Μπράνκο
Μίλκοβιτς [Branko Miljković
(1934 –
1961)]
ΜΑΤΑΙΑ
ΤΗΝ ΞΥΠΝΑΩ
Την
ξυπνάω για τον ήλιο που εξηγείται στα
φυτά
για
τον ουρανό τεντωμένο ανάμεσα στα δάχτυλα
την
ξυπνάω για τις λέξεις που τσούζουν τον
λαιμό
την
αγαπάω με τ’ αυτιά μου
πρέπει
να πας μέχρι το τέλος του κόσμου για να
βρεις δρόσο στο χορτάρι
την
ξυπνάω για όλα τα μακρινά πράγματα που
μοιάζουν με αυτά εδώ
για
τους ανθρώπους που χωρίς μέτωπο και
όνομα περνούν στον δρόμο
για
τις ανώνυμες λέξεις πλατείες την ξυπνάω
για
τα βιομηχανικά τοπία δημόσια πάρκα
την
ξυπνάω για τον πλανήτη μας που ίσως
γίνει νάρκη στο ματωμένο ουρανό
για
τα χαμόγελα στην πέτρα φίλων που
αποκοιμήθηκαν ανάμεσα σε δύο μάχες
όταν
ο ουρανός δεν ήταν μεγάλο κλουβί για
πουλιά αλλά αεροδρόμιο
η
αγάπη μου γεμάτη άλλους είναι κομμάτι
της αυγής
την
ξυπνάω για την αυγή για την αγάπη για
μένα για τους άλλους
την
ξυπνάω κι ας είναι αυτό πιο μάταιο από
το να καλείς πουλί που κούρνιασε για
πάντα
σίγουρα
είπε: ας με γυρέψει και ας δει ότι λείπω
αυτή
η γυναίκα με χέρια παιδιού που αγαπάω
αυτό
το παιδί που αποκοιμήθηκε χωρίς να
σκουπίσει τα δάκρυα που ξυπνάω
μάταια
μάταια μάταια
μάταια
την ξυπνάω
γιατί
θα ξυπνήσει αλλιώτικη και νέα
μάταια
την ξυπνάω
γιατί
τα χείλη της δεν θα μπορέσουν να την
πουν
μάταια
την ξυπνάω
ξέρεις
καλά πως το νερό ρέει αλλά δεν λέει
τίποτα
μάταια
την ξυπνάω
πρέπει
να υποσχεθείς στο ξεχασμένο όνομα ένα
πρόσωπο στην άμμο
αν
δεν είναι έτσι κόψτε μου τα χέρια και
κάντε με πέτρα
[μετάφραση:
Μόμτσιλο Ράντιτς]
*
Η ΓΕΝΝΗΣΗ
Ήμουν
νύχτα
και
ήμουν πουλί μετά τα μεσάνυχτα
Τραγούδησα;
Όχι
κι
όταν ήμουν πουλί πέταξα από το σώμα μου
και δεν
τραγούδησα
τον εαυτό μου
όλα
εναντιώθηκαν
στον
εγκαταλελειμμένο τόπο και ήθελα να
γυρίσω
δεν
ήμουν ούτε κουφός ούτε μουγκός
ήμουν
νύχτα πριν απ’ την υγεία
νύχτα
ίασης πίσω απ’ το σώμα
που
ακόμα δεν έζησε μετά το θάνατό μου
δεν
είχαμε ακόμα γνωριστεί
κι
αυτό μας έλκυε απέραντα τον έναν προς
τον άλλον
εκείνο
που πρέπει να μείνει πίσω προηγείτο
Τραγούδησα;
Όχι
εγώ
δεν τραγούδησα
πρέπει
να είσαι καθαρός ώστε να μην ξέρεις
καμιά λέξη
ξεστομίζω
θα πει δείχνω τα δόντια
μίλησα
και προδόθηκα
τα
δόντια ο οισοφάγος και η κοιλιά
μού
έδειξαν τον δρόμο για το δικό μου και
το ξένο αίμα
ΜΑΚΡΥΚΟΥΠΟ
λάμνει το φως
στη
θάλασσα της Ελευσίνας
λειώνοντας
τα βαριά καράβια
σε
άθυρμα πάχνης
Βαθύ
ανήσυχο μαβί
διαπλέει
αύρα ατείχιστη
και
μια ταβέρνα ξέρηχη
τερπνά
φωτίζει με λαμπιόνια
πρώτα
ειδύλλια ή αγάπη
για
το μπλε
που
αλλάζει
Ύστερα
μαύρο
διάτρητο
από λαμπυρισμούς
της
άλλης όχθης
-
να ’ναι η Σαλαμίνα ή η Ψυτάλλεια; –
μια
αποικία
χαμηλών
αστερισμών ή πυροφάνι
καλή
ψαριά ανασύροντας
αφώτιστη
μεριά προσώπου
που
πια δε μνημονεύεις στην κουβέντα
ένα
πρόσωπο μισό
σαν
φεγγάρι στη χάση
που
το βλέπεις
ψηλά
στο στερέωμα
να
οδεύει
σε
έκλειψη πλήρη
Κοιτάς
της αστραπής
το
σκοτεινό ευεργέτημα
για
ελάχιστα λίγο παρών
στο
θίασο των ημερών εκείνων
που
διαβαίνει τον έναστρο Αχέροντα
για
να μπει στην τροχιά
του
παλιού σου ουρανού
ζωφόρος
ακίνητη
χαμένου
καιρού
*
ΤΟ ΚΟΒΕΙΣ
στα δυο με βιασύνη
Δόντια
πολύσπορα φρουρούν
στην
καρδιά του ρουμάνι
υγρή
ρεματιά κι ανασαίνει
φωτοσκίαση
του καρπού ολογύρω·
πράσινο
πάνω πάνω
επιστέφει
με αργή ωρίμανση
τη
μέσα σάρκα:
άλω
χλωρής ακακίας,
άγουρη
ήβη
που
πρωτοδοκιμάζεται σε χείλη δίψας
καναρινί
μετά της πρώτης τρίλιας
πιο
κάτω κεκαυμένη ώχρα
πήζει
σε κίτρινης ξερολιθιάς
το
ηλιοβασίλεμα
μέσα
βαθιά
φτενό
γιαλού σώμα ξανθό
διατρέχει
του καρπού
τη
σπάταλη γονιμότητα
Κι
όλο μαζί μελωδικό στον ουρανίσκο
σαν
το νερό
που
αν χτυπήσεις την κρυμμένη φλέβα
αναβλύζει
ξυπνώντας
ραβδοσκόπο
υπνοβάτη
Πίνεις
μια φέτα θρυμματίζοντας
μηνίσκο
θερινής σελήνης
πάνω
από ξερικό μποστάνι
πλήθος
τα γαϊδουράγκαθα τριγύρω
και
το δέντρο κατάμονο
λιγνά
σκιάζει το λιοπύρι
μες
στου περιβολιού το καστανόχωμα
Βυθίζεις
φθονερή βουλιμία
στο
δυσώνυμο φρούτο
που
αναπαύει σε κρύπτη τον τόπο
ομοιώνεσαι
το έγκυο σώμα
που
αναθρέφει το χρόνο
σε
καμπύλο κενό
*
ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ
Σγουρό
μελίσσι ηλιόλουστο
και
πράσινος σκαντζόχοιρος στην πέτρα
ανθίζει
με φωνούλα κίτρινη
και
στάζει στα δυο χέρια σου
κρήνη
της ευωδιάς
Τι
είναι;
Κωφάλαλου
κωδωνοκρούστη σαματάς
σείει
της καμπανούλας το γλωσσίδι σαλτιμπάγκος
κουρδίζει
μαργαρίτας εκκρεμές
και
έναν ασφόδελο φυγόκεντρα αφιονίζει
σε
περιδίνηση δερβίση τον κινεί
Τι
είναι;
Του
βράχου φυλαχτό βουβό ενώτιο
βυζαίνοντας
δυσεύρετο το αλάτι
φανατικό
σαν πείσμα επιβίωσης
μισό
στον ήλιο τ’ άλλο στο νερό
κλειδώνει
κωνικό φιλί
στην
δύσκολη καρδιά γρανίτη
Τι
είναι;
Κόκκινο
υπερωκεάνιο του θέρους
καρίνα
κοίλη πράσινη
με
δυο σειρές τα φινιστρίνια κοιμισμένα
πλησίστιο
αρμενίζει
χυμώδες
κύμα ορθώνοντας
σε
όρμο ουρανίσκου
Τι
είναι;
Στιλπνά
στη μέσα τσέπη ενθυμήματα
κηρύσσουνε
πόσο επίκαιρη οφείλεις τη χαρά
γι’
αυτό κι όταν τα πας στο σπίτι ξεθυμαίνουν
εντοπιότητα
της ομορφιάς ποιμαίνουν
Τι
είναι;
Τρέχει
μουσκεμένο στο θώρακα
σαν
τύμπανο άσεμνο ευφραίνεται αρχαίο
ρόδι
και σπάει κυλώντας
σε
ανάποδη κλίμακα
ανεβαίνει
γοργά χτυπώντας κατάστηθα
και
ανοίγεις διάπλατα
Τι
είναι;
Θυμάρι
της άνοιξης
αέρας
του Μάρτη
πεταλίδα
τον Αύγουστο
στα
χέρια καρπούζι
κοχύλια
στο κύμα
και
γέλιο στο στόμα
τα
παίρνει ποτάμι
και
πάει
*
ΩΣΕΙ
ΚΗΠΟΣ
Η
μέλισσα ξαναγυρνά
στα
άδυτα του ιβίσκου
το
νερό στο σκοτεινό του μέταλλο
Κόκκινος
τρύγος στο παρτέρι
απομυζά
κρυψίνοια κάλλους
δίπλα
του της πηγής ροή
κατέρχεται
σε
εύφορο ορυχείο
Σκοντάφτει
σε
άνωση φωτός
και
επιστρέφει:
Στο
δέντρο
μια
μόλις που άδειασε αιώρα
δονεί
ακόμα
αστραφτερό
μετέωρο ενός γέλιου
ταλάντωση
της αλυσίδας
το
διανέμει
Στη
μέση το πηγάδι
και
στον κουβά
αφρώδες
ξέχειλο ξεδίψασμα
λαμποκοπάει
και χύνεται
Ψηλά
υφάδι της αράχνης
βρίσκει
τις αφανείς οδούς
της
ένωσης
κυκλοτερή
δεσμό οδηγώντας
στο
κέντρο πάμφωτου
κινδύνου
Στο
χώμα ταπεινό ηφαίστειο
της
μυρμηγκοφωλιάς
επείγεται
κι
εκρήγνυται
σπορά
εφήμερου
στο
χρόνο
Και
μέσα εδώ
άφταιγο
φίδι και κακό
δρέποντας
το γλυκύ καρπό
χωράει
στην αθωότητα
κρυμμένο
***
Μπράνκο Μίλκοβιτς (Branko Miljković).
Γεννήθηκε στην Νις το 1934, και αυτοκτόνησε
στο Ζάγκρεμπ το 1961. Σέρβος νεο-συμβολιστής
ποιητής της Β' μεταπολεμικής γενιάς,
δοκιμιογράφος, μεταφραστής γαλλικής
και ρωσικής ποίησης. Άρχισε να γράφει
πολύ νωρίς, επηρεασμένος από τους
Βερλαίν, Μαλλαρμέ, Ρεμπώ, Μπλοκ, και
Παστερνάκ. Σπούδασε φιλοσοφία στο
Βελιγράδι. Δημοσίευσε τέσσερις συλλογές
ποιημάτων: Μάταια την ξυπνάω (1957),
Με τον θάνατο ενάντια στον θάνατο
(1959), Η φωτιά και το τίποτα (για την
οποία πήρε το μεγαλύτερο βραβείο για
την ποίηση της τότε Γιουγκοσλαβίας,
«Βραβείο του Οκτώβρη») και Καταγωγή
της ελπίδας το 1960. Αμέσως μετά τον
θάνατό του,
δημοσιεύεται Το αίμα που φωτίζει.
Θα παραμείνει γνωστός για πάντα ο στίχος
του «Με σκότωσε ο πολύ βαρύς λόγος», ο
οποίος αναγράφεται στον τάφο του.
Μόμτσιλο
Ράντιτς (Momčilo Radić). Γεννήθηκε στην
Νις. Σέρβος ποιητής και μεταφραστής της
ελληνικής και σερβικής ποίησης.
Θεώνη Κοτίνη. Γεννήθηκε στη Μυρσίνη Ηλείας. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές: Μικρογραφία, Αθώα τη νύχτα, Ανίδεοι πάλι (Πλανόδιον), Θεός ή Αγάπη (Γαβριηλίδης) – ενώ αναμένεται η πέμπτη: Ωσεί κήπος (Γαβριηλίδης).
Θεώνη Κοτίνη. Γεννήθηκε στη Μυρσίνη Ηλείας. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές: Μικρογραφία, Αθώα τη νύχτα, Ανίδεοι πάλι (Πλανόδιον), Θεός ή Αγάπη (Γαβριηλίδης) – ενώ αναμένεται η πέμπτη: Ωσεί κήπος (Γαβριηλίδης).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου