Στέφανος Παπαδόπουλος
Η
ΜΕΛΑΝΘΙΑ ΚΑΘΑΡΙΖΕΙ ΚΡΕΜΜΥΔΙΑ
Το κομμένο
δάχτυλο στάζει αίμα μέσα σε μια γαβάθα
δίπλα στις
φλούδες του κρεμμυδιού, της πορσελάνης
τα χείλη άστραφταν
φωτεινά όπως η τυφλότητα
σε ασβεστοπλυμένους,
απ’ τον ήλιο ταλαιπωρημένους δρόμους.
Της πέφτει το
μαχαίρι, το αίμα κυλάει
στα ραγίσματα,
τα βάφει κόκκινα
η γαβάθα την
κοιτάει
σαν ένας χλωμός,
άυπνος του ματιού βολβός,
που ξεχειλίζει
από αλκοόλ, πονεμένος, βασανισμένος
από όνειρα που
όλο ξανάρχονται. Η μουσική σταματάει
αλλά το μοιρολόι
που παιζόταν σε κούφια οστά
εξακολουθεί
μουρμουριστό και το τοπίο στο παράθυρο
είναι τυλιγμένο
με του φωτογράφου την κουκούλα
μαύρο βελούδο,
αναλαμπές από νάτριο, ο νους τιμωρός.
~
Ο
ΝΑΥΑΡΧΟΣ ΘΥΜΑΤΑΙ
Τους στέλναμε
ένα πλεούμενο και το αναποδογύριζαν
χέρια και πόδια
άφριζαν στο λιμάνι σαν σε κατσαρόλα.
Οι γυναίκες
βούλιαζαν εύκολα, τα ρούχα τους
μούσκευαν και
τις τραβούσαν στο βυθό,
πιο βαθιά κι
απ’ τις άγκυρες και τις σημαδούρες.
Σταύρωσαν τα
χέρια κι ανάπνεαν στον πάτο της θάλασσας
τα μωρά τους
έπεφταν σαν πέταλα λουλουδιών, όχι,
σαν μια χούφτα
ψίχουλα πεταμένα στο νερό.
Εκατοντάδες
ήσαν, άκουγα τους παφλασμούς,
οι άντρες πάλευαν
ν’ ανέβουν στις βάρκες
λαχταρούσαν τη
ζωή, αλλά οι γυναίκες ήσαν πιο σοφές
έβλεπαν ένα
τείχος από φλόγες στην αχτή,
τους στρατιώτες
με τις ξιφολόγχες και την τρέλα στα
μάτια,
και βούλιαζαν
με τις φούστες απλωμένες σαν παραγάδια.
~
ΟΙ
ΚΑΜΠΙΕΣ
Στις κορφές των
δέντρων στους λόφους κοντά στη Σαμψούντα
οι πρώτες
κίτρινες μέρες της άνοιξης ανατέλλουν
με τα κουκούλια
τους που μοιάζουν με σκόρπια χάρτινα
φανάρια
χλωμές τσέπες
γιομάτες αυγά πρησμένα ώσπου
οι κάμπιες να
τινάξουν τα τυφλά κεφάλια τους μπροστά
και μύτη με ουρά
στη σειρά ν' αρχίσουν αργά να κατεβαίνουν
σε σύννεφα
κίτρινης γύρης.
Κανείς δεν ξέρει
γιατί θέλουν να προχωρούν
δεμένες έτσι
και να διασχίζουν τους μακρινούς αυτούς
αγρούς,
τόξα μεγάλα μες
στου καλοκαιριού τη σκόνη, σκλάβες
μιας εποχής
χωρίς τέλος· έρχονται πάλι,
τα σωθικά τους
κηλιδώνουν τη γη με χολή
όταν την αλυσίδα
τους τη σπάει μια μπότα
και οι υπόλοιπες
συνεχίζουν να σέρνονται χωρίς προορισμό.
– μτφρ.
από το αγγλικό πρωτότυπο: Κατερίνα
Αγγελάκη-Ρουκ
*
*
Στέφανος
Παπαδόπουλος.
Γεννήθηκε
στη Βόρεια Καρολίνα και μεγάλωσε στο
Παρίσι και στην Αθήνα. Έχει εκδώσει
τρεις ποιητικές συλλογές: Lost
Days,
Hôtel-Dieu,
The
Black
Sea,
και είναι ο επιμελητής και μεταφραστής
(μαζί με την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ) της
συλλογής Ποιήματα
του Ντέρεκ Ουόλκοτ στα ελληνικά. Το 2010
βραβευτηκε με την υποτροφíα Civitella Ranieri
για τη Μαύρη
Θάλασσα
και το 2014 τιμήθηκε με το βραβείο Jeannette
Haien Ballard, για το οποίο επιλέχθηκε από τον
Μαρκ Στραντ.
Κατερίνα
Αγγελάκη-Ρουκ.
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Το μέχρι σήμερα
ποιητικό της έργο βρίσκεται συγκεντρωμένο
στον τόμο Ποίηση
1963 - 2011.
Έχει επίσης μεταφράσει πολλά ποιητικά
έργα, ενώ δικά της ποιήματα έχουν
μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα
γλώσσες και συμπεριληφθεί σε παγκόσμιες
ανθολογίες. Το 1984, τής απονεμήθηκε το
Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
το
2000, το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας
Αθηνών.
και
το 2015, το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων, για
το σύνολο του έργου της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου