Η Ζωή Καρέλλη (κατά κόσμον Χρυσούλα Πεντζίκη του Γαβριήλ, μετέπειτα σύζυγος Θεόδωρου Αργυριάδη) γεννιέται στην Θεσσαλονίκη το 1901 και πεθαίνει το 1998. Σήμερα μάλλον την επισκιάζει η δημοφιλία του πεζογράφου αδελφού της Νίκου – ενώ το έργο της, σαν να το σκεπάζουν το ποίημα «Η Άνθρωπος» ή η ‘τολμηρή’ χρήση των ρόδων στην ποίησή της: ως σήματα πρωτο-φεμινιστικά και συγχρόνως χριστιανικώς μεταφυσικά. Έχει ξεχαστεί ο σαφέστατα διακηρυγμένος στην ποίησή της κλονισμός της πίστης της∙ το διαρκές πηγαινέλα μεταξύ στοχασμού και παθών της ψυχής, αίσθησης του σώματος και της φύσης∙ η έγκαιρη και έγκυρη συνομιλία της με τον μοντερνισμό (δημιουργική, μεταφραστική – Έλιοτ, και δοκιμιακή – Ρεμπώ, Κάφκα, Πιραντέλλο, Μπέκετ) – εν ολίγοις, τα ασυνήθιστα ποιητικά της επιτεύγματα, σε μια πορεία διαρκούς ωρίμανσης, από το πρώτο δημοσιευμένο ποίημά της το 1937 έως την έκδοση των απάντων της το 1973, και το εύρος του στοχασμού της (τα καίρια δοκίμιά της βρίσκονται συγκεντρωμένα σε δύο τόμους με τον μετριόφρονα τίτλο Παρατηρήσεις). Μια ερεθιστική γεύση από το εκτενές ποιητικό έργο της –που παίρνει την σκυτάλη από τον Παπατσώνη και είναι σύγχρονο της Βακαλό– ευελπιστεί να αφήσει ετούτο το ελάχιστο ‘αφιέρωμα’.
~
ΑΠΟΡΙΑ / ΙΙ
Ξεπερνώ τ’ ακίνητα γεγονότα,
περνώ στα γεγονότα ανάμεσα
που υπάρχουν από πάντα,
ξαναπερνώ μπροστά στα ίδια
που είναι διαφορετικά και μένουν ίδια.
Ποιος είμαι που τολμώ
να μιλήσω στη μεγάλη σιωπή;
Γοργή κίνηση που υπάρχει
στην απέραντη γαλήνη, την απέριττη,
στη ζωή σε κίνηση αδιάφθορη.
Έχασα τη φωνή εντός μου,
ομιλώ με τα εκστατικά μάτια,
με την αφή που τυραννεί.
[Πορεία,
1940]
*
ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ
Οι εντυπώσεις είναι δάχτυλα,
πότε φιλντισένια, πότε πιο ρόδινα
ελαφρυά πάνω στο μέτωπο,
τους κρόταφους, εκεί,
στις ρίζες των μαλλιών ηδονή
στα ευαίσθητα βλέφαρα.
Κι’ είναι βάρβαρα χέρια,
πλατειά ή μυτερά
που σκεπάζουν το πρόσωπο
απότομα ή το ξεσκίζουν.
Όμως για να εισχωρήσουν
στο κλειστό μυστικό του σώματος,
εκεί ν΄αποτεθούν και να χωρέσουν
στη γυμνή ψυχή, πρέπει να περιμένουμε
ίσως πολύ για την ανάμνηση.
Τότε, το αποτέλεσμα φαίνεται
κι ας έχουμε εμείς ξεχάσει
την εντύπωση, γίνεται διαφορετική
αποδίνεται απ΄την ψυχή μας
απροσδόκητο, το σχέδιο,
της φυλαγμένης απάντησης.
[Φαντασία του
χρόνου, 1949]
*
ΤΗΣ ΕΑΡΙΝΗΣ ΠΡΩΙΑΣ
Όλα τα τριαντάφυλλα υπάρχουν
σήμερα, μέσα στον κήπο
ευλογία και προσφορά. Κι’ είναι
τα μικρά πρόσωπά τους, μ’ όλα
τα χρώματα, έκθαμβα στο πρωινό φως,
η εμορφιά της πρωΐας είναι απείραχτη.
Λάθη πάνω στην απείραχτη
χλόη, μεταξένια και πράσινη,
λιγνή κι απειράριθμη,
τ΄ανθρώπινα βήματά μου,
η προσοχή δεν έφτανε, για να μη
χαλάσει την απαλήν απόχρωση,
πάνω στο πράσινο, της δορσιάς απόχρωση
κρυσταλλένια.
Τα δέντρα
δεν κοιμούνται τις νύχτες
της άπληστης άνοιξης μεγαλώνουν
κι’ απλώνονται παραμυθένια.
Κρατούν ακόμα μυστικά, σκιές.
Ανάμεσα στα κλαδιά, σκιές
υπάρχουν ακόμα και το φως δισταχτικό,
σαν ευαίσθητος έφηβος, δεν πάει
να χαλάσει την ευωδιά της νύχτας
που μένει στα πυκνά φυλλώματα.
Απείραχτη απόχρωση, σκιές
της ανοιξιάτικης πρωΐας.
