επιμέλεια:
Παναγιώτης Ιωαννίδης
Στις 13 Δεκεμβρίου 2017, στην Ελληνοαμερικανική Ένωση της
Αθήνας, το «Με τα λόγια (γίνεται)» παρουσίασε αφιέρωμα στην σημαντική ποιήτρια
Ζωή Καρέλλη. Δεκατέσσερις σύγχρονες ποιήτριες και ποιητές, αφού ξαναμελέτησαν
το έργο της, επέλεξαν, ανέγνωσαν και σχολίασαν κάτι από αυτό. Συμμετείχαν οι:
Ορφέας Απέργης, Μαίρη Γιόση, Άννα Γρίβα, Παναγιώτης Ιωαννίδης, Λένα Καλλέργη,
Θεώνη Κοτίνη, Δήμητρα Κωτούλα, Αλέκος Λούντζης, Παυλίνα Μάρβιν, Όλγα Παπακώστα,
Αλεξάνδρα Πλαστήρα, Χρήστος Σιορίκης, Γιώργος Σπανός, και Μαρία Τοπάλη. Εδώ,
παρουσιάζονται όσα κείμενα (δηλ. όλα πλην τριών) ήσαν διαθέσιμα σε δημοσιεύσιμη
μορφή.
*
Ο ποιητής Γιώργος Βαφόπουλος θυμάται[i]:
Όταν ήμουν ακόμα μαθητής του γυυμνασίου, πήγαινα συχνά στη Γεωργική Σχολή, όπου δίδασκε ο πατέρας μου. Εκεί με είχε εντυπωσιάσει μια νεαρώτατη αμαζόνα, που αναστάτωνε τις νεανικές μου αισθήσεις. Λεγόταν Χρυσούλα Αργυριάδου. Ήταν η νεόνυμφη σύζυγος του Διευθυντή της Γεωργικής Σχολής.
Όταν ήμουν ακόμα μαθητής του γυυμνασίου, πήγαινα συχνά στη Γεωργική Σχολή, όπου δίδασκε ο πατέρας μου. Εκεί με είχε εντυπωσιάσει μια νεαρώτατη αμαζόνα, που αναστάτωνε τις νεανικές μου αισθήσεις. Λεγόταν Χρυσούλα Αργυριάδου. Ήταν η νεόνυμφη σύζυγος του Διευθυντή της Γεωργικής Σχολής.
Την εθαύμαζα πάνω στο
κάτασπρο άλογό της. Κι’ ούτε μπορούσα τότε να φαντασθώ ότι το άλογο εκείνο δεν
είχε βγει από τους σταύλους της Γεωργικής Σχολής, αλλά μέσα από το θρύλο της
ελληνικής μυθολογίας. Ήταν ο Πήγασος. Αυτός που αργότερα την έβγαλε από την
πόρτα της Γεωργικής Σχολής, για να την οδηγήσει στην Πύλη της Μεγάλης Ποίησης.
Εκεί την υποδέχθηκαν
οι εννέα Μούσες, προσφωνώντας τη με τόνομα: Ζωή Καρέλλη.
Η οποία γράφει, μεταξύ άλλων, στο “Εγκώμιο της ποίησης”
(1982)[ii]:
Η ποίηση είναι έκφραση
του πολύμορφου έρωτα προς τη ζωή [],
συνομιλία του εγώ με το αγνώριστο, με το φανταστικό εκείνο που είναι πύκνωση
του πραγματικού[,] σύνθεση λόγου [] πέρα από την εξουσία του εφήμερου.
Χάρη στην ποίηση ο
λόγος αποκτά προεκτάσεις απρόβλεπτες και πολλαπλασιάζεται η επιβολή του. Δεν
διευθύνεται, διευθύνει, ώσπου ν' αποκτήσει την βαθύτερη ακεραιότητά του και
τότε επιδέχεται την επεξεργασία.
Η ποίηση δημιουργεί
προεκτάσεις που αποκτούν μυθικό χαρακτήρα, μ' όλο που η αφετηρία μπορεί να 'ναι
η άμεση, η έντονη επαφή με το λεγόμενο πραγματικό. Είναι το πόρισμα των
απεριόριστων εντυπώσεων που η συνήθεια του υπάρχειν αμβλύνει στον άνθρωπο.
Βιώματα, γνώσεις, πλήθος αισθήσεων και αισθημάτων, σ' εναλλαγές κι εξηγήσεις .
Πύκνωση της μνήμης αυθόρμητη, της επιθυμίας, μέτρημα της ορμής και συστολή της
μεταμέλειας. Είναι παράξενη ακοή του λόγου, τελικά ανεξήγητη σχεδόν, όπως και η
ζωή μας η ίδια. []
Πολύτιμη υπερβολή και
αλλοίωση του λόγου στην ποίηση είναι απόδειξη του ελλοχεύοντος αντιφατικού
παράγοντα, δείγμα της αναζήτησης για την κύρια έκφραση, την ευτυχισμένη στιγμή.
Μυστηριώδης ψίθυρος
λογικός και περ' απ' τη λογική, [] λόγος
περίπαθου ενθουσιασμού, [] κρούση
παράξενη []. Μέθη υπερήφανη. Πυρετός
(ίσως περιττός)[,] απροετοίμαστη
ασυμφωνία, έξαρση και παραδοχή. []
Κάτι απομένει
ανεξίτηλο στην ακοή από την ποίηση.
Η Χρυσούλα Γαβριήλ Πεντζίκη γεννιέται στη Θεσσαλονίκη στς 22
Ιουλίου του 1901. Δεν πηγαίνει σχολείο: ολοκληρώνει την εγκύκλια μόρφωσή της
στο σπίτι – όπου μαθαίνει επίσης γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, πιάνο
και τραγούδι.
Το 1908, γεννιέται ο αδελφός της Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Το
1919 παντρεύεται τον Θεόδωρο Αργυριάδη, Διευθυντή του Πειραματικού Αγροκτήματος
του Παν/μίου Θεσσαλονίκης, με τον οποίο θα αποκτήσει δυο γιούς.
Πρωτοεμφανίζεται στην λογοτεχνία το 1935, με πεζό σε
περιοδικό – ενώ το πρώτο της ποίημα δημοσιεύεται δυο χρόνια αργότερα, για να
ακολουθήσει η πρώτη συλλογή της, Πορεία, το 1940. Εμφανίζεται αργοπορημένη αλλά κατασταλαγμένη [] και σαφώς προσανατολισμένη σημειώνει ο
Σαράντος Καργάκος[iii].
Ακολουθούν: Εποχή του
θανάτου (1948), Η φαντασία του χρόνου
(1949), Της μοναξιάς και της έπαρσης
(1951), Χαλκογραφίες και εικονίσματα
(1952), Το πλοίο, Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα, Παραμύθια του κήπου (1955), Αντιθέσεις (1957), Ο καθρέφτης του μεσονυχτίου (1958). Το 1973, στην δίτομη
συγκεντρωτική έκδοση, περιλαμβάνονται και οι μέχρι τότε ανέκδοτες συλλογές της,
Το σταυροδρόμι, και Ημερολόγιο. Το 1978, της απονέμεται το Βραβείο
Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, και, το 1982, εκλέγεται αντεπιστέλλον μέλος της
Ακαδημίας Αθηνών.
Έγραψε επίσης θεατρικά έργα και δοκίμια, συγκεντρωμένα σε
δύο τόμους με τον τίτλο Παρατηρήσεις.
*
Αλεξάνδρα Πλαστήρα:
Θα σας διαβάσω ένα απόσπασμα από το ποίημα «Ημέρες και Ώρες»
που ανήκει στη συλλογή του 1949 Φαντασία
του Χρόνου:
17
Αγάπησα την ημέρα,
καθώς μού παρουσιάστηκε ίδια,
κάπως ήσυχη, απλή,
– εγώ συνήθως κάνω
το πρόσωπό της οδυνηρό,
τυραννισμένο, καθώς προσπαθώ
να την κοιτάξω παράλογα,
να τη φοβηθώ, τη στολίζω
με κινήσεις παράλογες, ζητώ
να της πάρω λόγια
κι’ εκείνη συχνά μαζεύεται
μ’ υπομονή με κοιτάζουν τα μάτια της
καρτερικά, τι θέλουμε απ’ τη ζωή
τόσο πολύ;
Αφού βλέπουμε
το φως, νάμαστε ευχαριστημένοι,
δε φτάνει τούτο και μεις
φτάνουμε να μην καταλαβαίνουμε,
πως ξανοίγει, όταν φαίνεται
η μέρα ήσυχη και καλή,
καλεί να την ακολουθήσουμε.
Βέβαια μονότονη προχωρεί
με βήματα μετρημένα.
καθώς μού παρουσιάστηκε ίδια,
κάπως ήσυχη, απλή,
– εγώ συνήθως κάνω
το πρόσωπό της οδυνηρό,
τυραννισμένο, καθώς προσπαθώ
να την κοιτάξω παράλογα,
να τη φοβηθώ, τη στολίζω
με κινήσεις παράλογες, ζητώ
να της πάρω λόγια
κι’ εκείνη συχνά μαζεύεται
μ’ υπομονή με κοιτάζουν τα μάτια της
καρτερικά, τι θέλουμε απ’ τη ζωή
τόσο πολύ;
Αφού βλέπουμε
το φως, νάμαστε ευχαριστημένοι,
δε φτάνει τούτο και μεις
φτάνουμε να μην καταλαβαίνουμε,
πως ξανοίγει, όταν φαίνεται
η μέρα ήσυχη και καλή,
καλεί να την ακολουθήσουμε.
Βέβαια μονότονη προχωρεί
με βήματα μετρημένα.
Να τελειώσουμε τις
καθημερινές δουλειές,
περνάει η ώρα βιαστική,
ύστερα να καθήσουμε,
να συλλογιστούμε μουσική,
ή παραμύθια. Έτσι, δεν μπορεί
κανένας να μας πειράξει,
κανέναν δεν πειράζουμε.
Βλέπουμε τον κήπο, τα δέντρα,
το δρόμο, τους ανθρώπους,
όλα παίρνουν στον χρόνο μια θέση...
περνάει η ώρα βιαστική,
ύστερα να καθήσουμε,
να συλλογιστούμε μουσική,
ή παραμύθια. Έτσι, δεν μπορεί
κανένας να μας πειράξει,
κανέναν δεν πειράζουμε.
Βλέπουμε τον κήπο, τα δέντρα,
το δρόμο, τους ανθρώπους,
όλα παίρνουν στον χρόνο μια θέση...
18
Συνήθως βαρυέμαι
σπίτια με χαρτιά,
στο τραπέζι πλάι στο παράθυρο.
Με καίει η δική μου πνοή,
τη φυσώ και πέφτουν ανάκατα.
στο τραπέζι πλάι στο παράθυρο.
Με καίει η δική μου πνοή,
τη φυσώ και πέφτουν ανάκατα.
Πικρίες, εγκαρτέρηση,
αγάπη,
για τούτα τ’ ανώμαλα,
που είμαστε ζώα... Όχι δα!
προτιμώ να πιάσω τη μέρα
απ’ τα μαλλιά, να της τινάξω
το κεφάλι, για να βγάλει
τις άναρθρες, που χρειάζομαι κραυγές.
για τούτα τ’ ανώμαλα,
που είμαστε ζώα... Όχι δα!
προτιμώ να πιάσω τη μέρα
απ’ τα μαλλιά, να της τινάξω
το κεφάλι, για να βγάλει
τις άναρθρες, που χρειάζομαι κραυγές.
Είναι από εκείνα, τα σαν ήσυχα ποιήματα της Ζωής Καρέλλη,
που κι αυτά δεν βρίσκουν ησυχία, καθώς στην τέχνη της είναι πολύ ρευστό το
σύνορο ανάμεσα στο, ας πούμε, άγριο σώμα και στο μισοεξημερωμένο πνεύμα του.
Αυτή η ανησυχία μεταρρυθμίζει έως και απορρυθμίζει την
τονικότητα, τη σύνταξη, την ατμόσφαιρα της λέξης – και της σκηνής: κάτι διαφεύγει,
μια άλλη επιθυμία αντιστέκεται, κλέβει την τάξη, την πιστότητα του λόγου,
υπονομεύει, εντέλει, την εκπλήρωσή του.
Γράφει, κάπου αλλού, η Ζ.Κ.: Υπάρχω με τέχνη δική μου, Μου
λείπουν οι γραμμές κανονικές.
Ο λόγος της αυτός έχει, νομίζω, τη θέση του και στο δικό μας
το παρόν.
~
Δήμητρα Κωτούλα:
ΣΧΗΜΑ
Τα μεγάλα παπούτσια, χοντρά, κάπως φθαρμένα
με πεταλάκια από σίδερο καρφωμένα
πράγμα σκληρό, υλικό πάνω στο σχήμα
που ο θάνατος κρατούσε πια στην άυλη
σημασία του, εξείχαν, καθώς
το σώμα βούλιαζε στο έρημο κρεβάτι.
Φύλλα και τα τελευταία λουλούδια
σκέπαζαν το λιγνό λείψανο, σχεδόν
το πρόσωπο σκοτεινό, τα μάγουλα βαθουλωμένα,
τα φωτεινά μάτια κλεισμένα.
Όμως, όταν ήρθε ο ζωντανός πατέρας,
σε μεγάλο καημό για τον πεθαμένο,
έπιανε, έσερνε τα χέρια του
που ζούσαν, επάνω στα παπούτσια τούτα,
καθώς έλεγε: «Πώς, όλα λοιπόν τελείωσαν,
θα τελειώσουν, θα φύγει
ο Σταύρος δίχως επιστροφή!»
Του κρατούσε τα εξέχοντα εκείνα πόδια,
σα να μπορούσε να σταματήσει εκεί,
τα εξερχόμενα, άυλα βήματα.
Ύστερα, επειδή βγαίναν από την κάσσα,
χάρισε τα υποδήματα της ταφής,
η οικογένεια, στο νεκροθάφτη.
(«Η Εποχή
του Θανάτου», 1948)
48
Μη μιλάς…
Μην ο κλώνος της αμυδγαλιάς
ταραχτεί, μέσα στο φως,
απότομα κινηθεί
και σκορπιστεί το διάφανο άρωμα
των φωτεινών λουλουδιών
η αναπνοή, μήπως χαθεί
η στιγμή της αρμονίας,
η πλήρης.
(«Ημερολόγιο
1955-1973», 1973)
Γιατί η Ζωή Καρέλλη.
Για δύο λόγους. Έναν πιο «ειδικό», που με αφορά
κυρίως ως ποιήτρια, αφού έχει να κάνει αυστηρά με τους τρόπους και τα δεδομένα
της τέχνης μου. Γιατί, όπως επιβεβαιώνουν τα δύο αυτά ποιήματα, η Καρέλλη με
τρόπο μοναδικό, αριστοτεχνικά, τολμά και προ(σ)καλεί το αίσθημα να στοχάζεται
και τον στοχασμό να συν-αισθάνεται.
Και για έναν άλλο λόγο, λίγο πιο προσωπικό.
Πρόσφατα, σε μια, σκληρή ομολογουμένως, κουβέντα που είχα με ένα πολύ
αγαπημένο, πολύ ιδιαίτερο πρόσωπο για μένα, η ποίησή μου και, εν γένει, η στάση
μου στον ποιητικό χώρο και κόσμο, αξιολογήθηκαν μάλλον αρνητικά, ως
«υπερήφανα». Ο χαρακτηρισμός με πόνεσε. Ειλικρινά με προβλημάτισε για καιρό –
κάθε άλλο παρά τέτοιες ήταν, απ’ ανέκαθεν, οι προθέσεις μου. Ώσπου,
προσπαθώντας να προετοιμαστώ για αυτό εδώ το αφιέρωμα, ξεφύλλισα πάλι τις Παρατηρήσεις, συλλογή δοκιμίων της
Καρέλλη από τις εκδόσεις Αστρολάβος/Ευθύνη, έκδοση του 1982. Στάθηκα στο
δοκίμιο «Περί σεμνότητας και υπερηφανείας στην τέχνη», δημοσιευμένο στο
περιοδικό Διάλογος το 1963:
Ορισμένα
δοχεία λεπτότητας, παλιάς κινέζικης τέχνης (δυστυχώς δεν θυμούμαι ποιάς
δυναστείας), παρουσιάζουν το εξής χαρακτηριστικό κι απ’ αυτό χρονολογούνται:
είναι ραγισμένα και συγκολλημένα μ’ ένα ελάχιστο ίχνος χρυσού, γιατί ο
καλλιτέχνης τελειώνοντας το έργο του, όταν αντιλαμβανόταν την τελειότητά του,
το χτυπούσε επιτήδεια και το ράγιζε, -το τέλειο, πίστευε, είναι έργο μόνον του
Θεού- κι ύστερα απ’ αυτήν την ομολογία το συγκολλούσε, όπως είπα με το
χρυσάφι….Αληθινά, ο άνθρωπος έχει ανάγκη από πολλή υπερηφάνεια και πολλή
σεμνότητα για να ζήσει…υπάρχει με υπερηφάνεια, κι όμως με τη δύναμη της
υψωμένης κεφαλής αντιλαμβάνεται και προβάλλει την εκάστοτε μορφή σεμνότητας, το
σχήμα της ταπεινοφροσύνης του που μαρτυράει το αληθινό του δέσιμο στην ύπαρξη.
Κι η τέχνη που εκφράζει μ’ ένα μυστικό και ανεξήγητο τελικά τρόπο, τα πάντα της
ζωής κι όχι μόνο τα επιμέρους –και για να μεταχειριστώ έναν όρο πολύ κοινό
σήμερα- η τέχνη που δεν είναι ποτέ μόνον ειδίκευση, τον βοηθεί με τη
θρησκευτική διάθεση που την διακρίνει, την προσήλωση στο αίσθημα της ζωής, ν’
αντιληφθεί νόημα της σύνθεσης που τον ορίζει.
Αυτό το νόημα με βοήθησε να αντιληφθώ καλύτερα η
Καρέλλη. Πρόσεξα αλλιώς τον εαυτό μου και την τέχνη μου. Τον συγχώρεσα,
(κατ-)εννόησα καλύτερα και συγχώρεσα την ποίησή μου, αγάπησα αλλιώς τις
ατελείς, λίγο ή πολύ, προσπάθειές μου να απευθυνθώ ποιητικά στον κόσμο, κι ας
μην τις είχα ραγίσει επίτηδες εγώ, κι ας μην είχαν με χρυσό συγκολλημένους τους
αρμούς τους.
~
Άννα Γρίβα:
ΔΙΟΝΥΣΙΑΣΜΟΣ
Τι μπορούν να
γνωρίζουν οι μέτρια ζώντες
απ’ το μαρτύριο
υπέροχο, της ζωής
μαρτυρίαν ηδονικήν
έκφραση ολόκληρη
παραφορά της ύπαρξης
προσφορά,
χαρά της έξοχης
είδησης
αστραφτερή ώρα ένταση,
αίσθηση
ακόρεστη,
μοναδική, ακόρεστα
μοναχική.
Τι μπορούν να ξέρουν
αυτοί
που περπατούν πάνω στη
γη
και δεν αισθάνονται
την
που αποπνέει ανάσα,
μέθη,
όταν ο ήλιος την
ανάβει ερωμένη
ευτυχισμένη και
υπάκουη.
Απάντηση του προσφέρει
εκείνη
στους πύρινους πόθους
την έκσταση
την καλοκαιρινής
καλλονής.
Μεσημεριάτικα, όταν το
φως
είναι αλαλαγμός
κρυστάλλινος,
γίνονται οι γάμοι με
το φως,
που δέχονται τα έγκατα
της γόνιμης μητέρας.
Τι απ’ το φως αυτό
μπορούν
να αισθανθούν, να
πάρουν, να δεχτούν
εκείνοι που τόσο λίγο ζουν
και τη λαχτάρα πόνο
βαθύ την αγνοούν.
Τι βλέπουν οι ολίγον
ζώντες
από τη μέθη της ζωής;
Γι’ αυτούς ο πόνος την
ηδονή δεν ανταμώνει.
Δεν βλέπουν τον πόνο
και την ηδονή
σ’ αγκάλιασμα σφοδρό
και βίαιο
να υπάρχουν σ’
ακέριες, ακατάλυτες στιγμές.
Όσοι μονάχα ζουν χωρίς
το πάθος
της ζωής, δίχως
παραφορά και μέθη,
δεν ακούν και του
θανάτου πίσω τους τα βήματα.
Δεν τον αισθάνονται να
υπάρχει δυνατός
και να ζητάει απ’ τ’
αγκάλιασμά του
στη ζωή, το πνεύμα του
να γεννηθεί,
να λάμψει όνειρο
ακατάλυτο,
ήλιος που βασιλεύει,
δίχως να νικηθεί απ’
τη νύχτα.
Στο ποίημα αυτό της Ζωής Καρέλλη
από τη συλλογή Το πλοίο (1955)
διαφαίνεται η φιλοσοφική της στάση απέναντι στη ζωή και την τέχνη: από τη μία
πλευρά υπάρχουν οι μέτρια ζώντες, εκείνοι που περνούν και χάνονται δίχως να
έχουν κατανοήσει το μέγα μυστήριο της ζωής και από την άλλη υπάρχουν εκείνοι
που θα αντιληφθούν τη ζωή σε όλη της τη μεγαλειώδη διάσταση, ως μαρτύριο αλλά
και δώρο. Αυτοί οι δεύτεροι, ακούν του θανάτου τα βήματα να τους ακολουθούν
πλεγμένα όμως με ένα ακατάλυτο όνειρο, με ένα αγκάλιασμα που δεν νικιέται από
τη νύχτα. «Καζαντζακική» η στάση της ποιήτριας, αφού η πνευματική πορεία του
ανθρώπου ουσιαστικά είναι μια αδιάκοπη προσπάθεια ανόδου, μια ανηφόρα, που
δικαιώνει και ματαιώνει συνεχώς τον δημιουργό, τον αναζητητή, τον μύστη.
~
Χρήστος Σιορίκης:
ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ
Ι
Ι
Με ξύπνησαν τα δάχτυλα
από το σεληνόφως.
Άϋλο χάδι, ψυχρό.
Αισθανόμουν ρίγη.
Τούτη η απροσδιόριστη,
αόριστη θωπεία
μετέδινε στην παρουσία μου
την αργυρόηχη δύναμή της,
ελαφρότατη σα σκιά,
επίμονη, άγνωστη ομιλία.
μετέδινε στην παρουσία μου
την αργυρόηχη δύναμή της,
ελαφρότατη σα σκιά,
επίμονη, άγνωστη ομιλία.
Ω, η αδυσώπητη αφή,
αίσθηση δεινή,
όπως ν’ αγγίξει μπορεί
ήχος μακρινός, εξαίσια λυπητερός.
όπως ν’ αγγίξει μπορεί
ήχος μακρινός, εξαίσια λυπητερός.
Έτρεμα απ’ την πιο
ακίνητην ηδονή
και το φως ήθελε να μ’ ανησυχεί
σιωπηλό, άλλου κόσμου φωνή ερωτική.
και το φως ήθελε να μ’ ανησυχεί
σιωπηλό, άλλου κόσμου φωνή ερωτική.
Τούτ’ η ανησυχία,
μεσ’ στην πλήρη νυχτερινήν ησυχία,
με περιτρέχει. Ήμουν ακίνητος σαν κοιμισμένος
κι όμως, μαζύ φοβερά ξυπνητός,
όπως στα όνειρα.
μεσ’ στην πλήρη νυχτερινήν ησυχία,
με περιτρέχει. Ήμουν ακίνητος σαν κοιμισμένος
κι όμως, μαζύ φοβερά ξυπνητός,
όπως στα όνειρα.
Στην τέλεια σιγή μέσα,
έξαφνα, αισθάνθηκα τότε,
όλη την ψυχρήν ειρωνεία απ’ το φως αυτό,
εκείνην που έχουν τα σκιώδη, τα φευγαλέα,
εκείνα που γλιστράν απ’ τα χέρια μας,
τα ονειρώδη εκείνα, που αφή μας αποζητά
και χάνονται,
αφήνοντας τα χέρια μας ανοιχτά,
πεινασμένα, πυρετώδη να περιμένουν.
έξαφνα, αισθάνθηκα τότε,
όλη την ψυχρήν ειρωνεία απ’ το φως αυτό,
εκείνην που έχουν τα σκιώδη, τα φευγαλέα,
εκείνα που γλιστράν απ’ τα χέρια μας,
τα ονειρώδη εκείνα, που αφή μας αποζητά
και χάνονται,
αφήνοντας τα χέρια μας ανοιχτά,
πεινασμένα, πυρετώδη να περιμένουν.
(«Το πλοίο», 1955)
Από την λογοτεχνικά
πολύτιμη Θεσσαλονίκη, η Ζωή Καρέλλη γράφει μια ποίηση, μια γλώσσα, που
χαρακτηρίζεται συγχρόνως από στοχασμό και παραφορά · συνδυασμός παράξενος;
Πάντως για την ίδια φυσικός. Είναι ο δικός της τρόπος, που ακόμα κι αν κάποιες
στιγμές σε ξενίσει, τελικά σε αφορά.
ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΤΟΥΤΟΥ
ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ [απόσπ.]
Κρατώ, – κάποτε, –
τις έννοιες της ζωής μου
λουλούδια διαφορετικά,
απλά κι ασήμαντα ή
διαλεχτά, θαυμάσια, πικρά,
φαρμακερά λουλούδια,
με σχήματα τυραννισμένα.
τις έννοιες της ζωής μου
λουλούδια διαφορετικά,
απλά κι ασήμαντα ή
διαλεχτά, θαυμάσια, πικρά,
φαρμακερά λουλούδια,
με σχήματα τυραννισμένα.
Κρατώ την έννοια του καιρού
της ζωής μου, καρπό στο χέρι
κλειστό, με μυστικό πυρήνα,
που δε μου ανήκει.
της ζωής μου, καρπό στο χέρι
κλειστό, με μυστικό πυρήνα,
που δε μου ανήκει.
~
Όλγα Παπακώστα:
ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΙΑΣ ΦΕΓΓΑΡΟΛΟΥΣΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ [απόσπ.]
Ο πιο έμορφος των λουλουδιών θάνατος
Ο πιο έμορφος των λουλουδιών θάνατος
είναι, όταν τα φύλλα
τους, γαλάζια, ελαφριά,
σα φτερά από απίθανα
πουλιά,
των ονείρων
φανταστικά,
τ’ αποσπά με βίαιο
χάδι ελαφρά βίαιο αεράκι,
αποσπά τα λίγα φύλλα,
γαλάζια,
τ’ αποσπά σαν με
τρυφερότητα κάποια,
σαν από αγάπη δήθεν
και τα παίρνει
στα δικά του
κρυσταλλένια φτερά.
Τ’ αόρατα του ανέμου
φτερά
φέρνουν τα λεπτότατα
φύλλα τόσο μακρυά,
που δεν ξέρουμε, αν τα
λουλούδια χαλάσαν.
‘Ετσι οι ωραίες
που ανθίσαν αναμνήσεις
νεανικές,
αλλάζουν και γίνονται
(κάποτε) παράξενα,
ανάλαφρα λόγια.
[…]
Ο Φόβος είν’ ένας
έρωτας αμείλικτος,
ειν’ αμίλητος σαν
άγγελος μελαγχολικός,
που λυπάται τους
ανθρώπους.
[…]
Γιατί αργεί;
Ο φόβος γίνεται
κακός, όταν τον
φοβηθούμε.
Αλλιώς ειν΄ένας
ερωτευμένος
που περιμένει πάντα
μιαν εξήγηση.
Κάποια τον αγκαλιάζει
κι’ αυτός
λυώνει τότε απ’ την
αγάπη της.
[…]
Το σώμα μου είναι μια
λύπη
γύρω απ’ την ψυχή μου.
Γύρω απ’ την ψυχή μου
την εμποδίζει.
Είναι μια σφιχτή αγκαλιά
το σώμα
κι’ είναι το αίμα
που ξύπνησε και
περπατάει
απάνω στην ψυχή μου,
με βήματα βαρειά που
όλο ξανάρχονται.
Γίνεται πικρό το αίμα
μου
και μ΄αρρωσταίνει,
είν’ ένας καυμός
που περιμένει βοήθεια.
Σηκώθηκα, καθώς στον
ύπνο μου
ονειρευόμουν, κοίταξα
γύρω μου
και τίποτα δεν είδα.
Το αίμα μου μ’
εμπόδιζε,
το σώμα μου μ’
εμποδίζει,
δεν κοιμούμαι πια να
ονειρευτώ,
γιατί μ’ εμποδίζει το
σώμα μου.
[…]
Τα πλούσια μαλλιά των
γυναικών
που κλώθονται ελαφριά,
στα ελαφριά δάχτυλα
του ανέμου.
Ανάμνηση γλυκειά και
δυνατή,
σφοδρή σχεδόν σαν την
επιθυμία.
Γλυκομίλητα γέλια των
γυναικών,
που ερωτεύονται και
γελούν πνιχτά,
συχνά και ήσυχα μιλούν
το ευχαριστημένο
γέλιο τους, το κόβουν,
για να πάρουν
μια βαθειάν ανάσα ή να
σιωπήσουν
από ευχαρίστηση, να
ευχαριστηθούν το γέλιο τους.
Το σώμα της είναι ήχος
λεπτός
που τον δονεί πύρινο
πάθος.
Τα ελαφριά, ευλογημένα
βήματα,
εκείνα που μας οδηγούν
ανεπαίσθητα,
στους ανθρώπους
ανάμεσα.
[…]
Στα χέρια κρατώ ένα
σπασμένο ρόδι,
άπειρα τα σπειριά,
μαργαριτάρια κόκκινα
και ρόδινα γυαλιστερά.
Περπατώ κι’ αισθάνομαι
τα φυτά
που στέκονται. Είμαι
κι έχω το φως του
ήλιου που διαβαίνει.
Έσκυψα στ’ ακρογιάλι
κι’ ένα ψάρι μικρό,
ασημένιο και ρόδινο,
σηκώθηκε
απ’ το πράσινο νερό,
γαλάζιο, κρυσταλλένιο
και σα με ρώτησε τι
θέλω·
(όπως στα παραμύθια)
είπα ν’ απολησμονηθώ.
(«Παραμύθια του Κήπου»,
1955)
Αντί σχολιασμού, σας διαβάζω αποσπάσματα της συνέντευξης που είχε
δώσει η Ζωή Καρέλλη το 1981 στο μαθητικό περιοδικό «Ηλιοτρόπιο» του Α’ Λυκείου
Αρρένων Θεσσαλονίκης:
Τον ρυθμικό λόγο πιστεύω πως άκουσα μια ηλιόλουστη πρωία Κυριακής στις
10 Απρίλη του ΄38. Πήγαινα στο νεκροταφείο για ένα μνημόσυνο. Αισθανόμουν να με
κατέχει η λαμπρότητα της ζωής και βαθύτερα, το δέος του θανάτου: αποστροφή,
έκπληξη, πρωτόγονη, πρωταρχική και η παράξενη γοητεία του φόβου. […] Για μένα η
ποίηση είναι ένα μυστήριο. […] Είναι ο ρυθμός που νοιώθει μέσα του ο άνθρωπος
και που θέλει να εκφράσει. Είναι η αρμονία που υπάρχει μέσα στον άνθρωπο,
αρμονία που νοιώθεις μόνο στην αρχή, όπου τα αστέρια είναι πιο κοντά και που το
καταλαβαίνεις ότι όλο και σε πλησιάζουν. […] Γράφω ό,τι έχω μέσα μου, ό,τι
νοιώθω, ό,τι πιστεύω. […] Θυμάμαι όταν δημοσιεύτηκαν τα πρώτα μου ποιήματα
είπαν: «Σε ποια θέση να βάλει κανείς αυτή την τρελλή»!
~
Μαρία Τοπάλη:
ΗΔΟΝΗ
Έμορφη κόμη της γης,
βλάστηση πυκνή, με
πολλά μυστικά,
με πολλά χρώματα,
ιδίως πράσινα,
με σχήματα λυγερά,
νοήματα έκθαμβα κ’
ελαφρά.
Σου ανήκουν όλα τα
όνειρα
που ζουν επάνω σου,
πουλιά.
Ψιθυρίζει ο άνεμος της
ζωής
και φρίσσεις, δονείσαι
απ’ της ηδονής την
ηδονή.
Με τη μετάξινη
ευαισθησία
απορροφάς το φως και
το κρατάς
ανταύγεια και χαρά της
μυστικής φωτιάς
που απαντάει στον
ήλιο.
Ωραία μαλλιά
απ’ τις πολύ νέες
γυναίκες,
στόλισμα πλούσιο, κόμη
απαλή
και ζωντανή με την
ιδιαίτερη ζωή,
όπως είναι τα
φυλλώματα στα δέντρα
που ψιθυρίζουν
τραγούδια δικά τους,
για να μεθούν από
ηδονή
οι σιωπηλοί, αλύγιστοι
κορμοί.
Έτσ’ οι γυναίκες
κάποτε,
σπανίως όμως,
όταν μπορούν να
καταλάβουν,
αισθάνονται την
εμορφιά
απ’ τα κυματιστά
μαλλιά τους,
την ακούν και
χαίρονται
με απλότητα.
(«Παραμύθια του
κήπου», 1955)
Με την ποίηση της Ζ.Κ. δεν ήμουν συμφιλιωμένη στα νιάτα μου.
Έτσι, χρησιμοποίησα την ευκαιρία που έδωσε το «Με τα λόγια (γίνεται)» για να
έρθω ξανά σε επαφή μαζί της. Η δεύτερη ευκαιρία άξιζε τον κόπο. Θα στηρίξω την
ευχαρίστηση που ένιωσα διαβάζοντας σε δυο βάσεις, με αφορμή το συγκεκριμένο
ποίημα. Η πρώτη: Υπάρχει στην καλή ποίηση μια ομορφιά συνήθως προφανής.
Συνίσταται στην απόλαυση που νιώθουμε όταν διαβάζουμε καλούς στίχους, που
μεταδίδουν εικόνες με ένταση, που μεταφέρουν αποτελεσματικά τις δονήσεις, που
ξααφνιάζουν και συγκινούν. Τέτοιοι στίχοι είναι, για παράδειγμα, οι ακόλουθοι: Ωραία μαλλιά / απ’ τις πολύ νέες γυναίκες, /
στόλισμα πλούσιο, κόμη απαλή / και ζωντανή με την ιδιαίτερη ζωή, / όπως είναι
τα φυλλώματα στα δέντρα / που ψιθυρίζουν τραγούδια δικά τους, / για να μεθούν
από ηδονή / οι σιωπηλοί, αλύγιστοι κορμοί. Εδώ (πρόκειται για την τρίτη
στροφή του ποιήματος) μπορούμε να πούμε ότι η ποιήτρια έχει πιάσει τον
κατάλληλο τόνο για να οδηγήσει το ποίημά της σε μια κορύφωση, μεταφέροντας την
ηδονή από τη βλάστηση στα μαλλιά των γυναικών κι από κει στους (αρσενικούς)
κορμούς. Θα ακολουθήσει, σαν σβήσιμο της μουσικής, η τέταρτη στροφή. Η δεύτερη
βάση συμπυκνώνεται στον στίχο απ' της
ηδονής της ηδονή. Εδώ πρόκειται, αν δεν κάνω λάθος, για την υπόδειξη της
δυνατότητας όχι μόνον να απολαμβάνεις αλλά και να το συνειδητοποιείς, όχι μόνον
να χορταίνουν οι αισθήσεις μα και το πνεύμα. Είναι μια κατάσταση ωρίμανσης που,
ενώ αποδίδεται στη γη (στην "κόμη", στη βλάστησή της), μπορούμε να τη
διαβάσουμε και ως την ίδια την ποίηση, που είναι κατεξοχήν μια άυλη ηδονή της
συνείδησης χωρίς να παρακάμπτει τις αισθήσεις. Τουναντίον, τις προϋποθέτει.
Παναγιώτης Ιωαννίδης:
Θα σας διαβάσω ένα ποίημα που θεωρώ από τα εντελέστερα όχι
μόνο της Ζ.Κ. μα και της νεοελληνικής ποίησης συνολικά. Έχει μάλιστα την σπάνια
αρετή να χειρίζεται μια αφηρημένη έννοια με τρόπο απτό, ενσαρκώνοντάς την, και
πολλαπλασιάζοντας, μέσω των αισθήσεων, τις αντηχήσεις της. Τέλος, δεν με αφήνει
ασυγκίνητο το περιβάλλον του κήπου: προσφιλές –ειδικά για να αποκτήσουν
οντότητα έννοιες διαφεύγουσες– και στον Παπατσώνη που προηγήθηκε (και τον οποίο
τιμούσε η Καρέλλη), και στην κατά 20 χρόνια νεότερή της (κι ωστόσο
κατατασσόμενη στην ίδια λογοτεχνική ‘γενιά’) Ελένη Βακαλό.
Η ΕΛΠΙΔΑ
Κλωστή ασημένια,
δισταχτικό αεράκι,
ήχος ήμερης μουσικής,
που απότομα σταματά
κι’ ύστερα
ξαναρχίζει ίδιος, με
σιγουριά.
Λόγος που τον
ψιθυρίζουν σιγά
και δεν τον
καταλαβαίνεις,
μα τον χαίρεσαι κρυφά.
Χαμόγελο που περνά σε
χείλη χλωμά,
νεανικά.
Είναι βήματα βιαστικά
σαν ασύλληπτα,
στο σκιερό μονοπάτι.
Σκιά φευγαλέα την ώρα
του δειλινού.
Ένα κλαδάκι λιγνό
με φύλλα μεταξωτά,
διάφανα,
ανοιχτοπράσινα, στον
ανοιξιάτικο ήλιο.
Ένα μικρό πουλί
που σε κοιτάζει, σα να
μη φοβάται.
Ίσως, γιατί θάθελε να
το πιάσεις,
ίσως γιατί ξέρει
πως να το συλλάβεις
δε θα μπορέσεις ποτέ.
Χωρίς να σου φύγει,
τα χέρια σου φαίνονται
άδεια,
σα να κράτησες
μουσική.
Αγρόκτημα
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 1952.
(«Παραμύθια του κήπου», 1955)
~
Θεώνη Κοτίνη:
Επέλεξα να σας διαβάσω αρχικά ένα
μικρό ποίημα της Καρέλλη, συγκεκριμένα το δεύτερο μέρος ενός δίπτυχου
ποιήματος, με τον τίτλο «Καρκίνος» που βρίσκεται στη συλλογή της Αντιθέσεις του 1957. Οι Αντιθέσεις είναι μία από τις τελευταίες
συλλογές της και από τις πιο κομβικές, τις πιο σημαντικές στο έργο της, κατά τη
γνώμη μου. Είναι πιο ψύχραιμη και ισορροπημένη
από τις παλιότερες δουλειές της και σ’ αυτή βρίσκεις παρόντα όλα τα
θέματα που την έχουν απασχολήσει από την αρχή της πορείας της. Ανάμεσα σε αυτά
τα θέματα, το σώμα, που, όπως όλοι οι βασικοί τόποι της ποίησής της, βιώνεται
διττά, συγκρουσιακά. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που η λέξη «διπλό» επανέρχεται
εμμονικά στο έργο της. Το σώμα για την Καρέλλη είναι, αφενός, δοχείο της ψυχής,
η ευφρόσυνη σάρκα, σύστοιχη της άνθησης των καρπών και των ανθέων, η λαμπρή
μορφή της νεότητας. Ταυτόχρονα, όμως, αντιμετωπίζεται και ως ειρκτή της ψυχής, ως
αποτύπωμα της θνητότητας και η Καρέλλη συχνά εκφράζει με περιπάθεια τον
απελπισμό της φθοράς του. Σε αυτό, ωστόσο, το ποίημα οι υψηλοί τόνοι υποχωρούν
και με ένα λόγο λιτό, που έχει δημιουργικά αξιοποιήσει το δίδαγμα του
αγαπημένου της Καβάφη, διαπιστώνει τη χωμάτινη μοίρα της ζωής, του σώματος,
ζυμωμένου με αίμα και λάσπη. Ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο στο ποίημα είναι ότι
συγκρίνοντας ο αναγνώστης τα δύο μέρη του δίπτυχου θα διαπιστώσει πώς σταθερά συνυπάρχουν
όχι μόνο μέσα στην ίδια συλλογή αλλά και μέσα στο ίδιο κείμενο διαφορετικοί ποιητικοί τρόποι: από τη μια ο
δοκιμιακός, κυριολεκτικός, εκτεταμένος λόγος που δεν αποφεύγει πάντοτε τον
φόρτο, και από την άλλη το καίριο που σε βρίσκει κατάστηθα και σε αφορά
αποκλειστικά.
Ας προχωρήσουμε όμως στο κείμενο.
Στο α΄ μέρος του δίπτυχου διαπιστώνει: Ω,
πόσο φρικτή μπορεί να γίνει / η ζωή που κατατρώει τον εαυτό της, και τέλος
αναρωτιέται, σε μια από τις συνηθισμένες αποστροφές εις εαυτήν: Είναι η διαφυγή σου αδύνατη; / Είναι ο
καρκίνος η δική σου μοίρα / στον κύκλο των ζωδίων;
Αυτό το ερώτημα για τη ζωή που
υπονομεύει τον εαυτό της μας παραπέμπει στον πυρήνα του έργου της, που είναι
ένας αγώνας να υπερβεί τον διαμελισμό της ύπαρξης, μέσα σε μια συνεχή
αμφιρρέπεια ανάμεσα στην κατάφαση και την αμφιβολία. Ας διαβάσουμε λοιπόν ένα
μελαγχολικό, ένα απαισιόδοξο επεισόδιο αυτού του αγώνα, ποιητικά αρτιωμένο:
ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΙΙ
Σε κάθε σκαλοπάτι
αχνάρια
από αίμα και λάσπη.
Μην τα πατήσεις νομίζοντας
πως εσύ θα τα σβήσεις.
Κοίταξέ τα καλά,
αίμα και λάσπη.
Όλα τα σκαλοπάτια είναι ίδια.
Κάποτε νομίζεις πως θα σε φέρουν
ψηλά, όπου δεν θα υπάρχουν πια
αυτά τα σημάδια.
Γελιέσαι. Κοίταξέ τα καλά,
αίμα και λάσπη.
Αυτά είναι τ' ανθρώπινα αχνάρια
τ' αληθινά. Ούτε βρίσκονται ποτέ
άλλα. Μη γελιέσαι.
Κοίταξέ τα καλά.
Να θυμάσαι, το σώμα είναι πάντα
αίμα και λάσπη.
από αίμα και λάσπη.
Μην τα πατήσεις νομίζοντας
πως εσύ θα τα σβήσεις.
Κοίταξέ τα καλά,
αίμα και λάσπη.
Όλα τα σκαλοπάτια είναι ίδια.
Κάποτε νομίζεις πως θα σε φέρουν
ψηλά, όπου δεν θα υπάρχουν πια
αυτά τα σημάδια.
Γελιέσαι. Κοίταξέ τα καλά,
αίμα και λάσπη.
Αυτά είναι τ' ανθρώπινα αχνάρια
τ' αληθινά. Ούτε βρίσκονται ποτέ
άλλα. Μη γελιέσαι.
Κοίταξέ τα καλά.
Να θυμάσαι, το σώμα είναι πάντα
αίμα και λάσπη.
Τέτοια ολιγόστιχα ποιήματα είναι, ανάμεσα σε πολλά άλλα,
αυτά που με έκαναν να κατανοήσω τη γραφή
της και να αναγνωρίσω τη σημασία της ποίησής της που απαιτεί αυστηρή
προσήλωση από τον αναγνώστη. Έχουν το
μέτρο ενός απαυγάσματος, μιας βαρύνουσας παύσης στον ανηλεή αγώνα του λόγου της
να αρθρώσει το αίνιγμα της ύπαρξης.
Ένα τέτοιο ποίημα είναι, επίσης, το δεύτερο κείμενο που επέλεξα, τα «Βήματα»
από τη συλλογή της Το πλοίο του 1955,
τα μετρημένα ανθρώπινα βήματα της συντριβής:
ΒΗΜΑΤΑ
Κάτι μικρά βήματα μετρημένα
στης ζωής την περιοχή.
Κάτι μέτρια βήματα, διστακτικά,
δήθεν οριστικά κι όμως μοναχά
ορισμένα.
Αυτά, μονάχ’ αυτά,
όταν έχεις φανταστεί
άλματα πελώρια που η ορμή σου
ή άραγε η επιθυμία
σ’ έκανε να πιστέψεις,
πως ήσουν δυνατός να εκτελέσεις:
Και δεν έζησες παρά τη συντριβή
τους
κι αυτή μετρημένη και μέτρια.
~
Γιώργος Σπανός:
ΓΕΝΝΗΣΗ
ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ
Όταν
μ΄ εγκατέλειψες,
Εσύ,
που κρατάς το άνθος
και
μαζί τον καρπό, τότε
η
παραφορά της λύπης μου
έφτασε
την ένταση της χαράς
και τα
μάτια μου με είδαν.
Όταν
μ΄ άφησες, καθώς Σε καλούσα
να με
βοηθήσεις, η συντριβή μου
γνώρισε
όλο το μέγεθος της έξαρσης
που
ανήκει στην ψυχή και στο σώμα
και
τότε αισθάνθηκα το σχήμα μου.
Όταν
Σου μίλησα κι αποστράφηκες
και μ΄
άφησες μόνο,
εγώ
αποστράφηκα μονάχος μου
έμεινα
μόνος, τότε
δοκίμασα
πάνω στη γλώσσα
της
πολλής μου λαλιάς, τον ένα
λόγο
της πιο δυνατής παρηγοριάς.
Όταν
Σ΄ αποζητούσα με την απόγνωση
σα
σημάδι στα χέρια,
σήμαντρο
όπως των λοβιασμένων
που
τους φοβούνται οι ελεούντες,
Εσύ μ΄
άφησες να σηκώσω μια πρόφαση
κι εγώ
μπόρεσα ν΄ αποφασίσω πως είμαι.
Όταν
Σε περίμενα και δεν ήρθες,
δεν
έρχεσαι και δεν θάρθεις ποτέ,
τότε η
αναμονή έγινε η πάσα απάντηση
κι εγώ
πέρασα εκείθε, είδα
ακόμα
και την επιστροφή και γνώρισα
πως η
ματαιότητα μπορεί να γίνει
τροφή
της απέραντης φαντασίας.
Όταν
Εσένα ρώτησα,
- τον
εαυτό μου ρωτώντας, - γιατί;
Ο
εαυτός μου τοίμασε την απάντηση
που
δεν ήταν ετοιμασμένη, είχε δοθεί,
είχε
δεθεί η ανησυχία με τη γαλήνη,
Η γη
με τον ουρανό, ζυγιάστηκε
η
στιγμή μετέωρη, σε άγνωστο φως
κι
είδα τον εαυτό μου ολόκληρο,
ήταν
απλό και συνηθισμένο, τόσο,
που
δέχτηκα να τον παραδεχτώ.
Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Αντιθέσεις (1957).
Εύλογα και πιθανώς όχι άστοχα, νομίζω, ο τίτλος (σε μικτή γλώσσα) παραπέμπει
στα Εις Εαυτόν του Μάρκου Αυρήλιου - παραινέσεις και συμβουλές προς τον
ίδιο γραμμένες στην πρώτη γραμμή του πολέμου “για να κρατηθεί ζωντανός”.
Για την πάντοτε βαθιά ερωτική ποιήτρια, ενός
διαμετρήματος μεταφυσικού -δε θα διαφωνούσα-, είναι οδυνηρό το αίσθημα της
απομάκρυνσης του Θεού από τον άνθρωπο όσο και θεληματική η σχετική διαπίστωση
που φυσικά, χωρίς τα ίχνη της ύβρεως ή τα σημεία εγωτικής παθογένειας, ρωμαλαία
όμως, εκείνη κάνει, μέσα από την κατ΄ εξοχήν γνώριμη εκφραστική της κι ενώ
εναγώνια κινείται, θα έλεγα, μεταξύ ιώβιας προσευχής και ευριπίδειας
διαμαρτυρίας ή αμφισβήτησης.
Ως αίτημα ανατροπής και συνθήκη ακύρωσης της
υπαρξιακής μόνωσης ή στα όρια επιζήτησης μιας απώτατης συμφιλίωσης ας δούμε
αυτή την ανασυνθετική -αν θέλετε- επίκληση του ιερού, που επιτρέπει μία
μεταμορφωτική, λυτρωτική κάποτε, πορεία αυτοπραγμάτωσης.
Στο σύγγραμμά της Εγώ, η άνθρωπος - έμφυλες
αναζητήσεις στην ποίηση της Ζωής Καρέλλη, η καθηγήτρια Αικατερίνη
Δούκα-Καμπίτογλου σημειώνει: [...] Αυτή
η αντιπαράθεση του ανθρώπινου εγώ με το θεϊκό Εσύ γκρεμίζει
τις γέφυρες επικοινωνίας και εξάρτησης από μια μεταφυσική οντότητα και επιτρέπει
να αναδυθεί ο “νέος” εαυτός - αυτόνομος, ολόκληρος και (φαντασιακά) ελεύθερος.
Και αν όχι αυθαίρετα, θεωρώ εδώ πως η κυρίαρχη
υπερβατικότητα -με την την έννοια της υπέρβασης του εαυτού τελικά- ως
συστατικό στοιχείο, σύμφυτο του ανθρώπου, θα μπορούσε παράλληλα,
φευγαλέα έστω, να “προδίδει” ή να αιτιολογεί συνάφεια με κάθε μορφής αγώνα κι
αφού η ποιήτρια δεν ανάγει τη δυναμική της εμπειρίας σε υπαρξιακό βίωμα λόγω
αδυναμίας παρακολούθησης της εποχής της αλλά σε συνομιλία μαζί της.
~
Αλέκος Λούντζης:
Είναι ευρύτερα γνωστές οι αναφορές στην Καρέλλη για τη φεμινιστική ή κατά κάποιους μετα-φεμινιστική οπτική της ποίησης της, και μάλιστα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, όπου ο σχετικός προβληματισμός απουσίαζε σχεδόν ολοσχερώς. Τα παραπάνω αποτυπώνονται μεταξύ άλλων και στην ενδιαφέρουσα μονογραφία της Αικατερίνης Δούκα – Καμπίτογλου Εγώ η Άνθρωπος – Έμφυλες αναζητήσεις στην ποίηση της Ζωής Καρέλλη (εκδ. Επίκεντρο, 2012).
Είναι ευρύτερα γνωστές οι αναφορές στην Καρέλλη για τη φεμινιστική ή κατά κάποιους μετα-φεμινιστική οπτική της ποίησης της, και μάλιστα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, όπου ο σχετικός προβληματισμός απουσίαζε σχεδόν ολοσχερώς. Τα παραπάνω αποτυπώνονται μεταξύ άλλων και στην ενδιαφέρουσα μονογραφία της Αικατερίνης Δούκα – Καμπίτογλου Εγώ η Άνθρωπος – Έμφυλες αναζητήσεις στην ποίηση της Ζωής Καρέλλη (εκδ. Επίκεντρο, 2012).
Παρά, λοιπόν, τη δική μου αμφιθυμία με την ερμηνευτική του φύλου στη λογοτεχνία,
όσο και αν σέβομαι τη σημασία της -όσα
φωτίζει και αυτή η ερμηνευτική, πλάι στις άλλες και όχι πέραν αυτών-, ή
και ακριβώς εξαιτίας αυτής, στάθηκα αρκετά στο εμβληματικό της ποίημα «Εγώ η Άνθρωπος», που θεωρητικά
συμπυκνώνει την προβληματική και έχει
μάλιστα χαρακτηριστεί και ως «το πρώτο καθαρά φεμινιστικό ποίημα στη σύγχρονη
Ελλάδα»[iv].
Ε, και μετά έπεσα πάνω σε αυτό που θα σας διαβάσω, πάνω στη «Στοργή» η οποία διόλου τυχαία
βρίσκεται στην ίδια συλλογή του 1957 με τον εύγλωττο τίτλο Αντιθέσεις. Και εδώ υπάρχει κάτι εντυπωσιακά ενδιαφέρον και
σύγχρονο, κάτι που στα δικά μου μάτια δικαίωσε πλήρως τόσο τον τίτλο της συλλογής
όσο και την κρίση ότι η ποιητική της Καρέλλη κατόρθωσε να αποδεχτεί και να αφομοιώσει πράγματα που τα θεωρούμε (και
ίσως, ως ένα σημείο, να είναι) αντίπαλα[v].
Κυρίως, όμως, στη δεύτερη και τρίτη ανάγνωση,
φώτισε, με εκτυφλωτική δέσμη προβολέα, τη γλυκιά και ως εκ τούτου
εξαιρετικά αιχμηρή και επιδραστική ειρωνεία
του τίτλου. Το γεγονός, δε, ότι στην
πρώτη ανάγνωση η ειρωνεία μου είχε διαφύγει, με έβαλε σε σκέψεις για το κατά
πόσο η οξύτονη αλλά ιδιοφυής ειρωνεία είναι «καταδικασμένη» να λανθάνει ή να
μεθερμηνεύεται στην πρώτη ματιά, όπως άλλωστε συχνά συμβαίνει και με την ίδια
τη «Στοργή».
Έχουμε, λοιπόν, μπροστά μας ένα ποίημα που επιφανειακά
αναφέρεται στη φροντίδα μιας γυναίκας στον σύζυγό της και σε ένα άμεσο δεύτερο
επίπεδο σημαδεύει το κοινωνικό στερεότυπο
της ανδρικής παντοδυναμίας, του
άτρωτου και ακλόνητου αρσενικού. Μαζί, όμως, και πέρα από αυτά, νομίζω, πως
έχουμε μπροστά μας και ένα μικρό υφαντό που, αργά και προσεκτικά, πρώτα χαράζει
και μετά ανατινάζει περισσότερες αντιθέσεις· ασφαλώς την αντίθεση των φύλων,
αλλά εξίσου και εκείνη της δύναμης με την ανημπόρια, της αναγκαίας φροντίδας με
την πλεονεξία του φροντιζόμενου ή ακόμη και την χαιρεκακία του φροντιστή.
Συναντούμε, λοιπόν, στο συγκεκριμένο ποίημα μια υποδειγματική λογοτεχνική
λειτουργία της ειρωνείας την οποία η «στοργική» Καρέλλη αποτυπώνει με έναν
τρόπο λεπτεπίλεπτο αλλά απόλυτα ακριβή, αγαπητικό αλλά αδέκαστο, απολαυστικά
και αναπόδραστα ειρωνικό που θα ζήλευε ίσως και ο ίδιος Ναμπόκοφ· με αληθινή
«στοργή» τόσο στο χάδι όσο και στο
φαρμάκι της. Η «Στοργή» είναι
ένα μικρό κομψοτέχνημα τόσο στη φόρμα όσο και στο περιεχόμενο: Ένα γυναικείο
ποίημα για την αντρική αρρώστια, για έναν κατάκοιτο
λεβέντη (όπου το συγκεκριμένο επίθετο είναι ίσως η μόνη λέξη που κάπως
προδίδει την ειρωνεία έναν αμελητέο τόνο πάνω απ’ τις άλλες), ένα ποίημα που
πρώτα κανακεύει και ανορθώνει το στερεότυπο πριν του δώσει τη χαριστική βολή,
την οποία τελικά ανακαλύπτεις ότι έχει ήδη εκτοξεύσει πριν αρχίσει, από τον
ίδιο τον τίτλο. Ακούστε το.
ΣΤΟΡΓΗ
Είναι λυπητερό πράγμα ένας άρρωστος άντρας.
Άρρωστος στην πλήρη ακμή του.
Οι άντρες είναι καμωμένοι να μένουν δυνατοί.
Το αισθάνονται αυτό
κι όταν πέσουν στο στρώμα
έχουν την έκφραση του προσώπου περίλυπη.
Κάποτε το βλέμμα τους χάνεται.
Σα ν’ απορούν γι’ αυτό που τους συμβαίνει.
Σα να μη μπορούν να καταλάβουν την αδυναμία τους,
θυμώνουν κι αγαναχτούν,
ύστερα όμως είναι πιο λυπημένοι.
Έχουν μιαν άλλη μελαγχολία στην αρρώστια τους.
Παραδίνονται σαν παιδιά.
Σαν εκείνα τα παιδιά που έχουν πρόωρη γνώση.
Σε κοιτάζουν στα μάτια,
περιμένουν να τους βεβαιώσεις...
Όχι μόνο πως θα γίνουν καλά,
όχι πως δεν έχουν τίποτα,
μα πως η δύναμή τους είναι ακέρια.
Πως εσύ το θέλεις και τους περιποιείσαι
κι αυτοί το δέχονται.
Δέχονται την περιποίηση για το χατίρι σου.
Είναι λυπητερό να βλέπεις έναν άντρα άρρωστο,
να βλέπεις να κείτεται ένας λεβέντης.
Σε σφάζει το βλέμμα του.
Σε παρακαλεί μ’ έναν τρόπο που σου πονεί.
Σε πειράζει που δέχεται τη βοήθειά σου.
Σε πειράζει να αισθάνεσαι χτυπημένη την περηφάνεια του,
την υπομονή του.
Γι’ αυτό δε θα πιστέψεις
πως εκείνος δεν είναι ο πιο δυνατός κοντά σου.
Τούτο περιμένει να δει στο βλέμμα σου,
για να γιάνει.
Αυτό πρέπει να σου μαθαίνει η αγάπη σου.
Πως δεν του φτάνει μονάχα να τον αγαπάς.
Θέλει ακόμα πιο πολύ,
να πιστεύεις πάντα σ’ αυτόν.
~
Μαίρη Γιόση:
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
14
Τούτες οι θάλασσες του
φθινοπώρου,
ελαφρά ομιχλώδεις, τα
πρωινά,
διάφωτες, γαλακτώδεις
προς το μεσημέρι,
θάλασσες Οκτωβριανές,
οι δίχρωμες,
αμφίχρωμες, υπότονες –
και προς την έξοδο
του λιμανιού
ολόχρυσες, εσπερινές
που δεν αφήνουν να
εκπνεύσει η ομορφιά τους∙
και μένουν απροχώρητα
τα βραδυνά,
ως αντιστέκονται σ’
εκείνη τη σκιά
που μένει ανένδοτη,
ακόμα
και στην τόση ομορφιά
του κόσμου.
21
ησυχία του ποταμού
Το ποτάμι,
ακίνητο: για να
σταθεί, για να κοντοσταθεί,
απάνω του να βασταχτεί
η βραδυνή ομορφιά,
ρόδινη και χρυσοντυμένη,
καθώς περαστική
διαβαίνει,
κυρά περήφανη και
διάφανη, ευγενική,
σιωπηλή, κρατώντας
μυστική την εξαφάνισή της,
πίσω από δέντρα
πανύψηλα
όπου η σκιά
παραφυλάει.
Ακίνητο:
για να κρατήσει
αράγιστη,
ασάλευτη στιγμή της
ομορφιάς
την ανεπαίσθητη λευκή
στροφή,
πάνω στις ανοιχτές
παλάμες, πράσινες,
των φύλλων – όπου
ανθίζουν τα νούφαρα.
Για να περάσουν
τ’ άσπρα υδρόβια,
λιγνά πουλιά,
σε πέταγμα αργό και
μυτερό,
ν’ αφήσουνε απάνω στο
νερό, τη χάρη τους,
την ανεπαίσθητη σκιά
τους.
33
... ο
άνεμος
είναι πάντοτε νέος,
γι’ αυτό
σού φέρνεται κάποτε
βίαια.
Όμως μην τον αρνιέσαι,
όταν είναι απότομος∙
θυμήσου, πώς,
διακριτικός, ψιθυρίζει
ακατάληπτα, ρόδινα
λόγια, εσπερινά
κι ευπροσήγορος
αφαιρεί από πάνω σου
κάποιο αθώρητο βάρος,
όταν
τ’ ανοιξιάτικα
βραδυνά,
τριγυρίζεις μονάχος
σου άσκοπα.
44
το πορτοκάλι ή
χρυσόμηλον
Όταν μένεις βαρύθυμος:
σκέψου ένα πορτοκάλι.
Το βέβαιο, καθαρό του
σχήμα,
τον πυκνό φλοιό, μα
πιο πολύ
το ζωντανό του χρώμα,
απερίσπαστο.
Ίσως μπορέσεις τότε να
συλλογιστείς,
ίσως και να πιστέψεις
πως ο καρπός αυτός,
αληθινά
είναι του ήλιου
προσφορά.
Κι όταν τ’ ανοίξεις,
την γεωμετρική του τάξη
θ΄αντιληφθείς, χυμώδη,
κρυσταλλώδη.
Θυμούμαι ένα πρωινό
του φθινοπώρου
και μια μαούνα μαύρη
απ’ την πολυκαιρία στα
νερά∙
στο μώλο ήταν δεμένη,
με πορτοκάλια
φορτωμένη χαρωπά,
ανάκατα ριχμένα,
άφθονα,
φερμένα από ηλιόλουστα
ακρογιάλια και νησιά.
Στον κόλπο της
Θεσσαλονίκης,
η θάλασσά μας ήταν τη
μέρα εκείνη,
πράσινη και σταχτιά,
ακίνητη βαρειά,
όμως τα πορτοκάλια
μέναν νικηφόρα
και νεανικά.
*
Ας κλείσουμε παραθέτοντας μερικές ακόμη γνώμες της Καρέλλη.
Για την ποίηση:
Η ποίηση δεν είναι
μονάχα έμπνευση, είναι σκληρή δουλειά[,]
δουλειά του τεχνίτη. Έτσι πρέπει. Δεν είναι για να ευχαριστηθούμε. [] Η ποίηση είναι δύσκολη και ιδίως στην εποχή
μας, επειδή της δίνονται πάρα πολλές ελευθερίες. Άλλοτε υπήρχε η ρίμα, υπήρχε η
ομοιοκαταληξία, ο ποιητής αναγκαζόταν να προσέξει. Τώρα, δεν έχει παρά τον
έλεγχο του εαυτού του. Του βαθύτερου εαυτού , της συνείδησής του. Εκείνης της
ανώτερης συνείδησης, που δεν αφορά απλώς τις σχέσεις ή τις πράξεις του, αλλά το
κοίταγμα της ζωής του το ίδιο..[vi].
Για το επίθετο, που με ασύγκριτη μαστοριά χρησιμοποίησε,
ανυψώνοντάς το, από ποιητική παγίδα, σε αποτελεσματικό εργαλείο της τέχνης:
Σημάδι της φαντασίας
μας επάνω στο ουσιαστικό. [] Μέθη
αγαθή ή επικίνδυνη της έκφρασης. [] Το
επίθετο αφήνει στον άνθρωπο τη νοσταλγία μιας ακεραιότητας που παραμένει
μυστική.[vii]
Περί ανθρώπου:
Ο άνθρωπος πάντοτε
μένει ίδιος. Πάντοτε έχει τον αγώνα του. Μόνο που δυστυχώς στην εποχή μας
παραμερίζεται από τον πλούτο των γεγονότων και των επιτευγμάτων η πνευματική
καλλιέργεια. Η αληθινή πνευματική καλλιέργεια. Εκείνο το ενδιαφέρον, που ξυπνά
τον άνθρωπο ολόκληρο.[viii]
Και από το δοκίμιό της του 1975, “Περί ελευθερίας κι ενθουσιασμού
στην ποίηση”[ix]:
Πνευματικά αντιμετωπίζονται
τ' ακατόρθωτα. []
Σε μια εποχή [] που [] τη λυμαίνεται η πνευματική διευκόλυνση και ιδίως η ευκολία των λόγων,
ο ποιητής [] καλείται [] να επαληθεύει με την ουσία, με την υφή του
λόγου του, με την αυθόρμητη αλλα και μελετημένη εκλογή και την ικανότητα της
σύνθεσης, την πραγματικότητα της ταλάντευσης ανάμεσα στην ελευθερία και την
πειθαρχία που οδηγούν στη δημιουργία [] εκείνη
που αναδείχνει τη μυστική δύναμη του ανθρώπινου λόγου. Λόγος ονειρικός η
ποίηση, όμως και πόρισμα, πύκνωσηξ της πραγματικότητας, κατάκτηση κι εντούτοις
απελευθέρωση απ' αυτήν.
Λόγος περ' από λογικά
αθροίσματα, θροΐσματα πυκνών εξηγήσεων. Εκλογή λόγου που εκπέμπει εξηγήσεις
αναπάντεχες, η ποίηση δημιουργείται από τη ζωή μας την ίδια, την κυρφή και
φανερή. []
Όταν όμως κοντά σ' όλα
αυτά, λέω ότι η ποίηση είναι λαλιά ελέυθερη σε χρόνο και χώρο, τι κυρίως εννοώ;
Το νόημα, τη σημασία, την αξία που μπορεί να έχει στη ζωή μας το περιτττό [] που σχηματίζεται βαθμηδόν από το γνήσιο
αίσθημα του πόνου του δέους και του θαυμασμού για την ύπαρξη καθεαυτή, από την
κατά δύναμη αντίληψη του απείρου [] ολ'
αυτά φαινομενικά άχρηστα, καθόλου εκμεταλλεύσιμα, [] και γι' αυτό ελεύθερα, [] μια
δίψα λόγου διαφορετικού, πέρα από το σκόπιμο.
[i]
Γ.Θ. Βαφόπουλος, «Για την ποιήτρια Ζωή Καρέλλη», στο Η πορεία της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη – ως δόξα και τιμή της
«πεποικιλμένης», Τετράδια «Ευθύνης» 35, 1997.
[ii]
Ζωή Καρέλλη, Παρατηρήσεις, εκδ.
Αστρολάβος / Ευθύνη, 1982.
[iii]
Σαράντος Ιω. Καργάκος, «Ζωή Καρέλλη: η Σαπφώ της Θεσσαλονίκης», στο Η πορεία της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη – ως
δόξα και τιμή της «πεποικιλμένης», Τετράδια «Ευθύνης» 35, 1997.
[iv]
Βλέπε την προαναφερθείσα εργασία της Αικατερίνης
Δούκα – Καμπίτογλου, Εγώ η Άνθρωπος
– Έμφυλες αναζητήσεις στην ποίηση της Ζωής Καρέλλη (εκδ. Επίκεντρο, 2012).
[v]
Από την Εισαγωγή του Ξενοφώντα Αστερίου Κοκόλη
στην έκδοση των ποιημάτων της Καρέλλη που επιμελήθηκε, Ζωή Καρέλλη, Ποιήματα, εκδ. Ερμής 1996.
[vi]
Πέρσα Αγραφιώτου, «Συνομιλία με τη Ζωή Καρέλλη», στο Η πορεία της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη – ως δόξα και τιμή της
«πεποικιλμένης», Τετράδια «Ευθύνης» 35, 1997.
[vii]
Ζωή Καρέλλη, «Περί επιθέτου», ό.π..
[viii]
βλ. (vi).
[ix]
Ζωή Καρέλλη, Παρατηρήσεις, εκδ.
Αστρολάβος / Ευθύνη, 1982.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου