Ορφέας Απέργης, Άννα Γρίβα, Παναγιώτης Ιωαννίδης (επιμ.), Θεώνη Κοτίνη, Δήμητρα Κωτούλα, Αλέκος Λούντζης, Παυλίνα Μάρβιν, Αλεξάνδρα Πλαστήρα, Χρήστος Σιορίκης, Γιώργος Σπανός, και Δημήτρης Χουλιαράκης
Ο ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ
Ασημένιο το μέτωπο –
η
σκέψη μου νοσταλγικά ενυχτώθη
το δέος
μου αξήγητον απλώθη
Επάλευαν τα
χέρια σου, εκερδίζαν
– ελάφια κουρασμένα
εμέ τα χρόνια
Αφήνοντας στα δάχτυλα
τη γύρη
η πεταλούδα πάντα θα πετάξει.
Να
κάποιοι στίχοι του Κ.Γ. Καρυωτάκη από
τα ποιήματα «Εσπέρα» και «Αφιέρωμα»,
από τα Νηπενθή
τού 1921. Την επόμενη χρονιά, ο Τέλλος
Άγρας, στην ανθολογία του Οι
Νέοι,
εκτός από τον Καρυωτάκη, θα συμπεριλάβει
και Κώστα Βάρναλη, Φώτο Γιοφύλλη, Ρήγα
Γκόλφη, Αναστάσιο Δρίβα, Ναπολέοντα
Λαπαθιώτη, Απόστολο Μελαχρινό, Μυρτιώτισσα,
Κώστα Ουράνη, Μήτσο Παπανικολάου, Τάκη
Παπατσώνη, Κλέωνα Παράσχο, Βασίλη Ρώτα,
Ρώμο Φιλύρα – για να μείνουμε (με
αλφαβητική σειρά) σε κάποιους από τους
πιο γνωστούς, σήμερα, από τους 70 συνολικά
ποιητές που επιλέγει.
Έτσι, στην τρίτη εκδήλωση της όγδοης περιόδου του, το «Με τα λόγια [γίνεται]» παρουσίασε στην Ελληνοαμερικανική Ένωση την Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018 ένα αφιέρωμα στον Καρυωτάκη και τους/τις συγχρόνους του ποιητές και ποιήτριες, ενταγμένο στο πλαίσιο της διοργάνωσης «Αθήνα 2018-Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου» του Δήμου Αθηναίων.
Εκκίνηση της εκδήλωσης «Ο Καρυωτάκης και οι άλλοι» υπήρξε η εξής σκέψη: αν πλέον ο Καρυωτάκης έχει πάψει επιτέλους να θεωρείται ‘ελάσσων’ ποιητής, μήπως αυτός ο χαρακτηρισμός πέφτει αδίκως υπερβολικά βαρύς πάνω σε κάποιες/ους συγχρόνους του; Από το 2015, το «Με τα λόγια [γίνεται]» επιχειρεί να απαντήσει την ερώτηση «Ποιοι παλιοί ποιητές είναι σημαντικοί για μας σήμερα;», εγχείρημα που ξεκίνησε με εκδήλωση για τον Τάκη Παπατσώνη, και συνεχίστηκε με αφιερώματα στην Ελένη Βακαλό και την Ζωή Καρέλλη. Το αφιέρωμα που δημοσιεύεται σήμερα εδώ, εστιάζει, λοιπόν, στον σημαντικό ποιητή (1896-1928) και τους άλλους «Νέους» της δεκαετίας του 1920 – με αφορμή τα 90 χρόνια από τον θάνατο του Καρυωτάκη, αλλά και με το βλέμμα συγχρόνως στραμμένο (παραλλήλως προς τις σημερινές ανθολογίες σύγχρονης ελληνικής ποίησης) στην ανθολογία του Άγρα.
Στην εκδήλωση, δεκατρείς σύγχρονες/οι Ελλην(ιδ)ες ποιητ(ρι)ες –οι: Ο. Απέργης, Ά. Γρίβα, Π. Ιωαννίδης, Λ. Καλλέργη, Θ. Κοτίνη, Δ. Κωτούλα, Α. Λούντζης, Π. Μάρβιν, Α. Πλαστήρα, Χ. Σιορίκης, Γ. Σπανός, Ν. Χατζηγεωργίου, και Δ. Χουλιαράκης– επέλεξαν, διάβασαν και σχολίασαν ένα ποίημα του Καρυωτάκη και ένα κάποιας/ου άλλης/ου της ίδιας εποχής. Ακολουθούν εδώ έντεκα από αυτές τις συμβολές – ως πέμπτη συνέχεια (μετά τον Ν. Χουλιαρά, την Ε. Βακαλό, την Ζ. Καρέλλη, και τον Τ. Παπατσώνη) της φθινοπωρινής ποιητικής στήλης του περιοδικού, «Επιστροφή»: ‘στα θρανία’, και σε παλαιότερες ποιητικές φωνές που αξίζει να επανεπισκεφθούμε.
Ορφέας
Απέργης
Δυο μπιστολιές: Καρυωτάκης και Λαπαθιώτης, μονομάχοι
Πρώτα τα ποιήματα.
Ο Καρυωτάκης λέει:
Σάββατο βράδυ: ανοίγουνε στο δρόμο σα λουλούδια
οι απλές καρδιές, παθητικά ν’ ανέβουνε τραγούδια
που τη χαρά ή τον απαλό του έρωτα ψάλλουν πόνο,
ενώ για μένα η εβδομάδα ετέλειωσε και μόνο.
(Άτιτλο, πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Νουμάς, Φεβρουάριος 1923, κατόπιν περιλήφθηκε στην πρώτη σειρά των Ελεγείων – Ελεγεία και Σάτιρες, 1927)
Ο Λαπαθιώτης λέει:
ΤΑ ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΑ
Κάτι κλειστό ’ναι μες στο στήθος μου
που λαχταράει για μαντολίνο:
κάθε που πέφτουν τα μεσάνυχτα
το λύνω·
και πάει και σμίγει, στα τρισκόταδα,
και στις ταβέρνες, και στις μάντρες,
μ’ όλο γλυκά παιδιά, καλόπαιδα,
και μ’ άντρες…
Και στα θαμπά βλαμάκια δίνεται,
τ’ αργά βλαμάκια, που απ’ το γέρμα
ως τα βαθιά βαθιά χαράματα,
παν, έρμα,
και τραγουδάν και ξεφαντώνουνε
μεθυσμενάκια, μες στις στράτες,
κι όλο μεράκια είναι οι καρδούλες τους
γιομάτες…
Και λεν τ’ αργά τραγούδια, τ’ άνελπα,
σιγά κι απόκοσμα, όλο πάθος,
ώσπου τα σβήνει, πράα κι αλλόκοτα,
το βάθος…
Κι εκεί που παίρνονται, και χάνουνται,
βαθιά, μακριά, οι καρδιές τους σπάνε,
και κλαιν ως τ’ άστρα, αργά, τις πίκρες τους,
– και πάνε…
…Κι ως τ’ αγρικώ, μες στα μεσάνυχτα,
να σπάνε κέφι, λαγγεμένα,
κυλάν οι πόθοι μου μες στ’ άφραστα,
και μένα!
Κι είναι η ψυχή μου όλο ψυχές παλιές,
χλωμές κι αρχαίες – πολύ θλιμμένες,
και γνώριμες, – κι από ταφόπετρες
λυμένες…
(Πρώτη δημοσίευση στην ποιητική ανθολογία Οι Νέοι – Εκλογή από το έργο των νέων Ελλήνων ποιητών 1910-1920, επιμέλεια Τέλλου Άγρα, εκδόσεις Ελευθερουδάκη, 1922, κατόπιν στο περιοδικό Ο Αιώνας μας, τεύχος 1/45 (Ιανουάριος 1951). Αργότερα, περιλήφθηκε στην έκδοση των Ποιημάτων του Λαπαθιώτη σε επιμέλεια Άρη Δικταίου, εκδόσεις Φέξη, 1964, και πολύ πιο πρόσφατα στην έκδοση Ποιήματα: Άπαντα τα Ευρεθέντα, σε επιμέλεια Γιάννη Η. Παππά, εκδόσεις Ταξιδευτής, 2015. Η μορφή που εδώ παραθέτω αποτελεί συνδυασμό των παραπάνω εκδοχών του ποιήματος, που παρουσιάζουν διαφορές σε αρκετούς στίχους καθώς και στη στίξη συνολικά. Το κριτήριό μου για κάθε επιλογή μεταξύ των διαφορετικών αυτών εκδοχών ήταν αισθητικό, ή, όπως είθισται να λέγεται –όχι πάντα δικαίως–, «υποκειμενικό».)
Μετά τα ποιήματα, ένα σχόλιο.
Ο Λαπαθιώτης προηγείται χρονικά. Μάλιστα, μπορεί να υποθέσει κανείς, με αρκετά μεγάλη σιγουριά, ότι ο Καρυωτάκης, που και αυτός περιλαμβανόταν στην Εκλογή του Άγρα, θα ξεφύλλισε το αντίτυπο της ανθολογίας που θα του είχε επιδοθεί και θα διάβασε κάποια τουλάχιστον από τα εκεί ποιήματα του Λαπαθιώτη – το «Κ» είναι αλφαβητικώς ακριβώς πριν από το «Λ», και η Εκλογή του Άγρα παρέθετε τους ποιητές αλφαβητικώς! Εκεί θα είδε, και θα θαύμασε λέω, ο Καρυωτάκης «Τα Σαββατόβραδα» του Λαπαθιώτη – θα τα θαύμασε τόσο ώστε να αισθανθεί την ανάγκη να τους «απαντήσει», με ένα ύφος που συγγενεύει και με τις μετέπειτα, ή και σύγχρονες, Σάτιρές του. Αυτό που γράφει εις απάντησιν του Λαπαθιώτη είναι ένα «ελεγείο» που υπονομεύει τον εαυτό του και την έννοια του ελεγείου εν γένει – είναι ένα ελεγείο εν είδει σάτιρας: οι άλλοι στενάζουν κι αισθηματολογούν, λέει ο Καρυωτάκης (απευθυνόμενος, ας θεωρήσουμε, και στον Λαπαθιώτη!), ενώ για μένα, ως υπάλληλο, «η εβδομάδα ετέλειωσε και μόνο». Αυτό το καταληκτικό «και μόνο» είναι που κάνει το ποίημα του Καρυωτάκη ξεχωριστό – και σύγχρονο. Εκεί που οι σύγχρονοί μου απλώς «ψάλλουν πόνο», εγώ, λέει ο Καρυωτάκης, μιλάω με κοινωνικό ρεαλισμό για τους υπάλληλους που περιμένουν το weekend και μόνο! Ο ιδιότυπος αυτός δια της ποιήσεως ανταγωνιστικός διάλογος σχεδόν επιβεβαιώνεται αν προσέξουμε ένα λεπτότατο σημείο – ένα σημείο στίξης: «Κάτι κλειστό ’ναι μες στο στήθος μου / που λαχταράει για μαντολίνο: / κάθε που πέφτουν τα μεσάνυχτα / το λύνω·» λέει ο Λαπαθιώτης, και η άνω και κάτω τελεία του είναι σα να μας ανοίγει την καρδιά του, σα να μας ανοίγει το «κλειστό» του στήθους του. Αυτό το σημείο «προσέχει», ευφυέστατα και σκωπτικά (σχεδόν άκαρδα!) και ο Καρυωτάκης, καθώς αναπαράγει και τον τίτλο του λαπαθιωτικού ποιήματος. «Σάββατο βράδυ: ανοίγουνε στο δρόμο σα λουλούδια…» μας λέει. Να ’τη πάλι η άνω και κάτω τελεία – σε διάβασα, λέει στον Λαπαθιώτη, είδα πώς μας ανοίγεσαι, αλλά σκέψου το άνοιγμά σου αυτό και πόσους –τόσους και τόσους σαν κι εμένα που ζούμε πεζά, πολύ πιο πεζά και λιγότερο «νεορομαντικά»– δεν αφορά!
Θα ήθελα σήμερα, εν πλήρη συντομία, να αντιστρέψω τη φορά αυτής της ιδιότυπης ποιητικής μονομαχίας, γι’ αυτό και παρέθεσα πρώτο το «παράγωγο» ποίημα, το καρυωτακικό, αυτό που ήρθε δεύτερο, σε απάντηση του πρώτου, του λαπαθιωτικού. Αντιστρέφοντας, λοιπόν, τη φορά, μπορούμε να δούμε το διαβολικά υπονομευτικό ποίημα του Καρυωτάκη ως αυτοπαθές, σχεδόν στείρο, τεχνητό, generic, δηλαδή «γενόσημο» – ως ποίημα που φέρει ένα αίσθημα «γενικής χρήσεως». Αντίθετα, υπερασπιζόμενοι αίφνης τον Λαπαθιώτη, μπορούμε να νιώσουμε το δικό του «Σαββατόβραδο» όχι ως μίζερα αυτοπαθές αλλά ως έντονα κι εντατικά περιπαθές –ετεροπαθές, κι αμφιπαθές μαζί– ειδικό και όχι γενικό ποίημα, specific, non-generic και άρα συν-κινητικό, καθώς μας κινεί να πάμε μαζί του. Δείτε (ή νιώστε) πώς το ποίημα του Λαπαθιώτη ανοίγει (κι ας το κοροϊδεύει αυτό το «άνοιγμά» του ο Καρυωτάκης με την μιμητική του άνω κάτω τελεία), ανοίγει σαν λουλούδι, σαν τριαντάφυλλο (όπως καλά το νιώθει κι ο Καρυωτάκης), ανοίγει αναπτύσσοντας αυτό που στο ποίημα του Καρυωτάκη είναι μια υποψία, μονάχα, δυνατότητας. Ο Λαπαθιώτης καταδεικνύει την καβαφική απεύθυνση προς το «οικείο περιβάλλον» – εκείνο το «αισθηματοποιήθηκες» του Καβάφη (βλέπε το καβαφικό «Στον ίδιο χώρο», του 1929, σίγουρα ένα από τα καλύτερα του Καβάφη κι ας του λείπουν τα ιστορικά ή αποφθεγματικά «πυροτεχνήματα» των πιο γνωστών του ποιημάτων).
Γι’ αυτούς τους λόγους συν-κινητικό το λαπαθιωτικό «άνοιγμα», όμως ταυτόχρονα και σύγχρονο – σύγχρονο πέρα και πάνω από τον κοινωνικό ρεαλισμό του Καρυωτάκη. Πώς σύγχρονο; Αντέχετε και λίγη (εφαρμοσμένη) θεωρία;
Οι Deleuze και Guattari, λοιπόν, κάνουν τη διάκριση (στον Αντι-Οιδίποδα: Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια, του 1972) μεταξύ του ευθύγραμμου τμήματος, δηλαδή της επίσημης, «μαζικής» (molaire) γραμμής που καταλαμβάνει ή ορίζει μια δεδομένη κοινωνική ή πολιτική θέση, και μιας άλλης, «μοριακής» (moleculaire) γραμμής ή καταγωγής που αποσπάται και αποκολλάται και διακλαδίζεται από την πρώτη, αενάως. Γράφουν: «Είμαστε ετερο(φιλο)φυλικοί (heterosexuels) στατιστικά, με «μαζικούς» όρους, αλλά διεμφυλικοί (transexuels) στοιχειακά, με «μοριακούς» όρους. Περιγράφουν, νομίζω, την αρνητική ικανότητα τη δημιουργική, το «negative capability», το «άλλως σκέπτεσθαι» του Keats. Περιγράφουν, δηλαδή, το λαπαθιωτικό «έκκεντρον», το queer, το ποτέ μη ιστάμενο ακριβώς στο κέντρο, το υπονομευτικό της εξουσίας (πολύ πιο υπονομευτικό από το εξεγερμένο, πλην ταυτοτικό, του Καρυωτάκη), αυτό δηλαδή που πάντα διαρκώς γίνεται μειονοτικό, και άρα ποτέ δεν καταλήγει σε μια εξουσία της μειονότητας, ποτέ δεν γίνεται μειοψηφία, οργανωμένο κράτος εν κράτει. Ο Καρυωτάκης στάθηκε ακριβώς (και «ακρυβώς») στο κέντρο και δεν το άντεξε. Η μπιστολιά του όμως (1928) ακούστηκε – ενώ τον έκανε έκκεντρο. Έτσι, ή εκεί, συνάντησε την μπιστολιά του Λαπαθιώτη (1944), ο οποίος, πηγαίνοντας και σμίγοντας, ποιητικά, μες «στα τρισκόταδα και στις ταβέρνες και στις μάντρες μ’ όλο γλυκά παιδιά, καλόπαιδα, και μ’ άντρες», πιο συνειδητός εξ αρχής, δεν στάθηκε ποτέ ακριβώς στο κέντρο.
Κι έτσι οι δυο μονομάχοι, γίνανε απλώς δύο μονάχοι – αντί να στρέφουνε το ποιητικό μπιστόλι ο ένας κατά του άλλου, το στρέψανε κατά του μοναχεμένου τους εαυτού.
Και τι είναι αυτό το λαπαθιωτικό έκκεντρο – για παράδειγμα το έκκεντρο ως σεξουαλικότητα και η σεξουαλικότητα ως έκκεντρο που δύναται (και πρέπει, είναι αναγκαίο και το έχεις ανάγκη) να τραγουδηθεί (και όχι να λοιδορηθεί, όπως, σχεδόν άθελά του, καθότι ερχόμενος από αλλού, κάνει ο Καρυωτάκης); Είναι η εμπειρία εκείνη της επιθυμίας που σπάει, που λύνει («λύνω το κλειστό που έχω μες στο στήθος μου» μας λέει ο Λαπαθιώτης) και παραβιάζει κάθε ορισμό του εαυτού, που απαιτεί μια νέα πάντα, προσωρινά-παροδικά συντιθέμενη πολλαπλότητα («Κι είναι η ψυχή μου όλο ψυχές παλιές, χλωμές κι αρχαίες […] και γνώριμες, […] λυμένες» μας λέει, επιβεβαιώνοντας αυτό που «λύθηκε» στην αρχή του ποιήματος), και που άρα ποτέ δεν παρέχει μία, μοναδική, καινούρια (ή παλιά) ταυτότητα. Αυτό ακριβώς είναι το απο-οιδιποδο-ποιημένο σώμα (corps de-oedipalisé) των Deleuze-Guattari, ένα σώμα χωρίς όργανα (γι’ αυτό πάντα «λαχταράει για μαντολίνο» ή, σε άλλη εκδοχή του ποιήματος, «τήκεται (δηλαδή λιώνει, γίνεται σώμα ρευστό) για μαντολίνο»!), δηλαδή μια επιθυμητική μηχανή που δεν κυβερνάται από «φάσεις ανάπτυξης», αλλά μόνο από εκρήξεις σωματικού αισθήματος (όπως το αίσθημα που υπερεκχειλίζει τραγουδώντας «Τα Σαββατόβραδα»), και που δεν είναι οργανωμένη ως δεμάτια, δεσμίδες ή γνώσιμα (παρά μόνον «νιώσιμα») όργανα. Είναι, με λίγα λόγια, το σώμα της ελευθερίας, καθώς διαστέλλει το λόγο ως την αίσθηση και το αίσθημα – το σώμα της ελευθερίας που συνεχώς μας τραβάει απ’ το μανίκι, μακριά απ’ το κέντρο.
*
Άννα Γρίβα
ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΠΕΝΘΙΜΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΟ
Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Mαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
H ευτυχία μου, σκέπτομαι, θά 'ναι
ζήτημα ύψους.
Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Aμάλθειο κέρας.
(Tαπεινή τέχνη δίχως ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου!)
Όνειρο ανάγλυφο, θα 'ρθώ κοντά σου
κατακορύφως.
Oι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.
Ά! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.