*
Η ΕΛΠΙΔΑ
Κλωστή ασημένια,
δισταχτικό αεράκι,
ήχος ήμερης μουσικής,
που απότομα σταματά κι’ ύστερα
ξαναρχίζει ίδιος, με σιγουριά.
Λόγος που τον ψιθυρίζουν σιγά
και δεν τον καταλαβαίνεις,
μα τον χαίρεσαι κρυφά.
Χαμόγελο που περνά σε χείλη χλωμά,
νεανικά.
Είναι βήματα βιαστικά σαν ασύλληπτα,
στο σκιερό μονοπάτι.
Σκιά φευγαλέα την ώρα του δειλινού.
Ένα κλαδάκι λιγνό
με φύλλα μεταξωτά, διάφανα,
ανοιχτοπράσινα, στον ανοιξιάτικο ήλιο.
Ένα μικρό πουλί
που σε κοιτάζει, σα να μη φοβάται.
Ίσως, γιατί θάθελε να το πιάσεις,
ίσως γιατί ξέρει
πως να το συλλάβεις
δε θα μπορέσεις ποτέ.
Χωρίς να σου φύγει,
τα χέρια σου φαίνονται άδεια,
σα να κράτησες μουσική.
Αγρόκτημα
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 1952.
[Παραμύθια του
κήπου, 1955]
*
ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ
Όταν μ’ εγκατέλειψες,
Εσύ, που κρατάς το άνθος
και μαζύ τον καρπό, τότε
η παραφορά της λύπης μου
έφτασε την ένταση της χαράς
και τα μάτια μου με είδαν.
Όταν μ’ άφησες, καθώς Σε καλούσα
να με βοηθήσεις, η συντριβή μου
γνώρισε όλο το μέγεθος της έξαρσης
που ανήκει στην ψυχή και στο σώμα
και τότε αισθάνθηκα το σχήμα μου.
Όταν Σου μίλησα κι αποστράφηκες
και μ’ άφησες μόνο,
εγώ αποστράφηκα, μονάχος μου
έμεινα μόνος, τότε
δοκίμασα πάνω στη γλώσσα
της πολλής μου λαλιάς, τον ένα
λόγο της πιο δυνατής παρηγοριάς.
Όταν Σ’ αποζητούσα με την απόγνωση
σα σημάδι στα χέρια,
σήμαντρο, όπως των λοβιασμένων
που τους φοβούνται οι ελεούντες,
Εσύ μ’ άφησες να σηκώσω μια πρόφαση
κι’ εγώ μπόρεσα ν’ αποφασίσω πως είμαι.
Όταν Σε περίμενα και δεν ήρθες,
δεν έρχεσαι και δεν θάρθεις ποτέ,
τότε η αναμονή έγινε η πάσα απάντηση
κι’ εγώ πέρασα εκείθε, είδα
ακόμα και την επιστροφή και γνώρισα
πως η ματαιότητα μπορεί να γίνει
τροφή της απέραντης φαντασίας.
Όταν Εσένα ρώτησα,
– τον εαυτό μου ρωτώντας, – γιατί;
Ο εαυτός μου τοίμασε την απάντηση
που ήταν ετοιμασμένη, είχε δοθεί,
είχε δεθεί η ανησυχία με τη γαλήνη,
η γη με τον ουρανό, ζυγιάστηκε
η στιγμή μετέωρη, σε άγνωστο φως
κι’ είδα τον εαυτό μου ολόκληρο,
ήταν απλό και συνηθισμένο, τόσο,
που δέχτηκα να τον παραδεχτώ.
[Αντιθέσεις,
1957]
*
ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ / 26
Ο άνεμος με τη διάφανη,
δροσερή παρουσία του,
με τη δική του ζωηρή συντροφιά,
όταν χαμογελά, καθώς ανοίγει
την πόρτα απ’ το πλαϊνό δωμάτιο,
εκεί που δεν το περιμένεις –
χαμογελά, γιατί τρομάζεις,
τρόμαξες,
έξαφνα, γιατί συλλλογιζόσουν,
πως ήσουν μόνος κι’ εκείνος
έσπρωξε την πόρτα κι’ άκουσες
τ’ ασύλληπτα, κρυστάλλινα βήματα.
Τι ήρθε να σου πει;
Τι θέλει να ορίσει με τη δική του θωπεία;
Πως έξω, ο ήλιος είναι παντοδύναμος
κι’ αυτός, καθώς ζητούσε να μείνει δροσερός,
τρύπωσε, λέει, στο σκιερό δωμάτιό σου,
για να τα πείτε οι δυο σας.
Στέκεται, τώρα, ορθός ο άνεμος,
μπροστά σου και περιμένει να σ’ ακούσει:
να πάρει τα «πτερόεντα έπη».
[Ημερολόγιο,
1955-1973]
*
“Επιστροφή” – από τις θερινές διακοπές· “στα θρανία”, κ.λπ.. Εδώ και τρία χρόνια (μετά τον Νίκο Χουλιαρά και την Ελένη Βακαλό), κάθε φθινόπωρο, το “The Books' Journal” ξαναγυρνά σ' ένα ποιητικό έργο το οποίο ίσως παραέχουμε καιρό να επισκεφτούμε. Με την ελπίδα να ευφρανθούμε και να ωφεληθούμε.