Δήμητρα Κωτούλα
Πέντε ποιήματα από τις Επιστολές στον Νυμφίο
CAMERA OBSCURA
Θέτω το πρόσωπό μου απέναντι
και ακριβώς από τη μαύρη οπή.
Βλέπω
θα πρέπει να επινοηθεί–
το τέλος της νύχτας
την καθαρότητα του φωτός
τη νέα μέρα καθώς ανεβαίνει
έναν λυμένο αετό
να εμφανίζεται
από άλλον ουρανό.
Αναποδογυρίζω τον φακό.
Οι κρόταφοί μου κατεβάζουν ιδρώτα.
Η ορθή γωνία της θλίψης μου αμβλύνεται.
Ένα συναίσθημα διαυγές
που όμως δεν μπορώ να ονομάσω
καβαλάει πάνω μου
σαν γνώριμος σκύλος.
Μετακινώ την κάμερα
κάτω από τον καθεδρικό του ποιήματος.
Κοιτώ–
τα γλαροπούλια πάνω ακριβώς
στη γραμμή του ορίζοντα
τα βράχια κάθετα στην ακτή
τον πολύ ειδικό τρόπο που το φως
βρέχει τη θάλασσα.
*
ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΧΑΜΗΛΟ
(Στήλη της Ηγησούς, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. 3624)
Εικονίζεται καθισμένη σε έδρα
με ερεισίνωτο ψηλό.
Τα πόδια της ακουμπούν
σε λεπτό σκίμπο.
Τα μαλλιά χωρισμένα
και δεμένα σε κόρυμβο.
Ο δεξής μηρός σε κλίση τέλεια.
Και να μπορούσε να μιλήσει
δεν θα ’χε τίποτε να πει.
Απέναντί της νεαρό το σώμα πάλλεται.
Οι μακριές χειρίδες του χιτώνα.
Ο χλωρός ραμφίζων μαστός.
Δεν ξέρουν ότι λάμπουν.
Δεν ξέρουν ότι ήδη βρίσκονται εκεί
που τα όντα ησυχάζουν.
Η πυξίδα ανάμεσά τους αδρανεί.
Η ομορφιά και η σιωπή
των μεγάλων μεταναστεύσεων.
*
ΟΡΟΣ ΧΩΡΗΒ
Περιμένει κάτω απ’ το μαύρο πανωφόρι του
σκαρφαλωμένος στην ίδια κορυφή για μέρες.
Οι κόρες των ματιών του γίνονται κάτασπρες.
Οι αποθήκες του μυαλού ξεχειλίζουν.
Τα σακιά στοιβάζονται.
Λίγο πιο κάτω – εκεί
αμπελώνες φωσφορίζουν
μπρούντζινοι σαν υπόσχεση.
Άφθονο ρέει το μέλι και το γάλα
στις αναδενδράδες τους.
Όταν φανεί
θα Τον αναγνωρίσει;
Στρωμένο το τραπέζι περιμένει.
Τη νύχτα το χιόνι ήρθε
αλλά δεν θέλαμε να χιονίσει.
Ονόματα ξέραμε πολλά.
Και είχαμε θεούς.
Και τους λατρεύαμε.
*
ΘΕΡΟΣ
Συχνά
νιώθεις τη ζωή να πάλλεται
ένας ισχνός κυματισμός
ανάμεσα στα πόδια
ένας ανούσιος πόνος
σαν από φαγωμένα πέδιλα
που ανεβαίνει
μέχρι την ψίχα των μηρών
το δάγκωμα της σμέρνας
στον αστράγαλο
κι τις νωχελικές σκιές
να κατακάθονται
πάνω στο τραπέζι
γύρω απ’ το ποτήρι
με το άσπρο νερό.
Οι μύγες έπαψαν
να ενοχλούνται.
Νυσταγμένοι γυρολόγοι
επωάζουν κάτω
απ’ τις ανοιγμένες συκιές
την πραμάτεια τους
και τα διάττοντα κενά
της μνήμης
–καρδιά του θέρους
γυαλίζοντας ο ευκάλυπτος–
να πίνουν καφέ και
να τρώνε γλυκό πάνω
στον δερμάτινο χιτώνα
τις αναθυμιάσεις
την ξαφνική οδύνη
του μυαλού.
*
EX NIHILO
Στη δεύτερη στροφή στο δεύτερο σκαλί γλίστρησα.
Βοή ιδρώτα σφυρίζει στους κροτάφους μου.
Ένα σπασμένο χρυσό διαθλάται σαν ήλιος
μες στα φυλλώματα.
Δεινός σκοπευτής πάντα σκόπευα στο ανέφικτο.
Σμήνη από λεπιδόπτερα γέρνουν το τοπίο
προς τη μία
ύστερα την άλλη πλευρά.
Κι έτσι όπως όλα μαζί λάμπουν
φτιάχνουν τον λόγο του ποιήματος.
~
Δήμητρα Κωτούλα. Σπούδασε αρχαιολογία και ιστορία της τέχνης. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές. Η τρίτη, Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος, κέρδισε το βραβείο του περιοδικού «Χάρτης».