Ο Μίνως Ζώτος υπήρξε ένας κομήτης που πέρασε μέσα από την νεοελληνική ποίηση και άφησε πίσω του μια μικρή, αλλά όχι ασήμαντη, φλόγα. Γεννήθηκε στο Νιοχώρι Μεσολογγίου το 1905. Το 1922 γράφτηκε στη νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις σπουδές του. Στο χώρο της ποίησης πρωτοεμφανίστηκε το 1923 από τις σελίδες του περιοδικού Μούσα. Κείμενά του δημοσίευσε σε περιοδικά όπως Νεοελληνική Τέχνη, Νέα Εστία, Πνοή, Κίτρινος Γάτος, Ελληνική Επιθεώρησις. Συνολικά εξέδωσε δυο ποιητικές συλλογές και δημοσίευσε λίγα κριτικά άρθρα και ποιητικές μεταφράσεις. Η τελευταία του συλλογή ποιημάτων με τίτλο Σουρντίνα εκδόθηκε μετά το θάνατό του στα Άπαντά του. Το 1928 γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη, γνωριμία που υπήρξε σημαντικότατη στη σύντομη ζωή του, αφού παρέμεινε ερωτευμένος μαζί της μέχρι τέλους. Ο θάνατός της το 1930 επιδείνωσε την κατάσταση της ήδη βεβαρημένης υγείας του. Το 1932 πέθανε κι ο ίδιος από φυματίωση σε ηλικία μόλις είκοσι 27 χρόνων.
«Το περιδέραιο» του Μίνωος Ζώτου, που παρατίθεται παρακάτω, έχει μια παρόμοια αφετηρία με το «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο» του Καρυωτάκη: όπως ο Καρυωτάκης ατενίζει τον τέλειο αρμονικό κύκλο των μαιάνδρων και την ανθών του ταβανιού ενός δωματίου, έτσι και ο Ζώτος θαυμάζει τον αψεγάδιαστο κύκλο του περιδεραίου στον λαιμό μιας γυναίκας. Κι όμως, και για τους δύο αυτή η ενατένιση καταλήγει στην καταβύθιση σε ένα χάος τρομερό και αδυσώπητο, στο χάος του εαυτού και του κόσμου.
ΠΕΡΙΔΕΡΑΙΟ
Ν' αποξεχνιέμαι
Κι ώρες να σε κοιτάζω εκστατικός
Σε μύρο, σε αύρα, σε όνειρο, σε φως
Να πνέω και να διαλυέμαι.
Να μην ταράσσει
καθώς θα μπαίνω στο είναι σου ελαφρός
την αίσθησή μου, ουδ' όσο φύλλων θρος
τα ησυχασμένα δάση…
Ω! έσφιξαν τώρα
οι μέρες. Οι ώρες στένεψαν πολύ.
Η ωραία στιγμή περίτρομο πουλί
που καρτερεί την μπόρα.
Πού να ‘χουν λείψει
ο Μάης, η αυγή, τα λούλουδα, οι αγροί;
πώς έτσι σκυθρωπιάζουν οι ουρανοί
και ζόφο στάζουν τα ύψη;
*
Παναγιώτης Ιωαννίδης
Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε το 1896. Ο Tάκης Παπατσώνης, έναν χρόνο νωρίτερα. Το 1922 (όταν κυκλοφορούν Οι Νέοι του Άγρα), είναι 26 και 27 χρονών, αντιστοίχως.
Ο Κ. θα πεθάνει στα 32 του, έξι χρόνια αργότερα. Ο Π. θα ζήσει άλλα 54.
Τον Κ., θα τον σκεπάσει το εφεύρημα του «καρυωτακισμού», «στοχοποιώντας τον [] σαν μία θλιβερή ποιητική ύπαρξη» (κατά την πικρά εύστοχη διατύπωση του Βασίλη Μακρυδήμα) και υποβιβάζοντας, εν πολλοίς, την τέχνη των συγχρόνων του συλλήβδην, στο επίπεδο της μίμησης ενός –κατακριτέου, μάλιστα– προτύπου.
Τον Π., θα τον σκεπάσει η αδιαφορία –αν όχι και η περιφρόνηση– κριτικών και κοινού – για άλλους λόγους, που δεν είναι της παρούσης.
Να θυμίσω μόνον ότι, αν στον Κ. πιστώθηκε κάποτε –ανακριβώς όπως πλέον ξέρουμε– το «χαλάρωμα» ή το «σπάσιμο της [παραδοσιακής] μορφής», κατεύθυνση προς την οποία και ο Σικελιανός μα και ο ίδιος ο Παλαμάς είχαν ήδη αρχίσει να πορεύονται, οπωσδήποτε ο Καβάφης και πληρέστερα ο Παπατσώνης –ο πρώτος ενσυνείδητος και ενήμερος μοντερνιστής της ελληνικής ποίησης– έχουν ολοκληρώσει το εγχείρημα μέχρι το 1920, φτάνοντας ώς τον ελεύθερο στίχο – δέκα χρόνια πριν την περίφημη «γενιά του ’30».
Αφήνοντας τώρα την (οσοδήποτε συναρπαστική) φιλολογία κι επιστρέφοντας στην ποίηση: επέλεξα ένα ποίημα του Κ. και ένα του Π. που, εκκινώντας, το πρώτο, και καταλήγοντας, το δεύτερο, με το προαιώνιο ποιητικό μοτίβο του κήπου, στήνουν τα δικά του, ο καθένας, μάγια. Και αν το ποίημα του Κ. έχει μια –θα λέγαμε, με όρους του μουσικού συρμού– σχεδόν gothic ‘μαυρίλα’ που θα την φωτίσει ίσως, στο τέλος, το αγαπημένο χέρι, η έλξη του θανάτου επίσης παίζει ασυνήθιστα κεντρικό ρόλο στο ποίημα του Π. – ώσπου να συντριβεί από την κατάφαση ενός διόλου μεταφυσικού θαύματος.
Να ομολογήσω, ωστόσο, πως έχω κάνει μια μικρή γραμματολογική ζαβολιά στην επιλογή μου: το ποίημα του Κ. εμφανίζεται σε βιβλίο το 1921 – του συνομηλίκου του Π., δημοσιεύεται το 1952. Υπέκυψα στον –μικρό– πειρασμό αυτής της ζαβολιάς, γιατί θέλω μ’ αυτόν τρόπο να φέρουμε αυτές τις φωνές του 1920, όσο γίνεται πιο κοντά στο τώρα, και, με την αφορμή αυτού του αφιερώματος, να διερωτηθώ –μαζί σας– πώς θα ήταν, σήμερα, το τοπίο της νεοελληνικής ποίησης αν ο Κ. είχε ζήσει όσο και ο Π., κι αν είχαν και οι δύο, όσο τους αξίζει, εγκαίρως προσεχθεί – ο Κ. τουλάχιστον αγαπήθηκε, και αγαπιέται, από το αναγνωστικό κοινό. Να διερωτηθώ, ως νοερή άσκηση, βέβαια – όχι ως προφανέστατα ατελέσφορη ευχή.
K. Kαρυωτάκης
[ΠΑΡΕ ΤΑ ΔΩΡΑ…]
Πάρε τα δώρα της ψυχής σου νά ’ρτεις.
Σου ετοίμασα τη μαύρη κάμαρά μου.
Στον κήπο μας αρρώστησεν ο Μάρτης,
και αρρώστησεν ο Μάρτης στην καρδιά μου.
Πάρε του πόνου σου τη σμύρνα κι έλα.
Όλα θε να σ’ αρέσουν· έχω κόψει
το ρόδο, στο παράθυρο, που εγέλα
την αυστηρή μου βλέποντας την όψη.
Πάρε απαλά τον οίχτο σου, να φτάσεις,
και πάρε του καημού σου τη γαλήνη.
Στα μάτια μου το χέρι θα περάσεις,
το βραδινό μου δέος για ν’ απαλύνει.
Τάκης
Παπατσώνης
ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ
Θα
προσπαθήσω να ερμηνέψω τα ανερμήνευτα,
να
βάλω σε κατάταξη τ’ ακατάταχτα
πράγματα,
αναμιγνύοντας στοιχεία της
φύσης με στοιχεία,
που, ενώ ξέρω πως
υπάρχουν, είναι όμως φανερό
πως δεν
ανήκουν στη φύση, δεν είναι βαλμένα
στην
εξουσία μας. Τώρα είναι καλοκαίρι.
Βαρύ
κι’ επίμονο, Ιούλιος μήνας,
τραβάμε για Αύγουστο,
Ιούλιο κι Αύγουστο
καμπίσιο, στην Αττική.
Αβάσταγες
τραβάνε οι μέρες, δημιουργώντας
την
ερημιά μας. Και τέτοιες μέρες
προετοιμάζουν
τις ανάλογες νύχτες.
Οι νύχτες όμως, αποσπασμένους
απ’ τις
φριχτές μέριμνες καθώς βάλνονται
να
μας τοποθετούν (όποτε το μπορέσουν),
κερδίζουν
για μας, είτε από καλωσύνη
τους, είτε τυφλά
έτσι, με το άπλωμα των
άστρων τους, με τις φάσεις
του φεγγαριού,
με τις σκιές που περιπλανιώνται,
κάποια
εξαφάνιση της ερημιάς. Σιμώνουν
με
τις μύτες των ποδιών, μη μας διαλύσουν
ό,τι
άρχισε το διάστημα γύρα μας να
συνθέτει,
και, συχνά, δεν είναι απίθανο,
αρκετά πίσω τους,
αθόρυβα, αλλά διόλου
φοβισμένα, να μπαίνει σ’ ενέργεια
για
μας, σε πίδακα ιριδένιο, το θαύμα. Τώρα
λοιπόν,
στο τριπλό τούτο πλέγμα, τ’
όνειρο, το θαύμα,
κι’ εμάς, παραδομένους
στον κοσμογεννητή
τον ύπνο μας, γίνεται
κάτι με τα μαγικά
της ξαφνικιάς αύρας,
που, άγνωστο πώς, η νύχτα
την φυσάει
και μας ανεμίζει, γίνεται κάτι,
που
ασφαλώς δεν είναι στο χέρι της εξουσίας
μας:
εκείνη δα την ακριβή στιγμή, σ’
εκείνο το
πλασμένο από άγνωστη ουσία
τοπίο,
ξαφνικά κι’ όλως διόλου
απροετοίμαστα,
παραμερίζει στα
κουφώματα το σκοτάδι αφήνοντας
εδώ
κι’ εκεί τους ίσκιους του, κουρελιασμένα
τόπια
σάβανα σκόρπια στα βήματά μας,
μίτους Αριάδνης
που απατούνε, δεν
οδηγούνε, δρόμοι θανάτων,
τις άγρυπνες
ώρες, πριν από την αυγή, που
ξεκινάει,
ακυβέρνητο φάντασμα, ο
άνθρωπος, τρελός Αντιλάζαρος,
επιθυμώντας
να μην ξαναϊδεί καινούργια μέρα
κι’
ό,τι είναι να γίνει, να γίνει πια,
τελειωτικά.
Αλλά
γίνεται τούτο: με πρόθεση εναντία, όλο
φως,
κι’ορθάνοιχτη αγκαλιά τον
ανταμώνουν οι καλόβολες
οι σκιές, οι
συμπονετικές οι σκιές, με τη σοφή τους
τη
μέθοδο, με τη μυθολογία των λουλουδιών
τους,
με προβολές χρωμάτων, δένουν με
τις κλωστές τους
τα μελλούμενα με ό,τι
ωραίο κρύβουν οι μνήμες,
διαλέγουν
ώρες και στιγμές που μπλέκονται
χρονολογίες,
και, με καμώματα ανεξιχνίαστα,
χωρίς
να σβήνουν το παρόν, στρίβουν τη ροή
του
για κει που πρέπει. Μας ξαναπάνε
στον ανθοβολώνα,
στις πικροδάφνες.
Χωρίς νάναι τα κλαριά τους
ξεραμένα,
έχουνε πάρει τη σοβαρότητα της δίκαιας
κρίσης,
σαν τα κατατρεγμένα γεγονότα
του παρελθόντος,
πλάι σε σπινθήρα της
φωτιάς, που περιορίζονται
διόλου
ασφυχτικά στο ίδιο σχήμα. Τόσο
μόνο
ασφυχτικά. Μια ζωή, μια πνοή, μια
δόξα.
Μόνο που ανθίζουν από δυο
καταφάσεις.
*
Θεώνη Κοτίνη
ΑΠΟΣΤΡΟΦΗ
Φθονώ
την τύχη σας, προνομιούχα
πλάσματα, κούκλες ιαπωνικές.
Κομψά, ρόδινα μέλη, πλαστικές
γραμμές, μεταξωτά, διαφανή ρούχα.
Ζωή σας όλη τα ωραία σας μάτια.
Στα χείλη, μόνο οι λέξεις των παθών.
Ένα έχετ’ όνειρο: τον αγαθόν
άντρα σας και τα νόμιμα κρεβάτια.
Χορός ημιπαρθένων, δύο δύο,
μ’ αλύγιστο το σώμα, θριαμβικά,
επίσημα και τελετουργικά,
πηγαίνετε στο ντάνσιγκ ή στο ωδείο.
Εκεί απειράριθμες παίρνετε πόζες.
Σαν τη σελήνη πριν ρομαντικές,
αύριο παναγίες, όσο προχτές,
ακούοντας τη «Valenzia», σκαμπρόζες.
Ένα διάστημα παίζετε το τέρας
με τα τέσσερα πόδια κολλητά.
Τρέχετε και διαβάζετε μετά
τον οδηγό σας «διά τας μητέρας».
Ω, να μπορούσε έτσι κανείς να θάλλει,
μέγα ρόδο κάποιας ώρας χρυσής,
ή να βυθομετρούσατε και σεις
με μία φουρκέτα τ’ άδειο σας κεφάλι!
Ατίθασα μέλη, διαφανή ρούχα,
γλοιώδη στόματα υποκριτικά,
ανυποψίαστα, μηδενικά
πλάσματα, και γι’ αυτό προνομιούχα…
Ένας λόγος που διάλεξα αυτό το ποίημα είναι γιατί ο πιο αγαπημένος μου, ίσως, Καρυωτάκης είναι ο σατιρικός, εκεί όπου η ασφυξία του μεσοπολεμικού spleen εκρήγνυται και μεταμορφώνει τις αναθυμιάσεις της χαμηλής ζωής σε δηλητηριώδη κριτική. Στις Σάτιρες του 1927 ο σαρκασμός του στρέφεται, μεταξύ άλλων, και στις υποκριτικά κρινοδάκτυλες παρθένες που ενσαρκώνουν τόσο υποδειγματικά το ιδανικό της αστικής ευπρέπειας και ηθικοφροσύνης. Το ποίημα «Αποστροφή», με τον υφέρποντα μισογυνισμό του, στηλιτεύει αυτές τις άδειες κούκλες-γυναίκες που εμπορεύονται τη θηλυκότητα υποδυόμενες με θαυμαστή άνεση τους κοινωνικά προβλεπόμενους ρόλους της εποχής.
Αυτό το ποίημα με θύμωνε πάντα για την οπτική του και μου άρεσε πάντα για την τόλμη του. Ο Καρυωτάκης τόλμησε, με απερίφραστο τρόπο, όχι μυθοποιημένα όπως η επόμενη γενιά, να θέσει, μέσω της σάτιρας, ζητήματα για τα οποία η εποχή του δεν ήταν έτοιμη να μιλήσει παρά μόνο με ευφημισμούς και μεταμφιεσμένα σε αισθηματολογία.
Για τις ποιήτριες του μεσοπολέμου αυτή η ευγενής αποσιώπηση και η αισθηματολογία ήταν ένα ανακλαστικό, αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο είχαν διδαχθεί να βιώνουν τον κόσμο. Το πάθος σε υψηλή θερμοκρασία, η αγάπη σε εύκρατη εικονογραφία ή σε παροξυσμική αυτοθυσία είναι η συνήθης θεματική τους. Και όμως, μέσα σε αυτή την αναμενόμενη θεματική και αισθητική, ξεπηδούν στιγμές της γυναικείας φωνής όπου αρθρώνεται με ειλικρίνεια και προδρομικά μια αυθόρμητη αυτοσυνειδησία, ίσως ερήμην και των ίδιων των ποιητριών. Μια τέτοια περίπτωση είναι η Μυρτιώτισσα, κατά κόσμον Θεώνη Δρακοπούλου. Η Μυρτιώτισσα στο ποίημα «Voluptas» ελάχιστα καλύπτεται πίσω από την περσόνα της λατινικής θεάς, θυγατέρας του Έρωτα και της Ψυχής, της θεάς που ενσαρκώνει την ερωτική επιθυμία. Εδώ μιλά η γυναίκα που «απαντώντας» στην «Αποστροφή» του Καρυωτάκη τολμά να εκθειάσει όχι τα ημιπάρθενα αισθήματα και τα νόμιμα κρεβάτια αλλά την ηδονή, την καθαρή σαρκική ηδονή, φτιαγμένη από φιλιά, στόματα, μάτια, δάχτυλα, σώμα κι όχι από δάκρυα ή έρωτα. Κι αυτό σε ένα στίχο προσεγμένο, αισθητικά λειτουργικό και ανοιχτό σαν ένα επιφώνημα ελευθερίας.
VOLUPTAS
Ελάτε, ο
κόσμος όλος είμαι εγώ!
μες απ’ τα
χρυσοκόκκινα μαλλιά μου,
απ’ τη ματιά
κι’ από τα δάχτυλά μου
της ηδονής
πετιέται το στοιχειό.
Ελάτε ο κόσμος
όλος είμαι εγώ.
Με ρόδα ευωδιασμένο έχω το στρώμα
κι απάνω του – μεθυστικό πιοτό-
χυμένο το αλαβάστρινό μου σώμα.
Όμως αγάπη
μη γυρεύετ’ από μένα
Δε θα με ιδήτε
μπρος σας να λυγίσω,
και πάνε τα
τραγούδια σας χαμένα
Μέσα μου
άγριες νιώθω επιθυμιές!
και τις
ερωτεμένες σας καρδιές
πως θα ‘θελα
να μπόρεια να μασήσω
με τα λευκά μου
δόντια τα γερά,
σα φρέσκα μυγδαλάκια
τραγανά,
και τον αιμάτινο χυμό τους
να ρουφήξω!
Δάκρυα δε
θέλω∙ δε ζητώ
παρά φωτιά για τη φωτιά
μου,
τα σαρκικά φιλιά μου,
στόμα που
στάζει φλόγα να γευτώ
Ω! τι με
νοιάζει τότες κι’ αν κοπεί
το νήμα
από της Μοίρας μου τ’ αδράχτι,
σα
νοιώθω εγώ πως θε να σκορπιστεί,
από ηδονή, το είναι μου, σε στάχτη…
Αντικριστά τα δυο ποιήματα μου δείχνουν τις διαδρομές που οδήγησαν σε αυτόν τον τόσο ενδιαφέροντα και ρευστό μεσοπόλεμο αλλά και τις αφετηρίες που ξεκίνησαν από αυτόν Στο πρίσμα αυτής της ρευστότητας διαβάζω τον Καρυωτάκη: σαν ένα διαρκή αγώνα της φωνής του ανάμεσα σε δύο τάσεις: από τη μια η σταθερή αυτοαναφορά και από την άλλη, ως εξέγερση στην χαμηλόφωνη συμβολιστική εσωστρέφεια, η οξύτητα του σαρκασμού και αυτοσαρκασμού. Με ανάλογο τρόπο μπορεί να διαβαστεί και η Μυρτιώτισσα: μια ποίηση αναμενόμενα και «γυναικεία» ευαίσθητη, αλλά φτασμένη κάποτε σε μια οριακότητα και στην ανατροπή του στερεότυπα γυναικείου. Μια ακόμα κομμένο νήμα του μεσοπολέμου, που θα το ενώσουν διευρύνοντάς το οι ποιήτριες του ΄70.
*
Δήμητρα Κωτούλα
«Στον τόπο μας λείπει το ηθικό ενδιαφέρον για την τέχνη...Η σύγχρονη ελληνική ποίηση δεν είναι παρά ένα έμβρυο...πρέπει να αναγεννηθεί. Με ποιον όμως τρόπο; Το αίσχος του πολέμου έχει διαπλάσει μια πραγματικότητα ολότελα αντίθετη με την προπολεμική...Την πραγματικότητα, λοιπόν, αυτή που κλείνει γενικές ιδέες και γενικά ζητήματα της ζωής αγκαλιάζοντες οι νέοι και κάμνοντάς τηνε σάρκα τους κι αίμα τους, είτε ως λαϊκοί ποιητές με το απλό αίσθημα του λαού, είτε με λυρικά ξεσπάσματα, ας προπορευτούν σημαιοφόροι και οδηγητές. Κι αγκαλιάζοντας την πραγματικότητα αυτή θέλουν φρίξει μπροστά στη σύγχρονη νοσηρή εγκεφαλική εξασθένηση, την ανικανότητα προς βαθυστοχασμούς, την υπεκφυγή μπροστά σε ό,τι είναι σοβαρό και τρομερό, και θέλουν αηδιάσει μπροστά στη νερουλή αισθηματολογία, την τυμπανοκρουσία, στα τρυφηλά ερωτικά παιχνιδίσματα, τις ανούσιες ερωτοκουβέντες, την προικοθηρία, μπροστά σ’ όλη τη σωρεία των κορτάκηδων ποιητών...Ξέρω καλά πως οι λογοτεχνικές μηδαμινότητες της εποχής θα εξαγριωθούν από ψυχολογικά πάντως αίτια προσπαθώντας σαν τις γάτες να σώσουν τα κλαψιάρικα γατούδια τους...Χρέος μας είναι να υποδείξουμε πως πρέπει η τέχνη να βγει πλέον από τα στενά όρια του εαυτούλη μας και πηγάζοντας από την πλατιά πανανθρώπινη ψυχή να γίνει κτήμα της ψυχής αυτής...». (Ιωσήφ Ραφτόπουλος, Γνώθι Σαυτόν).
Οι αφοπλιστικά επίκαιρες αυτές σκέψεις ανήκουν στον Ιωσήφ Ραφτόπουλο (1890-1923), ποιητή από την Σκεπαστό της Ανατολικής Θράκης. Απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής, ο Ραφτόπουλος εγκαθίσταται στην Αθήνα το 1914, έτος που εμφανίζεται στα νεοελληνικά γράμματα με την έκδοση της πρώτης ποιητικής του συλλογής, στην Κωνσταντινούπολη. Στην πρωτεύουσα εργάζεται ως δάσκαλος, διορθωτής, δημόσιος υπάλληλος -για λίγο διάστημα εργάστηκε και ως έφορος αρχαιοτήτων με έδρα τους Δελφούς- κυρίως, όμως, αναπτύσσει έντονη πολιτική δράση και γράφει πυρετωδώς δημοσιεύοντας στο Νουμά, τον Βωμό και τη Νέα Τέχνη. Ωστόσο, παραμένει απομονωμένος από τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής, τόσο των παλαιότερων, όσο και των νεώτερων ποιητών. Οι μαρτυρίες για τη μορφή του είναι ελάχιστες –ένα σκίτσο του Κων/νου Μαλέα που δημοσιεύει ο Τέλλος Άγρας στην περίφημη Ανθολογία του και θα αντιγράψει αργότερα ο Βακαλό– οι ιδέες του για τη σύγχρονή του ελληνική ποίηση, μια προσπάθεια, ουσιαστικά, να ηγηθεί ενός ρεύματος ανανέωσής της, όπως φαίνεται και από το παραπάνω «μανιφέστο», περνούν απαρατήρητες, το έργο του, έξι τόμοι σήμερα, που εκδίδεται κυρίως μετά το θάνατό του, δεν αξιολογείται και, φυσικά, δεν υποστηρίζεται. Τραβά την προσοχή σε ελάχιστους στους οποίους συγκαταλέγονται τα ζεύγη Σικελιανού, Γεωργίου Κοντολέοντος, καθώς και ο σχεδόν συνομίληκός του ποιητής Κώστας Καρυωτάκης.
«Η πραγματική συγκίνησις διαφυλαγμένη. Μια κραυγή αυθόρμητη, πόνου ή απελπισμένης χαράς. Αυτούσιο το αίμα του πνευματικού ανθρώπου... Αυτή είναι η ποίησις του Ραφτόπουλου», θα πει ο ίδιος ο Καρυωτάκης σε άρθρο-νεκρολογία του. Ο Καρυωτάκης θα βρει στον Ραφτόπουλο έναν αναπάντεχο συνοδοιπόρο με τον οποίο μοιράζονται μια έντονη ψυχική συγγένεια, την ίδια αιχμηρή ευαισθησία, έναν ρομαντισμό γειωμένο και σε συντονισμό με τα κοινωνικοπολιτικά αιτήματα του καιρού, κοινά διαβάσματα και επιρροές από τους ευρωπαίους ομότεχνούς τους, όπως ο Χάινε. Νέοι και οι δύο κατανοούν την ανάγκη ανανέωσης του ποιητικού τοπίου της εποχής τους, τη γόνιμη αντιπαράθεση με το «παλιό» και προσπαθούν να συντονίσουν τη σύγχρονη ελληνική ποιητική παραγωγή με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή. Δεν είναι τυχαίο ότι η «Πολύμνια» του Καρυωτάκη, ποίημα που αναφέρεται στην ποιητική τέχνη, αρχικά, ήταν αφιερωμένο στον Ραφτόπουλο. Οι προβληματισμοί και οι προσπάθειες και των δύο θα διακοπούν απότομα, στην περίπτωση του Ραφτόπουλου από τη φυματίωση, του Καρυωτάκη από την επιλογή να βάλει τέλος στη ζωή του. Τον πρώτο θα καλύψει, για την εποχή του τουλάχιστον, η σιωπή – ο δεύτερος θα αποκτήσει μία μυθώδη, σχεδόν, φήμη. Ωστόσο, η πραγματική, ανιδιοτελής αγάπη για την ποίηση, ο ζήλος για την ποιητική τέχνη, η αγωνία για τους δρόμους που θα ακολουθήσει στη στροφή του αιώνα στιγματίζουν το έργο και των δύο φέρνοντάς τους ουσιαστικά κοντά.
ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΛΑΝΟΝ ΟΡΑΜΑ, ΤΗΝ ΠΛΑΣΗ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ
Μέσα στο πλάνον όραμα, την πλάση την αιωνία,
υψώθηκε το πνεύμα μου και σαν αητός περνάει...
Κι ως πάει, πετά χρυσές ματιές και το σαϊτεύει η θεία
η ωραία ζωή κι ο θάνατος το περιτριγυρνάει.
Μα εκείνο πάντ’ ατάραχο, χτυπώντας τα φτερά του
ζωή μαζί και θάνατο δεν παύει να τηράει,
μ’ ένα γαλήνιο λογισμό που αστράφτει στη ματιά του...
Για ποιαν αιτία ξεκίνησε και γιατί τάχα πάει;...
(Ιωσήφ Ραφτόπουλος, Ζωή κι Αγάπη, Βιβλίο Η΄)
ΓΡΑΦΙΑΣ
Οι ώρες μ’ εχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκα ξανά
στο αχάριστο τραπέζι.
(Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο στον τοίχο αντικρινά
ο ήλιος γλιστράει και παίζει.)
Διπλώνοντας το στήθος μου, γυρεύω αναπνοή
στη σκόνη των χαρτιώ μου.
(Σφύζει γλυκά και ακούγεται χιλιόφωνα η ζωή
στα ελεύθερα του δρόμου.)
Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου κι ο νους,
όμως ακόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς
σα να ’χουν βγει σε τάφο.)
(Κώστας Καρυωτάκης, Νηπενθή)
*
Αλέκος Λούντζης
Κ. Καρυωτάκης – Ρ. Φιλύρας / (Τ. Άγρας – Κ. Βάρναλης)
Για τον Καρυωτάκη και τον Καρυωτακισμό τα πολλά, αν όχι όλα, είναι γραμμένα. Σε αυτή τη σύντομη αναφορά θα εστιάσουμε σε μία ούτως ή άλλως ανεξίτηλη διατύπωση του Βύρωνα Λεοντάρη:
«Ι. Υπάρχουν ποιητές τελεσίδικα γνωστοί, υπάρχουν και ποιητές που τους ανακαλύπτομε αδιάκοπα. O Καρυωτάκης είναι o ποιητής που απωθούμε.
[…]
ΙΙΙ. … Όταν ο Τέλλος Άγρας έγραφε για τον Καρυωτάκη: «...κι έξαφνα, στα 1927, με την τρίτη και τελευταία του ποιητική συλλογή 'Ελεγεία και Σάτιρες', μας εξεπέρασεν όλους αμέσως κι εξακολουθητικά...», μας έδινε ένα δείγμα και παράδειγμα της αγγελικής κριτικής εντιμότητάς του, δεν υποπτευόταν όμως ούτε ο ίδιος ότι έθετε την μόνη σωστή βάση για την μελέτη του καρυωτακικού έργου…
IV. … Κανένας άλλος ποιητής δεν ένιωσε τόσο βαθιά και τόσο άμεσα την τραγική αδυναμία και ευτέλεια του ποιητή σαν κοινωνικής ύπαρξης, και σε κανένα άλλο ποιητικό έργο δεν αναιρούνται τόσο ριζικά και καίρια οι ιδεολογικές κατασκευές για την «κοινωνική σημασία» της ποίησης και τον «κοινωνικό ρόλο» του ποιητή. […] Έτσι ο Καρυωτάκης γίνεται ο πρώτος βλάσφημος στην ελληνική ποίηση και ο πρώτος βλάσφημος κριτικός της.» (1)
Στον Ρώμο Φιλύρα, τώρα, μορφή εκκεντρική που προκαλούσε τόσο τον χλευασμό όσο και τον θαυμασμό των συγχρόνων του –σε σημείο που ο Μαλακάσης και ο Βάρναλης να τον αποκαλέσουν «Ρεμπώ της Ελλάδας»– το βλάσφημο στοιχείο είναι χαραγμένο στην προσωπογραφία του από καθοριστικό χέρι, το δικό του. Ο Φιλύρας αυτοπροσδιορίζεται συχνά ως τρελός, πολύ πριν κλειστεί στο άσυλο, αλλά και ως φασουλής, πιερότος και Μώμος, δηλώνοντας έτσι με τρόπο απόλυτα νεωτερικό την περιθωριοποίησή του (2). Για εκείνον, νομίζω, πιο ταιριαστό επίγραμμα είναι δική του πρόζα:
«Καλοπροαίρετοι
γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε
από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική.
Από την λογική κι από την μνήμη που μου
απέμεινε, να μην ξαναθυμάμαι τον άμετρο
πόθο της ζωής, την ελεύθερη περιπλάνησι
σε θείους τόπους. Να ελάτε κοντά σε μένα
λευκοφόροι ψυχίατροι. Σκύφτε επάνω μου:
γιατί εγώ θυμάμαι… Υπάρχει αλλοίμονο
τραγικώτερη περίπτωσις σ’ αυτό το
θάλαμο, που κανείς άλλος δεν θυμάται
πια εκτός από εμένα!» (3)
Είναι γνωστό ότι, έναν χρόνο πριν αυτοκτονήσει, ο Καρυωτάκης επισκέφθηκε τον Φιλύρα στο Δρομοκαΐτειο, το 1927, και έγραψε το ποίημα ‘Υποθήκαι’ στο οποίο αναφέρεται στον Φιλύρα και στο ποίημα του τελευταίου ‘Μοίρα Άγει’. Αν, λοιπόν, μια πρώτη γέφυρα μεταξύ των δύο είναι πάντοτε η πυκνή παρατήρηση του Κώστα Βάρναλη, «η ποίησή του Φιλύρα κινείται κατακόρυφα προς τα ύψη, και του Καρυωτάκη κάθετα προς τον τάφο», η δική μου σύντομη διάβαση στην αόρατη νησίδα μεταξύ Καρυωτάκη και Φιλύρα, γίνεται από διαφορετικά ποιήματα και πιάνεται από μία άλλη κλωστή, για την οποία είναι επίσης μη ανιχνεύσιμο αν όντως υπήρχε στον αργαλειό ή υφάνθηκε κατά την ανάγνωση.
Δύο ποιήματα που παρά τις προφανείς διαφορές τεχνικής, ύφους και στόχευσης μεταξύ των, έχω την αίσθηση ότι ίσως δείχνουν κάτι διπλό και μύχιο ταυτόχρονα, κάτι αυστηρά ιδιοσυγκρασιακό αλλά και αρκετά κοινό μεταξύ τους, κάτι φιλύρειο στον Καρυωτάκη και κάτι καρυωτάκειο στον Φιλύρα, κάτι ίσως ενδιαφέρον:
Κώστας Καρυωτάκης, ‘Πολύμνια’ / Νηπενθή (1921) – όπου ο Καρυωτάκης απευθύνεται σε κάποια Μούσα από εκείνες που κατ’ επανάληψη αναζήτησε και ονομάτισε ο Φιλύρας στα ποιήματά του.
Ρώμος Φιλύρας, ‘Υπεράνω’ / Γυρισμοί (1919) – όπου ο Φιλύρας δίνει ένα σονέτο–αυτοπροσωπογραφία εξίσου αψύ και διαβρωτικό με τις πιο αυτοσαρκαστικές και πικρές ‘Σάτιρες’ του Καρυωτάκη (που όμως ακόμη δεν υπάρχουν, καθώς εκδίδονται το 1927).
ΠΟΛΥΜΝΙΑ
Ψεύτικα αισθήματα
ψεύτη του κόσμου!
Μα το παράξενο
φως του έρωτός μου
φέγγει στου σκότεινου
δρόμου την άκρη:
Με το παράπονο
και με το δάκρυ,
κόρη χλωμόθωρη
μαυροντυμένη.
Κι είναι σαν αίνιγμα,
και περιμένει.
Λάμπει το βλέμμα της
απ’ την ασθένεια.
Σάμπως να λιώνουνε
χέρια κερένια.
Στ’ άσαρκα μάγουλα
πώς έχει μείνει
πίκρα το νόημα
γέλιου που σβήνει!
Είναι το αξήγητο
το μικροστόμα
δίχως το μίλημα,
δίχως το χρώμα.
Κάποια μεσάνυχτα
θα σε αγαπήσω,
Μούσα. Τα μάτια σου
θαν τα φιλήσω,
νά βρω γυρεύοντας
μες στα νερά τους
τα χρυσονείρατα
και τους θανάτους,
και τη βασίλισσα
λέξη του κόσμου,
και το παράξενο
φως του έρωτός μου.
ΥΠΕΡΑΝΩ
Κι αν δοθήκαμε ολάκεροι στη νιότη,
κι αν άφραστα αγαπήσαμε ό,τι ζει,
κι αν οι στερνοί δεν είμαστε, ούτ' οι πρώτοι
ένθεν η ορμή μας ξεπετά εκεί
επάνω απ' της αβύσσου τ' άγρια σκότη
και πέρα από του πλήθους τη βοή:
δρόμο να μη χαράξουμε προδότη,
στο χώμα χνάρι μας να μη σταθεί.
Κι αν η πίστη στη χίμαιρ' άλλης πλάσης
δε γλυκάνει τη πίκρα στη ψυχή,
Ανυπαρξία κι αν δε μας ξεγελάσεις,
οι κοσμικοί κι οι απόκοσμοι μαζί
να πούμε πως εζήσαμε σ' αμάχη,
μέσα μα και σαν έξω απ' τη ζωή!...
Βύρων Λεοντάρης, «Θέσεις για τον Καρυωτάκη», Σημειώσεις, Τεύχος πρώτο, Αθήνα, Σεπτέμβρης 1973 (οι επισημάνσεις είναι δικές μου).
Βλ. Δημητρούλα, Τιτίκα, «Ρώμος Φιλύρας. Άπαντα τα ευρεθέντα.», Τα ποιητικά, Τεύχος 14, Ιούνιος 2014.
Ρώμος Φιλύρας, Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον και άλλα αυτοβιογραφικά, επιμέλεια Γ. Παπακώστας, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007, σελ. 107.
*
Παυλίνα Μάρβιν
Κώστας Καρυωτάκης
ΞΕΠΡΟΒΟΔΙΣΜΑ
– Αγάπη μου,
ήσουνα παιδί· παιδί μου, είσαι άντρας
τώρα·
σύρε, ακριβέ μου, στο καλό, μη σε
προφτάσει η μπόρα.
– Μάνα μου,
κοίτα, ενύχτωσε· πώς να κινήσω;
βρέχει·
μάνα, μια θλίψη με κρατεί και
μια τρομάρα μ’ έχει.
– Παιδί μου,
όλοι θα φύγουνε· κι αν μείνεις
τελευταίος;
σύρε· και πάντα να ’σαι
ορθός και πάντα να ’σαι ωραίος.
– Μάνα, ο
χειμώνας ρυάζεται κι η νύχτα αγκομαχάει·
με
δένει, μάνα, μια ντροπή, κι ένας καημός
με πάει.
– Βλέπε,
παιδί μου, πάντα ομπρός. Το χτες μη σε
πικραίνει.
Τώρα η ζωή σαν άλογο στην
πόρτα σε προσμένει.
– Μάνα, οι
ανέμοι ρίξανε του δρόμου το πλατάνι·
με
τρώει, μανούλα, η θύμηση, κι ο πόνος με
δαγκάνει.
– Παιδί μου,
όλοι θα φύγουνε· κι αν μείνεις
τελευταίος;
σύρε· και πάντα να ’σαι
ορθός και πάντα να ’σαι ωραίος.
– Μάνα μου,
κοίτα, ενύχτωσε· πώς να κινήσω;
βρέχει·
μάνα, μια θλίψη με κρατεί και
μια τρομάρα μ’ έχει.
Απόστολος Μελαχρινός
ΠΑΛΙ ΒΡΕΧΕΙ
Πάλι
βρέχει! |
|
Πάλι
βρέχει! |
|
Πάλι βρέχει! |
|
Σαν
αντίφωνο μες στη θαμπή σου μνήμη |
|
Πάλι βρέχει!
* |
Αλεξάνδρα Πλαστήρα
ΣΑΝ ΔΕΣΜΗ ΑΠΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ
Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Κάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Και στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ' ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Ηλεκτρισμένη από φιλήματα
θα 'λεγες την ατμόσφαιρα.
Η σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.
Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μάς ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιαν ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες,
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.
Τριγύρισα αρκετά ώσπου διάλεξα να διαβάσω το ποίημα «Σωτηρία» της Πολυδούρη πλάι στο «Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα» του Καρυωτάκη. Όσο ξέρουμε, πέρα από την ιδιόρρυθμα ερωτική σχέση, ο θαυμασμός της ποιήτριας για τον ποιητή δεν έγινε καρυωτακισμός – ίσως γιατί έτυχε ν’ αναζητάνε και οι δυο τους στην ποίηση την αυθεντική ζωή, την αληθινή φωνή.
Ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο ποιήματα είδα κάτι ομοιοπαθές στον πλασμό, στο ηχόχρωμα της λέξης, στην ενδο-εξωστρέφεια της σκηνής. Σίγουρα, άκουσα πρόθυμα πλάι στην αφνιδιαστική, σχεδόν βάναυση μετατροπία τής αρχικά μακάριας «Δέσμης», το πιο επείγον αλλά συγχρόνως και πιο δύσκαμπτο τέμπο της «Σωτηρίας».
Στα πεύκα της Πολυδούρη, όπως και στην ευωδιά των νυχτερινών δρόμων του Καρυωτάκη, η στιγμή είναι τεντωμένη σαν χορδή – είναι εύθραυστη.
ΣΩΤΗΡΙΑ [απόσπ.]
Ας περάσει πια η μέρα με το φως της.
Η νύχτα γιατί τόσο αργοπορεί;
Στων πεύκων τις σκιές μια πολυθρόνα
με καρτερεί.
Των θαλάμων θα σβήσουνε τα φώτα
κι ο ύπνος θάρθη σα λιγοθυμιά.
Ένα αδειανό κρεβάτι, εδώ δίνει
εντύπωση καμιά.
