Δανάη Σιώζιου
ΤΟ
ΤΙΜΙΟ ΤΕΙΧΟΣ
Όχι δεν
έτρεξαν όλοι για τα σουβενίρ
Υπήρχαν
άνθρωποι σε αίθουσες αναμονής σε ιατρεία
νοσοκομεία και μαιευτήρια
σταθμούς
τραίνων και λεωφορείων
γυναίκες στα
κομμωτήρια και τις σάουνες
σάρκα που
λιώνει και μαλλιά
κομμένα
χιλιάδες φορές στο πάτωμα
καθώς και
υπερπληθυσμός φακέλων
με αρχεία
παρακολούθησης στα υπόγεια
Αυτά είδαν
οι σιδερένιοι γερανοί εργοταξίου
στις 9 Νοεμβρίου
του 1989
κι έχουν
ακίνητα απλωμένο από τότε το φτερό
στον ουρανό
πάνω από το Βερολίνο και ατσαλένιο
το πόδι τους
στο σώμα του
Εγώ ήμουνα
μικρή
δεν είχα
δόντια και, κανονικά,
δεν θα ’πρεπε
να τα θυμάμαι
Μα τα βράδια
με νανούριζε ο Γιόχαν ο αδικοτιμωρημένος
καταστροφέας
αγκυλωτών σταυρών
Ευχή μου
έδινε
να ζήσω όπως
έζησε, κυνηγημένη – κι από τότε
ουά ουά ουά
το μπάσταρδο βρέφος του,
Αγαπητέ βοσκέ
γερμανικών λυκόσκυλων στο Μπούχενβαλντ
που κάνεις
ότι δεν καταλαβαίνεις
*
ΤΑ
ΛΕΥΚΑ ΚΕΡΔΙΖΟΥΝ
Η Frau Wilma με
φρόντιζε συχνά. Ήτανε μάγισσα, γιατί
έπαιρνε λευκούς καμβάδες και μετά από
λίγο δεν ήταν πια λευκοί, ήταν γεμάτοι
κόσμους αγωνίας και βίας. Όταν έκανα
αταξίες μού έλεγε κάτσε
ήσυχη αλλιώς θα βγεις από την καμινάδα,
κι εγώ νόμιζα ότι εννοούσε αυτό που στα
ελληνικά το λέμε «έξω απ’ την πόρτα».
Αγαπούσα τις καμινάδες, γιατί ο παππούς
που ήταν παππούς αλλά ήταν και μικρός,
σκαρφάλωνε σε κάτι τεράστια φουγάρα
που ήταν εκατόν πενήντα μέτρα, μου είχε
πει, και είχε
υποσχεθεί να μου μάθει. ‘Όλοι δουλεύανε
στα εργοστάσια αλλά μόνο εκείνος ήταν
τόσο γενναίος. Ήταν και καλός, με έπαιρνε
τις αργίες μαζί του στα γαλλικά χωριά
δίπλα, όπου επισκεύαζε σπίτια, γιατί
ήταν ξύλινα σπίτια και αυτός ήταν και
μαραγκός, είχε μάθει στο χωριό στην
Ελλάδα πριν να γίνει ο πόλεμος.
Η Frau Wilma
φορούσε βραχιόλια και έβαφε τα μαλλιά
της ξανθά, μικρή ήταν ξανθιά.
Εγώ δεν
ξεπερνούσα τα είκοσι κιλά, τα μαλλιά
μου ήταν πορτοκαλί και τα μάτια μου
πράσινα. Την ημέρα που ήρθε το φορτηγό
για να φορτώσουμε τα πράγματα, ο παππούς
δεν υπήρχε πια, επειδή
δεν αρκεί να πεθαίνει κανείς: πρέπει να
πεθαίνει εγκαίρως,
έτσι μας έγραψε, όσο για τη Frau Wilma, έκανε
το ίδιο που έκανε πάντα όταν με γύριζε
σπίτι. Ούτε αγκαλιές ούτε φιλιά. Είπε
μόνο πως λυπόταν, πως θα ’θελε να με
κρατούσε για πάντα, αλλά δεν ανησυχούσε,
γιατί τώρα έπρεπε να μεγαλώσω, και θα
επέστρεφα σίγουρα, θα έπαιρνα όλους
τους δρόμους και θα εμφανιζόμουν την
κατάλληλη στιγμή, αυτό θα συνέβαινε με
όλους όσους συναντήσω, είπε, δεν
συναντιούνται άνθρωποι που δεν έχουν
από πριν συναντηθεί,
μετά ένευσε με το χέρι της έναν σχεδόν
αποχαιρετισμό.
Έπειτα,
κοίταξα τις καμινάδες πάλι, και τότε
ένιωσα μια ελαφριά ανατριχίλα αν κι
ήταν καλοκαίρι, γιατί πάντα καλοκαίρι
επιστρέφαμε στην Ελλάδα.
*
Δανάη Σιώζιου.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καρλσρούη
της Γερμανίας και στην Καρδίτσα. Σπούδασε
Αγγλική και Ελληνική Φιλολογία και, σε
μεταπτυχιακό επίπεδο, Πολιτιστική
Διαχείριση, καθώς και Ευρωπαϊκή Ιστορία.
Υπήρξε συνεκδότρια του λογοτεχνικού
περιοδικού Τεφλόν.
Ποιήματα, άρθρα και μεταφράσεις της
έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και
διαδικτυακά περιοδικά. Εργάζεται ως
καθηγήτρια ξένων γλωσσών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου