδι».)
Χωρίς να ξέρω γιατί, μούδιασα, καθηλώθηκα, υπνωτίστηκα, φωτίστηκα – όλα ακούγονται πομπώδη. Μέσα στις λίγες λέξεις του ποιήματος, χωρούσε ένας κόσμος· αυτό ένιωσα. Ένας κόσμος που με την σειρά του τα χωρούσε όλα: Μια κούνια κι ένα νανούρισμα μαζί· ο ύπνος και ο ξύπνιος· το όνειρο και η περισυλλογή σε ένα. Σαν να μην υπήρχε τίποτα άλλο να ειπωθεί. Μη ρωτάτε πώς ένα νεαρό παιδί –πρέπει να ’μουνα στις αρχές της εφηβείας– τα σκέφτηκε όλα αυτά – γιατί δεν τα σκέφτηκε: Τώρα μεταφράζω αυτό που δεν ήταν ούτε γήτεμα, ούτε δέος, αλλά η απτή αίσθηση μιας κόψης που όμως δεν πληγώνει, δεν σκοτώνει – αλλά κόβει και ανοίγει. Ταυτόχρονα, τα ίδια εκείνα χρόνια του Γυμνασίου, η εφημερίδα «Τα Νέα» δημοσίευε σε συνέχειες την Χώρα του Χιονιού του Γιασουνάρι Καουαμπάτα, συνέχειες που διάβαζα ανελλιπώς καθημερινά εκτός Κυριακής, η έλλειψη εκείνη συμβάλλοντας στην ήδη ειλημμένη μου πρόσληψη αυτής της μέρας ως της πιο θλιμμένης της εβδομάδας.
Μεταφράζω λοιπόν στα κρυφά, μόνος, όπως επιδιδόμαστε σε μοναχικές ενασχολήσεις – και μην πάει ο νους σας αλλού. Η ποίηση εξ άλλου μπορεί πάρα πολύ εύκολα να είναι καλύτερη από το σεξ. Μεταφράζω κυρίως χάικου, που είναι και λιγότερο αχανή, 17 συλλαβές όλες κι όλες, κάτι σαν επιτραπέζιο παιχνίδι. Κι όσα θα διαβάσετε εδώ, είναι ποιήματα μεταφρασμένα στην διάρκεια δεκαετιών, καταχωνιασμένα σε συρτάρια, κουτιά και μπαούλα –τα χάικου δεν πιάνουν, έτσι κι αλλιώς, και πολύ χώρο– που, όπως προείπα, χάρη στην ακάματη επιμονή του Παναγιώτη Ιωαννίδη να τα ανασκάψω, εμφανίζονται τώρα εδώ. Δεν υπήρξε ποτέ πρόθεση έκδοση,ς κι αυτό από μόνο του έκανε την όλη εργασία ανάλαφρη και στιγμιαία, παροντική, όπως –σύμπτωση;– ένα χάικου.
ανθισμένη περικοκλάδα, απομεσήμερο, μανταλώνω την αυλόπορτα
η βελανιδιά, αδιάφορη, στα άνθη της κερασιάς
μετά την βροχή, τα χρυσάνθεμα, σηκώνουν αμυδρά το κεφάλι
(Μπασό)
Δυο λόγια για μπούσουλα
σε ό,τι ακολουθεί. «Χάι-κου»: δύο ιδεογράμματα. «Χάι», που θα πει ηθοποιός,
αυτός που παίζει κάτι· το παίγνιο.
«Κου»: φράση, πρόταση, έκφραση. «Παιχνίδι με τις λέξεις», μεταφράζω εγώ
μεροληπτικά, μιας και εξυπηρετεί την δική μου απόφαση του παιχνιδιού. Παιχνίδι
λοιπόν και η πρωτότυπη γραφή· παιχνίδι
διπλό και τριπλό, η μετάφραση. Πολύ σύντομο ποίημα (οι Ιάπωνες έχουν μεγάλη
αγάπη για την συντομία και την απλότητα· δείτε και τις Ιστορίες της Παλάμης του προαναφερθέντος Καουαμπάτα,
τις οποίες μετέφρασα πριν από χρόνια: μικρές αφηγήσεις μιας, δύο ή το πολύ
τριών σελίδων· αφηγήσεις που
χωράνε στην παλάμη του χεριού), που αρχικά αποτελούσε τον πρώτο στίχο ενός
κλασικού ποιήματος «ρένγκα» ή «ουάκα», σε ελεύθερο στυλ. «Ουάκα», πολύ σύντομα,
σημαίνει ιαπωνική ποίηση, σε αντιπαράθεση με την ποίηση «κάνσι», που σημαίνει
ποίηση κινεζικής φόρμας. Ο όρος αναφέρεται σε κάθε μορφή κλασικής ιαπωνικής
ποίησης αλλά κυρίως εννοεί τα ποιήματα «τάνκα» που αποτελούνται από στίχους
5,7,5,7,7 συλλαβών. Με τον καιρό, οι πρώτοι στίχοι των 5-7-5 συλλαβών ανεξαρτητοποιήθηκαν,
και έτσι γεννήθηκε το αυτόνομο χάικου των 17 συλλαβών. Στην αρχή, το χάικου
γραφόταν σαν παιχνίδι και διασκέδαση κοινωνική, όπου ο ένας ποιητής διαδεχόταν
τον άλλον στην δημιουργία στίχων που προσθέτονταν για να δημιουργηθεί αυτό που
ονομάζεται «χάικαϊ νο ρένγκα», δηλαδή “ομαδικό” χάικου.
Χρειάστηκε να φτάσουμε στον 17ο αιώνα για να θεωρηθεί το χάικου σοβαρό και
αυτόνομο ποιητικό είδος. Συνοδεύεται πολλές φορές από «χάιγκα»: σκίτσα, δηλαδή,
που το εικονογραφούν. Και, από την αρχή, ήταν ποίηση περιγραφική, που μπορεί
δηλαδή να “σκιτσάρει” μια στιγμή της φύσης, να υποδηλώσει τις εποχές ή ένα απλό
γεγονός, ένα συναίσθημα της στιγμής, μια φευγαλέα εντύπωση – και ήταν
συνδεδεμένο με την μεγαλόφωνη ανάγνωση.
Δέκα επτά συλλαβές· μείγμα από ιδεογράμματα και συλλαβική γραφή· τρεις ενότητες: πέντε, εφτά, πέντε. Ρίχνεις τους κύβους-ζάρια-συλλαβές στο τραπέζι μπροστά σου, κι αρχίζεις να παίζεις. Αισθητικά και φιλοσοφικά, το χάικου είναι γέννημα της φιλοσοφίας Ζεν, και του «σουμί-ε», της ασπρόμαυρης ζεν ζωγραφικής με μελάνη.
Στην αρχή, προσπαθούσα να κρατήσω και το 17, και το 5, 7, 5, δηλαδή τρεις νοηματικές, εικονιστικές και λεκτικές ενότητες μέσα στο δεκαεπτασύλλαβο. Κάποια στιγμή, το αποτέλεσμα –υπόδουλο μιας προσπάθειας τεχνικής προσομοίωσης περισσότερο, παρά της αίσθησης και του ρυθμού του ποιήματος– με έκανε να εγκαταλείψω τον άγονο αυτό αγώνα. Εξ άλλου, για μένα το έκανα, οπότε έκανα ό,τι ήθελα. Είναι σαν να θέλεις να μεταφράσεις τον κόσμο της γάτας σε ένα κόσμο σκύλου, και να προσπαθείς να κάνεις τον σκύλο να νιαουρίζει σαν την γάτα. Αποφασίζεις πως το καλύτερο και πλέον τερπνό ως αποτέλεσμα, είναι να δημιουργήσεις και να απολαύσεις, εάν μπορείς, έναν ωραίο σκύλο. (Συγχωρέστε μου την μεταφορά από το ζωικό βασίλειο, αλλά εδώ και μερικά χρόνια έχω για πρώτη φορά στην ζωή μου ένα κατοικίδιο, με ό,τι αυτό σημαίνει για την καθημερινότητα ενός ανθρώπου που ζει μόνος με την γάτα του.) Στην προκειμένη περίπτωση, ο σκύλος είναι τα ελληνικά και η γάτα τα γιαπωνέζικα.
ποιος είναι, πού ’χει για σκέπη εν’ αχυρόστρωμα, μες στα λουλούδια;
τούτο το φθινόπωρο, τα γηρατειά μου νιώθω, στα σύννεφα και στα πουλιά
Στο παιχνίδι αυτό της μετά-φρασης, προσεγγίζω λοιπόν το ποίημα χωρίς τεχνικούς καταναγκασμούς, εκτός από αυτόν του τριμερούς χωρισμού της ανάσας κατά την ανάγνωση· δημιουργώντας τον δικό μου ρυθμό στο μεταφρασμένο, έναν ρυθμό που βρίσκω μέσα από την ατέρμονη επανάληψη· κάτι που στο τέλος πιθανά ακούω μόνο εγώ, μια συχνότητα που αρχή της έχει πάντα την φωναχτή ανάγνωση και μετά γίνεται βόμβος στο μυαλό και το σώμα.
Ο Μπασό συμβούλευε πάντα τους μαθητές του, πριν αποφασίσουν την τελική μορφή του ποιήματος, να το επαναλαμβάνουν χίλιες φορές με τα χείλη τους και με την φωνή. Γιατί τα χάικου είναι τραγούδια, πρέπει να διαβάζονται φωναχτά και να επαναλαμβάνονται φωναχτά. Για να κατανοηθούν εντελώς, πρέπει να ακουστούν από το αυτί.
στον ύπνο, η όμορφη ιτιά, γίνεται πνεύμα αηδονιού
στον ύπνο, η όμορφη ιτιά, γίνεται αηδόνι
Ποιο προτιμάτε; Το πρώτο έχει 17 συλλαβές, το δεύτερο 15.
*
Η ποίηση χάικου: η απλότητά της, η απατηλή της απλότητα· που όμως απαιτεί την πιο βαθιά και πιο καθαρή πνευματική σύνδεση. Το ύστατο λουλούδι, όπως λένε, της ανατολικής κουλτούρας – και, μαζί, ένας τρόπος ζωής.
Για να το καταλάβουμε, πρέπει να το δούμε από την οπτική γωνία του ζεν. Τι είναι το ζεν εδώ; Με απλά λόγια, ζεν είναι η κατάσταση του νου στην οποία δεν είμαστε χωριστοί από τα άλλα πράγματα· είμαστε το ίδιο με όλα, κρατώντας πάντα ατομικότητα και ιδιαιτερότητα. Όχι πως το χάικου ανήκει στο ζεν, αλλά μάλλον το ζεν είναι μέσα στο χάικου.
καιρός για άλλα ρούχα, ακόμα φοράω αυτά, του εφήμερου κόσμου
μοναχική μου καλύβα, τριγύρω, πέφτουν κάμπιες τριχωτές
(Ονίτσουρα)
περνάω τ άλογό μου, απ’ το έλος, αχ το τραγούδι του κούκου
(Μπασό)
Το χάικου είναι ένα απλό και άμεσο βλέμμα στα πράγματα, μια στάση ζωής που αποφεύγει το μεγαλειώδες, το άπειρο, το αφηρημένο, το αιώνιο, το ‘ποιητικό’. Που αποφεύγει τον λυρισμό και το νόημα, συνειδητά αλλά και από ένστικτο. Που έχει αμεσότητα, απουσία ανάλυσης, “ευλογημένο και γαλήνιο μυαλό”, ένστικτο που έχει να κάνει με την αναπαράσταση των πραγμάτων της φύσης. (Αν μ’ άκουγε ένας Ιάπωνας, θα έβρισκε όλες αυτές τις εξηγήσεις περιττές, ξύλινες και βαρετές.)
Το νόημα είναι κάτι του μυαλού, και όχι η άμεση εμπειρία και σύλληψη της πραγματικότητας. Το χάικου είναι μια εικόνα ετούτης εδώ της στιγμής: Μια φωτογραφία. Το μυαλό πάντα μπαίνει ανάμεσα στην στιγμή και την εμπειρία της για να την εξηγήσει, να της δώσει νόημα, να την περιγράψει. Το χάικου είναι, ιδανικά, η στιγμή της φώτισης.
άνθη φαγόπυρου, κάτω απ’ το μισοφέγγαρο, η γη ένα φάντασμα
πάχνη του πρωινού, δροσερό πεπόνι, στη λάσπη
μαξιλάρι από χλόη, πανδαισία λουλουδιών, δύσμοιρος κόσμος
Για να πάρετε μια ιδέα του πόσο ελεύθερα μπορεί να μεταφραστεί ένα χάικου, μεταφράζω μια αγγλική μετάφραση αυτού του τελευταίου:
έλα, έλα, τα αληθινά άνθη να δούμε, ετούτης της φτωχής ζήσης
(Μπασό)
(Αυτό βέβαια είναι και ίδιον της Ιαπωνικής γλώσσας, της, κατά πολλούς γλωσσολόγους, πιο ασαφούς γλώσσας στον κόσμο. Μια άλλη διάλεξη, αυτό.)
Ένα χάικου δεν είναι απλά και μόνο το παιχνίδι της μετάφρασης, αλλά και η έρευνα που προϋποθέτει η κατανόησή του. Γιατί το κάθε ένα αρχικά μπορεί ασφαλώς να διαβαστεί όπως το καταλαβαίνει κανείς με τα στοιχεία που δίνονται από τις 17 συλλαβές. Διαβάζουμε την στιγμή αυτή, την σταματημένη μέσα στις λέξεις, στιγμή που πάντα έχει να κάνει με κάποια εποχή του έτους, με τον καιρό, με την βροχή, το χιόνι, τον ήλιο, τα ζώα, τα φυτά, τους ανθρώπους. Όλα έρχονται από την Φύση και εκεί επιστρέφουν, λέει το χάικου. Ο άνθρωπος, με την δική του κουλτούρα, δεν πρέπει να το ξεχνάει ποτέ αυτό. Το «κιγκό», που σημαίνει «λέξη της εποχής», είναι απαραίτητα συστατικό ενός χάικου: ο προσδιορισμός της εποχής του χρόνου, του είδους της βροχής και του χιονιού, της συννεφιάς, του ανέμου.
καλοκαιρινή βροχή, στην πλάκα που πιέζει το σούσι, ένα σαλιγκάρι
(Ονίτσουρα)
φθινοπωρινός άνεμος, φευγαλέος, στα πρόσωπα των ανθρώπων
(Ονίτσουρα)
Και κάτι διαφορετικό, πάλι του ίδιου:
τον βάζω στο χώμα, θα φυτρώσει άραγε, εδώ ένα παιδί;
– λέει ο Ονίτσουρα, θάβοντας το πεθαμένο του παιδί.
Τις περισσότερες φορές, τα χάικου έχουν ένα μυστήριο, κάτι το ακατανόητο. Ποια φωτογραφία δεν έχει, όταν δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτήν; Όπως και σ’αυτήν, έτσι και πίσω από κάθε χάικου, υπάρχει η στιγμή που γράφτηκε, τα γεγονότα που το γέννησαν, ο τόπος, ο χρόνος, η εποχή δηλαδή κυρίως, και η ιαπωνική κουλτούρα, τόσες ιστορίες και αναφορές που, αν δεν τις ξέρεις και το διαβάσεις απλά σαν ένα κομπολόι από συλλαβές, ίσως αποκτήσεις την αυτόματη φώτιση· εάν όμως τις μάθεις, γίνεσαι πιθανά σοφότερος. Διαλέγεις και παίρνεις. Μπαίνεις σε έναν κόσμο που είναι ένας άλλος κόσμος – και αυτός, αν/όταν ξεπεράσεις τον εξωτισμό, γίνεται καθρέφτης του δικού σου. Σε βλέπεις – και μετά σε ξεχνάς. Εξάρτηση του πνεύματος· σίελος στις σιαγόνες.
είδα τη σελήνη, του εφήμερου κόσμου, δυο χρόνια παραπάνω
– λέει στο επιθανάτιό του ποίημα ο Σάικακου. Η πληροφορία είναι ότι για τους Ιάπωνες εκείνης της εποχής, η ζωή του ανθρώπου μετριόταν σε δύο εικοσάδες και μία δεκάδα. Ο Σάικακου έζησε μέχρι τα 52 του.
γλυκόλογα, στην κάμαρα της Χότζι, καίγοντας κουνούπια
(Κίκακου)
Η Πάο-σου/Χότζι ήταν ερωμένη του αυτοκράτορα Γιου Του Τσου. Δεν χαμογελούσε ποτέ της, και εκείνος έκανε ό,τι μπορούσε για να τραβήξει το ενδιαφέρον της. Ο Κικάκου εδώ φαντάζεται ότι ο αυτοκράτορας καίει κουνούπια ζωντανά μ’ ένα κερί, προσπαθώντας να την γοητεύσει. Αυτό το χάικου δεν θεωρείται ακριβώς χάικου, αλλά πιο πολύ «σένρυου». Τα «σένρυου χάικου», όμοια σε συλλαβές και ενότητες, είναι πιο πολύ για τους ανθρώπους και τις αδυναμίες τους, τα πάθη και τα παθήματά τους, ενώ το καθαρό χάικου είναι για την φύση –με την πιο στενή και την πιο πλατιά έννοια– και την σχέση του ανθρώπου μαζί της. Τα σένρυου είναι συχνά κυνικά ή έχουν μαύρο χιούμορ, ενώ τα χάικου είναι ειρηνικά και σοβαρά. Τα σένρυου δεν περιέχουν αναγκαστικά ένα «κιρέτζι», δηλαδή μια ποιητική στίξη (θα πούμε σε λίγο γι’ αυτό), ή ένα «κίγκο», δηλαδή μια λέξη για την εποχή.
泥棒を dorobo uo τον κλέφτη
捕えてみれば toraete mireba μόλις έπιασα
我が子なり wagako nari αχ
είναι ο γιος μου
– ένα που αγαπώ πολύ. Είναι λίγο πιο πολύ φιλοσοφικό από ένα αυστηρό χάικου.
καρδιά και μύτη, για να γνωρίσουμε, τα άνθη της δαμασκηνιάς
(Ονίτσουρα)
Έχουμε σώμα και νου για να γνωρίσουμε τα άνθη της δαμασκηνιάς. Όλα εκεί μέσα εμπεριέχονται. Δεν είναι τα άνθη, του θεού· ο θεός, είναι των λουλουδιών.
Παίζω με τους ρυθμούς των συλλαβών, με την σειρά των λέξεων, με τον ενικό και τον πληθυντικό, με το αόριστο νόημα που δεν γίνεται να παραμείνει το ίδιο αόριστο και ασαφές στα ελληνικά. Παιχνίδι με το αδύνατο, άρα ατέλειωτο, μια ηδονή και μια ματαίωση.
Να πάρω ευχαρίστηση από τα 26 γράμματα της αλφαβήτου και τους συνδυασμούς τους, όπως παίρνω από τις χιλιάδες των ιδεογραμμάτων και των ήχων τους. Ειρήσθω εν παρόδω ότι, στην ιαπωνική γλώσσα, κάθε ιδεόγραμμα έχει τουλάχιστον δύο εντελώς διαφορετικές προφορές που κατά περίπτωση φτάνουν τις τρεις, τέσσερεις, πέντε, έξι, και παραπάνω. Νόημα, ήχος και εικόνα. Μεταφρασμένα σε γράμματα με ήχο μόνο, και όχι νόημα, και με μια δεδομένη εικόνα.
Σε μας, το άλφα: ένα στρόγγυλο σχήμα με αυτάκια στο πλάι. Το βήτα, δύο στήθη σε μια πλάτη. Δεν παραπονιέμαι· απλά, όταν δοκιμάσει κανείς το ιαπωνικό πιάτο, παλεύει να μην πέσει στην αν-ικανοποίηση. Κοιτάζω το ιδεόγραμμα του σπιτιού. Ένα γουρούνι κάτω από μία στέγη. Αυτό της αγάπης: στέγη κι εκεί, που περιέχεται κι αυτή σε κάποιον που δέχεται κάτι, από κάτω απ την στέγη μια καρδιά· πινελιές που συναντιούνται και πλέκονται μεταξύ τους – ή κάνουν τετράγωνα, καμπύλες γραμμές και ρόμβους. Η λέξη που σημαίνει ζήλεια: δύο ιδεογράμματα. Και στων δύο τα συστατικά στοιχεία, εμπεριέχεται το ιδεόγραμμα της γυναίκας.
Ιστορία, λοιπόν, και εθνολογία και πολιτισμός και ιδεολογία – ενσταλαγμένα μέσα σε εικόνες που όμως έχουν χάσει την καταγωγή και την αρχική σημασία τους, και έχουν γίνει άμεσο γλωσσικό νόημα. Μέσα στους αιώνες, άλλαξαν σχήμα, προσθαφαιρέθηκαν γραμμές και καμπύλες. (Ο πρόεδρος Μάο, στην διάρκεια της πολιτιστικής επανάστασης, για να καταπολεμήσει τον αναλφαβητισμό, απλοποίησε τα κινεζικά ιδεογράμματα αφαιρώντας πινελιές.)
παγωμένη σελήνη, μα ούτε μια πέτρα, να ρίξω στο σκύλο;
(Τάιγκι)
η φωνή των τζιτζικιών, μουσκεύει τους βράχους, τι ησυχία
(Μπασό)
χορταράκι χωρίς όνομα, ανθίζει, πλάι στο ποτάμι
(Τσίουν)
άνοιξης όνειρο, πόσο κρίμα, που δεν τρελλάθηκα
(Ράιζαν)
Ξεκινάω, λοιπόν λέγοντας ότι είναι αδύνατον να μεταφραστεί το ο,τιδήποτε· και πιο αδύνατον, η ποίηση· και ακόμα πιο αδύνατον, η ιαπωνική ποίηση· και ακόμα πιο αδύνατον, το χάικου. Και δεν το λέω για να κάνω αίσθηση, αλλά γιατί απλά έτσι είναι. Ταυτόχρονα όμως: μετά-φραση – η λέξη επιτρέπει το ο,τιδήποτε.
χωρίς γράμμα ή άλλο μήνυμα, πέντε ρυζοκεφτέδες, σε φύλλα μπαμπού
(Ράνσετσου)
Για να προσεγγίσεις το χάικου, πρέπει να λάβεις υπ’ όψη και να μελετήσεις, σε κάποιο βαθμό, τον ινδικό Βουδισμό, το κινέζικο Τσαν (πρόγονο του ιαπωνικού Ζεν), τον Ταοϊσμό, την κινεζική ποίηση, τον Κονφουκιανισμό, την κινεζική τέχνη, το ουάκα, το ρένγκα, τον ιαπωνικό Βουδισμό, το ιαπωνικό Ζεν, την ιαπωνική ζωγραφική. Χάικου: όλα αυτά παίζουν και κρύβονται από κάτω.
ιεροί χοροί την νύχτα, πίσω απ’ την μάσκα, ανάσα λευκή
(Κίκακου)
μα ποιος κατούρησε, πάνω σε αυτό, το πρώτο χιόνι;
(Κίκακου)
κατακόρυφη τρύπα, κάτουρο, στο χιόνι της πύλης
(Ίσσα)
Τα ιαπωνικά δεν έχουν κεφαλαία· δεν έχουν πληθυντικό· δεν έχουν γένη· δεν έχουν κλίσεις· έχουν μόνο τρεις χρόνους· συν απαρέμφατο, προστακτική και ευκτική.
Πάντοτε με ενδιέφερε η κριτική του Μπασό στον μαθητή του, Κίκακου. Κάποτε, για το χάικου του:
γαϊδουροφωνάρα, λευκή οδοντοστοιχία, σελήνη στο κορφοβούνι
ο Μπασό είπε: «Έχεις το ελάττωμα να προσπαθείς να γράψεις κάτι ασυνήθιστο. Ψάχνεις να φτιάξεις έναν εξαιρετικό στίχο με πράγματα μακρινά για υλικά του· το εξαιρετικό όμως βρίσκεται στα πράγματα γύρω σου». Ο Κίκακου έχει τα γούστα ενός ανθρώπου του Έντο, δηλαδή της πρωτεύουσας. Είναι παιδί του κόσμου, ρηχότητα και εγκοσμιότητα είναι μέρος του. Αναζητάει το εκκεντρικό, και να ξεχωρίσει μέσω της επιλογής των λέξεων. Το χάικου όμως δεν προσπαθεί να είναι καν “ποιητικό”. Τα μικρά πράγματα είναι εξ ίσου σημαντικά και αξέχαστα με τις “μεγάλες συμφορές της ζωής”:
στην δροσιά, του άδειου πλοίου, όστρακα καβουριών
(Κίκακου)
Εδώ, ή τα καβούρια είναι απομεινάρια ενός φαγοποτιού στο πλοίο, ή, όπως πιστεύουν άλλοι ερμηνευτές, ένα νεαρό ζευγάρι ήταν στο πλοίο και από ένα άλλο, διερχόμενο, τους πέταξαν όστρακα από ζήλεια. Όλο αυτό στηρίζεται σε μια ιστορία από το Γκένζι Μονογκατάρι που αφηγείται ένα αντίστοιχο περιστατικό στο οποίο και αναφέρεται το συγκεκριμένο χάικου. Για μας όμως, όλο αυτό δεν υπάρχει αν δεν ξέρουμε την ιστορία. Είναι πλούτος το να ξέρεις· απελευθέρωση το να μην γνωρίζεις.
φθινοπωρινό δείλι, εκείνη σιμώνει και ρωτάει, ν’ ανάψει την λάμπα;
(Ετσούτζιν )
σούρουπο φθινοπώρου, ψυχή ζώσα, σε τούτο τον δρόμο
(Μπασό )
δυτικός άνεμος, βουνό τα πεσμένα φύλλα, στην ανατολή
(Μπουσόν)
Από την οπτική γωνία της Δύσης, το χάικου είναι βουτιά σε φιλοσοφικό στοχασμό, και μαζί στην αναίρεσή του. Αλλά το χάικου κοροϊδεύει τις ιδέες, τις έννοιες, το νόημα, την ψυχολογία· παραμένει στο τώρα, την στιγμή, τα απτά αντικείμενά της, την λεπτή μελαγχολία και την χαρά απέναντι σ’ αυτό που βλέπεις και που ακούς, που γεύεσαι και αγγίζεις· μένει δηλαδή στις αισθήσεις.
καλοκαιρινές αστραπές, χθες στην ανατολή, σήμερα στη δύση
(Κίκακου)
Οι αναφορές και η γνώση κάποιων πραγμάτων για να κατανοήσεις το χάικου, σε προσγειώνουν καλύτερα στην στιγμή της γραφής του. Υπάρχει η στιγμή εκείνη – και η στιγμή που το διαβάζεις. Κι εσύ πρέπει να κατανοήσεις με τις αισθήσεις, με την ακοή, με τα μάτια, αυτήν την παγωμένη και φευγαλέα εικόνα που αποτυπώνει. Άμα ξέρεις τις αναφορές, καλώς· αν όχι, πάλι καλώς. Και στις δύο περιπτώσεις, μια άλλη χαρά. Η πρώτη: δαιδαλώδης, συγχρωτιστική, αγκαλιασμένη με την γνώση και την συνάφεια· η δεύτερη: πνοή απλότητας, αμεσότητας, άγγιγμα ενός μυστηρίου.
αυλόπορτα, αμπαρωμένη, χειμωνιάτικο φεγγάρι
(Κίκακου)
Και τώρα, ένα διάσημο χάικου: δοκιμάζω διάφορες προσεγγίσεις. Καταργώ προσεκτικά την γραμματική και το συντακτικό, αφήνω τις λέξεις την μία μετά την άλλη, δοκιμάζω να δω τι κάνουν στο στομάχι, την καρδιά, το κεφάλι. Στα ελληνικά, αυτό συνήθως καταλήγει σε φιάσκο.
αχ, η μορφή του, το αγιάζι του χειμώνα, τον σπρώχνει στην πλάτη
η μορφή του, σπρωγμένη από πίσω, χειμωνιάτικο αγιάζι
χάνεται στην παγωνιά, ο άνεμος, τον σπρώχνει να πάει πέρα
στην ράχη, σφοδρό τ’ αγιάζι του χειμώνα, αχ τι μορφή
θολή μορφή, στην ράχη του, τ’ αγιάζι του χειμώνα
(Ράνσετσου)
Οι λέξεις του ποιήματος στην σειρά:
παγωμένος άνεμος, σπρώχνει από πίσω, αχ η μορφή του
Τώρα που το βλέπω, ίσως να είναι η καλύτερη εκδοχή.
Αλλά εδώ, για παράδειγμα:
το νεαρό μπαμπού, γυμνώνει, τον ώμο ηρωικά
(Ράνσετσου)
πρέπει να γνωρίζουμε δυο πράγματα. Πρώτον: πώς ξεπετάγεται το μπαμπού από το έδαφος με την μία μεριά της φύτρας ξέσκεπη και την άλλη ακόμα καλυμμένη· δεύτερον: πώς ένας παλαιάς κοπής Ιάπωνας θα γυμνώσει τον ένα ώμο τραβώντας το σπαθί του με το ίδιο χέρι, σε ένδειξη ελευθερίας κίνησης.
Μαθητές και φίλοι στο νεκροκρέββατο του Μπασό:
οκλαδόν, γύρω απ’ τα φάρμακα, αχ τι παγωνιά
(Τζόσο)
Θεωρείται ένα πραγματικό χάικου – με την έννοια ότι ο θάνατος, ο αποχωρισμός, η μοναξιά, εκφράζονται μέσα από το φυσικό κρύο.
Γενικά, στην μετάφραση, απογυμνωμένα από εικόνα και ήχο, από τις αναφορές και την κουλτούρα τους, τα χάικου μοιάζουν, σε πολλά δυτικά αυτιά, αφελείς μικρές φιλοσοφικές εικόνες – ή απλά εύκολες εικόνες. Μπορούμε να τα ακούμε όμως και σαν το χτύπημα στον ώμο του μοναχού που, στην διάρκεια του διαλογισμού του, έχει αποκοιμηθεί, από το ραβδί του επιτηρητή του στο μοναστήρι. Ξύπνημα και φώτιση· πλήρης απουσία νοήματος· ολοκληρωτικό άνοιγμα στον κόσμο.
δεν ξέρω τ’ όνομά τους, κάθε χορτάρι όμως, βγάζει το λουλουδάκι του
(Σανπού)
Να και κάτι με νόημα:
έλεγα πως μόνο οι χαζοί πεθαίνουν,
αν όμως πεθάνει ένας ξύπνιος
κοίτα τι έξυπνα το κάνει
Δεν είναι χάικου: είναι ο επιθανάτιος στίχος του Κυόροκου.
Ο επιθανάτιος στίχος του Χόκουσι:
γράφω και σβήνω, μέχρις τελικής πτώσης, το λουλούδι της παπαρούνας
Τι να σημαίνει αυτό; Στην ζωή φτιάχνουμε και χαλάμε, μέχρι που σύντομα, όπως η παπαρούνα, ρίχνουμε τα φύλλα μας στο πρώτο ρίπισμα του ανέμου. Εδώ, πρέπει να ξέρουμε πως η παπαρούνα θεωρείται σύμβολο του εφήμερου στην ιαπωνική κουλτούρα, όπως και όλα τα λουλούδια που χάνουν τα πέταλά τους στο παραμικρό φύσημα του ανέμου.
αεράκι, κοίτα τον ουρανό, γέμισε πευκοφωνές
ποταμάκι, στην κοιλάδα τραγουδάνε, κι οι πέτρες κάτω απ’ τα άνθη
(Ονίτσουρα)
Ένα αγαπημένο μου, ως δυτικού ανθρώπου βέβαια:
υπακούουμε, και τ’ άνθη βουβά, μιλάνε βαθιά στ’ αυτί
(Ονίτσουρα )
Το χάικου αυτό αναφέρεται στο αυτί του Κονφούκιου, που ήταν υπάκουος στα γεράματά του. Σε τι; Στον Ουρανό. Ποια είναι εδώ η υπακοή; Στο να ακούσουμε τι λέει το λουλούδι. Τι λέει το λουλούδι; 'Οτι το λουλούδι ζει εν σιωπή.
τα μάτια οριζόντια, η μύτη κάθετη, τα λουλούδια την άνοιξη
το αηδόνι, κρεμασμένο στη δαμασκηνιά, από αρχαιοτάτων χρόνων
(Ονίτσουρα)
μια πέστροφα πηδάει, στο βυθό, κυλάνε συννεφάκια
παστό φαγκρί, στο ιχθυοπωλείο, τα σαγόνια του ακόμα κρύα
(Μπασό)
*
Η παράλειψη της προσωπικής αντωνυμίας είναι πολύ σημαντική στο χάικου. Όχι μόνο για την συντομία του ποιήματος. αλλά και επειδή διδάσκει υποδόρια την μη εγωικότητα των πραγμάτων. Υποκειμενικό και αντικειμενικό ενώνονται χωρίς να ειπωθεί λέξη.
Λίγος Μπασό ακόμη:
αχ τούτο το φθινόπωρο, βλέπω την σελήνη, χωρίς παιδί στα γόνατα
πρώτα άνθη κερασιάς, το χόκκου, ας μην είναι σαν τα μούτρα μας
«Χόκκου» σημαίνει αρχικός στίχος, και είναι ο πρώτος που ξεκινούσε ένα ιαπωνικό ποίημα «ρένγκα» ή «ρένκου», αυτός ο αρχικός δεκαεπτασύλλαβος που αργότερα ανεξαρτητοποιήθηκε και έγινε το χάικου. Εδώ προσπαθεί ν’ αρχίσει ένα ποίημα για τα άνθη της κερασιάς.
μιλάω στις ίριδες, να ένα ακόμα πράγμα, του ταξιδιού
πατατοσυλλέκτη, αφηγήσου την θλίψη, αυτού του ορεινού ναού
Και να ένα χάικου που μπορεί να μας παραπλανήσει τόσο, που να μην το θεωρήσουμε χάικου με την αυστηρή έννοια:
όσο κοιτάζω, στα μπουμπούκια της κερασιάς, να το πρόσωπο του θεού
Αναφέρεται όμως σε μία αρσενική θεότητα τέτοιας φυσικής ασχήμιας που εμφανιζόταν μόνο την νύχτα, κι αυτό έκανε όταν του ζητήθηκε να βοηθήσει στην κατασκευή μιας γέφυρας ανάμεσα στο Κατσουράγκι και το Γιόσινο. Ο Μπασό έγραψε το χάικου στους πρόποδες του βουνού Κατσουράγκι. Μέσα στην ομορφιά του τοπίου και τις πρώτες ανθισμένες κερασιές, αρνείται να πιστέψει στην ασχήμια, και θέλει να δει το πρόσωπο του θεού. Λεπτότητες.
Σε έναν ναό, μπροστά στην εικόνα ενός μοναχού που λέγεται ότι πέρασε τόσες δοκιμασίες στην ζωή του στην θάλασσα, μέχρι που τυφλώθηκε απ’ το αλάτι του νοτισμένου ανέμου:
νέα φύλλα, αχ να στέγνωνα, τα δάκρυα απ’ τα μάτια σου
Και ακόμα:
μια ακρίδα πηδάει, κάποιος βγάζει, λευκές τρίχες απ’ το μαξιλάρι
ταξίδι, πρωτοχρονιάτικη καθαριότητα, του εφήμερου κόσμου
το πρώτο χιόνι, τ’ όνομά μου, είναι ταξιδιώτης
χειμωνιάτικη μέρα, ένας παγωμένος ήσκιος, καβάλα στ’ άλογό μου
παγωμένοι ορυζώνες, στην ράχη του αλόγου, σωριασμένη μια σκιά
ζωντανός ακόμα, στο τέρμα του ταξιδιού, το φθινόπωρο ψυχορραγεί
*
Η παρούσα στιγμή, η αποτύπωσή της: το μόνο που υπάρχει. Η φύση, οι εποχές, ο κύκλoς, η ζωή, η φθορά και ο θάνατος: το μόνο που υπάρχει.
απ’ τον ύπνο στ’ άλογο ξέφτια ονείρων, μακρινό φεγγάρι, καπνός του τσαγιού
το αηδόνι, στις καλαμιές, τραγουδάει τα γηρατειά του
δροσιά, ο ρυζοαλεστής δίπλα στις καμπανούλες, η θλίψη των πραγμάτων
απ’ την στέγη, ανοιξιάτικη βροχή, στη σφηκοφωλιά
αν τ’ άγγιζα, θά ’σβηναν τα καυτά δάκρυα, σαν φθινοπωρινή πάχνη
ζυγώνει φθινόπωρο, η καρδιά πλαγιάζει, στο δωματιάκι μου
Κάποια χαρακτηριστικά της κατάστασης του νου που απαιτεί η δημιουργία αλλά και η εκτίμηση ενός χάικου: μη εγωική ματιά, μοναχικότητα, ευγνώμων αποδοχή, άφατο των πραγμάτων, άρνηση του νοήματος, αντιφατικότητα, χιούμορ, ελευθερία, μη ηθικολογικό βλέμμα, απλότητα, υλικότητα, αγάπη, κουράγιο.
βροχή κι ομίχλη, η μέρα αξίζει, κι ας μην φαίνεται το Φούτζι
(Μπασό )
πέθανε η πεταλούδα, το πνεύμα, επιστρέφει μέσα μου
(Ουαφού)
ο κορυδαλλός, μόνο η φωνή του χάθηκε, μετά τίποτα
(Αμπού)
μετά από μάχη, ανθισμένη αχλαδιά, ερειπωμένο σπίτι
(Σίκι)
ακόμα κι έτσι, εμπιστέψου, τέλος του έτους
ή:
όπως και να ’χει, εμπιστέψου τον ουρανό, τέλος του έτους
(Ίσσα)
Δηλαδή: αποδέξου τα πάντα όπως είναι αυτή την ώρα, χωρίς πριν ή μετά.
δεν αντάλλαξαν λέξη, ο επισκέπτης ο οικοδεσπότης, και τα λευκά χρυσάνθεμα
(Ρυότα)
χαρά του βραδιού, πλένω τα πόδια, δυο τρεις λέξεις
(Κάιτο)
Το χάικου αφαιρεί όσο περισσότερες λέξεις γίνεται ανάμεσα στο πράγμα καθεαυτό και στον αναγνώστη.
τι αλλόκοτο, μια καλόγρια μονάχη, ανάμεσα στα έντομα
(Γκόνσουι )
Ένα μακρύ πράγμα είναι το μακρύ σώμα του Βούδα, ένα κοντό πράγμα είναι το κοντό σώμα του Βούδα.
*
Ανέφερα πιο πάνω την στίξη. Στην ποίηση του χάικου, ανάμεσα στις συλλαβές λέξεων που έχουν νόημα, είναι διάσπαρτες και μερικές που είναι απλά λέξεις ποιητικής στίξης: κάτι σαν τα σύμβολα της μουσικής για τους εκτελεστές της. Οι βασικές είναι τρεις: «για», «κέρι», «κανά».
«Για»: θαυμασμός, θαυμαστικό, ερώτηση, δέος, αχ, αμφιβολία, αβεβαιότητα, έτσι νομίζεις αλλά σφάλλεις.
άρα ούμι για, σάντο νι γιοκοτάου, άμα νο γκάουα
άγρια θάλασσα!, κι απλωμένοι πάνω στο Σάντο, οι ουράνιοι ποταμοί
ρο νο κοέ, ναμί ουό ούτε, χαραουάτα
κόρου, γιο για ναμίντα
φωνή κουπιού στο κύμα, νύχτα που παγώνει τα σωθικά, αχ πόσα δάκρυα
(Μπασό)
ουμέ σιρόσι, κινό για τσούρου ουό, νουσουμαρέσι
άσπρα άνθη δαμασκηνιάς, αχ ήταν χθες, που κλέψανε τον πελαργό
(Μπασό)
κιμί για τσόο, ουάρε για σόσι νο, γιουμέ-γκόκορο
συ είσαι η πεταλούδα, κι εγώ η καρδιά, του Σόσι που ονειρεύεται
«Κέρι»: πέρασμα του χρόνου, κάτι που τελείωσε και νοιώθουμε γι’ αυτό θαυμασμό ή/και συγκίνηση.
οογιουκι το, νάρι κέρι σέκι νο, τοζασιντόκι
πόσο χιόνι, την ώρα που κλείνουν, οι πύλες των διοδίων
(Μπουσόν)
Εδώ το «κέρι» χωρίζει τον στίχο στα δύο. Στην φόρμα 5,7,5, επιβάλλεται μια άλλη: 9,8. (Το τρίτο χτύπημα μαζί με το δεύτερο χτύπημα, μας θυμίζει τον Μπραμς.) Το “κέρι” επίσης κάνει τον στίχο βαρύ, εκφράζοντας έτσι το βάρος του χιονιού και την μεγαλοπρέπεια του σταθμού ελέγχου. Ψιλά γράμματα;
Το «κανά» είναι το πιο σύνηθες, και μερικές φορές είναι χωρίς νόημα: ένα επιφώνημα συγκίνησης. Επίσης δίνει στην λέξη που προηγείται, το κέντρο της ποιητικής ενέργειας. Το έχουμε ήδη δει σε πολλά χάικου που προηγήθηκαν.
*
Η μετάφραση ενός χάικου είναι περιπέτεια· περιπλάνηση σε πολλές κατευθύνσεις. Με βάζει στην φιλοσοφία του ζεν, στις αρχές που διέπουν την ιαπωνική αισθητική, με βάζει σε μελέτη της εποχής και της ιστορίας. Και όταν ξαναγυρίζω στο 17σύλλαβο ποίημα με όλη αυτή την πραμάτεια, ξαναγυρίζω στις ίδιες τις λέξεις που, ακουσμένες από μένα δυνατά τώρα, έχουν μια άλλη αίσθηση: ακούω κάτι που, κάποιος που θα τις διαβάσει, πιθανώς δεν θα ακούσει – και θα τις προσπεράσει σαν απλές και συνηθισμένες εικόνες.
αχ, αυτός που δεν σκέφτεται το εφήμερο, βλέποντας την αστραπή
(Μπασό)
Πρωτοχρονιά, μου είσαι αδιάφορη, είμαι κιόλας στην άνοιξη
(Ίσσα )
το αηδόνι, κουτσουλάει, σ’ ένα κλαδάκι δαμασκηνιάς
(Ονίτσουρα)
Ελευθερία δεν είναι να κάνεις ό,τι σου αρέσει, αλλά να σου αρέσει ό,τι κάνεις.
ματσούσιμα για, αα ματσούσιμα για, ματσούσιμα για
ματσούσιμα, αχ ματσούσιμα, αχ ματσούσιμα
(Μπασό)
(Η Ματσούσιμα είναι ένα σύμπλεγμα πευκόφυτων νησιών που θεωρείται ένα από τα τρία πιο διάσημα αξιοθέατα της Ιαπωνίας.)
Το χάικου, έκφραση μιας άμεσης φώτισης, στιγμιαία ματιά στην ζωή των πραγμάτων.
διόσπυρος στο βουνό, η μητέρα τρώει, το στυφό κομμάτι
('Ισσα)
πρωτοχρονιάτικη αγορά, μην αγοράσω κι εγώ, ένα θυμίαμα;
(Μπασό)
Ρήματα πολύ συχνά παραλείπονται, δεν υπάρχει σαφής γραμματική σύνδεση. Ιαπωνικά, η πλέον ασαφής γλώσσα στον κόσμο.
αρχή φθινοπώρου, θάλασσα και αγρός, το ίδιο πράσινο
χταπόδια σε γυάλες, στο νερό, όνειρα θερινής σελήνης
(Μπασό)
Στο χάικου, η μορφή είναι τόσο ελλειπτική, που αυτό βοηθάει τελικά, σχεδόν παρά την θέλησή μας, στο να βιώσουμε την υπόγεια, λανθάνουσα ενότητά μας με όλα τα πράγματα του κόσμου. Ένα παράδειγμα: ένα χάικου του Τσόρα. Κατά λέξη:
κοιτάζοντας μοναχικά, τ’ αστέρια, αχ η ιτιά
Εδώ, η μοναχικότητα αφορά και την ιτιά και τα αστέρια, αλλά και το κοίταγμα. Κάθε λέξη μπορεί δυνητικά να μπει δίπλα σε κάθε άλλη λέξη του ποιήματος, και έτσι οι δεκαεπτά συλλαβές να γίνουν το καλειδοσκόπιο μιας λέξης:
κοιτάζοντας, τ’ αστέρια, απ’ την μοναχική ιτιά
κοιτάζοντας, τα έρημα αστέρια, μέσ’ απ’ την ιτιά
Ενικός και πληθυντικός: σαν γενικός κανόνας, στο χάικου εννοείται περισσότερο ο ενικός. Κάποιο πράγμα είναι πάντα που τραβάει το βλέμμα και κινεί την ποιητική διαδικασία. Πάντα με εξαιρέσεις: οι ανθισμένες κερασιές, τα πράσινα φύλλα της άνοιξης, τα σμήνη των πουλιών, οι πυγολαμπίδες, τα κουνούπια.
H προσωπική αντωνυμία παραλείπεται σχεδόν πάντα. Στην ποίηση, στην τέχνη και στην μουσική της Ανατολής, ο Kόσμος συγχέεται με το Εγώ χωρίς να παίρνει το χρώμα του. Το Εγώ αλληλοδιεισδύεται με τον Κόσμο αλλά χωρίς να κυριαρχείται απ’ αυτόν. Βλέπουμε γιατί το Ζεν μπόρεσε να ανθίσει σε μία χώρα όπου το Εγώ είναι συστηματικά υποταγμένο και αφανισμένο από την γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα. Μέσα από αυτή την νιρβάνα του εαυτού, αυτή την αυτοεκμηδένιση, όλα αποκτούν το νόημά τους. Μπορεί να είμαι εγώ που βλέπω· μπορεί εσύ· αυτός. Πρέπει να μεταφράσουμε το χάικου από τα λίγα στοιχεία που μας προσφέρει, δίνοντάς του αναγκαστικά πιο συγκεκριμμένη ύπαρξη και σχήμα, λόγω των καταναγκασμών των δικών μας γλωσσών – και εναπόκειται στον μεταφραστή να δημιουργήσει/επιλέξει το δικό του ποίημα ξεκινώντας από ένα χάικου που δίνει τόσο πολλές δυνατότητες εναλλακτικής μετάφρασης. Έτσι, δεν θα συμπέσει ποτέ μ’ αυτό που πραγματικά θέλησε να μεταδώσει ο ποιητής όταν το έγραψε. Οι ίδιοι οι ποιητές και οι ποιητικοί κύκλοι συχνά τσακώνονταν γύρω απ’ το νόημα των ίδιων τους των ποιημάτων ή των ποιημάτων των άλλων συντρόφων ποιητών.
Στην ιαπωνική γλώσσα, όχι μόνο το υποκείμενο, το αντικείμενο και το κατηγορούμενο είναι σε μεγάλο βαθμό μη διακριτά, αλλά επίσης δεν υπάρχουν σημεία στίξης. Τίποτα δεν έχει κεφαλαίο ή μικρό βέβαια, μιας και όλα είναι ιδεογράμματα. Όλα μια σκόρπια ροή. Εξαιρείται η τελεία και το ερωτηματικό.
Και έπειτα υπάρχει και η ονοματοποιία, στην οποία οι Ιάπωνες διακρίνονται. Αυτή κι αν δεν μεταφράζεται. Εξ ορισμού.
χι ουα χι κουρέ γιο, γιο ουα γιο άκε γιο το, νάκου καέρου
μέρα άντε γίνε νύχτα, βιάσου να φωτίσεις βράδυ, στενάζει το βατράχι
χάρου νο ούμι, χινεμόσου νόταρι, νόταρι κανά
ανοιξιάτικη θάλασσα, πάνω κάτω απαλά, αχ πάνω κάτω
(Μπουσόν)
Για κάποιους μελετητές, οι ήχοι της θάλασσας σ’ αυτό το χάικου, φτάνουν στο αυτί πιο πραγματικοί ακόμα κι από εκείνους της αληθινής θάλασσας.
οο μπόταρου, γιουράρι γιουράρι το, τόορι κέρι
αχ, τεράστια πυγολαμπίδα, τρεμοσβήνεις και χάνεσαι
(Ίσσα)
Αυτόν τον στίχο, υποτίθεται ότι ο Ίσσα, διάσημος για τούτη ακριβώς την εμμονή του, τον δούλευε επί μήνες. Το αποτέλεσμα φαντάζει σχεδόν αμήχανα απλό, σαν να είναι η πρώτη γραφή.
*
Eπιθανάτια ποίηση:
φεγγάρι και λουλούδια, σαράντα εννέα χρόνια, μάταιης περιπλάνησης
(Ίσσα)
Στην ιαπωνική κουλτούρα, υπάρχει η συνήθεια της σύνθεσης ποιημάτων όταν πλησιάζει η ώρα του θανάτου. Όλοι οι γνωστοί ποιητές, αλλά και συγγραφείς, καλλιτέχνες και απλοί άνθρωποι, μας έχουν κληροδοτήσει επιθανάτια ποιήματα. Υπάρχουν βέβαια και πολλά ανέκδοτα γύρω απ’ αυτό: π.χ κάποιος ανένηψε αφού το έγραψε, και έζησε για πολλά χρόνια ακόμα. Πολλά από αυτά τα ποιήματα γνωστών ποιητών είναι διάσημα, και συνεχείς αναφορές στην ιαπωνική κουλτούρα.
Ξεδιαλέγω μερικά απ’ τα σεντούκια. Όσο πιο νέος ήμουν, τόσο περισσότερο με απασχολούσε ο θάνατος. Τώρα, οι πολλές σκέψεις δείχνουν μάταιες.
τούτος ο κόσμος είναι πάχνη, τώρα το βλέπω, και ξυπνάω απ’ το όνειρο
(Ρετσουζάν)
πόσο βαθιά χαίρομαι, ναι, στον θρόνο μου από πάγο
(Ρίφου)
η τέταρτη μέρα του έτους, υπάρχει καλύτερη στιγμή, για να πεθάνω;
(Άκι νο μπο)
καπνός, όλοι νομίζουν ότι είναι, απ’ το κάψιμο των σπαρτών
(Μπάικα)
άρρωστος σε ταξίδι, όνειρα πλανήτες, σ’ έρημους τόπους
(Μπασό)
οι νύχτες ξημερώνουν πια, μόνο στο λευκό, της δαμασκηνιάς
(Μπουσόν)
πού να σπρώχνουν τάχα, οι άνεμοι του χειμώνα, τα σύννεφα της βροχής;
όνειρο είναι, ακόμα και τα λουλούδια, έχουν εφτά κύκλους
(Χακουέν)
σαν πνεύμα, τώρα θ’ αλωνίζω, τους θερινούς αγρούς
(Χοκουσάι)
απ’ την μια μπανιέρα, στην άλλη, ασυναρτησίες
τι κι αν ζήσω λίγο ακόμα, η χελώνα ζει, εκατό φορές παραπάνω
(Ίσσα)
προσευχή, εξαίσιο τραγούδι απ’ τη βάρκα, κάτω απ’ το φεγγάρι
(Κόζαν)
ταξίδι χωρίς επιστροφή, ο σάκος του περιηγητή, δεν έχει πάτο
(Κυόσου)
για πενήντα χρόνια κι οκτώ, γλέντησα, με σελήνη και λουλούδια
(Τανκό)
το βροχοπούλι περπατάει, στα ρηχά της χρονιάς, χωρίς να κοιτάει πίσω
(Τέισα)
περικοκλάδα, αχ πόσο έζησε, πενήντα ολόκληρα χρόνια
(Τέισι)
το φαγητό αχνίζει, στην φωτιά, πόση θλίψη
(Τόχο)
πίσω στο κενό, χιόνι και παγωνιά, δεν θα πονάνε
(Τότζακου)
μέχρι τούτη την στιγμή, η ζωή μου, ατέλειωτες ασυναρτησίες
(Τοκουγκέν)
δύο δευτέρου, αλλαγή προσωπικού, και στον άλλο κόσμο
(Ούνρεϊ)
*
Δεν ονειρεύομαι την απόλυτη μεταφρασιμότητα. Πάντα έλεγα πως, αν ζούσαμε όχι αιώνια αλλά ας πούμε τριακόσια, τετρακόσια χρόνια, θα μάθαινα όλες τις γλώσσες του κόσμου για να μιλήσω με τους ανθρώπους και να διαβάσω τα γραπτά κάθε εποχής και πολιτισμού. Έτσι δεν θα είχα ανάγκη την διαμεσολάβηση του μεταφραστή. Η μετάφραση, απ’ την άλλη, έχει την δική της ηδονή, είναι μια δημιουργία καθεαυτή. Μην πω τα γνωστά και τετριμμένα, πως καμιά φορά, δηλαδή, το κείμενο της μετάφρασης ξεπερνάει αυτό του πρωτοτύπου, και τα λοιπά και τα λοιπά. Όλα ισχύουν. Αυτό που ονειρεύομαι καθώς γράφω τούτο το κείμενο, είναι να μπορούσα να συγκρατήσω λίγο ακόμα τα χιλιάδες ιδεογράμματα που όλο και λιγοστεύουν καθώς το μυαλό μου φθείρεται, κι απ’ τις ρωγμές αρχίζουν και ξεγλιστρούν τα πάντα. Ευελπιστώ, βέβαια, στις νέες ευχαριστήσεις που κάθε καινούργια κατάσταση πνεύματος και σώματος θα φέρει. Είμαι κρυφά και αθεράπευτα αισιόδοξος. Άλλο ένα coming out.
τρεμάμενη, φεύγει η άνοιξη, απ’ την χλόη των αγρών
(Ίσσα)
εαρινή ακτή, μην αμφιβάλλεις, κι η θάλασσα ανθίζει
(Μπασό)
αργόσυρτη μέρα, αντίλαλοι, σε γωνιές του Κυότο
(Μπουσόν)
στην στιγμή το κατάπιαν οι φλόγες, πριν το καταλάβω, φυτρώσανε κιόλας ανθάκια
(Χόκουσι)
αχ δώθε κείθε, σκόρπιοι άνθρωποι, σκόρπια φύλλα
(Ίσσα )
Και ένα ουάκα μεταφρασμένο κι εγώ δεν ξέρω πότε:
κι αν πουθενά αλλού
δεν θέλω να ζήσω
σ’ ένα ψάθινο καλύβι
του εφήμερου κόσμου
θα κάνω την φωλιά μου
(Σαϊγκυό)
Φτάνει μια στιγμή στο παιχνίδι της μετά-φρασης, που ακόμα κι αυτό το λιγοστό νόημα του χάικου αρχίζει να ξεθωριάζει· το νόημα ακόμα και της κάθε μίας λέξης ξεχωριστά χάνεται. Όπως όταν επαναλαμβάνουμε μία λέξη τόσο πολύ που δεν ξέρουμε πια τι σημαίνει· και μετά, όταν σταματήσουμε και θελήσουμε και πάλι να την καταλάβουμε, μας κοστίζει να ενωθούμε νοηματικά μαζί της. Το παιχνίδι της μετά-φρασης γίνεται «πνευματική άσκηση», μάντρα, ήχος· η απόσταση ανάμεσα στο πράγμα κι εμάς λιγοστεύει· το μαχαίρι του ήχου της λέξης κόβει το διάστημα και, για μια στιγμή –που εγώ ονομάζω «στιγμή»– γίνομαι η λέξη, ο ήχος, το πράγμα, όλα αυτά που τώρα, εκ των υστέρων, όταν ξυπνήσω πάλι στον κόσμο των ονομάτων και των διαφορών, ονομάζω ήχος, πράγμα, λέξη. Είναι η στιγμή της φώτισης, της μουσικής έκστασης, πάλι φράσεις που κατασκευάζω τώρα για να πω τι θυμάμαι ότι ένιωσα, γιατί τι είναι φώτιση έξω από μία φράση που έχει αφήσει να πέσει από πάνω της σαν ένας χιτώνας το νόημα;
Το μαχαίρι έχει κόψει το κρεμμύδι, αίσθηση δροσιάς.
~
Σημ.: Το κείμενο αυτό είναι επεξεργασμένη εκδοχή αυτού που ακούστηκε στην σχετική εκδήλωση του «Με τα λόγια (γίνεται)» στις 18 Φεβρουαρίου 2020 στην Ελληνοαμερικανική Ένωση.
~
Παναγιώτης Ευαγγελίδης. Μεταφραστής λογοτεχνίας, κυρίως από τα ιαπωνικά (πιο πρόσφατη έκδοση: Τανιζάκι Τζούνιτσιρο, Το πόδι της Φουμίκο, 2020). Επίσης γράφει μυθιστορήματα (πιο πρόσφατο: Άρρωστος σε ταξίδι, 2016) και κάνει ταινίες ντοκιμαντέρ. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.