Παναγιώτης Ιωαννίδης (επιμ.), Βασίλης Αμανατίδης, Ορφέας
Απέργης, Ειρήνη Βακαλοπούλου, Ειρήνη Γκόλτσιου, Άννα Γρίβα, Κορίνα Καλούδη, Δήμητρα
Κωτούλα, Στέργιος Μήτας, Ιφιγένια Ντούμη, Όλγα Παπακώστα, Χρήστος Σιορίκης
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΙΧ : Ξαναδιαβάζοντας τον Ανδρέα Εμπειρίκο
Πριν από 122 χρόνια, το 1901, γεννιέται ο Ανδρέας Εμπειρίκος: στις 2
Σεπτεμβρίου, στην Μπραΐλα της Ρουμανίας. Γόνος μεγάλης ναυτικής και
εφοπλιστικής οικογενείας, εκείνος εντούτοις θα μαθητεύσει στην ψυχανάλυση κατά την
δεκαετία του 1920 στο Παρίσι, και θα μυηθεί στον υπερρεαλισμό. Επιστρέφοντας
στην Ελλάδα, θα ασκήσει την ψυχανάλυση, και, το 1935, θα κάνει μια διπλή επαναστατική
–για τα ποιητικά πράγματα– κίνηση: θα δώσει μια δημόσια διάλεξη για τον
υπερρεαλισμό, και θα εκδώσει το πρώτο του βιβλίο με υπερρεαλιστικά ποιήματα,
την Υψικάμινο. Θα ακολουθήσει, το 1945, η Ενδοχώρα, με ποιήματα
της ίδιας εποχής με την Υψικάμινο, αλλά λιγότερο εξαρτημένα από την
αυτόματη γραφή · δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια αργότερα, το 1960, τα Γραπτά
ή Προσωπική μυθολογία, με πεζά της περιόδου ’36-’46· λίγα χρόνια πιο μετά,
το πεζό Αργώ ή Πλους αεροστάτου· και, το 1974, Ο Δρόμος. Μετά τον
θάνατό του το 1975, πληθαίνουν οι εκδόσεις ανέκδοτων ή αθησαύριστων κειμένων
του· ενδεικτικά: τα ποιητικά βιβλία Οκτάνα, 1980, Αι γενεαί πάσαι ή Η
σήμερον ως αύριον και ως χθες, 1984, Προϊστορία ή καταγωγή, 2014· το
μεγάλο μυθιστόρημά του Ο Μέγας Ανατολικός, την δεκαετία του ’90·
ψυχαναλυτικές μελέτες, επιστολές, και άλλα.
«Τι ήταν εντέλει ο Ανδρέας Εμπειρίκος;», αναρωτήθηκε η Φραγκίσκη Αμαπατζοπούλου το 1999 [«Τα Νέα», 20-21 Νοεμβρίου 1999]. «[Έ]νας «λόγιος», όπως τον είδε ο Γιώργος Σεφέρης, ή ένας «Επαναστάτης με το ε κεφαλαίο», όπως τον είδε ο Οδυσσέας Ελύτης; [Έ]νας αντιδογματικός στοχαστής; […] Το κυριότερο είναι ότι άφησε ένα έργο που από την αρχή αποτέλεσε σκάνδαλο και συνεχίζει να αποτελεί σκάνδαλο […] Και, προπάντων, είναι βέβαιο ότι, χωρίς αυτόν, η πνευματική ζωή μας θα ήταν εντελώς διαφορετική. Γιατί ο Ανδρέας Εμπειρίκος αναβίωσε την πνευματική μορφή του στοχαστή άλλων εποχών, δημιουργώντας μια σύνθεση που ξεπερνά τις δόκιμες ταξινομικές πρακτικές των φιλολόγων.»
Στις 15 Δεκεμβρίου 2021 –120 χρόνια από την γέννησή του–, το «Με τα λόγια (γίνεται)» τίμησε το έργο του, προσκαλώντας 17 σύγχρονες/ους ποιητ/ρι/ες να τον ξαναδιαβάσουν: https://www.youtube.com/metalogiaginetai . Τον Σεπτέμβριο 2023, δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό "The Books' Journal" τα 12 κείμενα των ποιητ/ρι/ών τα οποία, εκτός από επιλογές ποιημάτων του Εμπειρίκου, περιείχαν καί σχόλια, και τα οποία οι ποιητ/ρι/ες ετοίμασαν προς δημοσίευση.
Ελπίζουμε το μικρό αυτό αφιέρωμα να φωτίσει λίγο ακόμη την σημαντική μορφή του Ανδρέα Εμπειρίκου, ως προς την ποιητική σπουδαιότητά του – ποιητική σπουδαιότητα ανεξάρτητη, ας τονισθεί, της όποιας ποιητικής ‘σχολής’.
~
Βασίλης Αμανατίδης
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω, εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.
[ Υψικάμινος, 1935 ]
O συνήθως ρωμαλέος, πανηγυρικός τόνος του Εμπειρίκου –σχεδόν μετασικελιανικός– με ενθουσιάζει και με αποθαρρύνει. Δεν είμαι αυτής της αισιοδοξίας άνθρωπος. Αυτοί είναι, άλλωστε, πολύ «ανδρικοί» ποιητές, που ονοματίζουν τον κόσμο ως νέοι Αδάμ, αυτοδιορισμένοι από τον Θεό – ποιητές που καταφάσκουν, γνωρίζουν και τα πάντα ορίζουν. Τον θαυμάζω όμως για πολλά. Ένα από αυτά, το θάρρος και η τόλμη της τρομερής, ακραιφνώς και θαυμαστά σουρεαλιστικής Υψυκαμίνου του, που τόσο κριτικό μπερντάκι έφαγε στην εποχή της. Αγαπημένο μου ποίημά του όμως είναι, θαρρώ, το τελευταίο μέρος της Ενδοχώρας του, ο τριακονταπενταμερής «Πλόκαμος της Αλταμίρας» (που, ναι, τον λογαριάζω για ένα -και, ως ένα, αριστουργηματικής δραματουργίας– συνθετικό ποίημα), μα δεν χωρά σε τέσσερα λεπτά η ανάγνωσή του. Γι’ αυτό θα κυλιστώ στην κοινοτοπία και θα επιλέξω ένα από τα απλούστερα, διασημότερα και παλλαϊκώς εξαπλωμένα (όπως μια βόλτα στο διαδίκτυο πιστοποιεί) ποιήματα του. Το έγραψε 33 χρονώ. Κάτι στην φτιαξιά του ποιήματος μού θυμίζει τον Καβάφη και τον Αναγνωστάκη – χωρίς την ειρωνεία τους. Είναι «διδακτικό» ποίημα, με «μήνυμα», αλλά αυτό δεν με ενοχλεί. Στέκει σαν τη μύγα μες στο σουρεαλιστικό γάλα της Υψικαμίνου και αυτό με συγκινεί. Πώς τρύπωσε αυτό το ποίημα εκεί μέσα; Είναι ένα ποίημα σχετικά ανυπεράσπιστο και εν τέλει ειλικρινές. Στοιχηματίζω πως πίσω του βρίσκεται αυτοκόλλητο το βασικό τραύμα του ποιητή του. Γι’ αυτό είμαι σχεδόν σίγουρος, αν και ποιο είναι το τραύμα του ακριβώς δεν ξέρω. Ξέρω όμως πως το πολέμησε με το δέρας της ύπαρξης μας, την αγάπη, που είναι το αντίθετο της χαμέρπειας και σκοπός της ζωής. Και της ποίησης, θέλω εμφατικά να προσθέσω. Επιτρέψτε μου γι’ αυτό να επεκταθώ με άλλη ευκαιρία.
~
Δήμητρα Κωτούλα
Η ποίηση, προκειμένου να λειτουργήσει, μας υποχρεώνει, τόσο ως αναγνώστες όσο και ως ποιητές, σε μία ορισμένη, θα μπορούσαμε να πούμε, υπαρξιακή διαστολή. H υψηλή μοναξιά του ποιητή, ο πράος τρόπος της οδύνης του, η καταφατική απόγνωσή του δίνουν νόημα και, αντίστοιχα, νοηματοδοτούνται από τις εκάστοτε περιστάσεις της ζωής μας και τα πρόσωπα που τις σημάδεψαν. Ύψιστος σκοπός του καλού ποιήματος είναι να ενθαρρύνει, να εμπνέει και να ανατροφοδοτεί μέσα μας έναν ορισμένο «πόθο διευρύνσεως».
Οδηγήθηκα στην ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου επειδή την έβρισκα να αντικατοπτρίζει με τον πιο εύγλωττο τρόπο αυτήν ακριβώς τη συνθήκη, η οποία και αποτελεί εγγενές συστατικό ενός καλού ποιήματος: την ανάγκη, τον πόθο μας, σχεδόν ερωτικό και όχι μόνο, να ανταποκριθούμε στο κάλεσμα των περιστάσεων, την πρόσκληση που συνειδητά ή ασυνείδητα μας απευθύνεται από τα πρόσωπα και τα πράγματα γύρω μας. Εντελώς χαρακτηριστικό αυτής της τάσης είναι για μένα το ποίημα «Στιγμή Πορφύρας» που συνοψίζει, κατά τη γνώμη μου, βασικούς άξονες της ποιητικής του Ανδρέα Εμπειρίκου. Το ποίημα προέρχεται από την ενότητα «Τα πουλιά του Προύθου», 1935, και δημοσιεύτηκε δέκα χρόνια μετά, το 1945, στη συλλογή «Ενδοχώρα».
ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΡΦΥΡΑΣ
Kαμιά
σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο
Στα κάγκελα
του κήπου ανοίγουν τα φτερά τους τα πουλιά
H
γειτνίασις του ποταμού τα προσελκύει
Tο πάθος
του γυπαετού για το άσπρο περιστέρι
Eίναι
αποκορύφωμα βουνού με χιονισμένη κορυφή
Όταν
λυώνουν οι πάγοι τραγουδάμε στις κοιλάδες
Tα νερά μάς
μεθούν
Oι κόρες
των ματιών μας πλένουν τους θησαυρούς των
Άλλες
ξανθές και άλλες μελαχροινές
Έχουν στην
όψι τους την ανταύγεια των ελπίδων μας
Έχουν στο
στήθος τους το γάλα της ζωής μας
K’ εμείς
στεκόμαστε τριγύρω τους
Παντοτινά
κελεύσματα μάς περιβάλλουν
Oι θρόμβοι
των βουνών πάλλονται και διαλύονται
Tα χιόνια
τους είναι τραγούδια της ελεύσεως των νέων
χρόνων
Tα χρόνια
αυτά είναι η ζωή μας
Mέσ’ στις
κουφάλες τους αναπαύονται το μεσημέρι τα πουλιά
Kαμιά
σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο της διευρύνσεως
Kαμιά φορά
γινόμαστε κλεψύδρες
K’ οι
σπόγγοι σφαδάζουν για την κάθε μας σταγόνα.
*
Η έντιμη ποιητική, μοιάζει να λέει εδώ ο Εμπειρίκος, μας υποχρεώνει να κρατάμε τον πήχη ψηλά, τον φακό προσαρμοσμένο σωστά: Η ηθική ευθύνη για το πως θα ζήσουμε βαραίνει αποκλειστικά εμάς. Και είναι ο ποιητής εκείνος που, κάθε φορά, αναλαμβάνει το δύσκολο έργο να μας το υπενθυμίζει αυτό, και όχι μόνο. Η υψηλή ταπείνωσή του οφείλει να κρατά ενεργές και ετοιμοπόλεμες, μέσω της γλώσσας, τις περιοχές της ανθρωπιάς μέσα μας. Άλλωστε, «άλλες ξανθές, άλλες μελαχρινές έχουν πάντα στην όψη τους την ανταύγεια των ελπίδων μας». Ο λεπτός ευγενής σπαραγμός που θα μας κάνει «κλεψύδρες» με τους «σπόγγους να σφαδάζουν για την κάθε μας σταγόνα» βρίσκει την ενσάρκωσή του στη φύση, σε υπάρξεις έξω από εμάς, στις προκλήσεις των εκάστοτε καιρών, πάντως, σε μια «στιγμή πορφύρας» έξω από το χαρτί. Έτσι, τουλάχιστον, μοιάζει να ισχυρίζεται ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος.
~
Άννα Γρίβα
ΧΕΙΜΕΡΙΝΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ
Tης πήραν τα παιγνίδια και τον εραστή της. Έσκυψε λοιπόν το κεφάλι και παρ’ ολίγον να πεθάνη. Mα τα δεκατρία ριζικά της σαν τα δεκατέσσερά της χρόνια εσπάθισαν την φευγαλέα συμφορά. Kανείς δεν μίλησε. Kανείς δεν έτρεξε να την προστατεύση κατά των υπερποντίων καρχαριών που την είχαν ήδη ματιάξει όπως ματιάζει η μυίγα ένα διαμάντι μια χώρα μαγεμένη. K’ έτσι ξεχάστηκε ανηλεώς αυτή η ιστορία όπως συμβαίνει κάθε φορά που ξεχνιέται από τον δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος.
(Υψικάμινος, 1935)
Η Υψικάμινος είναι διαχρονικά για εμένα ένα από τα αγαπημένα μου ποιητικά βιβλία. Είναι ένα βιβλίο που με έμαθε να διαβάζω και να γράφω ποίηση, κυρίως γιατί με βοήθησε να καταλάβω ότι η ποίηση είναι πρωτίστως τόλμη. Και ήταν μεγάλη η τόλμη του Ανδρέα Εμπειρίκου, όταν το 1935 αποφάσισε να εκδώσει αυτή τη συλλογή, φέρνοντας στην Ελλάδα για πρώτη φορά έναν ακραιφνή υπερρεαλισμό. Προσπαθώ να σκεφτώ πώς θα φάνηκε εκείνη την εποχή στους αναγνώστες της ποίησης αυτό το παράξενο βιβλίο. Νομίζω πως οι πιο επιφανειακοί θα το παρέκαμψαν ως μια τρέλα, οι πιο ευαίσθητοι και υποψιασμένοι όμως δεν μπορεί παρά να είδαν στις σελίδες αυτού του βιβλίου τον άσβεστο πόθο της ομορφιάς και ένα νέο ποιητικό όραμα: το όραμα μιας ποίησης ελεύθερης και συγχρόνως ευγενικής, παράφορης και συγχρόνως εκλεπτυσμένης.
Το αγαπημένο μου ποίημα μέσα στη συλλογή αυτή είναι τα «Χειμερινά σταφύλια»: ένα δεκατετράχρονο κορίτσι απελπίζεται προσωρινώς που έχασε τα παιγνίδια και τον εραστή της. Μα πόσο θα μπορούσε να κρατήσει μια τέτοια απελπισία; Η νιότη της κάνει τις συμφορές φευγαλέες. Δεν χρειάζεται την προστασία κανενός απέναντι στους κινδύνους. Φανταζόμαστε το κορίτσι να ερωτεύεται ξανά και ξανά, αμέτρητες φορές, και να ξεχνά τις πρόσκαιρες λύπες του, όπως ξεχνιούνται τα αστροπελέκια και οι φωτιές μέσα σε ένα δάσος που είναι αιώνιο και ανθίζει ακούραστα. Σε αυτό το ποίημα ο Εμπειρίκος είναι ένας νέος τροβαδούρος, ένας τροβαδούρος του 20ού αι. Η λύρα του και οι μελωδίες του είναι πλασμένες από τα πιο παράξενα υλικά, αλλά η δεσποσύνη είναι πάντα εκεί, έτοιμη να δοκιμάζει τον έρωτα του πιστού της υπηρέτη.
~
Κορίνα Καλούδη
Ήμουν παιδί ζωηρό –γράφει ο Ανδρέας Εμπειρίκος-, ευαίσθητο και πολύ επιρρεπής εις τας ηδονάς. Ένας συναισθηματικά σκεπτόμενος άνθρωπος. Άρχισα από πολύ νωρίς να απαρνούμαι την κοινωνική ψευτιά και την αδικία και όλα τα δεινά που συσορρεύονται εν ονόματι πλαστών και απανθρώπων ιδεών. Αρνήθηκα τον πλούτο του πατρός, ο οποίος ήτο ένας εκ των πλουσιοτέρων ανθρώπων.
Για τον Ανδρέα Εμπειρίκο, η ποίηση και η ζωή συμπορεύονται. Η μία δεν υπάρχει χωρίς την άλλη. Δεν πρέπει να υπάρχει.
Από τη συλλογή «Ενδοχώρα», το ποίημα
ΣΚΟΠΙΑ
Κρατάμε μεσ’ στα χέρια μας τα πρόσωπά μας
Και βλέπουμε χρωματιστές εκτάσεις
Οι σκέψεις μας γίνονται γεννιούνται
Στην κάθε μας ματιά.
Δεν άνθησαν ματαίως τόσα θαύματα
Η χάρη τους είναι ψηλή περικοκλάδα
Που σφίγγει τα μελλούμενα και την ζωή μας
Μέσα στ’ αστέρια
*
Ένας άνθρωπος –τέτοιας ψυχικής ιδιοσυγκρασίας- δε θα μπορούσε παρά να ακολουθήσει τα πιο ρηξικέλευθα ρεύματα της εποχής του , τόσο στη ζωή και την επιστήμη του (ήταν ο 1ος Έλληνας ψυχαναλυτής), όσο και στην τέχνη του.
Η συνάντηση του με τον υπερρεαλισμό και τον θεμελιωτή του υπερρεαλιστικού κινήματος, Ανδρέα Μπρετόν ήταν μοιραία. Τον απελευθερώνει. Γράφει ο ίδιος ,για την πρώτη φορά που συνάντησε τον Μπρετόν: « Συναντήθηκα με ένθεον πλάσμα. Αισθανόμουν όπως θα ησθάνετο ένας αρχαίος Έλλην αν συναντούσε τον Απόλλωνα. Ήταν ένας άλλος κόσμος. Επικοινωνούσα πέραν του ορίζοντος. Με την καθολικότητα του σύμπαντος. Επραγματοποιήτο ανυπαρξία των οριζόντων.
Από τη συλλογή «Ενδοχώρα», το ποίημα
Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΠΡΕΤΟΝ
Ασύγκριτο πουλί της οικουμένης
Στέκεις σαν κρύσταλλο στην κορυφή των υψηλών Ιμαλαϊων
Με στιλβηδόνα και με σθένος και με πάθος
Καταμεσίς στον βράχο της σποριάς σου.
Ηρωικό πουλί της οικουμένης
Που μοιάζεις σαν αρχάγγελος και λέων
Δεν ταξινόμησες ποτέ καμιά φενάκη
Μα την φωνή σου σήκωσες στην γαλανήν αιθρία
Φανατικό πουλί της οικουμένης
Γερό στην πάλη και πολύκαρπο στην σημασία
Όρθιο μεσ’ στα φτερά σου ανοιγοκλείνεις
Πάντα με βεβαιότητα το μάτι.
*
Για τον ποιητή, τα ορατά πράγματα, τα γεγονότα που αλλάζουν, μεταποιούνται σε ιδέες, που οδηγούν τον άνθρωπο στην κατανόηση της ζωής. Και μέσα από την κατανόηση αυτή φτάνει ο άνθρωπος στην υπέρβαση, στην επαφή με τις αξίες του, με τον αληθινό εαυτό του .
Από τη συλλογή «Ενδοχώρα»:
ΤΟ ΡΗΜΑ ΑΓΝΑΝΤΕΥΩ
Τούτη η αιθρία με το σύννεφο που πλέχει στον αέρα
Είναι γαλάζιος πλους μιας κάτασπρης φρεγάδας
Ιστάμενος ακουμπιστός στην κουπαστή κοιτάζω
Και βλέπω τα θηράματα των λογισμών μου
Δελφίνια που αναδύονται κι εισδύουν μεσ’στο κύμα
Πεδιάδες ακρογιάλια και βουνά
Και μια ξανθή νεάνιδα που στέκει στο πλευρό μου
Μεσ’στης οποίας τα γαλήνια μάτια βλέπω
Το μέλλον της ολόκληρο και το παρόν μου
*
Στην ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου, στον πυρήνα του κάθε ποιήματος, βρίσκουμε πάντα το πραγματικό γεγονός, την βιωμένη εμπειρία. Το επόμενο ποίημα είναι από την συλλογή «Οκτάνα». Γράφτηκε για τον γιο του. 8/7/1960 – Γλυφάδα.
Ο ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ
Γλυκά θροΐζουν γύρω μου τα δένδρα.
Τι υψηλός και αίθριος που είναι ο ουρανός !
Μες΄στην ψυχή μου το ουράνιον τόξον
και στην καρδιά μου μέσα -
στιλπνός, πασίχαρος κορυδαλλός
λαλεί ο μικρός μου γιος
~
Ειρήνη Γκόλτσιου
O ΨΙΘΥΡΟΣ ΤΟΥ ΤΗΛΕΒΟΑ
Η τροχαλία που μας ανεβάζει είναι φιλιντσένια
Το φως παίζει με τους σπάγγους της
Λυσίκομος η θάλασσα πλέει στον αφρό της
Τα πετράδια που φορεί στα δάχτυλα της είναι πολύχρωμα
Και στάζουν ένα ένα μέσα στα κύματα
Που παίρνουν προς στιγμήν τα χρώματα των πετραδιών
που πέφτουν
Στην τροχιά του λευκού υπερωκεανείου
Στη γέφυρα του στοιβάζουν χιόνι από σταβέντο
Από την άλλη πλευρά οι ναύτες συσσωρεύουνε σαπφείρους
Κι αναρριπίζουν οι θερμασταί με φτερά φασιανών τις
φωτιές στο στόκολο
Το υπερωκεάνειον αυτό έχει τριάντα βάρκες
Είναι γιομάτες από πληθυσμούς μιάς κοραλένιας χερσονήσου
Οι κάτοικοι της κάθε βάρκας κρατούν ένα κουπί
Και παρουσιάζουν ένα σύνολο αρμονικά μυστηριώδες
Όπου υπερισχύει το γυναικείο φύλο
Το υπερωκεάνειον αυτό έχει τριάντα θηριοδαμαστάς
Και ένα μικρό ιππόδρομο όπου τρέχουν ιππάρια με ραβδώσεις
Και συγκρίνουν τις ραβδώσεις τους με τις ραβδώσεις των ζεμπρών
Το υπερωκεάνειον αυτό πορεύεται πέντε- έξη χρόνια
Το υπερωκεάνειον αυτό είναι το βήμα ενός ξανθού ποντοπόρου
Που βρίσκεται τώρα στην ακμή της ηλικίας του
Οι πόλεμοι τον έχουν αφήσει άτρωτο
Οι πόλεμοι τον έκαναν να τους μισήσει
Στα χέρια του κρατά ένα φιαλίδιον
Γιομάτο λάδι της μηχανής.
(Ενδοχώρα,
1945)
Το ποίημα αυτό γράφτηκε λίγο μετά την περίφημη διάλεξη «περί σουρεαλισμού» με την οποία ο Εμπειρίκος εισάγει ουσιαστικά τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα και εισβάλλει δυναμικά στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων.
Ο Εμπειρίκος με την βαθιά επαναστατική του ποίηση σίγουρα δεν έρχεται απλά για να προκαλέσει θόρυβο, όπως αρχικά ειπώθηκε από τους κριτικούς της εποχής του, αλλά για να καταθέσει μέσα από ποίηση εξαιρετική το όραμα της μεταψυχαναλυτικής ουτοπίας του, όραμα το οποίο διαπερνά την ποίηση του εν συνόλω.
Στο εν λόγω ποίημα συναντούμε το μοτίβο του ταξιδιού και του υπερωκεανίου. Oι επιβάτες-κάτοικοι πλέουν πάνω στη λυσίκομο θάλασσα ανάμεσα σε τόπους εξωτικούς προς ένα αύριο πολύχρωμο, φωτεινότερο. Πώς θα ευοδωθεί όμως το ταξίδι; Mόνο μέσω της εσωτερικής αλλαγής του ατόμου προϋπόθεση της οποίας αποτελεί η απελευθέρωση του ασυνειδήτου. Μόνο έτσι θα μπορέσει ο άνθρωπος να χειραφετηθεί ψυχολογικά, σεξουαλικά και κοινωνικά.
«Το υπερωκεάνιο αυτό είναι το βήμα ενός ξανθού ποντοπόρου.» Η ακμαία νεότητα, γένους αρσενικού εδώ αν και συνήθως είναι γένους θηλυκού, παρουσιάζεται άτρωτη να κρατά «ένα φιαλίδιο με λάδι της μηχανής». Mέσα στα δικά της χέρια λοιπόν πάλλεται η δύναμη της ανανέωσης, και όχι στα χέρια των αυθεντιών που κατά κανόνα ασπάζονται τον δογματισμό που τόσο αποστρεφόταν ο Εμπειρίκος.
Παρά τις όποιες ενστάσεις έχουν εκφραστεί για το έργο του δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε πως ο Εμπειρίκος με αριστοτεχνική χρήση της γλώσσας και της εικόνας οραματίστηκε με συνέπεια θαυμαστή τον ελεύθερο άνθρωπο, όπως βέβαια ο ίδιος τον αντιλαμβανόταν.
~
Ιφιγένεια Ντούμη
ΧΕΙΜΕΡΙΝΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ
Της πήραν τα παιγνίδια και τον εραστή της. Έσκυψε λοιπόν το κεφάλι και παρ’ όλίγον να πεθάνη. Μα τα δεκατρία ριζικά της σαν τα δεκατέσσερά της χρόνια εσπάθισαν την φευγαλέα συμφορά. Κανείς δεν μίλησε. Κανείς δεν έτρεξε να την προστατεύση κατά των υπερποντίων καρχαριών που την είχαν ήδη ματιάξει όπως ματιάζει η μυίγα ένα διαμάντι μια χώρα μαγεμένη. Κ’ έτσι ξεχάστηκε ανηλεώς αυτή η ιστορία όπως συμβαίνει κάθε φορά που ξεχνιέται από τον δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος.
[από την Υψικάμινο]
*
Έχει ακόμα τις κούκλες της στο δωμάτιό της, παρότι δεν παίζει πια μαζί τους. Ξέρει όμως απ’ έξω κι ανακατωτά όλο το παρελθόν τους. Τώρα κρατά ημερολόγιο· για εκείνον που αγαπά. Αυτό το παιχνίδι είναι ακόμα πιο διασκεδαστικό, γιατί πονάει κιόλας λίγο, αν και γλυκά. Ανακάλυψε ότι μπορεί τη θέση του παιχνιδιού να πάρει ο έρωτας. Κι αν πικράθηκε λίγο όταν συνειδητοποίησε ότι τελειώσαν πια οι κούκλες γι’ αυτήν, η καινούργια της ανακάλυψη ήταν υπέροχη. Ε, τι θα γίνει αν της την πάρουν κι αυτή; Σκύβει το κεφάλι και θέλει να πεθάνει. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο τραγικό. Δεν έχει νιώσει εξάλλου ακόμα τι είναι ο θάνατος. Άρα αυτό είναι. Αυτό πρέπει να είναι τώρα το σωστό. Να πεθάνει.
Εκείνοι που θα αποφασίσουν με τη μεγαλίστικη, υπερπόντια, σαρκοβόρα πείρα τους ότι ο έρωτάς της είναι λάθος, είναι σίγουροι: Θα της περάσει. Μικρή είναι κι άμαθη, δεν είναι αυτά για σένα, δεν κάνει αυτός για σένα, εσύ είσαι για άλλα πράγματα, έχεις καιρό για έρωτες. Όλα αυτά που τόσο εύκολα ξεστομίζονται αλλά που π ο τ έ κανείς δεν ξέρει αν είναι ή αν θα βγουν αληθινά.
Θα συνέλθει, κάποτε, ναι· σύντομα. Τα ζεστά μεσημέρια συντροφιά με τις κούκλες, τα ημερολόγια και τα ραβασάκια θα μείνουν καρφωμένα για πάντα στο μυαλό της, όμως ο πόνος μάλλον θα γλυκάνει, ας παρηγορηθούμε κι εμείς. Ο ποιητής την συμπονά. Είναι απ’ αυτή τη μεριά του ωκεανού, παίρνει το μέρος του έρωτα, της επιθυμίας, της αυτοδιάθεσης. Ενώ τα τιποτένια κήτη αυτά τα πολεμούν· ζηλεύουν ίσως κιόλας λίγο. Οι εφηβικές ορμές λογοκρίνονται, αναχαιτίζονται, αποστραγγίζονται· οι ανάλαφρες, καλοκαιρινές ψυχές βαραίνουν κάτω από την ανέραστη σκιά του συντηρητισμού. Είναι το σταφύλι χειμωνιάτικο; Το σταφύλι, όχι η σταφίδα.
Ξεχάστηκε λοιπόν αυτή η
ιστορία, μπορούν να ησυχάσουν οι φιλήσυχοι, όμως η λήθη αυτή έπεσε σαν
αστροπελέκι μέσα στο κοριτσίστικο δάσος, και μπορούμε να φανταστούμε τις
συνέπειες. Και το πιο πυκνό δάσος, με τις θαλερές βελανιδιές και τα
παιχνιδιάρικα νεροφαγώματα, βουβαίνεται όταν ο καρχαρίας αποφασίσει να βάλει το
χεράκι του.
Αν μπει το αστροπελέκι, δεν ξεχνιέται.
Τα «Χειμερινά σταφύλια» μας λένε μια ιστορία που λίγο ή πολύ όλοι έχουμε ζήσει. Της δίνουν ένα σχήμα, παράξενο μεν, αλλά που σου δίνεται, τόσο όσο χρειάζεσαι για να πιαστείς και να εμπλακείς στον βαθύτατα συναισθηματικό Εμπειρίκο που χαϊδεύει ό,τι δει με το βλέμμα του. Το μαρτυρούν οι στίχοι του, τα μάτια του, οι φωτογραφίες του, τα καταπληκτικά πεζά του. Κι αν είναι η χώρα μαγεμένη, γεμάτη ξόρκια που εχθρεύονται το παιχνίδι και τον έρωτα, αρκεί να κοιτάξουμε λίγο μέσα σε υψηλά κείμενα όπως τα δικά του, για να λύσουμε τα μάγια. Έστω για λίγο.
~
Χρήστος Σιορίκης
ΗΧΩ
Τα βήματά μας αντηχούν ακόμη
Μέσα στο δάσος με τον βόμβο των εντόμων
Και τις βαρειές σταγόνες απ’ τ’ αγιάζι
Που στάζει στα φυλλώματα των δένδρων
Κ’ ιδού που σκάζει μέσα στις σπηλιές
Η δόνησις κάθε κτυπήματων των υλοτόμων
Καθώς αραιώνουν με πελέκια τους κορμούς
Κρατώντας μεσ’ στο στόμα τους τραγούδια
Που μάθαν όταν είτανε παιδιά
Και παίζανε κρυφτούλι μεσ’ στο δάσος
[από τη συλλογή Ενδοχώρα]
Κι αν δεν υπάρχουν αθώες εποχές στη ζωή και την ιστορία, υπάρχουν όμως αθώες στιγμές, και στιγμές που η ευθύτητα του αισθήματος, του αισθήματος του παιδιού μέσα στον μεγάλο, κάνει τον άνθρωπο να απλώνει το χέρι προς τον άλλον – κι ό,τι γίνει, μακάρι το καλύτερο. Και αν είσαι ποιητής, και σε λένε Ανδρέα Εμπειρίκο, αγαπάς τους ανθρώπους και τους κάνεις να νιώθουν πως αν ζούσες θα τους αγκάλιαζες. Αν ζούσε θα μας αγκάλιαζε.
ΗΧΩ
Άκου τον ήχο σπάζει πέτρες
Και πέφτουνε πεφτάστερα στους στίβους
Στα γήπεδα πηδούν οι μπάλλες
Σαν μπάλλες ρούγκμπυ σαν πεπόνια
Κομψές κυρίες στις κερκίδες
Και κορασίδες με pull-over
Χειροκροτούν κι όλο φωνάζουνε
«Goal! Goal! στα δίχτυα των εχθρών
Όχι ποτέ στα δίχτυα του θανάτου»
[από τη συλλογή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες]
~
Όλγα Παπακώστα
Δεν
μου αρέσουν τα αισιόδοξα ποιήματα, όμως για σας, κύριε Εμπειρίκο, θα κάνω μια
εξαίρεση. Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνετε, ίσως και λόγω ειδικότητας, αλλά με την
καθαρεύουσά σας, τις χρονικές αυξήσεις των ρημάτων σας, την παρά προσδοκίαν
επιλογή των λέξεών σας, κάτι κάνετε και με θεραπεύετε από την κατάθλιψη. Θα
διαβάσω λοιπόν το υπερ-αντικαταθλιπτικό ποίημά σας «Έαρ σαν πάντα».
ΕΑΡ ΣΑΝ ΠΑΝΤΑ
Καλύπτουσα τα κύματα του δορυάλωτου χωριού με το
κόκκινό της
φόρεμα
Πρώτα μικρή κι έπειτα μεγάλη
Ανεβαίνει στην κορυφή του πύργου
Και πιάνει τα σύννεφα και τα συνθλίβει επί του στήθους της
Ίσως ποτέ να μην υπήρξε μεγαλείτερος καημός απ’ τον
δικό της
Ίσως ποτέ να μην έπεσαν ψίθυροι πιο πεπυρακτωμένοι στην
επιφάνεια ενός
προσώπου
Ίσως ποτέ δεν εξετέθη στην κατανόησι ανθρώπου έκθεσις πιο
εκτεταμένη
Έκθεσις πιο ποικίλη πιο περιεκτική από την ιστορία που
λεν τα νέφη αυτής
της εξομολογήσεως
Εδώ κι εκεί τα κόβουν λαιμητόμοι
Θερμές σταγόνες πέφτουνε στην γη
Ο γήλοφος που σχηματίσθηκε στο κυριώτερο σημείο της
πτώσεως
Φουσκώνει και ανεβαίνει ακόμη
Κανείς δασμός δεν είναι βαρύτερος από μια τέτοια σταγόνα
Κανένα διαμάντι πιο βαρύ
Κανείς μνηστήρ πιο πλήρης πάθους
Στιλπνά τα κράσπεδα του λόφου και γυαλίζουνε στον ήλιο
Στην κορυφή του περιμένει μια λεκάνη
Είναι γιομάτη ώς επάνω
Κι απ’ τα νερά της αναδύεται μια πολύ μικρή παιδίσκη
ωραιοτάτη.
Ελπίδα μας αυριανή.
(Από τη συλλογή «Ενδοχώρα» στον
τόμο: Ανδρέα Εμπειρίκου Ποιήματα [Υψικάμινος και Ενδοχώρα], εκδόσεις
Γαλαξία, τρίτη έκδοση, Μάρτιος 1980, σελ. 125)
~
Στέργιος Μήτας
Ο ποιητής, οι πόλεις, τα πουλιά
Ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος, έχει ειπωθεί ξανά αυτό, αγαπάει πολύ τα πουλιά. Μόνο στις σελίδες της Ενδοχώρας (1945), εμφανίζονται ενδεικτικά: πεταλούδες, νυκτοπούλια, χελιδόνια, κορυδαλλοί και κοτσύφια, ένας κόραξ, δυο λελέκια, το «περιστέρι των παλμών», οι «λογισμοί της ηδονής πουλιά», το δεκαπεντασύλλαβο «χρυσό πουλί καλό πουλί πουλί λαμπρό μαντάτο» – και βεβαίως το «ηρωικό […] ασύγκριτο πουλί της οικουμένης Ανδρέας Μπρετόν».
Δεν είναι λοιπόν απρόσμενο: Το ποίημα εκείνο, που –στην ίδια συλλογή– εξαγγέλλει, ούτε λίγο ούτε πολύ, τον συντελεσμένο θρίαμβο του ποιητικού κινήματος του υπερρεαλισμού, φέρει στον τίτλο του το πλέον δηλωτικό σημείο των πουλιών, το ράμφος («Ράμφος, ή η νίκη του υπερρεαλισμού»):
«Η πόλις εδραιώθηκε και στέκει/ Μέσα στη δόξα της καθώς καθρέπτης του καιρού της/ Οι μιναρέδες της λογχίζουνε και δρέπουν/ Τα σύννεφα της ηδονής/ Η πόλις σκόρπισε τα δώρα της στο νάμα/ Μιας εποχής που δεν μαραίνεται στον χρόνο […]».
Οι υπερρεαλιστές, ας το θυμηθούμε εδώ, αγαπούν πολύ και τις πόλεις-ποιητικές ουτοπίες. Ο Εμπειρίκος αναγγέλλει τη νίκη της ποίησης ως εδραίωση μιας πόλης (άρα, θα λέγαμε: ως μιας κοινωνικής σχέσης-συνθήκης). Γέννημα και καθρέπτης όπως το λέει του καιρού της, μα και αμάραντη, ακηλίδωτη –εφεξής– στο χρόνο. Και το πλέον αξιοπρόσεκτο: δεν πρόκειται για κάποιον τόπο νοσταλγίας ή ένα άσυλο των ποιητών, όπως οι πόλεις του συνοδοιπόρου Νίκου Εγγονόπουλου, π.χ. η Σινώπη («το όνομα –το επίσημο– της “Πόλεως-Σύννεφο”») ή το Ελμπασσάν («μια πόλις μεγάλη, όπου μπορώ ναν την περιγράψω λεπτομερέστατα λέγοντας για ένα τραγούδι – σε άγνωστη, βέβαια, γλώσσα»). Η πόλις του Εμπειρίκου λογχίζει με τους μιναρέδες της τους ουρανούς· έχει ωστόσο και κάτι από τη γνώριμη, τη δική μας γη, και τις γυναίκες που αγαπάμε: καθώς το διαγράφει με ένα γλυκό παραξένισμα –και μια θαυμάσια ρίμα εσωτερική– το κλείσιμο των στίχων: «[…] Μιας εποχής τρανής γαλανομάτας/ Με ελιές της Καλαμάτας στα μαλλιά της».
ΡΑΜΦΟΣ, Η Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΥ
Η πόλις εδραιώθηκε και στέκει
Μέσα στη δόξα της καθώς καθρέπτης του καιρού της
Οι μιναρέδες της λογχίζουνε και δρέπουν
Τα σύννεφα της ηδονής.
Η πόλις σκόρπισε τα δώρα της στο νάμα
Μιας εποχής που δεν μαραίνεται στον χρόνο
Μιας εποχής τρανής γαλανομάτας
Με ελιές της Καλαμάτας στα μαλλιά της.
(Ενδοχώρα, 1945)
~
Παναγιώτης Ιωαννίδης
ΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ
Τα χρόνια πέφτουνε στους καταρράκτες
Και μια ριπή ξαφνιάζει τα πουλιά
Όμως δεν θύμωσαν τα περιβόλια
Βόλια χαράς σφυρίζουν μεσ’ στα φύλλα
Είναι τα μήλα κόκκινα
Κ’ ένας διαβάτης κόβει μερικά.
[από την Ενδοχώρα, 1945]
Όταν η Αλεξάνδρα Πλαστήρα προ ετών θυμήθηκε και απήγγειλε τους τελευταίους τρεις –από τους επτά όλους κι όλους, και μάλιστα βραχείς– στίχους αυτού του πλέον πολύ αγαπημένου ποιήματος, αναρωτήθηκα αίφνης προς στιγμήν αν ήσαν του Καρυωτάκη: ποιητή, βεβαίως, που αγαπούσε και θαύμαζε βαθειά ο Εμπειρίκος.
Ξαναδιαβάζοντας για πολλοστή φορά όλο το ποιητικό έργο του για τούτο το αφιέρωμα, με ξάφνιασε η επιβεβαίωση τού πόσο πολλά ποιήματα της Υψικαμίνου είναι, στα σημερινά αυτιά (και στον νου) μας, απολύτως ‘βατά’, και ουσιώδη πέρα από την εκρηκτική, λυτρωτική χαρά που μας χαρίζουν με την γλωσσική και την εικονοπλαστική ελευθερία τους. Μετά, δίστασα ανάμεσα σε δυο ποιήματα από την Σήμερον…: τα «Χαρτιά των εορτών» και τον «Μέγα θαλαμηπόλο», κι ένα απ’ την Προϊστορία…: τις «Φωνές μέσα στη νύχτα». Επέστρεψα όμως σε αυτό το σύντομο ποίημα της Ενδοχώρας, για τους ακόλουθους δύο λόγους:
Πρώτον, μου αρέσει να ακούω στον Εμπειρίκο την συνέχεια του Καρυωτάκη με τον Σικελιανό μαζί – συγκερασμός που θα ακουγόταν ασύλληπτος, αν δεν τον είχε πραγματώσει εκείνος, σ’ ένα –εννοείται– ολωσδιόλου πρωτότυπο ποιητικό έργο.
Δεύτερον –ασύλληπτο σχεδόν, κι αυτό–, μου φαίνεται πως πολλά χαρακτηριστικά της ποίησης του Εμπειρίκου βρίσκονται εδώ συμπυκνωμένα:
Η γλωσσική ευρηματικότητα και, προπάντων, η γλωσσική ευφροσύνη:
Προστρέχουν πάντα τα νερά / Τα χρόνια πέφτουνε στους καταρράκτες / Και μια ριπή ξαφνιάζει τα πουλιά // Όμως δεν θύμωσαν τα περιβόλια / Βόλια χαράς σφυρίζουν μεσ’ στα φύλλα / Είναι τα μήλα κόκκινα / Κ’ ένας διαβάτης κόβει μερικά.
Η υπέροχη υπερρεαλιστική ελευθερία – που νοηματοδοτεί εκ νέου τα γνωστά, και μας κάνει να απορούμε πώς δεν τα βλέπαμε έτσι πρωτύτερα:
Τα νερά προστρέχουν, τα χρόνια πέφτουνε στους καταρράκτες – κι ωστόσο τα περιβόλια δεν θυμώνουν…
Οι ερωτικές συνδηλώσεις: καταρράκτες, ριπή, βόλια χαράς, κόκκινα μήλα – και βέβαια η ερωτική χειρονομία της κοπής τους.
Τέλος, κάμποσα αγαπημένα θέματα του Εμπειρίκου: τα βλέφαρα του τίτλου, φυσικά: τα μάτια και το βλέμμα· το νερό, τα πουλιά, τα φυτά και οι κήποι, οι καρποί· οι περαστικοί· ο χρόνος· η χαρά.
Για όλα αυτά, θέλω απλώς το ποίημα αυτό να ακουστεί ξανά (διαβάστε το φωναχτά):
ΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ
Προστρέχουν πάντα τα νερά
Τα χρόνια πέφτουνε στους καταρράκτες
Και μια ριπή ξαφνιάζει τα πουλιά
Όμως δεν θύμωσαν τα περιβόλια
Βόλια χαράς σφυρίζουν μεσ’ στα φύλλα
Είναι τα μήλα κόκκινα
Κ’ ένας διαβάτης κόβει μερικά.
~
Ειρήνη Βακαλοπούλου
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια
Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτή την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους
Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη
Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας
Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας
Της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευση των υπαρχόντων
Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένο δέρας της υπάρξεώς μας…
[από την Υψικάμινο]
*
Ο ελληνικός υπερρεαλισμός είχε το προνόμιο να αναφυεί σε μία πολιτισμική περίσταση κατά την οποία ο ελληνικός λαός προσδεμένος ακόμα στο άρμα της υπερδυσχιλιετούς παραδόσης του, βίωνε το υπαρκτικό γεγονός μακριά από τα ενοχικά συμπλέγματα της ευρωπαϊκής Δύσης. Η κατάδυση στο υποσυνείδητο δεν υπήρξε αποτέλεσμα μίας άρνησης, μία πράξη χειραφέτησης αλλά πνευματική έκφραση ελευθερίας. Η πόρτα που άνοιξε δεν θα οδηγούσε στο άγνωστο αλλά στο ίδιο το δεδομένο της άμεσης εμπειρίας ιδωμένο πια μέσα από το φως, όχι βέβαια εκείνου της Νοήσεως που καταστρέφει το πράγμα μα του Λόγου που προάγει την αταξία της τάξης και την τάξη της αταξίας.
Το ποίημα "Τριαντάφυλλα στο Παράθυρο" είναι ο καθημερινός τόπος, η σιωπηλή οντότητα, η υπαρξιακή έγερση πως ο άνθρωπος θυμίζει κάτι από την εικόνα αυτή. Ύψιστος προορισμός, η αναγνώριση της ατελεύτητης μάζας του -οι σωματικές και ψυχικές διαστάσεις που ο ίδιος αποκτά μέσω του πνεύματος και της ηδονής. Φτάνοντας εκεί, κατανοεί την αιώνια ύλη του και την σπουδαιότητα της ταπείνωσης με σκοπό την κατάκτηση της αγάπης.
Η σάρκα και η ψυχή του ανθρώπου είναι αναπόφευκτα στιγματισμένη από τις οδύνες, τον φθόνο, τον φόβο της φθοράς και του θανάτου. Αυτό το σεσημασμένο δέρας του βιώματος έχει όμως την ικανότητα να συντελεί μια δίκαιη πνευματικότητα της ίδιας της υπόστασης του ανθρώπου μέσω της παραδοχής των ελλείψεών του, ώστε στο τέλος να εξυψώσει την ετερότητά του. Ο υπερρεαλισμός διερευνά το ασυνείδητο, το φθαρτό διαπεραιώνεται στη σφαίρα του αιωνίου και η κοινωνία παύει να εγκιβωτίζεται στο στενό ορισμό της συλλογικότητας, γίνεται οντική συνθήκη. Η μόνη ετερότητα είναι το ίδιο το κάλλος.
~
Ορφέας Απέργης
Όλα ξεκινούν απ’ το Μπογιάτι
Ξεχασμένο, όσο να ’ναι, παρέμενε το αρχικό δημιουργικό ξέσπασμα του Ανδρέα Εμπειρίκου – αυτά τα ποιήματα της πρώτης του ορμής, γραμμένα το 1933 και κυρίως το 1934, τα οποία μάζεψε ο νεαρός επίδοξος ποιητής σε μια πλήρη ποιητική ενότητα, έτοιμη προς έκδοση ήδη το Σεπτέμβριο του 1934. Ο τίτλος θα ήταν «1934».
Τα ποιήματα αυτά σκεπάστηκαν –κι έτσι καταχωνιάστηκαν– από την υπερρεαλιστική πλημμυρίδα της Υψικαμίνου, η οποία δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 1935. Αγνοούνταν για καιρό. Ο ποιητής είχε χάσει το ολοκληρωμένο χειρόγραφό τους μετά τον πόλεμο. Αλλά, λίγο πριν πεθάνει, το 1971-72, προσπάθησε να ξαναστήσει, με ό,τι σκόρπιο βρήκε, εκείνη την πρώτη συλλογή. Ο τίτλος τώρα θα γινόταν «Προϊστορία ή Καταγωγή».
Ο Εμπειρίκος πέθανε το 1975. Τα πρωτότυπα χειρόγραφα της ολοκληρωμένης εκείνης πρώτης συλλογής βρέθηκαν αναπάντεχα στις βαλίτσες της μητέρας του, στην αποθήκη του σπιτιού του.
Και το 2014, 113 ολόκληρα χρόνια μετά τη γέννησή του, ο Εμπειρίκος κυκλοφόρησε, καίτοι νεκρός, την τελευταία, ως τώρα, ποιητική του συλλογή, με την τόσο επίμονα αγαπητική επιμελητική αρωγή του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, από την Άγρα του Πετσόπουλου. Τίτλος της, εν τέλει: «1934 – Προϊστορία ή Καταγωγή».
Ανάμεσα σ’ εκείνα τα ξεχασμένα ποιήματα του 1933-34, υπάρχουν αρκετά εμφανώς πρωτόλεια, του τύπου «Κι ελπίζω να ’ναι το ταξείδι μακρυνό / ‘Γεμάτο περιπέτειες, γεμάτο γνώσεις’ / ‘Τώρα που μάθαμε και μεις οι Νέες Υόρκες τι σημαίνουν’.»
Αλλά όλα υπόσχονται ότι κάτι κυοφορούν, ότι κάτι θα γεννήσουν.
Ας πούμε, οι παραπάνω καβαφογενείς στίχοι εμφανίζονται στο ποίημα «Υπερωκεάνειος Πλους ή Πλους Υπερωκεανείου». Με αυτούς τελειώνει ένα εμφανώς άγουρο στιχούργημα, που όμως περιέχει τον σπόρο των θαυμάτων – από τη μήτρα του θα γεννηθούν, εν καιρώ, οι «Στροφές Στροφάλων», αλλά και το έπος του «Μεγάλου Ανατολικού».
Κεντρικό ρόλο στην πρώιμη αυτή προσπάθεια του Εμπειρίκου κατέχουν δυο ποιήματα, γραμμένα το 1933, με τη συμπλήρωση των 32ων γενεθλίων του, τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς. Το πρώτο, μάλιστα, φέρει ως τίτλο του τη γενέθλια ημέρα του ποιητή: «Την 2ην ημέρα του Σεπτέμβρη». Είναι σα να μας λέει ο Εμπειρίκος: «Εδώ γεννιέμαι».
Πρόκειται για δύο ποιήματα που όχι μόνον πολλά υπόσχονται, αλλά και πολλά ήδη πραγματοποιούν. Είναι δυο ποιήματα, μικρότερης ή μεγαλύτερης αλληγορίας, που περιγράφουνε την ποιητική του Εμπειρίκου. Είναι σα δυο θεμέλια της ποιητικής του. Μάλιστα, είναι βαλμένα δίπλα-δίπλα, περίπου στο μέσον της συλλογής, ακριβώς σαν τις κολόνες, τους στύλους μιας εισόδου στην εμπειρίκειο ποίηση.
Και τα δύο αναφέρονται στο Μπογιάτι, το νυν «καλλωπισμένο» ως «Άγιο Στέφανο» – αλλά και μόνο για χάρη αυτών των δύο μειζόνων νεοελληνικών ποιημάτων θα άξιζε να πάρει πίσω ο καλλωπισμένος δήμος το αρχικό του, καταγωγικό «Μπογιάτι»!
Και τα δύο είναι ποιήματα αφηγηματικά, με εμβόλιμες εξάρσεις φιλοσοφικής ποιητικής. Η αφήγηση και στα δύο μοιάζει –και είναι– αλληγορική. Το πρώτο περιγράφει πώς ο νεαρός αφηγητής (Εμπειρίκος) προστάζει τον επιστάτη «του πατρικού χτημάτου μας – Μπογιάτι» να πετάξει τον «παλαιό, τον κόκκινο, τον σάπιον καναπέ», τον «φρικαλέο δεσπότη του χώρου», που τον αντικρίσανε, μπαίνοντας στο πατρικό σπίτι, «να εξουσιάζη μέσ’ στη μούχλα, τον σκόρο και το σκότος». Ο πατέρας εμφανώς απουσιάζει. Έχει αντικατασταθεί από το σπίτι και το κτήμα του. Τις εντολές δίνει τώρα ο γιος Εμπειρίκος. Η εντολή του πραγματοποιείται, το πατρικό κτήμα τροποποιείται κατά τις νεότερες βουλές του: «Κρατώ λοιπόν τις αναμνήσεις και πετώ τον σάπιον καναπέ. […] Και τώρα στο λυτρωμένο σπίτι του χτημάτου […] τώρα [πια] όλα είναι μπορετά / Αφού την δεύτερη ημέρα του Σεπτέμβρη / και την πρώτη της αφίξεώς μας στο Μπογιάτι, / Καταλύσαμε την τυραννίδα του σάπιου καναπέ / Κι ανοίξαμε επιτέλους ορθάνοιχτα τα τζάμια».
Η αλληγορία, εδώ, βοά. Το πατρικό κτήμα υφίσταται τις συνέπειες της επέλευσης του νεαρού Εμπειρίκου, απουσίᾳ του πατέρα, και γίνεται κάτι νέο, παν τι το αλλότριο κι ελπιδοφόρο, μήτρα μιας χαρακτηριστικά εμπειρίκειας ουτοπίας, όπως οι κατοπινές της Οκτάνας και του Μεγάλου Ανατολικού.
Το πατρικό κληροδότημα, σα να λέμε «η παράδοση», θα ανανεωθεί διά της δημιουργικής καταστροφής, διά του ξεφορτώματος των παλαιών βαρών – όπως τα συμβολίζει ο κόκκινος καναπές. Το Μπογιάτι –συγχωρέστε μου την ευκολία– θα ξαναμπογιατιστεί. Και το σάπιο κόκκινο θα αντικατασταθεί από ένα άλλο, πολύ πιο ελπιδοφόρο χρώμα, το κόκκινο των νέων καιρών.
Αυτό το κόκκινο των νέων καιρών δοξολογεί το δεύτερο από τα δύο θεμελιακά ποιήματα του Μπογιατιού: «Το θέαμα του Μπογιατιού ως κινούμενου τοπίου». Αν και δημοσιεύτηκε –για τους πιο επιμελείς εξ υμών–, επίσης από την Άγρα, σε φυλλάδιο εκτός εμπορίου το 2009, παρέμενε επί χρόνια ωσεί άγνωστο, παρόλο που το είχε μνημονεύσει, αναγνωρίζοντας τη σημασία του, ο Ελύτης, στην «Αναφορά» του «στον Ανδρέα Εμπειρίκο» (κείμενο γραμμένο το 1977, με αφορμή το θάνατο του ποιητή). Λέει εκεί, en passant, ο Ελύτης: «Το ‘Θέαμα του Μπογιατιού ως κινούμενου τοπίου’, ποίημα που δε θέλησε ποτέ να φέρει στη δημοσιότητα, είναι […] χαρακτηριστικό μιας μεταβατικής περιόδου και δείχνει, κοντά στ’ άλλα, πόσο η καλλονή του τυχαίου π.χ., που συνέβαλε στην εξέλιξη και τη διαμόρφωση της ποιητικής του, είχε προσελκύσει την προσοχή του πολύ πριν την εντόπισή της από τον André Breton».
Νιώθει τη σημασία του ποιήματος του Μπογιατιού ο Ελύτης. Αλλά μάλλον σφάλλει στις εκτιμήσεις του – δεν είναι η καλλονή του τυχαίου, αλλά η ψυχικά δραστική αντικειμενικότητα του τυχαίου, το υπερρεαλιστικό (μπρετονικό) hasard objectif, αυτό που ενδιαφέρει τον Εμπειρίκο, δηλαδή η δημιουργική σημασία του ελεύθερου συνειρμού που ξεκινάει από αυτά με τα οποία, τυχαία, η πραγματικότητα μάς τροφοδοτεί. Κι έπειτα, το ποίημα αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό «μεταβατικής περιόδου» – είναι, όχι εντελώς ηθελημένα ίσως, ένα θεμελιακό, ένα προγραμματικό ποίημα, που περιέχει, εν σπέρματι, ολόκληρη την ποιητική του Εμπειρίκου, ένα ποίημα που υπόκειται σε ολόκληρο το έργο του. Αλλά και στα πραγματολογικά ο Ελύτης δεν είναι τόσο ακριβής – ο Εμπειρίκος είναι ήδη, από το 1925, στο Παρίσι και αρχίζει ψυχανάλυση. Τον Ιανουάριο του 1933, ο ψυχαναλυτής Jean Frois-Wittmann τον φέρνει σε επαφή με τον Μπρετόν και τους υπερρεαλιστές (βλέπε τις κατατοπιστικές πληροφορίες που μας παρέχει ο Γιατρομανωλάκης στα σχόλια της έκδοσης του «1934 – Προϊστορία ή Καταγωγή», Άγρα, 2014, σ. 52). Άρα τον Σεπτέμβριο του 1933 που γράφει τα δυο ποιήματα του Μπογιατιού ο Εμπειρίκος είναι ήδη ξεσκολισμένος στα της ψυχανάλυσης και του υπερρεαλισμού. Και τα προσυπογράφει και με τα δύο χέρια.
Αυτή την προσυπογραφή του ενσαρκώνουν και τα δύο ποιήματα του Μπογιατιού. Και αν στο πρώτο ο ποιητής αφηγείται μια τελετουργική πατροκτονία, διαμέσου ενός ανυποψίαστου, πλην όμως «παλαιού και σάπιου» καναπέ, στο δεύτερο ποίημα παρουσιάζει μια θεαματική εφαρμογή της ποιητικής του μεθόδου – ποιητικής μεθόδου όχι μονάχα για την ποίηση αλλά και για ολόκληρη τη ζωή. Το δεύτερο αυτό ποίημα βάζει τη μέθοδο σε εφαρμογή, εφαρμόζει τη θεωρία στην πράξη: Να πώς είναι –μας λέει ο νεαρός μαθητευόμενος μάγος της ουτοπίας– ο υπερρεαλισμός, η ψυχανάλυση και ο μαρξισμός στην πράξη – όπου μαρξισμός η τρίτη συνιστώσα του νεανικού ενθουσιασμού του «πατροκτόνου» Εμπειρίκου. Να τι ποίημα, μας λέει, αυτά δημιουργούν.
Είναι ένα ποίημα εντυπωσιακό, όπου κυριαρχούν αλλά και ρητώς εξυμνούνται, με τον γνωστό ενθουσιώδη δοξαστικό τρόπο (και) του μετέπειτα Εμπειρίκου, οι «συνειρμοί και οι συσχετίσεις» – η ψυχική (άρα και ποιητική) διεργασία ως αέναη κίνηση μυριάδων συσχετίσεων, θα λέγαμε αλλιώς. Δηλαδή το «κινούμενο τοπίο» και το εξ αυτού «θέαμα», είναι το θεαματικό τοπίο της ψυχής εν δράσει, εν ώρα λειτουργίας – με όλες τις μυστικιστικές συνδηλώσεις και προεκτάσεις του όρου.
Κι αν ο υπερρεαλισμός εδώ δεν εφαρμόζεται ως αυτόματη γραφή, όπως λίγο αργότερα, και τόσο θεαματικά, θα γινόταν στα ποιήματα της Υψικαμίνου, παρόλα αυτά και στο ποίημα του Μπογιατιού επιχειρείται, προγραμματικά, η σύντηξη (εξ ου και ο τίτλος της συγκαιρινής Υψικαμίνου) ανόμοιων πραγμάτων, το ταίριασμα των αταίριαστων, που ελευθεριακά, διά του ανεμπόδιστου συνειρμού, πάντα επιδιώκει ο υπερρεαλισμός.
Το νήμα, το πολύ ορατό νήμα που δίνει νόημα, που συνέχει και ρυθμίζει –δίνοντας, δηλαδή, τον ρυθμό στην εξ αυτών ποίηση της ζωής– την εμπειρίκειο αγία τριάδα (υπερρεαλισμού ψυχανάλυσης, μαρξισμού), ως πνεύμα «εντός κι εκτός», αλλά και «σαρξ εκ της σαρκός» της, με «περιπάθεια» αλλά και «μυστικοπάθεια» (οι φράσεις από το ποίημα) – το ρυθμιστικό αυτό ν(ο)ήμα είναι ο έρωτας, η πλήρης ερωτική ηδονική χαρά, η «τζόγια», με προάγγελό της (και μείζονα επιρροή στην εμπειρίκειο ποιητική μέθοδο) τον, επίσης αναφερόμενο στο ποίημα, D.H. Lawrence. Έργα όπως το Women in Love αλλά και η, κατά το παρόν ποίημα, «Λαίδη Τσάτερλεϋ» αποτελούν μια από τις πιο σημαντικές επιρροές του Εμπειρίκου – κι αξίζει να εξεταστεί διεξοδικά η συνομιλία του με τον δημιουργικό αυτό προπάτορα (μέλλοντες αλλά και νυν φιλόλογοι, σπεύσατε!).
Η εμπειρίκειος «αγία τριάδα» «ψυχανάλυσης, ιστορικού ματεριαλισμού και σουρεαλισμού» αναφέρεται ακριβώς έτσι, επί λέξει, σε μια μικρή παράγραφο –«οιονεί ποιητικό μανιφέστο» κατά τον Γιατρομανωλάκη– γραμμένη στα γαλλικά, που προτάσσεται του ποιήματος της θέας του Μπογιατιού στα χειρόγραφα του ποιητή (βλ. σ. 56, «1934 – Προϊστορία ή Καταγωγή», ο. π.).
Αλλά μπορεί κανείς να σχηματοποιήσει το εμπειρίκειο σύμπαν κι αλλιώς, βάζοντας τον υπερρεαλισμό, ως υποκείμενη δομική μέθοδο («οι συνειρμοί και συσχετίσεις / ποίηση της ποίησης αυτούσια», μας λέει στο εν λόγω ποίημα του Μπογιατιού), να συνέχει και να ρυθμίζει ποιητικά την ψυχανάλυση, τον έρωτα και την ουτοπία – η οποία στα πρώτα δημιουργικά χρόνια του Εμπειρίκου είναι όχι μόνο ερωτική αλλά και μαρξιστική.
Το αποτέλεσμα της υπερρεαλιστικής σύντηξης των ανομοίων είναι απελευθερωτικό. Έχει μέσα του μια χαρούμενη αλαφράδα που σχεδόν φλερτάρει, στα ύστερα, υποψιασμένα μάτια μας (παρότι αυτό δεν είναι στις προθέσεις του Εμπειρίκου), με τη σάτιρα – μ’ ένα ενθουσιώδες γέλιο, ή έστω μ’ έναν γελαστό ενθουσιασμό· οι σεξουαλικές ώσεις («εντός κι εκτός», μέσα-έξω, μας λέει ο Εμπειρίκος), τα κύματα της σεξουαλικής πράξης, θα είναι όμοια με τα κύματα της εξάπλωσης του κομμουνισμού, ή: από τους ξαπλωμένους εραστές στους εξαπλωμένους προλετάριους!
Πιο σχηματικά: Πρώτα θα σηκωθούμε από τον πατρογονικό καναπέ και μετά θα γράψουμε, και θα εφαρμόσουμε στη ζωή, την ποίηση της πλήρους δημιουργικής ελευθερίας ψυχής και σώματος. Και η κορυφαία ενσάρκωση αυτής της ψυχή τε και σώματι ελευθερίας του ανθρώπου είναι ο έρωτας. Ήδη, στον Εμπειρίκο του ’33, σε πείσμα της παγκόσμιας θηριωδίας που τόσο τραγικά επέκειτο, φυτρώνει και θάλλει ο σπόρος που θα δώσει αργότερα τη Γενιά των Λουλουδιών – τους Beat και τον Παρισινό Μάη.
Και, ολίγον πιο στρυφνά φιλολογικώς, σε αυτό το καταγωγικό «Μπογιάτι» περικλείεται όλη η μέλλουσα ν’ αναφανεί εμπειρίκεια ποιητική, ήδη, σχεδόν, κατ–ορθωμένη.
Ακόμα και ως προς τη μορφή της, αυτή την τόσο απελευθερωμένη ελευθερόστιχη αφηγηματική ροή, που πολλοί ακόμα και σήμερα θα την έλεγαν –και τη λένε– ανερυθριάστως «πεζολογία» – πόσο μπροστά, το ’33, βρίσκεται αυτή η ποιητική από την εποχή της! Αλλά, και στη μορφή, η υπερρεαλιστική μέθοδος συντήκει το παλιό με το καινούριο· την ίδια στιγμή που το ποίημα απλώνεται αφηγηματικά χωρίς να νοιάζεται τόσο για την έκταση κάθε στίχου (έχουμε στίχους με δύο λέξεις αλλά και στίχο με είκοσι-έξι!), πολλοί από τους στίχους, όπως εξάλλου και ο ίδιος ο τίτλος του ποιήματος (ουσιαστικά ένας δεκαπεντασύλλαβος!), είναι σαφώς ιαμβικοί, εξ ου και ο τύπος «κινούμενου (τοπίου, ή Δουνάβεως)» (δημοτική) συνυπάρχει με τους τύπους «κινουμένης (γυναικός)» και «κινουμένων (βαποριών)» (καθαρεύουσα), σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες του ιαμβικού μέτρου. Πόσο πληθωρική μορφικά-γλωσσικά είναι ήδη η ποίηση του Εμπειρίκου! Πόσο «άνευ ορίων, άνευ όρων», και κυρίως, πόσο άνευ (ιδεολογικών αλλά και μορφολογικών) ενοχών.
Κι αν την οδό προς τον υπερρεαλισμό την έσπειρε με αγκάθια, όσο να ’ναι, η χλεύη του αθηναϊκού μικροαστικού επαρχιωτισμού της εποχής έναντι της Υψικαμίνου αλλά και των Κλειδοκυμβάλων του «ισαπόστολου» Εγγονόπουλου, αν την οδό προς τον μαρξισμό την έφραξε η σταλινική φράξια που έγινε καθεστώς τυραννικότερο όλων, αν την οδό προς την ψυχανάλυση, ως λύση που όλοι την εδικαιούντο, την κατάργησε η λυσσώδης επίθεση εναντίον του ίδιου του Εμπειρίκου ως ασκούμενου ψυχαναλυτή τω καιρώ εκείνω, παρά ταύτα, η ουτοπία που από αυτά τα δύο ποιήματα του Μπογιατιού ξεκινάει, καίτοι, με τα χρόνια, πιο ιδιωτική, τού έγινε ανάγκη ολοένα και πιο έντονη, όπως ο πληθωρικός αλλά καλά φυλαγμένος Μέγας Ανατολικός, μαζί με την ομομήτριό του Οκτάνα, μαρτυρούν.
Να λοιπόν ολόκληρο «Το θέαμα του Μπογιατιού ως
κινούμενου τοπίου», για να βγάλετε κι εσείς τα δικά σας συμπεράσματα:
ΤΟ ΘΕΑΜΑ ΤΟΥ ΜΠΟΓΙΑΤΙΟΥ ΩΣ ΚΙΝΟΥΜΕΝΟΥ ΤΟΠΙΟΥ
Το θέαμα του Μπογιατιού ως κινούμενου τοπίου
Από την πρύμη του καμιονιού με τα καλάθια
Γιομάτα φρούτα και λαχανικά για την Αθήνα
Ενώ τραγουδούσε ο μεθυσμένος κρεοπώλης ενίοτε
κοπρολογών
Και του ’κανε παρατηρήσεις ο σεμνός κι ευγενικός μανάβης
Σήμερα το απόγευμα νωρίς –
Το θέαμα του Μπογιατιού ως κινούμενου τοπίου
Ίσως να παρουσίαζε ομοιότητα με πρότυπον πίνακος του
Παρθένη
Αν εκείνη τη στιγμή στεκόμουν κάπου και δεν ήμουν
Άνθρωπος κινούμενος με τα καλάθια στο καμιόνι.
Μα έτσι,
Το θέαμα του Μπογιατιού ως κινούμενου τοπίου
Έμοιαζε μάλλον με ζωντανό τοπίο του Γουναροπούλου
Του μεγάλου μας ζωγράφου που αγαπώ πολύ
Του Γεωργίου Γουναροπούλου που είναι πάντοτε δυναμικός
Και στα πιο στατικά μοτίβα του ακόμη
Όπως και οι στίχοι μου αυτοί,
Ο Γεώργιος Γουναρόπουλος εκ Σωζουπόλεως της Βουλγαρίας
Ο κατ’ εξοχήν αισθησιακός και ποιητής ζωγράφος
Στο χρώμα, στη γραμμή, στο φως
Ανεξαρτήτως θέματος (που κάλλιστα μπορεί να λείπη)
Και τούτο πάντοτε ποιοτικώς.
Το θέαμα λοιπόν του Μπογιατιού ως κινούμενου τοπίου
Με κάτι μέσα του σαν το κορμί μιας κινουμένης γυναικός
στην αγκαλιά μου,
Μ’ έκανε να θυμηθώ καθώς ταλαντευόμουν στα καλάθια
Ηδονικά κινήματα των γυναικών εν γένει
Όταν συμπράττουν ερωτικώς
Με αγαπημένους άνδρες τους ή έστω με γυναίκες.
Και τώρα θυμάμαι, καθώς γράφω,
Εκείνες τις μαγικές σελίδες του D.H. Lawrence
Στο θαυμαστό βιβλίο του,
«Ο εραστής της Λαίδης Τσάτερλεϋ»
Όπου τ’ απανωτά σκιρτήματα, οι παλμοί κι αναπαλμοί
της ηδονής,
Εκτείνονται, επεκτείνονται σαν κύματα
Και προωθούνται από το πέος του ανδρός
–Εντός κι εκτός–
Και από τους κόλπους της ερωτευμένης γυναικός
–Σαρξ εκ σαρκός–
Με περιπάθεια
Με μυστικοπάθεια
Στη γη, στα δένδρα και σ’ ολόκληρη την φύση
Πανσεξουαλιστικώς.
Α! να ’ταν η Λαίδη Τσάτερλεϋ εδώ
Το μόνον ευαίσθητο και μετανοιωμένο μέλος
της οικογενείας της –
Α, να ’τανε η Λαίδη Τσάτερλεϋ εδώ
Ή κάποια άλλη συμπαθητική σε με γυναίκα
Που να με καταλαβαίνη σε όλα
Και να ’ναι έτοιμη να μοιρασθή μαζύ μου
Την ηδονή, την τρυφερότητα και την ανθρώπινη αλληλεγγύη
Σε σύνθεση ουσιαστικής και σύντονης αγάπης.
Α, να ’τανε η Λαίδη Τσάτερλεϋ εδώ
Ή κάποια άλλη συμπαθητική σε με γυναίκα
Τώρα που γύρισα πάλι στο Μπογιάτι
Τώρα που είμαι μόνος και λίγο μελαγχολικός,
Βλέποντας πως είμαι μόνος στη ζωή μου
Ενώ είμαι πιο ικανός από τον Μέλλορς.
Ω συνειρμοί και συσχετίσεις!
Το θέαμα του Μπογιατιού ως κινούμενου τοπίου
Δρόμος κι αυτό κινούμενος του ασυνειδήτου μου προς την
συνειδητή ζωή,
Αλληλουχία αυθόρμητη βλυσμάτων ορμεμφύτου
Οι συνειρμοί και συσχετίσεις
Ποίηση της ποίησης αυτούσια.
Και τώρα μου ’ρχεται στο νου,
Πως το θέαμα του Μπογιατιού ως κινούμενου τοπίου
Έχει εντός μου κινούμενες αναλογίες
Με την θέα της αχανούς ρουμανικής πεδιάδος
Και του μεγαλοπρεπώς κινούμενου Δουνάβεως
Έτσι καθώς τ’ αντίκρυζα θυμάμαι στα μικράτα μου
Από τις γέφυρες των κινουμένων βαποριών στον ποταμό
Όταν ταξίδευα με την μητέρα μου (που κατάγεται από την
Σεβαστούπολη)
Πριν από την επανάσταση του Οχτώβρη 1917,
Από την Ελλάδα στο μέρος της γης που τότε λέγαμε Ρωσία
Και σήμερα, με υπερηφάνεια και συγκίνηση το ονομάζουμε
ΕΣΣΔ
Και μου ’ρχεται τώρα στο νου
Πως το θέαμα του Μπογιατιού ως κινούμενου τοπίου
Καθώς και η θέα της αχανούς ρουμανικής πεδιάδος
Και του μεγαλοπρεπώς κινούμενου Δουνάβεως
(Γεννήθηκα στην Βραΐλα στα 1901 και στην Ελλάδα
μ’ έφεραν βρέφος τριών μηνών)
Έχουν εντός μου οι κινούμενες αυτές οντότητες
Σχέσεις κινούμενες υψίστης σημασίας
Με την ένδοξη πατρίδα της πρώτης εφαρμογής του γνήσιου
Σοσιαλισμού
Την επική μας ΕΣΣΔ
Από την οποία εκπορεύονται σήμερα το φως και οι εντολές
του Κομιντέρν
Και από την οποία αύριο θα επεκταθή σε ολόκληρη την
οικουμένη
Η παγκόσμια επανάσταση της Κομμουνιστικής μας
Διεθνούς
Όπως σ’ εκείνες τις μαγικές σελίδες του D.H. Lawrence
Τ’ απανωτά σκιρτήματα, οι παλμοί κι αναπαλμοί της ηδονής
Εκτείνονται, επεκτείνονται σαν κύματα
Και προωθούνται από το πέος του ανδρός
(Εντός κι εκτός)
Και από τους κόλπους της ερωτευμένης γυναικός
(Σαρξ εκ σαρκός)
Με περιπάθεια
Με μυστικοπάθεια
Στη γη, στα δένδρα και σ’ ολόκληρη τη φύση
Πανσεξουαλιστικώς
Παρόμοια και η παγκόσμια επανάσταση της
Κομμουνιστικής μας Διεθνούς
Θα επεκταθή
Στη γη, στον ουρανό και σ’ ολόκληρη την πλάση
Πανανθρωπιστικώς.
Αγαπημένη μας μητέρα ΕΣΣΔ,
Ύλη και πνεύμα της αμαράντου νίκης του προλεταριάτου
Ζωή μας, χτυποκάρδι μας
Εγγυήτρια της αγαθής εκβάσεως της πάλης των απανταχού
της γης
Κομμουνιστικών κομμάτων και οργανώσεων
Αγαπημένη μας μητέρα ΕΣΣΔ
Σήμερα το 1/6 της γης και αύριο και τα έξη
Σήμερα ΕΣΣΔ και αύριο ΠΕΣΣΔ με το Π = Παγκόσμιος
Αγαπημένη μας μητέρα ΕΣΣΔ,
Δέξου τους στίχους μου αυτούς που σου προσφέρω με την ίδια
ευλάβεια που ακουμπάμε τα λουλούδια μας στον τάφο του
πατέρα μας Λένιν.
Αγαπημένη μας μητέρα ΕΣΣΔ,
Δέξου την σύψυχή μου ανάταση μέσ’ απ’ τα βάθη
της σημερινής μας δυστυχίας και τα πλοκάμια
της κεφαλαιοκρατίας
Προς την αιώνια δόξα σου
Και κάμε
Μητέρα μας αγαπημένη ΕΣΣΔ,
Κάμε να έρθη γρήγορα και το δικό μας μέγα βράδυ που θα ’ναι
και δικό σου
Και ρύσαι ημάς από τους πονηρούς αστούς
Αμήν.
Μπογιάτι,
Σεπτ. 1933
~
Ολοκληρώνοντας αυτό το αφιέρωμα, ας επιστρέψουμε στην Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου [… δεν άνθησαν ματαίως – Ανθολογία υπερρεαλισμού, Νεφέλη, 1980]:
«[Μ]ετά από τις έστω όψιμες ερμηνείες, αναλύσεις, κατατάξεις και τοποθετήσεις πολλών από τους έλληνες ποιητές που ονομάζουμε υπερρεαλιστές, και στην κορυφή ακόμη του Πάνθεου της σύγχρονης ποίησης, πόσο είμαστε σε θέση να τους βάλουμε στη ζωή μας, στην καθημερινότητά μας; «Σκοπός του έργου τέχνης είναι η κατάργηση της μοναξιάς», λέει ο Νίκος Εγγονόπουλος, κι αλλού πάλι ο ίδιος λέει: «το έργο τέχνης πρέπει να μας παρηγορεί». Πόσο λοιπόν τα έργα των υπερρεαλιστών καταργούν τη μοναξιά μας; Πόσο μας παρηγορούν; Μήπως απ’ το πολύ να «κατανοούμε» τους ποιητές αυτούς, παραλείψαμε το πιο σημαντικό, να τους βάλουμε στη ζωή μας; Κι όμως ο υπερρεαλισμός τίποτε άλλο δε γύρεψε τόσο πολύ, όσο το να βάλει την ποίηση στη ζωή.» Πώς το γύρεψε αυτό; Με την «ανατροπή των συμβατικών σχέσεων του αντικειμενικού κόσμου και, κατ’ επέκταση, των συμβατικών του αξιών, κ[αι την] ανασυγκρότηση του κόσμου αυτού σε νέα πραγματικότητα, χάρη στις νέες σχέεσεις ανάμεσα στ’ αντικείμενα»· χάρη σε «[μια νέα λογική συγκρότηση], που δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα έντασης της προσοχής και πνευματικής εγρήγορσης». Γιατί «[ο] υπερρεαλισμός ήταν και είναι μια μεγάλη ελπίδα για τον άνθρωπο. Μόνο που δεν υποσχέθηκε ποτέ σε κανέναν την ανάπαυση, την ασφάλεια, την σωτηρία. Αντίθετα, ζητά έναν συνεχή πνευματικό αγώνα και δεν εντοπίζει τον εχθρό μονάχα έξω, απέναντί μας, αλλά και μέσα μας. Και τέτοιοι αγώνες είναι δύσκολοι κι επικίνδυνοι, κυρίως όταν ξεκινάμε με την προϋπόθεση ότι η ζωή, σαν παράδεισος ή σαν κόλαση –ή η «αληθινή ζωή», για την οποία έγραψεο Ρεμπώ– δεν είναι αλλού, παρά στο εδώ και το τώρα, μόνο που χρειάζεται κάθε στιγμή την έμπρακτη και ποιητική μας δράση, για να την ανακαλύπτουμε θαρραλέα σ’ όλη της την πολυπλοκότητα». «Αν την καλλιτεχνική έκφραση του υπερρεαλισμού την αντιμετωπίσουμε όχι σαν το φανέρωμα μιας τεχνοτροπίας, αλλά μιας νέας ελπίδας για τον άνθρωπο, τότε τα έργα που έδωσε θα πάψουν να μας φαίνονται δυσνόητα, αντι-αισθητικά ή ξεπερασμένα. Είναι πάντα επίκαιρα, όπως πάντα επίκαιρο είναι και το πρόβλημα της σχέσης του ανθρώπου με τον κόσμο, ή της θέσης του μέσα στον κόσμο.»
Με την ελπίδα να σας γεννήθηκε κι εσάς η επιθυμία να ξαναδιαβάσετε τον Εμπειρίκο, ας κλείσουμε με τα δικά του λόγια [από τον «Πλόκαμο της Αλταμίρας» (1936-7)]:
Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.
Πάρε την λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου.
*
Βασίλης Αμανατίδης. Ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, περφόρμερ. Έχει εκδώσει εννέα βιβλία ποίησης (πιο πρόσφατα: ∞: αποκατάσταση, 2022), καθώς και τη συγκεντρωτική επανέκδοση των διηγημάτων του στον τόμο Πλαγκτόν: οι ιστορίες (2019).
Ορφέας Απέργης. Γεννήθηκε
στην Αθήνα. Ποιητής, δοκιμιογράφος και
μεταφραστής. Πιο πρόσφατο, πέμπτο ποιητικό βιβλίο του: Δασκαλόπετρα
(2022). Κυκλοφορεί επίσης, σε μετάφρασή του, το λυρικό δράμα Ελλάς του
Shelley.
Ειρήνη
Βακαλοπούλου. Γεννήθηκε στην
Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Διεθνείς Σχέσεις και Δημιουργική Διαφήμιση. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές· πιο πρόσφατη: Τοκάτα
(2021).
Ειρήνη Γκόλτσιου. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Το 2017 εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή: Υπέρηχοι. Ποιήματα της έχουν συμπεριληφθεί σε ποιητικές ανθολογίες και δημοσιευθεί σε περιοδικά.
Άννα Γρίβα. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλολογία και Ιστορία της Λογοτεχνίας σε Αθήνα και Ρώμη. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικά βιβλία, διηγήματα, και μυθιστορήματα.
Παναγιώτης Ιωαννίδης. Τέσσερα βιβλία ποίησης· πιο πρόσφατο: Ρινόκερως (2020). Συμμετοχή σε δύο βιβλία δοκιμίων· πιο πρόσφατο: Τι μας μαθαίνει η τέχνη – Η καλλιτεχνική πράξη ως διεργασία γνώσης (2020). Μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού “[ΦΡΜΚ]”· ιδρυτής και επιμελητής των ποιητικών εκδηλώσεων “Με τα λόγια (γίνεται)”.
Κορίνα Καλούδη. Δύο ποιητικές συλλογές· πιο πρόσφατη: Χρειάστηκε να κλέψω (2022). Η πρώτη της (202), Και βέβαια τους φοβάμαι, έχει επίσης εκδοθεί στα γαλλικά.
Δήμητρα Κωτούλα. Κυκλοφορεί η τρίτη ποιητική συλλογή της, Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος. Ποιήματα της λευκής σελίδας.
Στέργιος Μήτας. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Έμμετρη φυσική ιστορία των θεάτρων (2013) και (μαζί με τους Θ. Ρακόπουλο και Α. Ψάλτη) Ξέρετε το τέλος (2017).
Iφιγένεια Ντούμη. Γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε Αγγλική Φιλολογία, Λογοτεχνική Μετάφραση και Υποκριτική. Δύο ποιητικές συλλογές· πιο πρόσφατη: Όλα μ’ αρέσουν (2022).
Χρήστος Σιορίκης. Γράφει ποιήματα και μεταφράζει από τα Ισπανικά. Εργάζεται ως δάσκαλος Ισπανικών. Ζει στην Αθήνα.