Θα με διπλώση το σκοτάδι κι όπως
μες στις βαθιές σκιές θα μπερδευτώ,
πως είμαι θα πιστέψω πάλι κάτι
από τον κόσμο αυτό.
Μέσα στο φόβο θα βαθαίνει η νύχτα
όταν ο άνεμος θά ’ρθει ξαφνικά.
Ο ευκάλυπτος τα μαλλιά του θα τινάξη
και των ονείρων μαζί τα μυστικά.
*
Χρήστος Σιορίκης
ΕΣΠΕΡΑ
Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα…
Η σκέψη μου νοσταλγικά ενυχτώθη
στον κήπο, στη λιμνούλα και στη σέρα
που εσβήνανε τριαντάφυλλα σαν πόθοι
κι επέθαινε στα τζάμια πάνω η μέρα.
Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα…
Ένας καημός που ακόμα δεν εδόθη
γινόταν άστρο. Σύννεφο από πέρα
μεγάλωνε (ίδιο σάβανο που κλώθει
με μοχθηρή σπουδή μοιραία μητέρα).
Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα…
Όταν το δέος μου αξήγητον απλώθη,
το στερνο ρόδο θα ‘χανε η σέρα
και η λίμνη με νεκρόφυλλα θα εστρώθη.
Τ’ άστρα ζυγώνανε, καημοί , από πέρα.
Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα…
Ο σαρκασμός που κορυφώνεται αργότερα έχει ήδη ξεκινήσει από τα Νηπενθή. Ο Καρυωτάκης ακροβατεί μεταξύ του πόνου, του σαρκασμού και μιας επιθυμίας για ζωή που φέρει μαζί της την ένταση του παιδιού. Από όλα αυτά, και σε συνδυασμό βέβαια με τη γλωσσική του τόλμη, προκύπτει το πολύτιμο έργο του. Στους συγχρόνους του υπάρχουν πολλοί που ξεχωρίζουν∙ στην Ανθολογία των Νέων του Τέλλου Άγρα θαυμάζει κανείς τους στίχους του Λέοντα Κουκούλα, τον τρόπο του Απόστολου Μελαχρινού, τον Λαπαθιώτη. Όμως ίσως νιώθω ότι ο Καρυωτάκης συναιρεί πολλές από τις αρετές της ποίησης της εποχής του∙ τις συναιρεί και τις πάει ένα βήμα πιο πέρα.
Ωστόσο, μπορώ δίπλα του να νιώσω αρκετούς, όπως τον Τέλλο Άγρα, τον Λαπαθιώτη. Σήμερα όμως θα διαβάζω ένα αθησαύριστο ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου, το «Φεγγάρι της Αθήνας» (1906), γιατί πιστεύω ότι συναντά τον Καρυωτάκη σε κάτι που με απασχολεί πολύ: στο πώς μια μεταφυσική ανησυχία, ή ένας συμβολισμός, δεν χρησιμοποιεί τις αισθήσεις ή τα πράγματα, αλλά αρπάζεται από αυτά, αναζητά κάτι απτό, συνυπάρχει με αυτά και σου λέει «να, να, δες το, το βλέπω».
Και ο Καρυωτάκης και ο Παπαντωνίου «κοιτάζουν» συχνά προς τον Ρίλκε. Ο πρώτος λέει σε ένα άλλο ποίημά του: «Φιλί φωτός και σκάει το πρωταστέρι». Η νύχτα, το φως μέσα στη νύχτα, το πώς φεύγει το φως, υπάρχουν και στην «Εσπέρα» του Κ.Κ και στο «Φεγγάρι» του Ζ.Π.∙ δεν πρόκειται για «μεταφυσικές» στιγμές, αλλά για στιγμές εμπειρίας, όπου ο άνθρωπος συναντά, ή προσπαθεί να συναντήσει, κάτι φευγαλέο μα υπαρκτό.
ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Φεγγάρι της Αθήνας ! Μακαρία
η ώρα που στάζεις απ’ τον ουρανό.
Κάθε ύλη ξεψυχάει, καπνός ονείρου
είν’ εδώ κάτου κάθε αληθινό.
Τα πλάσματα ανεβαίνουν προς εσένα…
Ερείπια, δέντρα, λόφοι, ο Υμηττός,
μεγαλώνουν και παν να διαλυθούνε
μέσα στο πνεύμα του άσπρου σου φωτός.
Φως ο διαβάτης γίνεται κι ο ίσκιος του
σαν ξένος ο ίσκιος του στο δρόμο περπατεί.
Μονάχα το έρμο κυπαρίσσι επίμονα
πίσσα και θλίψι μέσα του κρατεί.
Όμορφα είν’ απόψε τα χαλάσματα
που δε θα ξαναζήσουν, όχι, πιά
κι ο λυπημένος ο ποιητής είν’ ομορφότερος
που σε κοιτάει μ’ ερείπιο την καρδιά.
Βάρβαρο σχήμα και μορφή δεν άφηκες
στην πόλι που κοιμάται. Ευγενικά
γραμμένα, χτίρια, δέντρα συλλογίζονται
και λένε τα βαθειά των μυστικά.
Πώς τα λυτρώνεις, Φως, από τη μοίρα των
Ανάερα πάνε προς τους ουρανούς
χάνουν τον όγκο οι βράχοι φανερώνοντας
ότι είναι μέσα των ψυχή και νους.
Άσπρα κλαριά φιλιούνται με τα πνεύματα
καπνοί και στέγες χάνονται μαζί
ό,τι στην πλάσι εζούσε, απόψε πέθανε
κι εκείνο που δεν είναι , εκείνο ζει.
*
Γιώργος Σπανός
Κρατώ στα χέρια μου την Ανθολογία του Τέλου Άγρα Οι Νέοι – Εκλογή από το έργο των νέων Ελλήνων Ποιητών, 1910-1920, Εκδοτικός Οίκος “Ελευθερουδάκης”, 1922, οπού με συγκίνηση φυλλομετρώντας διαβάζουμε, βέβαια, το όνομα του Κώστα Καρυωτάκη ανάμεσα στα ονόματα, αναγνωρίσιμα τα πιο πολλά, άλλων “νέων” σύγχρονών του.
Αν επιχειρούσαμε, πριν οτιδήποτε άλλο, μία σύντομη γραμματολογική ανασκόπηση στην ευρωπαϊκή λογοτεχική παραγωγή εκείνης της χρονιάς-ορόσημο θα έλεγα, θα βλέπαμε να εκδίδονται σημαντικά έργα του πρώιμου μοντερνισμού όπως είναι Η Έρημη Χώρα ή αν θέλετε Η Ρημαγμένη Γη του T.S. Eliot, επίσης ο Οδυσσέας του Τζέιμς Τζόυς. Συγχρόνως ο Rainer Maria Rilke ολοκληρώνει τις Ελεγείες του Ντουίνο.
Στα καθ’ ημάς –έτος της Μικρασιατικής καταστροφής–, ο Κώστας Βάρναλης (ως Δήμος Τανάλιας) εκδίδει το Φως που καίει, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης τους Σκλάβους στα δεσμά τους, η Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου την πρώτη ποιητική συλλογή της με τον τίτλο Στο διάβα σου.
Μία περιφερειακή λογοτεχνική πραγματικότητα;
“Οι νέοι είναι θετικοί και αυστηροί κριταί του έργου τους∙ δε θα μπορούσαν όμως και ν΄ αρνηθούν την απουσία μιας υποδειγματικής προγενέστερης εργασίας στη φιλολογία μας, που να επιτρέπει όχι μίμησιν αλλά αφομοίωσιν”. Αυτά υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ο Τέλος Άγρας προλογίζοντας στην Ανθολογία του τις νέες ποιητικές φωνές, που ακόμα και αν δεν επέφεραν στο σύνολό τους σημαντικές τομές στα λογοτεχνικά πράγματα, άφησαν διακριτό το αποτύπωμά τους και είναι γεγονός ότι προετοίμασαν την έλευση της επόμενης γενιάς, αυτής του τριάντα.
Όσον αφορά τα ποιήματα της Ανθολογίας, θα εκτιμούσα ότι πρόκειται για πρωτόλεια μάλλον των νέων ποιητών, χωρίς να χάνουν βέβαια το δικό τους, ειδικό ενδιαφέρον. Στην αποψινή πρόσκληση για τον Καρυωτάκη και τους σύγχρονούς του δεν επέλεξα απαραίτητα κάτι από εκεί. Ευχάριστη έκπληξη προξενεί η σύμπτωση της επιλογής της ποιήτριας Αλεξάνδρας Πλαστήρα, με τον μοναδικό σχολιασμό-εισήγησή της, καθώς ο έτερος ποιητής/ποιήτρια που επέλεξα και εγώ είναι η Μαρία Πολυδούρη. “Δικαιούται”, θεωρώ, τουλάχιστον μία διπλή συνάντηση...
Δύο από τα λιγότερο αντιπροσωπευτικά ποιήματα των δύο ποιητών θα σας διαβάσω για ιδιαίτερους, εύληπτους λόγους, που όπως φαντάζομαι κι εσείς θα διαπιστώσετε. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Μαρία Πολυδούρη δεν είχε ώς τότε εκδώσει, αντιλαμβάνεσθε ότι δεν περιλαμβάνεται στην εν λόγω Ανθολογία. Το 1922 είναι η χρονιά ωστόσο που με παρότρυνση του Κώστα Καρυωτάκη δημοσιεύει τα πρώτα ποιήματά της στο περιοδικό Έσπερος της Σύρου και παράλληλα ξεκινάει να γράφει το Ημερολόγιό της.
Η εκλογή του Κ. Καρυωτάκη είναι από τα Ελεγεία και Σάτιρες, ποιητική συλλογή του 1927:
Ο κήπος είμαι που άλλοτε με τ’ άνθη του ευωδούσε
κι εγέμιζε με χαρωπό τιτύβισμα πουλιών,
που με κρυφομιλήματα και ψίθυρο φιλιών,
τη νύχτα, στη σκιάδα του, η αγάπη επερπατούσε.
Ο κήπος είμαι που έμεινε χρόνια πολλά στην ίδια
θέση, μάταια προσμένοντας κάποιαν επιστροφή,
που αντί λουλούδια τώρα πια στ’ αγκάθια έχει ταφεί,
που σώπασαν τ’ αηδόνια του και πνίγεται στα φίδια.
«Είμαι το λουλούδι...», το ολιγόστιχο ποίημα που επέλεξα αντίστοιχα από το έργο της Μαρίας Πολυδούρη∙ είναι από τη συλλογή της Οι Τρίλλιες που σβήνουν της επόμενης χρονιάς, 1928, χρονιάς που συμπίπτει με την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, ενώ η ίδια νοσηλεύεται στη «Σωτηρία».
ΕΙΜΑΙ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ...
Είμαι το λουλούδι που σιγά το τρώει το κρυφό σαράκι.
Δε με τυραννάει το άγριο κακοκαίρι, όπως τάλλα εμένα
και της χλωμιασμένης μου όψης δε μαδάνε ένα ένα τα φύλλα.
Οι καλές οι μοίρες κ’ οι κακές καρτέρι κι αν μώχουν στημένα,
σάμπως πεταλούδες να με τριγυρνάνε νοιώθω ανατριχίλα.
Είμαι το λουλούδι που σιγά το τρώει το κρυφό σαράκι.
Γέννημα και θρέμμα στην ψυχή μου μέσα το κακό φωλιάζει.
Και ζωή και χάρος είμαι, απ’ τη γελάστρα τύχη δεν προσμένω.
Αψηλό κι ωραίο στήνω το κορμί μου κι άλλο δε μου μοιάζει.
Όμως όταν δείξω τις πληγές μου στάστρα, θάμαι πεθαμένο.
Η συναφής λυρική, νεο-ρομαντική θεματολογία των δύο ποιημάτων εύλογα παραπέμπει σε μία ερωτική συνομιλία κωδίκων της πάσχουσας φύσης που διαπερνά η βαθιά ανάγκη μετοχής στο μυστήριο της Ποίησης και ξεπερνά σαφώς τα όρια της απλής συναισθηματικής εκτόνωσης.
“Τάκη! Είμαι η δροσερή βρυσούλα που μάταια ζητάει να σε ποτίσει τη λησμονιά”, σημειώνει στο ημερολόγιό της η Μαρία, με ένδειξη «17 Μαΐου Μεσάνυχτα...».
*
Δημήτρης Χουλιαράκης
Ρήγας Γκόλφης (Δημήτρης Δημητριάδης, 1886-1958)
ΓΙΑ ΤΗΝ "ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ" ΤΟΥ ΤΣΑΪΚΟΦΣΚΙ
Ελάτε, ώ τόνοι, εντός μου, ρυθμισμένοι
στη βαθιά της ορχήστρας αρμονία.
Ελάτε απλοί, ζευγαρωτοί, δεμένοι,
στο πάθος, στη λαχτάρα, στη μανία,
στη γλυκιά της ζωής μας τυραννία,
στα φτερά της γαλήνης απλωμένοι,
και λεύτεροι, λυμένοι, λυγισμένοι,
πλάστε τη δακρυσμένη συμφωνία...
Στην τρικυμιά σας μέσα ολαρμενίζει
με την ψυχή απλωτή -λευκό πανάκι-
ο ανθρώπινος καημός που σας φλογίζει.
Κι αν πλήθια τώρα τα όργανα, σα δράκοι,
τον πόνο αντιφωνούν όλου του κόσμου,
α! - πώς απολυτρώνεται ο δικός μου...
Κώστας Καρυωτάκης
ΕΥΓΕΝΕΙΑ
Κάνε τον πόνο σου άρπα.
Και γίνε σαν αηδόνι,
και γίνε σα λουλούδι.
Πικροί όταν έλθουν χρόνοι,
κάνε τον πόνο σου άρπα
και πε τονε τραγούδι.
Μη δέσεις την πληγή σου
παρά με ροδοκλώνια.
Λάγνα σου δίνω μύρα
–για μπάλσαμο– κι αφιόνια.
Μη δέσεις την πληγή σου,
και το αίμα σου πορφύρα.
Λέγε στους θεούς «να σβήσω!»
μα κράτα το ποτήρι.
Κλότσα τις μέρες σου όντας
θα σου ’ναι πανηγύρι.
Λέγε στους θεούς «να σβήσω!»
μα λέγε το γελώντας.
Κάνε τον πόνο σου άρπα.
Και δρόσισε τα χείλη
στα χείλη της πληγής σου.
Ενα πρωί, ένα δείλι,
κάνε τον πόνο σου άρπα
και γέλασε και σβήσου.
Τα δύο ποιήματα συνομιλούν ως τρόποι ζωής και ως προς ένα μέρος της φόρμας. Στον μεν Καρυωτάκη το υποκείμενο καλείται να πονέσει, να χύσει το αίμα του, να περιγελάσει τον κόσμο και να σβήσει, στον δε Γκόλφη ο συλλογικός πόνος λυτρώνει από τον προσωπικό. Και στις δύο περιπτώσεις χρησιμοποιείται η προστακτική, στον Καρυωτάκη στο β’ ενικό πρόσωπο ενώ στον Γκόλφη στο β’ πληθυντικό. Στην πρώτη περίπτωση τα ρήματα αλλάζουν, με εξαίρεση το «σβήνω» που μπαίνει στην προστακτική αλλά και στην ευκτική, στη δεύτερη επαναλαμβάνεται το «ελάτε». Και οι δύο ποιητές χρησιμοποιούν ως όχημα τη μουσική, ο Καρυωτάκης ένα όργανο και ο Δημητριάδης μια συμφωνία. Ο Καρυωτάκης χρησιμοποιεί τη συνυφασμένη με την ποίηση άρπα, ο Γκόλφης τα όργανα-δράκοντες. Συνεπώς στον Καρυωτάκη τα συναισθήματα μεταλλάσσονται σε ποίηση και οδηγούν στον θάνατο, ενώ στον Γκόλφη η ίδια η λυρικότητα είναι οικουμενική, σώζοντας έτσι από τον πόνο τον άνθρωπο. Δύο εκ διαμέτρου αντίθετες οπτικές, η πρώτη σε εξάστιχα-κρήνες, η δεύτερη σε ένα σώμα-πυροτέχνημα.
~
Ορφέας Απέργης. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Ποιήματα, μεταφράσεις και δοκίμιά του βρίσκονται μεταξύ άλλων στα περιοδικά «Ποίηση», «Ποιητική» και «Νέα Εστία» από το 2006. Από το 2013 γράφει κυρίως για το λογοτεχνικό περιοδικό «ΦΡΜΚ». Κυκλοφορούν δύο βιβλία με ποιήματά του: η συγκεντρωτική έκδοση Υ (2011) και Η γλώσσα τους (2019).
Άννα Γρίβα. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στην Αθήνα και Ιστορία της Λογοτεχνίας στη Ρώμη. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές, η τελευταία με τίτλο Σκοτεινή κλωστή δεμένη (2017). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ισπανικά.
Παναγιώτης Ιωαννίδης. Τρία βιβλία ποίησης: Το σωσίβιο (2008), Ακάλυπτος (2013), Πολωνία (2016)∙ έπεται ο Ρινόκερως. Πιο πρόσφατη έκδοση, το συλλογικό βιβλίο δοκιμίων Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα (2018). Μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού «ΦΡΜΚ» και επιμελητής των ποιητικών εκδηλώσεων «Με τα λόγια [γίνεται]».
Θεώνη Κοτίνη. Γεννήθηκε στην Ηλεία το 1967. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές: Μικρογραφία (1999), Αθώα τη νύχτα (2003), Ανίδεοι πάλι (2006), Θεός ή Αγάπη (2010), Ωσεί κήπος (2014). Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και του Κύκλου Ποιητών.
Δήμητρα Κωτούλα. Έχει εκδώσει τις Τρεις Νότες για μια Μουσική (2004) και την Επίμονη Αφήγηση (2017). Ποιήματα και μεταφράσεις της έχουν παρουσιαστεί φεστιβάλ και δημοσιευθεί σε περιοδικά και ανθολογίες στην Ελλάδα και διεθνώς. Έχει μεταφραστεί σε δέκα γλώσσες. Με την εποπτεία του Poet Laureate Ted Kooser και σε μετάφραση της Maria Nazos θα κυκλοφορήσει επιλογή από το έργο της στις ΗΠΑ.
Αλέκος Λούντζης. Το 2015 δημοσίευσε τη συλλογή Προπαγάνδα: κάποια γράμματα για κάποια πράγματα, η οποία τιμήθηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή του περιοδικού «Αναγνώστης». Έχει γράψει το λιμπρέτο για την όπερα του Δημήτρη Μαραγκόπουλου Οράματα και Θάματα Στρατηγού Μακρυγιάννη, η οποία παρουσιάστηκε στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής τον Απρίλιο του 2019, ενώ τον Μάρτιο του ίδιου έτους το λιμπρέτο κυκλοφόρησε σε βιβλίο.
Παυλίνα Μάρβιν. Γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε όμως στην Ερμούπολη της Σύρου. Σπούδασε Ιστορία. Κυκλοφορεί το πρώτο της βιβλίο, Ιστορίες απ' όλον τον κόσμο μου.
Αλεξάνδρα Πλαστήρα. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία και μελέτησε μουσική. Εργάζεται ως επιμελήτρια κειμένων.
Χρήστος Σιορίκης. Eργάζεται ως δάσκαλος ισπανικής γλώσσας και λογοτεχνίας. Κυκλοφορεί η ποιητική του συλλογή Η πρώτη φορά (2018 – υποψήφια για το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου του «Αναγνώστη»).
Γιώργος Σπανός. Γεννήθηκε στη Μεσσηνία. Σπούδασε οικονομικά και μουσική. Ζει στην Αθήνα και διδάσκει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Κυκλοφορεί η ποιητική του συλλογή Προσφυγή (2015).
Δημήτρης Χουλιαράκης. Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στη Βαρσοβία και στο Λοτζ. Είναι ποιητής και μεταφράζει λογοτεχνία από τα τουρκικά, τα αγγλικά και τα πολωνικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου