Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2021

νοέμβριος 2021 _ δήμητρα κωτούλα: η αλμυρή ουσία της γλώσσας


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δήμητρα Κωτούλα

 

«Αυτή η αλμυρή ουσία στη γλώσσα ποίηση είναι» *

 

«Τότε η Πούλια πετάει της γριάς το μαχαίρι και γίνεται ένας κάμπος που δεν είχεν άκρα. Μα η μητρυιά πέρασε μάνι μάνι τον κάμπο και πάλι τα φτασε. Τότε κι η Πούλια ρίχνει της γριάς το χτένι και γίνεται ένας πυκνός λόγγος από αγκάθια. Εκείνη πέρασε κι αποκεί και τότε η Πούλια έρριξε τ’ αλάτι και γίνηκε μια λίμνη θεόρατη. Έκανε η μητρυιά να περάσει αλλά που;» «Η Πούλια κι ο Αυγερινός», Ελληνικά Παραμύθια, Συλλογή Γ.Α. Μέγα, Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2014, σελ. 52.

 

Τα ποιήματα, οι στροφές και οι στίχοι, που παρουσιάζονται εδώ, τουλάχιστον στα μάτια των δικών μου αναγνωστικών αναζητήσεων, έχουν τη δύναμη -και τη χάρη- να ασκούν στον αναγνώστη/ακροατή μια επίδραση σχεδόν ιαματική, ανάλογη με εκείνη που είχαν, κάποτε, για μας τα παραμύθια. Υπό άλλο πρίσμα, συνιστούν για μένα μερικούς από τους πιο εύγλωττους οδοδείκτες στον αγώνα της ελληνικής γλώσσας για την κατάκτηση της αυτοσυνειδησίας της από τον δέκατο ένατο αιώνα μέχρι σήμερα. Αφορμή για την παρούσα συγκεντρωτική εκ νέου ανάγνωσή τους είναι μια διπλή επέτειος: τα διακόσια χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και τα δέκα χρόνια των ποιητικών εκδηλώσεων «Με τα λόγια (γίνεται)». Στο πλαίσιο αυτό, θεωρώ ότι κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η αέναη επιμονή, η αντοχή και η αποφασιστικότητα να διεκδικούν και να διατρανώνουν, με τους δικούς τους όρους το καθένα, το ζητούμενο της ελεύθερης, αυτόβουλης και προσωπικής σχέσης μας, μέσα στις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες, με πρόσωπα και πράγματα. Τη βεβαιότητα ότι ο αγώνας και η αγωνία για τη νοηματοδότηση της ζωής, τη σφυρηλάτηση της ατομικής και συλλογικής ταυτότητάς μας, ως πολίτες, αιώνες τώρα, μέσα στην ίδια γλώσσα, μπορεί, εν τέλει, με τη συνδρομή και της σωστά καλλιεργημένης ποιητικής ευαισθησίας, να κερδηθεί, όσο κι αν φαντάζει κάποτε άνισος, όσο κι αν επιμέρους μάχες μπορεί να έχουν οριστικά χαθεί.

 

Το να μιλήσει κανείς, με αφορμή την παρουσίαση αυτή, για τη διάρκεια, τη διαύγεια ή το αδιάπτωτα συνεχές της ελληνικής γλώσσας θα ήταν αυτονόητο, αυταπόδεικτο και, εν πολλοίς, περιττό. Εκείνο που, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει κυρίως να επισημανθεί σε σχέση με τα κείμενα αυτά, είναι ότι το καθένα τους, με τον τρόπο του, πραγματεύεται ξεχωριστά, ως θύλακας σημασιών, ύφους, ήχων και ρυθμών μέσα στο σώμα της ελληνικής γλώσσας, έναν τόπο, μια καταφυγή νοήματος, κατακτημένη σε επίπεδο τόσο βαθιά προσωπικό που ανοίγεται στην πιο ουσιαστική συλλογικότητα, μας αφορά όλους. Κείμενα λεπτής οδύνης, μας αποκαλύπτονται με παρρησία και πυγμή, σχεδόν σαν σκάνδαλο, μια απελπισμένη, άνιση πολλές φορές επανάσταση -δεδομένου των αντίξοων, κάποτε, κοινωνικοπολιτικών συνθηκών- στην περιπέτεια του ελληνικού λόγου. Περισσότερο «βατά» μερικά από αυτά, άλλα πιο δύστροπα ή δυσπρόσιτα, πάντοτε όμως καλογυμνασμένα, έρχονται και βρίσκουν τον συνειδητοποιημένο, επαρκή αναγνώστη και όχι μόνο, συχνά σε ανύποπτο χρόνο, για να του υπενθυμίσουν την ανεξαίρετη και αμετάκλητη ευθύνη του στη σφυρηλάτηση της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας, την ευθύνη του απέναντι στο παρελθόν και το μέλλον αυτής της γλώσσας, που, εν πολλοίς, ταυτίζεται με το δικό του.

 

«Να μην τελειώνεις με το παρελθόν/ να το πλησιάζεις τόσο/ που να φαίνονται από μακριά οι φωτιές/ κι ύστερα πάλι ν’ απομακρύνεσαι/ μετά απ’ τον βαθύ τον ύπνο/ πλάι στην ακίνητη λίμνη/ το μεσημέρι/ με την αραιή φιλτραρισμένη της ζωή/ τη σμίκρυνση του φόβου/ και τον homo ludens/ και τη συκιά την άκαρπη/ όπου πρωτάκουσες απόγευμα το θρόισμα του φιδιού/ και μάζεψες ύλες ταις αμαρτίες ενώπιόν σου...».

(Νίκη Μαραγκού, Να μην τελειώνεις με το παρελθόν, Τα υπό κήπων (1980), από τη συγκεντρωτική έκδοση Νίκη Μαραγκού, Divan 1967-2000, Αθήνα: Το Ροδακιό, 2005).

 

Η ποίηση, τουλάχιστον εκείνη που σέβεται και τιμά τη γλώσσα και τον αναγνώστη, ποτέ «δεν τελειώνει με το παρελθόν». Τα ποιήματα που επιζούν έχουν τη δύναμη ν’ αναδεύουν τα νερά της ύπαρξης, τόσο βαθιά ώστε ν’ αναστοχάζονται επ’ αυτού και, κριτικά αποδομώντας το, να εισάγουν κάθε φορά κάτι νέο. Έχουν κι ένα άλλο χαρακτηριστικό: Είναι, συνήθως, ποιήματα «που ζουν έξω από τα βιβλία».

 

«Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα, που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δεν νοιάστηκαν αν μου αρέσουν». 

(Νίκος Χουλιαράς, Δρόμος, Η Λέξη, τευχ. 147 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1998.)

 

Δεν είμαι βέβαιη αν τίθεται θέμα γούστου σε ποιήματα που αναδιατάσσουν τόσο ισχυρά τα δομικά στοιχεία της ύπαρξης και της πραγματικότητας γύρω μας. Είτε μας αρέσουν είτε όχι, θεωρώ ότι απλά δεν μπορούμε να τα αγνοήσουμε. Ακόμη κι αν μας ενοχλούν με τον λόγο ή τον τρόπο τους, τείνουμε -είναι σχεδόν αναπόφευκτο;- να καταφεύγουμε σ’ αυτά ειδικά στις χαμηλές ώρες μας, όταν όλα μέσα μας έχουν ειπωθεί και παρακμάζουν, όταν αφηνόμαστε στις περιστάσεις να μας δώσουν το ανάλογο σχήμα, όταν, στην αναμέτρησή μας με εχθρούς συχνά φανταστικούς, προσφεύγουμε σε ό,τι φέρνει τη γλώσσα επικίνδυνα κοντά στην προσευχή ή τη σιωπή. Άλλωστε τι γεννά ένα ποίημα, παρά η ανταπόκριση ανάμεσα στη θέληση της γλώσσας, στην εξουσία του λόγου, στην ερεθισμένη λέξη και στις αντιστάσεις της σιωπής;

«Την νύχτα, Δέσποτα Χριστέ μου,/ τον νου και την ψυχή μου φύλαττέ μου/ σαν γύρω μου αρχινούν και περπατούνε/ Όντα και Πράγματα που όνομα δεν έχουν/ και τ’ άσαρκα ποδάρια των στην κάμαρή μου τρέχουν/ και κάμνουν στο κρεβάττι μου κύκλο για να με διούνε-…Κρύψε με από την όρασί των, Δέσποτά μου./ Και σαν μιλούν ή τρίζουνε, μη αφήσεις ως τ’ αυτιά μου/ κανέν’ από τα λόγια των νά ’ρθει τα αφορεσμένα,/ μην τύχει και μες στην ψυχή μου φέρουν/ καμιά φρικώδη ανάμνησι απ’ τα κρυφά που ξέρουν».

(Κ.Π. Καβάφης, Τρόμος (1894), από τη συγκεντρωτική έκδοση Κ.Π. Καβάφης, Κρυμμένα ποιήματα (1877-1923), επιμ. Γ.Π. Σαββίδης – Κ. Σκλαβενίτη, Αθήνα: Ίκαρος, 2000).

 

«Εψές είδα στον ύπνο μου/ ένα βαθύ ποτάμι/ -Θεός να μην το κάμει/ να γίν’ αληθινό!/ Στην όχθη του στεκότανε/ γνωστό μου παλληκάρι/ χλωμό σαν το φεγγάρι/ σαν νύχτα σιγανό…Στα ρέματα παράσκυψα/ να τονε ευρώ γυρεύω./ Στα ρέματ’ αγναντεύω-/ το λείψανό μ’ αχνό!.../ Εψές είδα στον ύπνο μου/ ένα βαθύ ποτάμι,/ Θεός να μην το κάμει/ να γίν’ αληθινό!»

(Γ.Μ. Βιζυηνός, Το όνειρον, Ατθίδες αύραι (1883), από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ.Μ. Βιζυηνός, Το τέλος του παραμυθιού ή η αρχή του ονείρου, επιμ. Λ. Χατζοπούλου, Αθήνα: Ερμής, 2001).

 

 

Απόηχοι από τον τρόπο του Καβάφη και του Βιζυηνού να διαχειρίζονται το υπαρξιακό βάσανο -που πάντα για έναν ποιητή, ξεπερνώντας το αυστηρά ατομικό, συντελείται και στο πεδίο της γλώσσας- ψηλαφούνται, για μένα τουλάχιστον, πολύ απτά στο ποιητικό σύμπαν του Τάσου Λειβαδίτη. Η υψηλή μοναξιά του ποιητή-αφηγητή, ο πράος τρόπος τής οδύνης του, η γόνιμα καταφατική απόγνωσή του φαίνεται να μας πείθουν ότι οι ασπρόμαυρες μονομαχίες μας με τις λέξεις είναι, εν τέλει, η πιο φυσική από τις μεταφυσικές καταστάσεις που κληρώθηκαν στον άνθρωπο, το εφαλτήριο για να επαναπροσδιορίσουμε τις οντολογικές συντεταγμένες μας. Εφευρίσκοντας, ακόμη και στις πιο αντίξοες συνθήκες, νησίδες επιβίωσης για το ανθρώπινο, το αδικαιολόγητα κάποτε πληθωρικό σύμπαν του Λειβαδίτη διαφυλάσσει, όπως και αυτό του Μιχάλη Γκανά, για αναγνώστες και ποιητές τόσο τα ποιήματα όσο και τις αφορμές τους.

«Ημερολόγιο ήσυχο στον τοίχο, μια ημερομηνία κι οι άγιοι σιωπηλοί, χλωμοί κι αναμάρτητοι, σημειωμένοι μόνο με το μικρό τους όνομα, όπως τους φώναζε η μητέρα τους./ Κύριε, κανείς δεν ήθελε να μεγαλώσει».

(Τάσος Λειβαδίτης, Αγιότητα, Ο τυφλός με τον λύχνο (1983), από την συγκεντρωτική έκδοση Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, τομ. 3, επιμ. Θ. Συβίλος, Αθήνα: Μετρονόμος, 2015).

 

«Κι εσύ που ξέρεις από ποίηση κι εγώ που δεν διαβάζω διακινδυνεύουμε. Εσύ να χάσεις τα ποιήματα κι εγώ τις αφορμές τους».

(Μιχάλης Γκανάς, Περί ποιήσεως, Μιχάλης Γκανάς, Τα μικρά (1969-1999). Άγνωστα και γνωστά ποιήματα, Αθήνα: Καστανιώτης, 2000).

 

«…Εγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος,/ μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,/ και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα,/ τις δίψες, τις παραχωρήσεις,/ μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλωσύνες μου/ συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου/ να τελειώνω- α, εσείς,/ εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,.../ κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή/ με λυτρώσατε απ' τους αιώνιους φόβους της ήττας./ Είμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο/ το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,/ ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,/ ένας Θεός καθόλου αθάνατος,/ γι' αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική κι ανεπανάληπτη στιγμή του».

(Τάσος Λειβαδίτης, Το υπόγειο, Σύμβολο πίστεως. Ποιήματα (1958-1964), από την συγκεντρωτική έκδοση Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, τομ. Α, επιμ. Θ. Συβίλος, Αθήνα: Μετρονόμος, 2015).

 

Ομολογουμένως, η υψηλή ταπείνωση ενός «καθόλου αθάνατου Θεού» συνάδει με τον δημιουργό-ποιητή. Κύριο έργο του, στις πιο φωτισμένες και ουσιαστικές στιγμές του, είναι να συντηρεί τα ποιήματα και, κυρίως, τις αφορμές για ποίηση -τη σύνθεση ή την ανάγνωση ενός ποιήματος-, να κρατάει ενεργές κι ετοιμοπόλεμες τις περιοχές του λόγου που αφορούν στο πιο δημιουργικό κομμάτι μας, εκείνες που συντηρούν μια γλώσσα στο σύνολό της. Αν το επαρκές ποίημα, κι όχι η τυχαία ποιητική σύνθεση, προσπαθεί να συλλάβει τη συγκεκριμένη κίνηση της ενεργούς ευαισθησίας μιας σκεπτόμενης συνείδησης, αναπόφευκτα επιστρατεύει στη διαδικασία αυτή τον ρυθμό, τη μουσικότητα, το μέτρο, την ομοιοκαταληξία σε όλο το εύρος και τα είδη της.

«Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα τα ’ζησα/ κοντά στ’ ακρογιάλι,/ στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,/ στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη./ Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη/ ζωούλα προβάλλει,/ και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα/ των πρώτων μου χρόνων κοντά στ’ ακρογιάλι,/ στενάζεις, καρδιά μου, το ίδιο αναστέναγμα:/ Να ζούσα και πάλι/ στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,/ στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη…».

(Κωστής Παλαμάς, Μια πίκρα, Οι καημοί της λιμνοθάλασσας (1912), από τη συγκεντρωτική έκδοση Κωστή Παλαμά, Άπαντα, τ. Ε΄, Αθήνα: Σ. Μπίρης-Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 1975).

«…Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη.../ Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη/
κι όσο ο γήλιος να πέσει και νά ρθει το δείλι,/ το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ’ οι φίλοι./ Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,/ σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τί πες «Νά με»!/ Αχ! δεν ξέρει, τί λέει το πικρό μου το στόμα!/ Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!».

(Κώστας Βάρναλης, Η μάνα του Χριστού (1922), από τη συγκεντρωτική έκδοση Κώστας Βάρναλης, Ποιητικά: Το φως που καίει. Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Ποιήματα, Αθήνα: Κέδρος, 2006). 

 

Η  αυθόρμητη κατεβασιά νωπού νοήματος στην ποίηση που σέβεται τον εαυτό της και τον αναγνώστη κάθε άλλο παρά ερασιτεχνική μπορεί να είναι. Στίχοι σαν αυτοί του Παλαμά και του Βάρναλη, με τον θρίαμβο του άψογα δουλεμένου ρυθμού και της μουσικότητάς τους, είναι πολύ περισσότερο δουλεμένοι από όσο ίσως φανταζόμαστε. Γλιστράνε κάτω απ’ το δέρμα των όποιων περιστάσεων του βίου μας, εγκαθίστανται στις ζωές μας, έρχονται, φεύγουν και μας ξαναβρίσκουν αποκαθιστώντας το ποιητικό πρωτίστως ως βίωμα, και το ποίημα ως αυτό που από αρχαιοτάτων χρόνων ήταν: απολαυστική, συμμετοχική, μοιρασμένη δηλαδή, εμπειρία ακρόασης ρυθμών και τόνων, κάτι που εκφωνείται, σμιλεύεται στον και σμιλεύει τον νου, κάτι που μπορεί να δώσει ρυθμό και στο σώμα – αναγκαίο σε κάθε είδους «πόλεμο» ή αναμέτρησή μας με την αδυσώπητη πραγματικότητα, ικανό να εμπνεύσει ή να επισφραγίσει ακόμη και μια επανάσταση.

 

«Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη/ Περπατώντας η Δόξα μονάχη/ Μελετά τα λαμπρά παλικάρια/ Και στην κόμη στεφάνι φορεί/ Γεναμένο από λίγα χορτάρια/ Που είχαν μείνει στην έρημη γη».

(Διονύσιος Σολωμός, Η δόξα. Η καταστροφή των Ψαρών, Διονυσίου Σολωμού Τα άπαντα και η Ζάκυνθος, Εν Αθήναις: Εκ του τυπογραφείου Παρασκευά Λεονή, Β΄ έκδοση: Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, Εκδοτικός οίκος «Περίπλους»).

 

Άλλωστε, για να γυρίσουμε στο παρελθόν και την καταγωγή του ποιητικού, πριν από την ιστορία και πολύ πριν από όποιους σύγχρονους πειραματισμούς και δραματοποιήσεις – έτσι δεν λειτουργούσαν τα έπη ή τα παραμύθια; Αλλά η ποίηση ξέρει να φυλά τα νώτα της, και, με τη διακριτική σοφία της, και τα νώτα των έτσι κι αλλιώς ευαίσθητων λειτουργών και αναγνωστών της. Πέρα από τις οποιεσδήποτε αισθητικές απολαύσεις, το ποίημα, αποτελώντας τη μεγαλύτερη δυνατή συμπύκνωση νοήματος στη μικρότερη δυνατή ποσότητα μιας γλώσσας, σπεύδει, κυνικά κάποτε, να μας προειδοποιήσει: Είμαστε χρεωμένοι τις ζωές μας, η ηθική ευθύνη για το πώς θα ζήσουμε βαραίνει αποκλειστικά εμάς, χρειάζεται να απεκδυθούμε τις αυταπάτες μας, τις κακώς εννοούμενες ταπεινοσχημίες μας, όλες τις άλλες, λίγο ή πολύ εγωιστικές, αιματοχυσίες μας. Οφείλουμε πάντα να κρατάμε τον νου ανοιχτό, τον φακό προσαρμοσμένο σωστά: Το ανθρώπινο πρόσωπο, πόσο μάλλον ένας καλλιτέχνης και δη ο ποιητής, αναλαμβάνουν τον πιο μεγαλειώδη ρόλο τους μετά θάνατον, τότε που πια δεν θα υπάρχουν.

 

«Στης γήινής σου πορείας το τέρμα σαν εγγίσεις/ και των βημάτων σου διακόψεις τη γραμμή,/
την υψηλή κι επίσημη τούτη στιγμή/ σκέψου καλά το χρέος σου πο’ ’χεις να εξοφλήσεις».

(Γιώργος Βαφόπουλος, Το Όρος των Ελαιών (Εις εμαυτόν), Τα ρόδα της Μυρτάλης (1931), από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θ. Βαφόπουλος, Άπαντα τα ποιητικά, Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, 1990).

 

«Ο σάκος μου κενώθηκε, ο σάκος μου ο δερμάτινος/ Έπρεπε να οικονομείς το ανοικονόμητο, έπρεπε ν’ αποταμιεύεις/ Τον εαυτό σου κλέβοντας, κόβοντας από πάνω σου/ Με υπεξαίρεση, με αποκοπή γυμνή, μ’ ένα μαχαίρι/ Κομμάτι από τη σάρκα σου, λίγο από το χώμα σου/ Χώμα για το χώμα, για την οφειλή της γης/ Ο χρεώστης είμαι ο ανεξόφλητος, ο υποθηκευμένος/ Όλος/ τον Πιστωτή τον άτεγκτο, τον Αργυραμοιβό ψυχών και σωμάτων…».

(Γιώργος Θέμελης, Οίκος εμπορίου [Ποίημα από σκηνής σε δύο φωνές και χορό], Γιώργος Θέμελης, Οίκος εμπορίου, Θεσσαλονίκη, 1974).

 

«Ψυχή, μη λησμονείς την έπαρση./ Το άσπονδο που τρέφεις,/ σαν έρωτας σκληρότατος υπάρχει/
και εισχωρεί ως το μεδούλι του σκελετού,/ που συγκρατεί του σώματος την ύψωση…./ Μη λησμονείς την έπαρση./ Μονάχα, όταν σου γίνει δοκιμασία, ψυχή,/ θα μάθεις τη σημασία/ της άκρατης, σφοδρής υπερηφάνειας/ το ακόρεστο μυστικό».

(Ζωή Καρέλλη, Της μοναξιάς και της έπαρσης (1951), από τη συγκεντρωτική έκδοση Τα Ποιήματα της Ζωής Καρέλλη, τομ. Α΄ (1940-1955), Αθήνα: Εκδόσεις των φίλων, 1973).

 

Η ποίηση έτσι κι αλλιώς γίνεται στην κόψη του ξυραφιού. Θα τολμούσα να πω ότι η επιδεξιότητά μας ως ποιητές συνίσταται στην επιδεξιότητα που θα επιδείξουμε τη στιγμή που, αναπόφευκτα, κάνουμε λάθος. Και η επιδεξιότητά μας ως ανθρώπων, τις στιγμές που καλούμαστε να διαχειριστούμε τη δυσκολία ή την, αναπάντεχη συχνά δυστυχία μας. Είμαστε πολίτες της άγνωστης λίγο ή πολύ επικράτειας της γλώσσας μας, του άδηλου λίγο ή πολύ χρόνου της ζωής μας. Η ποίηση, η πιο χαρισματική ίσως, μορφή γνώσης που διαθέτουμε, ό,τι μας σώζει από τη βαρβαρότητα του εύγλωττου, την αναλήθεια της κοινής γνώμης, την κακοτοπιά του εύσχημου, του εύκολου και του εύπεπτου, συχνά στοχεύει στο ανέφικτο. Ιστορικά, για να θυμηθούμε και πάλι τον επετειακό χαρακτήρα αυτής της παρουσίασης, το έχει εμπνεύσει και έχει εμπνευστεί από αυτό: Μόνο έτσι θα μπορούσε στον αναγκαία μάταιο κόσμο μας, στον απηνή, πεπερασμένο ιστορικό χρόνο να επιτευχθεί, εν τέλει, το εφικτό.

 

«Ξέρεις το απόγευμα/ ξάπλωνα σε μια αναπαυτική/ κοιτάζοντας τη θάλασσα/ κάνοντας ακροβατικά στον άνεμο/ αγαπούσα εσένα μα και τον άλλο/ και ο Ζήνωνας μού έγραφε:/

«ο κόσμος σου δεν είναι εφικτός»/ θα το δεις».

(Νίκη Μαραγκού, Μέρες του 1967, Ποιήματα μιας άλλης εποχής, από τη συγκεντρωτική έκδοση Νίκη Μαραγκού, Divan 1967-2000, Αθήνα: Το Ροδακιό, 2005).

 

Άλλωστε, ως γνωστόν, τα πράγματα επιζούν του νοήματός τους. Τα ποιήματα, ως εναλλακτικά μιας παρουσίας, στην πραγματικότητα δε μιλούν, ούτε πράττουν, απλά υπάρχουν. Με χρεωμένη τη σιωπή τους. Τη σιωπή που εξ ορισμού περιτρέχει και συναποτελεί την ποιητική σελίδα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι ιστορικά, πολιτικά, κοινωνικά ή υπαρξιακά άμοιρα ευθυνών ή αθώα.

«Έτσι τους μίλησα και κρατούσα τα μάτια ορθάνοιχτα μέσα στη νύχτα..../ Τότε τα πράγματα με πλησίασαν ανάλγητα και αυτά περιγράφω./ Προχωράω σε βάθος./ Διαπερνώ τον χώρο του λόγου./ Αρθρώνω τους φθόγγους που βγαίνουν απρόθυμοι απ’ την καρδιά των αντικειμένων./ Περισφίγγω ασφυκτικά το αντικείμενο./ Ενσωματώνω κι ενσωματώνομαι στις μορφές του αντικειμένου./ Η γλώσσα ακόμα ανάπηρη.../ Μετράω σιωπή».

(Μαντώ Αραβαντινού, Γραφή Γ΄(1964-1967), Μαντώ Αραβαντινού, Γραφές Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Αθήνα: Μαραθιάς, 1998).

 

«Α κακό χρόνο νάχουνε οι λέξεις όχι οι λέξεις οι κενές αλλά αυτές που χαϊδεύουμε και μας χαϊδεύουν προτού κοιμηθούμε... θα πεθάνω   μασουλούσα τα φυλλαράκια της αγριοπιπεριάς ο ήλιος   βασίλευε με τη χλαλοή του δρόμου και τον κονιορτό μα τι σκίζεται έτσι μες στον λίβα ποιανού τρυφερότητα γδέρνουνε τώρα δε βλέπω τίποτε αυτή η αλμυρή ουσία στη γλώσσα μου δάκρυα είναι ή αίμα δεν ξέρω τίποτε άλλο δεν ξέρω να πω παρακάτω».

(Μάτση Χατζηλαζάρου, Οδυρμός, Κρυφοχώρι, Αθήνα: Εκδόσεις Τετράδιο, 1951 από την συγκεντρωτική έκδοση Μάτση Χατζηλαζάρου, Ποιήματα 1944-1985, Αθήνα: Ίκαρος, 1989).                                                                                                                          

 

 

Η έντιμη ποιητική μάς υποχρεώνει, αναγνώστες και ποιητές, στο τέλος της να σιωπήσουμε. Αλλά αφού πρώτα έχουμε προχωρήσει σε μια έντονη υπαρξιακή διαστολή, έχουμε διασχίσει με το δικό μας βήμα την πραγματικότητα και τους ρυθμούς της. Η σιωπή του ποιήματος είναι σπλαχνική, ηχηρή: Διασώζει μέσα της την ενσυναίσθηση ότι υπάρχει ακόμη μια άγρια χαρά, σχεδόν παιδική, που αξίζει να τη ζήσουμε, ένας νωπός ακόμη πόνος που αξίζει να τον αντικρίσουμε, ένας λεπτός, αδιόρατος σπαραγμός που αξίζει να τον φωτίσουμε, αφού θα μας κάνει περισσότερο ανθρώπινους.

 

«Να μη λυπάσαι που πέφτουν/ τα φύλλα φθινόπωρο./ Η δική σου τρυφερότητα θαν τα φέρει/ και πάλι στα δέντρα./ Δάκρυα μη χαλνάς· όλοι ανήκουμε/ στην ανάσταση».

(Νίκος Καρούζος, Παραίνεση (1986), Θρίαμβος χρόνου, Αθήνα: Απόπειρα, 1997).

 

«Δε με κατάλαβες, όλη τη νύχτα/ ήμουνα πλάι σου, προσπαθούσα να κλείσω/ τα παράθυρα, πάλευα – όλη νύχτα./ Ο αγέρας επέμενε./ Άπλωσα τότε/ τις παλάμες μου πάνω σου σαν/ δύο φύλλα ουρανού, και σε σκέπασα./ Έπειτα βγήκα στον εξώστη και κοίταζα/ Δίχως χέρια τον κόσμο».

(Νικηφόρος Βρεττάκος, Ολονυχτία, Το βάθος του κόσμου (1961), από τη συγκεντρωτική έκδοση Νικηφόρου Βρεττάκου Τα ποιήματα, Αθήνα: Τα τρία φύλλα, 1999).

 

«Μέσα στην κρύα λιακάδα εννέα το πρωί/ Μ’ εσωστραμμένους απ’ όλη τη νύχτα ακόμα/ Όλους τους ζωικούς οργανισμούς/ Και με τον Υμηττό ένα απλό περίγραμμα.../ Κλαίω.../ Καθώς τους βλέπω κάτω από τ’ οριακό αυτό φως/ Με τη στρογγυλεμένη αιωνιότητα/ Που άνοιξα ενάντια στο ζόφο σαν ομπρέλα...».

(Νίκος Φωκάς, Ήλιος με παγωνιά, Ένα σημείο προσήλωσης, Αθήνα: Ύψιλον/βιβλία, 1993).

Εξ ορισμού το ποίημα πασχίζει να πει κάτι πιο οριστικό από μια πηγαία έξαψη, κάτι πληρέστερα αρτιωμένο. Η ποιητική γλώσσα αναζητά όχι το πράγμα μέσα στη γλώσσα, αλλά τη γλώσσα του πράγματος. Καλογυμνασμένη, ενεργή μετέχει στη ζωή των πραγμάτων μέχρι να υγρανθεί η πραγματικότητα, ν’ αναφανεί η εικόνα. Και, φυσικά, στη διαδικασία αυτή διασώζει την αρχοντιά της γλώσσας, το φιλότιμο του δημιουργού, την τιμή της ανθρώπινης δημιουργικότητας.

«Χαμήλωνε το φως πάνω από τη συννεφιασμένη μέρα, κανείς δεν αποφάσιζε.../ «Την άνοιξη, το καλοκαίρι, ραγιάδες...»/ Θυμότανε κανείς γέροντες δασκάλους που μας άφησαν ορφανούς./ Ένα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:/ «Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας/ πάμε στο σπίτι μας ν’ ανάψουμε το φως».

(Γιώργος Σεφέρης, Η τελευταία μέρα (1939), Ημερολόγιο καταστρώματος Α΄, από τη συγκεντρωτική έκδοση Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Αθήνα: Ίκαρος, 1989).

 

Παρόλο που σε μια δημιουργία δεν υπάρχει τίποτε που δεν είναι συνειδητό στο δημιουργό, το ποίημα, ως τελικό αποτέλεσμα, ξεπερνά τον ποιητή, που αργά ή γρήγορα θα πρέπει να το εγκαταλείψει. Το κύριο και ένα αφήγημα της ποίησης, πόσο μάλλον της ελληνικής, είναι το γεγονός ότι αιώνες τώρα γίνεται, πραγματώνεται σε μια σειρά από ποιήματα, σαν αυτά που παρουσιάζονται εδώ, λίγο ή πολύ ψευδώνυμα, κοινόχρηστα, με θηριώδεις αντοχές στην επέλαση των όποιων ιστορικών, πολιτικών και όποιων άλλων «-ικών» κατακλυσμών. Συχνά μάλιστα, στο μεταίχμιο τεμνόμενων κοσμικών σφαιρών. Συχνά, χωρίς να διαφαίνεται εκ των προτέρων σαφές και ξεκάθαρο το τέλος, ο προορισμός.

 

«Μέσα σε πλάνο όραμα την πλάση την αιωνία,/ υψώθηκε το πνεύμα μου και σαν αετός περνάει/ Κι ως πάει πετά χρυσές ματιές/ και το σαϊτεύει η θεία/ η ωραία ζωή κι ο θάνατος το περιτριγυρνάει./ Μα εκείνο πάντα ατάραχο χτυπώντας τα φτερά του/ ζωή μαζί και θάνατο δεν παύει να τηράει/ μ’ ένα γαλήνιο λογισμό που αστράφτει στη ματιά του/ για ποιαν αιτία ξεκίνησε και για ποιαν τάχα πάει...».

(Ιωσήφ Ραφτόπουλος, Ζωή και Αγάπη, Βιβλίο Η΄(1914), από τη συγκεντρωτική έκδοση Ιωσήφ Ραφτόπουλος, Ποιήματα - Άπαντα τα ευρεθέντα, επιμ. Μιχάλης Γ. Μπακογιάννης, University Studio Press, 2021).

 

Αλλά «Ο καιρός μου πέρασε./ Πρέπει να επιστρέψω το αηδόνι μου στο δέντρο» (Μαρία Λαϊνά, Τι κρίμα, Ό,τι έγινε. Άνθρωποι και φαντάσματα, Αθήνα: Πατάκης, 2020). Είναι φανερό: Η ποιητική παράδοση μιας γλώσσας συνίσταται από το σύνολο των έργων που έχουν κατά καιρούς γραφτεί σ’ αυτή τη γλώσσα, αλλά δεν ισούται με το άθροισμά τους. Υπάρχει πάντα κάτι παραπάνω, κάτι που ξεπερνά το κάθε ένα μεμονωμένο ποίημα, κάτι που δεν ταυτίζεται απόλυτα με την πραγματικότητα κανενός από τα έργα που γράφτηκαν, κάτι που εν τέλει αποτυπώνεται στη μεταμέλεια κάθε έργου, και όχι μόνο ποιήματος, που τελικά πραγματώθηκε, καταγράφηκε. Ειδικά το ποιητικό ενδιαφέρεται για τον λόγο, όχι απαραίτητα τον ενσαρκωμένο λόγο ή τις συνθήκες της ενσάρκωσής του. Αυτό που εξ ορισμού επιθυμεί όσο τίποτε άλλο ο ποιητής είναι να παραμένει αμέτοχος ή ορθότερα σε μια γόνιμα στοχαστική, βαθιά συμμετοχική σιωπή που, ουσιαστικά αποτελεί την άλλη όψη της πιο επαναστατικής δράσης την οποία ξέρει τόσο καλά να εμπνέει. Και ό,τι εξ ορισμού τού έλαχε, αιώνες τώρα, είναι να καταλήγει πάντοτε στις λέξεις.

«Έβλεπα ότι από παλιά/ έδιναν διεξόδους στο πολιτειακό/ με λαφυραγωγίες, με μάχες/ και έκαναν ύστερα αγάλματα/ στους Θεούς ή στους πεθαμένους./ Ήθελα να μείνω αμέτοχος/ και κατέληξα σ’ αυτές τις λέξεις».

(Τάκης Γραμμένος, Εξαιτίας πολιτικής (2001), Επιτύμβια ποιήματα, Ποίηση τευχ. 30, Φθιν.-Χειμ. 2007).

 

________________

*
Ο τίτλος παραλλάσσει ημιστίχιο της Μάτσης Χατζηλαζάρου: «...αυτή η αλμυρή ουσία στη γλώσσα μου δάκρυα είναι» (Οδυρμός, Κρυφοχώρι, Αθήνα: Εκδόσεις Τετράδιο, 1951 από την συγκεντρωτική έκδοση Μάτση Χατζηλαζάρου, Ποιήματα 1944-1985, Αθήνα: Ίκαρος, 1989). Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στον Παναγιώτη Ιωαννίδη, ψυχή και εμπνευστή του «Με τα λόγια (γίνεται)» για την τόσο τιμητική αυτή ανάθεση, στην Ελληνοαμερικανική Ένωση και το Ίδρυμα Μποδοσάκη για την φιλοξενία της στις ιστοσελίδες τους, καθώς και το The BooksJournalγια την έντυπη εδώ παρουσίασή της.

 

 

Δήμητρα Κωτούλα. Κυκλοφορεί η τρίτη ποιητική συλλογή της, Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος, καθώς και η μετάφρασή της του τελευταίου βιβλίου τής Λουίζ Γκλικ σε συνεργασία με τον Χάρη Βλαβιανό.

 

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

οκτώβριος 2021 _ μαίρη γιόση: φωνές πίσω απ' τη γλώσσα


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μαίρη Γιόση 

 

 «…φωνές πίσω απ’ τη γλώσσα»: Μια προσωπική περιδιάβαση στη νεοελληνική ποίηση από  τον 19ο αιώνα έως σήμερα

 

Ο τίτλος της περιδιάβασης αυτής είναι από τη συλλογή Οι παλάβρες της κυρά-Ροδαλίνας της Ελένης Βακαλό (Αθήνα, Ύψιλον, 1984) και από το ποίημα «Στο κάρο των θεατρίνων». Η επιλογή που ακολουθεί, πολύ προσωπική, αρθρώνεται σε τέσσερις ενότητες και έναν Επίλογο [1]. Ένα εσωτερικό νήμα συνδέει (για μένα) τα ποιήματα καθεμιάς από τις ενότητες αυτές μεταξύ τους, γι΄αυτό και δεν ακολουθείται κάποια χρονολογική σειρά στην παράθεσή τους [2].

 

Πρώτη ενότητα: Η άλως των πραγμάτων

 

Διονύσιος Σολωμός (1798-1857)

Από τα Άπαντα, τόμ. Α΄ Ποιήματα, επιμ. Λίνου Πολίτη, Αθήνα, Ίκαρος, 1971, και από την ανολοκλήρωτη σύνθεση Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (το ποίημα του Χρέους) παραθέτω αρχικά κάποια αποσπάσματα από τους Στοχασμούς του ποιητή (σ. 207-210), γραμμένους στα ιταλικά και μεταφρασμένους από τον Ι. Πολυλά στα ελληνικά:

            «Εφάρμοσε εις την πνευματική μορφή την ιστορία του φυρού, το οποίον

αρχινάει από τον σπόρον και γυρίζει είς αυτόν, αφού περιέλθη, ως βαθμούς

ξετυλιγμού, όλες τις φυτικές μορφές, δηλαδή τη ρίζα, τον κορμό, τα φύλλα,

τ’ άνθη και τους καρπούς. Εφάρμοσέ την και σκέψου βαθιά την υπόσταση

του υποκειμένου και τη μορφή της τέχνης. Πρόσεξε ώστε τούτο το έργο να

γένεται δίχως ποσώς να διακόπτεται.

[…]

Ο θεμελιώδης ρυθμός του ποιήματος ας είναι, από την αρχή ως το τέλος, το

Κοινό και το Κύριο (Proprio), συρριζωμένα και ταυτισμένα με τη γλώσσα˙ ας

εργάζεται (το ποίημα) αδιάκοπα για την αληθινήν ουσία, αλλά εις τρόπον

ώστε να μη καταλάβουν ειμή οι νόες οι γυμνασμένοι και βαθείς. Εις τούτο θα

φθάση τινάς με τρόπον απλό, πλούσιον όμως από δεσίματα, θρέφοντας τη

Μορφή με τύπους δημοτικούς, λ.χ. ετοιμοθάνατος, χρυσοπηγή,

χρυσοπράσινα, κ.ά.

[…]

Η απόλυτη ύπαρξη του ποιήματος ας είναι πολυσήμαντη. […] Το ποίημα ας

έχει ασώματη ψυχή, η οποία απορρέει από τον Θεό, και αφού σωματοποιηθή

εις τα όργανα καιρού, τόπου, εθνικότητος, γλώσσας, με τους διαφορετικούς

στοχασμούς, αισθήματα, κλίσες, κ.ά., (ας γένη ένας μικρός σωματικός κόσμος

ικανός να τη φανερώση), τέλος επιστρέφει εις τον Θεό:

                        Σε βυθό πέφτει από βυθό ώς που δεν ήταν άλλος,

                        Εκείθ΄ εβγήκε ανίκητος˙»

                       

Από τη σύνθεση Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (Αποσπάσματα) (1830-1851)

                                                Σχεδίασμα    Α. 1.

            Τότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω˙

            Κι ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί

στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που

αναβράζει˙ ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Μεσολόγγι˙ αλλά δεν

 έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη

θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό˙ εκατασκέπαζε όλα τα

πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψη, βροντή κι αστροπελέκι˙ και

ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση, και ιδού μες στην

καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, όπου

η σπίθα έγγιζε κι’ εσβενότουνε˙ και με φωνή που μου εφαίνονταν πως νικάει

την ταραχή του πολέμου άρχισε:

                                    «Το χάραμα επήρα

                                    Του ήλιου το δρόμο,

                                    Κρεμώντας τη λύρα

                                    Τη δίκαιη στον ώμο,–

                                    Κι’ απ’ όπου χαράζει

                                    Ώς όπου βυθά,

Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.»

[σ. 211]

«Σκέψου την ισοζυγία των δυνάμεων, μεταξύ ανδρών και γυναικών. Εκείνοι ας αισθάνονται όλα, και ας νικάνε όλα, με την ουσίαν έξυπνη˙ τούτες ας νικάνε και αυτές, αλλ’ ωσάν γυναίκες.» [Στοχασμοί, σ. 210]

           

Σχεδίασμα Β΄ (αποσπάσματα από το 7)

                        Κρυφή χαρά ‘στραψε σ’ εσέ˙ κάτι καλό ‘χει ο νους σου˙

                        Πες, να το ξεμυστηρευτής θες τ’ αδελφοποιτού σου;

                                                            […]

                        Ψυχή μεγάλη και γλυκιά, μετά χαράς σ’ το λέω:

                        Θαυμάζω τις γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω.

                                                            […]

            Απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία από αυτές, η

νεώτερη, επήγε να τα κλείση, αλλά μία άλλη, της είπε: «Όχι, παιδί μου˙ άφησε

νάμπη η μυρωδιά από τα φαγητά˙ είναι χρεία να συνηθίσουμε.»

                                                […]

Και μία είπε: «Μου εφαινότουν ότι όλοι εμείς, άντρες και  γυναίκες, παιδιά

και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα, κι’ ετρέχαμε ανάμεσα

σε τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς,

απάνου κάτου, κι’ έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή,

Και μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας.

[σ. 224-226]

Δίπλα στον Σολωμό ακολουθώ την παράλληλη και μοναχική πορεία του συντοπίτη του, Ανδρέα Κάλβου, ξεκινώντας από τη μετάφρασή του των Ψαλμών (απόσπ. από τον 59ο Ψαλμό).

 

Ανδρέας Κάλβος (1792-1869)

Οι Ψαλμοί του Δαβίδ, εισαγ. - σχόλια Γιάννη Δάλλα, Αθήνα, Κείμενα, 1981, σ. 157:

                                                Ψαλ.  ξ LX 1-3

            Ω Θεέ, συ μας εδίωξας και μας εσκόρπισας, και ωργίσθης˙

επίστρεψον την αγάπην σου εις ημάς.

2Έσεισας την γην και την διαμοίρασας˙ διόρθωσον τα συντρίμματά της, ότι

σαλεύεται.

3Έδειξας σκληρά εις τον λαόν σου˙ μας επότισας, με θανατώδη οίνον.

 

Ο Δάλλας παραθέτει (σ. 69 και σημ 19 της Εισαγωγής του) τα λόγια του Γ. Σεφέρη στο κείμενό του «Απορίες διαβάζοντας τον Κάλβο» (Δοκιμές Α΄, 1974, σ. 62): «Αν δεν ήταν υπερβολή, θα έφτανα να πω ότι η ποίηση του Κάλβου μου παρουσιάζεται κάποτε σαν ανεξάρτητη από τη γλώσσα.»

 

Συνεχίζω με αποσπάσματα από τις Ωδές [1823 και 1826].

 

Ωδαί (1-20), Ερμηνευτική έκδοση Μ. Γ. Μερακλή, Αθήνα, Βιβλ. της ‘Εστίας’ χ.χ.

                                                3. Εις Θάνατον

                                                            α΄

                                    Εις τούτον τον ναόν

                                    των πρώτων Χριστιανών

                                    παλαιότατον κτίριον,

                                    πώς ήλθον; πώς ευρίσκομαι

                                                            γονατισμένος;

                                                            β΄

                                    Όλην την Οικουμένην

                                    σκεπάζουν σκοτεινά,

                                    ήσυχα, παγωμένα

                                    τα μεγάλα πτερά

                                                            της βαθείας νύκτας.

                                    […]

                                                           

δ΄

                                    Ακούω του λυσσώντος

                                    ανέμου την ορμήν˙

                                    κτυπά με βίαν˙ ανοίγονται

                                    του ναού τα παράθυρα

                                                            κατασχισμένα.

                                                            ε΄

                                    Από τον ουρανόν

                                    όπου τα μελανόπτερα

                                    σύννεφα αρμενίζουν,

                                    το ψυχρόν της αργύριον

                                                            ρίπτει η σελήνη.

                                    […]

                                               

15. Εις Σούλι

      (για τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη)

                                    α΄

            Φυσάει σφοδρός ο αέρας,

            και το δάσος κυμαίνεται

            της Σελλαΐδος˙ φθάνουσι

            μακράν εδώ, όπου κάθομαι,

                                    μουσικά μέτρα.

 

Τέλος, από την 16η Ωδή (Αι Ευχαί) [3], η τελευταία στροφή:

                                                16. Αι Ευχαί

                                                            ιη΄

                                    Δεν με θαμβώνει πάθος

                                    κανένα. Εγώ την λύραν

                                    κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι

                                    σιμά εις του μνήματός μου

                                                τ’ ανοικτόν στόμα.

                                   

Συνεχίζω με ποιήματα της Ζωής Καρέλλη, του Κ.Π. Καβάφη, της Μαρίας Κυρτζάκη, της Κικής Δημουλά, του Νίκου Καρούζου και του Μιχάλη Κατσαρού.

 

Ζωή Καρέλλη (1901-1998)

Από την έκδοση Τα Ποιήματα, τόμ. Α’ (1940-1955), Αθήνα, Εκδόσεις των Φίλων, 1990 ένα ποίημα από τη συλλογή Η Φαντασία του Χρόνου (1949), σ. 169:

                                                Χαιρετισμός

                                    Ο χρόνος

                                    μοιραίος ίσως και μάταιος

                                    ασύλληπτος.

                                                            Ο χρόνος

                                    καθαρός πολύτιμος

                                    σταθερός απείραχτος

                                    δυνατός συμπαγής

                                    ολόκληρος νοητός ατελείωτος

                                    αιώνιος αστείρευτος αέναος άθιχτος

                                    ακέραιος ακατάπαυστος

                                    διαρκής ασάλευτος

                                    αδίσταχτος αδιαίρετος

                                    ακίνητος άκρατος αδέσμευτος

                                    πυκνός αδιάφορος αδιαπέραστος

                                    ο χρόνος αδιάλλαχτος

                                    αδιάλεχτος απρόσιτος αδιήγητος

                                    αγνώριστος άγνωστος άδηλος

                                    πολύπλοκος ποικίλος ανεξήγητος

                                    βέβαιος αβέβαιος

                                    χρόνος αβίαστος απροσδόκητος

                                    αδοκίμαστος αδιέξοδος

                                    χρόνος βαθύς και τραχύς.

                                    Αγέρωχος πλούσιος, άφθονος

                                    ο χρόνος ακριβής αιφνίδιος

                                    φανερός ο δίκαιος υπερήφανος

                                    ένας ο μοναδικός χρόνος, λαμπρός

                                    ο έξοχος νέος διαρκώς

                                    ένδοξος θείος ο χρόνος.

                                   

Και από τη συλλογή Το Σταυροδρόμι (1973) [Τα Ποιήματα, τόμ. Β’ (1955-1973), Αθήνα, Εκδόσεις των Φίλων, 19942, σ. 153-154]:

                                                Ήχοι και ανταποκρίσεις

                        «Μυστήριον του τάφου κοριτσιών της Ιλλυρίας»

 

                        –τα σύμφωνα των λέξεων κυρίως με παρέσυραν…

                        έλξη  των φθόγγων, της ομιλίας γοητεία:

                        το μι κι’ ύστερα το συριστικό με τ’ οδοντόφωνο,

                        το ρω υγρό κι’ ακολουθούν τα δύο ταυ σκληρά

                        έως του τάφου το χειλεόφωνο.

 

                        Φαίνονται ενοχλητικά το ταυ και σίγμα κατόπιν,

                        δεν εναρμονίζονται μουσικά στο κάπα.

                        –Ας μη γυρεύουμε πολλά,

                        αφού υπάρχει εύηχη η λέξη Ιλλυρία

                        που τόσο ικανοποιεί τη φαντασία,

                        ώστε νομίζεις πως βλέπεις ορχούμενες

                        σε ήχους κυμβάλων

                        τις νέες γυναίκες της θυσίας και της ταφής.

 

                        «Οι αρχαιολόγοι μελετητές υποθέτουν

                        ότι θυσιάστηκαν

                        κατά τη διάρκεια τελετών γεωργικών.»

                        Γήινος χώρος, όπου ο σπόρος εναποτίθεται

                        ίνα αποθανή

                                                σώματα νεανικά

                        που οι σκελετοί των δεν φαγώθηκαν

                        από τον αδηφάγο χρόνο, δε θρυμματίστηκαν

                        και με την εκταφή.

 

                        –Ατίθασσος ο νέος ποιητής, εκείνος

                        είδε τους φθόγγους της ομιλίας έγχρωμους.

                        Έξαφνα, βλέπω τώρα, το πλήθος των κρανίων

                        και οστών σε χρώματα γαιώδη εκταφιασμένων,

ανέμελα σωριασμένων στο υπόγειο

της Μονής Προδρόμου.

 

Του βίου τα μυστικά, η φαντασία

και του θανάτου η φορά, ο άνθρωπος

παλεύει για ν’ ανθέξει στη φθορά

που ελάχιστα αγγίζει

τους άυλους ήχους της ανθρώπινης

λαλιάς.

 

           

Κ. Π. Καβάφης (1863-1933)

Από την έκδοση Ποιήματα Α΄(1896-1918), φιλολ. επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ίκαρος, 1963:

                                                Φωνές

                        Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες

                        εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι

                        για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

 

                        Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε˙

                        κάποτε μες στη σκέψι τες ακούει το μυαλό.

 

                        Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν

                        ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας–

                        σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.

 

 

Ἐν τῷ μηνί Αθύρ

                        Με δυσκολία διαβάζω στην πέτρα την αρχαία.

                        «Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ».          Ένα «Ψυ[χ]ήν» διακρίνω.

                        «Εν τω μην[νί] Αθύρ» «Ο Λεύκιο[ς] ε[κοιμ]ήθη».

                        Στη μνεία της ηλικίας   «Εβί[ω]σεν ετών»,

                        το Κάππα Ζήτα δείχνει           που νέος εκοιμήθη.

                        Μες στα φθαρμένα βλέπω        «Αυτό[ν]…Αλεξανδρέα».

                        Μετά έχει τρεις γραμμές         πολύ ακρωτηριασμένες˙

                        μα κάτι λέξεις βγάζω– σαν «δ[ά]κρυα ημών», «οδύνην»,

                        κατόπιν πάλι «δάκρυα»,           και «[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος.»

                        Με φαίνεται που ο Λεύκιος         μεγάλως θ’ αγαπήθη.

                        Εν τω μηνί Αθύρ                    ο Λεύκιος εκοιμήθη.

           

Μαρία Κυρτζάκη (1948-2016)

Η επιλογή έγινε από τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της με τίτλο Στη μέση της ασφάλτου, Ποιήματα 1973-2002, Αθήνα, Καστανιώτης, 2006

Από τις Λέξεις (1973), σ. 42

                                                Οι λέξεις

                                    Είναι εύκολο να σου δείξω

                                    Το σώμα μου πώς διαθλάστηκε

                                    Την όρασή μου πώς έμεινε κρυμμένη

                                    Να σου απαριθμήσω τα γεγονότα

 

                                    Μόνο τις λέξεις μου

                                    Τί να σου πω για τις λέξεις

                                    Αφού κι εγώ δεν ξέρω

                                    Πώς βγαίνουν έτσι

                                    Στραπατσαρισμένες κάθε φορά

                                    Θαρρείς λεηλατημένες

                                    Λειψές.

 

Από τη συλλογή Περίληψη για τη νύχτα (1986), σ. 150:

                             στ΄. Το φως, πρόσ-ωπο του σκότους, την ημέρα

                                    χρησιμοποιεί την φωνή. Το αβυσσαλέο μά-

                                    τι της μέρας είναι η φωνή, δηλαδή ο λόγος

                                    της ψυχής εσαεί αγριεμένος. Που την ημέρα

αθέατος πίσω από τον εξημερωμένο με την

φωνή διεκδικώντας.

 

Από τη συλλογή Σχιστή οδός (1992), σ. 233:

                                    Αναλάμπει και έρχεται

                                    τους ειρμούς ενδυμένη

                                    λαμπαδίτσα και έκαιγε πριν την δείξει η νύχτα

                                    σιγανό καντηλάκι τους αιώνες εχάραζε

                                    σαν ψυχή και σημάδι.

 

                                    ότι πρώτη αυτή των ερώτων η χώρα

                                    αυτή πρώτη του κόσμου στεριά

                                    του ανθρώπου γλωσσάρι και πατρίδας το τίμημα

                                    του ανθρώπου η γλώσσα.

 

 

Κική Δημουλά (1931-2020)

Από τη συλλογή της Η Εφηβεία της Λήθης, Αθήνα, Στιγμή, 1994, σ. 24-25:

Σαν να διάλεξες

                        Παρασκευή είναι σήμερα θα πάω στη λαϊκή

                        να κάνω έναν περίπατο στ’ αποκεφαλισμένα περιβόλια

                        να δω την ευωδιά της ρίγανης

                        σκλάβα σε ματσάκια.

 

                        Πάω μεσημεράκι που πέφτουν οι τιμές των αξιώσεων

                        βρίσκεις το πράσινο εύκολο

                        σε φασολάκια κολοκύθια μολόχες και κρινάκια.

                        Ακούω εκεί τι θαρρετά εκφράζονται τα δέντρα

                        με την κομμένη γλώσσα των καρπών

                        ρήτορες σωροί τα πορτοκάλια και τα μήλα

                        και παίρνει να ροδίζει λίγη ανάρρωση

                        στις κιτρινιάρικες παρειές

                        μιας μέσα βουβαμάρας.

 

                        Σπάνια να ψωνίσω. Γιατί εκεί σου λένε διάλεξε.

                        Είναι ευκολία αυτή ή πρόβλημα; Διαλέγεις και μετά

                        πώς το σηκώνεις το βάρος το ασήκωτο

                        που έχει η εκλογή σου;

                        Ενώ εκείνο το έτυχε τί πούπουλο. Στην αρχή.

                        Γιατί μετά σε γονατίζουν οι συνέπειες.

                        Ασήκωτες κι αυτές. Κατά βάθος είναι σαν να διάλεξες.

 

                        Το πολύ ν’ αγοράσω λίγο χώμα. Όχι για λουλούδια.

                        Για εξοικείωση.

                        Εκεί δεν έχει διάλεξε. Εκεί με κλειστά τα μάτια.

 

 

Ν. Δ. Καρούζος (1926-1990)

Δυό ποιήματα από το Φαρέτριον, Αθήνα, Ύψιλον, 1981:

                                   

Πρίν από την Εικονομαχία

 

                        Τσέμπαλο διανύει τη ραδιοφωνία

                        υπόλευκη κι ασώματη λάμψη καθομιλούμενη

                        στους άνομους ουρανούς μετά το πραξικόπημα.

 

                                                Ηχομόνωση

                        Χάραζε τώρα ξάστερα ιερογλυφικά˙

                        βγες και λυτρώσου/ να μια γελοία προσταχτική/

                                    στο Ασύνεχο.

                        Η μια μου λέξη ας κοροϊδεύει πάντα την άλλη

                        στο υπόγειο της γλώσσας η λαλέουσα μαύρη αιθάλη.

                        Τα κύτταρά μου είναι πλασμέν’ από απελπισία.

 

Και από τα Ποιήματα, Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 19792, σ. 42:

 

                                    Εκεί που αρχίζει το ιδανικό

                                                            Je flambe dans le brasier à l’ ardeur adorable

                                                                                                Apollinaire

                        Η γλώσσα είναι σε μένα. Εγώ δεν είμαι στη γλώσσα.

                        Και μπαίνει το αγέρι των λέξεων, αλήθεια, 

                        ξαναθροΐζει με τα φύλλα της καρδιάς μου.

                        Έτσι και το χιόνι πέφτει μεσ’ στη φύση

                        για να λυώσει σαν τη μουσική στο στήθος.

                        Έτσι κι ο κόσμος μαζεύεται τριγύρω

                        εκεί που κάτι συμβαίνει.

                        Μα τι συμβαίνει;

                        Κάποιος τρώει το αντικείμενο και τον κυττάζουν.

                        Αυτός είναι ο διακόπτης του νου

                        με τον ήλιο στα πόδια του

                        εκείνος που λαχτάρησε το άδειο μονοπάτι

                        και τον πάει στην πλατειά

                        πέτρα του λαμποδύναμου νερού.

                        Κι αν έχει δίψα μεγαλύτερη απ’ τα αισθήματα

                        μπορεί τα μάτια να γεμίσουν ερημιά σαν του νεκρού

                        μπορεί να δει τη φτερωτή Θεοτόκο.

                        Καθένας ξέρει κι άλλο δρόμο του θανάτου

                        και την υγεία των αγγέλων μοιράζει με τις χαραυγές.

                        Καθένας δείχνει την ορμή στο καλοκαίρι

                        και στον χειμώνα τον απέραντο σεβασμό

                        καθώς οι κεραυνοί ξεσχίζοντας

                        τις πλούσιες λάμψεις

                        την πρώτη-πρώτη ομορφιά

                        στα μάτια ξαναπαρασταίνουν.

                        Η γλώσσα είναι σε μένα.

                        Κάτι ανάλογο. Κάτι βαθιά ηττημένο.

                                   

Κλείνω την ενότητα αυτή με άλλη μια στεντόρεια φωνή, ομογάλακτη της απελπισίας.

 

Μιχάλης Κατσαρός (1919-1998)

Η επιλογή έγινε από τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Μείζονα Ποιητικά, Αθήνα, Τόπος, 2018

Από το Οροπέδιο (1957), σ. 77:

 

                                    ΙΙ (η πρώτη στροφή)

                        Τώρα μπορώ πια να μπω.

                        Η πόρτα έχει ανοίξει.

                        Μέσα στο δέντρο υπάρχω και ζω–

                        τρέμουν τα φύλλα –τα άνθη τρέμουν–

                        Έγινα πια ο καρπός.

 

Και από το Κατά Σαδδουκαίων (1953), σ. 55-56:

                                    Πώς να καταχωρίσω

                        Πώς να καταχωρίσω τόσα γεγονότα–

                             τόσες απόπειρες .

 

                        Πώς να μιλήσω;

                        Ενώ οι φωνές επιμένουν –οι ίδιες φωνές–

                        ενώ αποκρούομαι –πώς θες να μείνω

                             μια αστραπή ένα κυκλάμινο μία ρομφαία–

                        πώς θες να μείνω επιτύμβια στήλη

                             σε πεδίο μαχών

                        σε ποιο σταθερό δάπεδο να οχυρώσω

                             τις λεγεώνες μου;

 

                        Ο επίμονος θόρυβος σε οχήματα πόλεις αίθουσες

                        οι αδέξιες φωνές σε χώρους εναλλασσόμενους

                        το πλήθος έντρομο ενώ προχωρεί γυρίζει απότομα

                        κοιτάζει σε ορισμένο σημείο και κουρασμένο

                              κλαίει–

                        δεν ξέρει

                        δεν υπάρχει

                        δεν εξουσιάζεται.

 

                        Για τούτο υψώνω το λάβαρο τη νύχτα λευκό

                        μετά το σπάω και γίνομαι σίδερο

                        φωνασκώ υποκρίνομαι παραδίδω τις εντολές

                        παραδίδω κλειδιά πολιτείες μπετόν και σημαίες.

 

                        Μπορούσα να χαμογελώ καθ’ όλην τη διάρκεια.

                        Μπορούσα ν’ αγαπώ καθ’ όλην τη διάρκεια.

                        Μπορούσα να κλαίω μιλώντας για την Ειρήνη.

 

                        Σας αραδιάζω τα εμπόδια:

 

                        Η επέμβασις των γεγονότων των ήχων των

                                    παρατάξεων

                        η επέμβασις των πλοίων από το άγριο πέλαγος

                        οι λαϊκοί ρήτορες το στήθος μου οι φωνές

                        οι φάμπρικες

                        το 1917

                        το 1936

                        το 1944

                        ανάβουν τις πυρκαγιές τα φλογερά λόγια

                        ανάβουν το δάσος μου που μου παρέδωσαν και ανεμίζει.

 

                        Πώς θέλετε να οχυρώσω τις λεγεώνες μου

                        σε πονηρά κατάστιχα και σε ντουλάπια

                        πώς θέλετε να μπω μες στα τετράγωνα;

 

                        Παραμένω εν πλήρει συγχύσει αθώος.

 

 

Δεύτερη ενότητα: Όταν η μουσική επιμένει

 

Η ενότητα αυτή έχει ως μότο την τελευταία στροφή από το ποίημα του Ι. Ν. Γρυπάρη (1870-1942) «Σάτιρα», Σκαραβαίοι και Τερακόττες, Αθήνα, Σιδέρης, 19282, σ. 91:

Μα η τέχνη τα κοινά στοιχεία κορφολογά

κι απ΄ τάνθη των πραγμάτων

το τρίδιπλο τρυγάει

το απόσταγμά των.

 

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)

Ποιήματα, Αθήνα, Ίκαρος, 19677

Από τη Στροφή (1931) και την ενότητα «Ερωτικός λόγος», σ. 37:

                                                            Ε΄

                        Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;

                        Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να ΄ναι για μας πλωτός;

                        Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει

                        για την ψυχή που νάρκωσε κι’ ανάθρεψε ο λωτός;

 

                        Στη πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα

                        που ανοίγει τα επουράνια κι’ είν’ όλα βολετά

                        προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα

                        την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ’ ανοιχτά

 

                        τριαντάφυλλα…Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,

                        μόνο στη μνήμη απόμεινες, ένας βαρύς ρυθμός

                        ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας

                        τρικύμισμα της θάλασσας…Ο κόσμος είναι απλός.             

 

Από τα Τρία Κρυφά Ποιήματα [1966], στη δίγλωσση έκδοση με αγγλική μετάφραση του Walter Kaiser, Harvard UP, Cambridge, Mass. 1969, και από την ενότητα «Επί σκηνής» (σ. 28):

Ε΄

                                    Ποιος άκουσε καταμεσήμερα

                                    το σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα;

                                    Ποιος καβαλάρης ήρθε

                                    με το προσάναμμα και το δαυλό;

                                    Καθένας νίβει τα χέρια τους

                                    και τα δροσίζει.

                                    Και ποιος ξεκοίλιασε

                                    Τη γυναίκα το βρέφος και το σπίτι;

                                    Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός.

                                    Ποιος έφυγε

                                    χτυπώντας πέταλα στις πλάκες;

                                    Κατάργησαν τα μάτια τους˙ τυφλοί.

                                    Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε.

 

 

Μιχάλης Γκανάς  (γεν. 1944)

Από τη συλλογή Γυάλινα Γιάννενα, Αθήνα, Καστανιώτης, 1989, σ. 7:

                                                            Ι

Χάραζε ο τόπος με βουνά πολλά

κι ανάτελλε τα ζωντανά του,

καλούς ανθρώπους και κακούς, νυφίτσες,

αλεπούδες, μια λίμνη ως κόρην

οφθαλμού και κάστρα πατημένα.

 

Θα ‘ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα,

στο χιόνι και στον άγριο καιρό

γυάλινα και μαλαματένια.

Κι όσο πήγαινε η μέρα,

σαν  το βαπόρι σε καλά νερά,

είδα και μιναρέδες κι άκουσα

τα μπακίρια να βελάζουν.

 

Από τη συλλογή Μαύρα Λιθάρια, Αθήνα, Κείμενα, 1980, σ. 8:

 

                                                Χριστός Ανέστη

                                    Είχαμε πάρει το μονοπάτι για το σπίτι

                                    θάλασσα ολούθε μπαμπακιά ο Απρίλης

                                    κι όσο χωνόμαστε μες στα πλατάνια

                                    τόσο σωπαίναν δε φυσούσε

                                    μόνο που με κοιτάζαν από μέσα

                                    νωπά τα μάτια της απ’ τα κεριά

                                    και σφύριζα θυμάμαι το Χριστός Ανέστη.

 

                                    Ο ουρανός που λίγο πριν αστροφορούσε

                                    σ’ άσπρο σεντόνι γύριζε και σε βρεγμένο.

 

                                    Δυο βήματα απ’ τη βρύση ο αδερφός της,

                                    έσταζε το βρακί και το παγούρι του

                                    –Χριστός Ανέστη, πώς περνάς, τί να περνούσε

                                    κόντευε χρόνο πεθαμένος.

                                    Γύρισε να μας δει κ’ έφεξε ο τόπος

                                    σαν κάποιος να μας φωτογράφιζε τη νύχτα.

                                   

 

Χρήστος Μπράβος (1948-1987)

Πριν από δύο χρόνια κυκλοφόρησε η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων (και άλλων κειμένων) του πρόωρα χαμένου Χρήστου Μπράβου, με τίτλο Βραχνός Προφήτης –  Ποιήματα και κριτικά κείμενα 1981-1987, Αθήνα, Μελάνι, 2018. Από αυτή την έκδοση είναι τα ποιήματα που ακολουθούν.

Από τη συλλογή Με των αλόγων τα φαντάσματα (1985):

                                                Η μηλιά

                                    Σε φράχτη τέλειωνε η γυναίκα,

                                    ματωμένη. Έφερνε αέρας τα σκυλιά,

                                    τά ’παιρνε πάλι.

 

                                    Επέρασε’ ένας μ’ άλογο,

                                    κυνηγημένος. Η ματωμένη

                                    τραύλιζε. Αυτός βαριά ελυπήθη.

                                    Κι όπως την κάμα ετράβηξε

                                    κι απόστρεψε τα μάτια

 

                                    σκίστηκε η γης

                                    βγάζει μηλιά

                                    τα μήλα φορτωμένη˙

                                   

                                    κι αυτή σε μαύρο σύννεφο

                                    –ώι μηλιά–

                                    για χαμηλά ποτάμια

                                    ετραβούσε.

                                                                                    [σ. 47]

 

                                               

 

Δημήτριος απών

                                                                        Στον Χρήστο Δ. Γκαγκτζή

 

                                    Και στα χαντάκια του καιρού

                                    το κόκκινο θ’ ανθίζει.

                                    Το χέρι μου θ’ ανοίγει το σεντούκι

                                    να βγάλει τη μικρή φωτογραφία

 

                                    και θα πηδάει λιγνός βοσκός.

                                    Θα κρύβεται σε θάμνο˙ ώς τη νύχτα.

                                    Να πάει με τους παράνομους˙

                                    και με τους λυπημένους.

                                                                                    [σ. 45]

                                   

Γιώργος Κακουλίδης (γεν. 1956)

Από τη συλλογή Το χρώμα της ορχήστρας, Αθήνα, Καστανιώτης, 1989:

            [σ. 37]             Αυτά έβλεπα

                                    και φώναξα μέσα στον ύπνο μου:

                                    να κλείσει η πόρτα

                                    στην αίθουσα συναυλίας

                                    και τ’ ασημένια πνευστά

                                    να μείνουν μόνα τους

                                    να μπει η σελήνη με τα σύννεφά της

                                    ν’ απλωθεί επάνω τους

                                    και ν’ αρχίσει το ένα

                                    και το άλλο μετά

                                    την ομιλία.

                                               

                                                ***

 

            [σ. 27]             Έτσι η ζωή μου

                                    στα χέρια του κάθε ένα

                                    γίνεται όργανο

                                    άλλοτε βγάζει φθόγγους και φωνήεντα

                                    άλλοτε ανεβάζει μια μικρή θάλασσα

                                    κι έναν πάγο που δεν λιώνει

                                    γιατί τα πράγματα ποτέ δεν πιάνονται

                                    όποια πειθαρχία κι αν υψώσεις

                                    πάντα ένα φως φέγγει και φεύγει

                                    κάνοντας να λάμπει το δέντρο

                                    μέσα στην καταιγίδα.

                                               

 

Τρίτη ενότητα: Συνεχίζοντας με τη μουσική που επιμένει

 

Προλογικά στον Κώστα Καρυωτάκη: Από το κείμενο του Ανδρέα Εμπειρίκου «Όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλλέες» (1980).

 

Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975)

Από τη συλλογή Οκτάνα, Αθήνα, Ίκαρος, 1980, σ. 62-66:   

 Όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλλέες (αποσπάσματα)

                                    Μνημόσυνον σε μαύρο μείζον

                                με βαθυπράσινους κισσούς για έναν

                                 άνθρωπο που εις την Πρέβεζαν εχάθη.

 

Όσοι καμιά φορά από την Πρέβεζα περνάτε και στην υγρή κουφόβρασι στα

καφενεία κάθεσθε να πιήτε έναν καφέ, ή ένα γλυκό του κουταλιού να φάτε,

βαπόρι περιμένοντας ή κάποιο λεωφορείο, ακούοντας βοήν φωνών και

συζητήσεων, ήχους ζαριών και επικλήσεις αυτών που σκύβουν επάνω από

τα τάβλια, την μοίρα μάταια προσπαθώντας με τέχνη να παραμερίσουν, τα

πούλια ζωηρά χτυπώντας, φιλώντας στις χούφτες των τα ζάρια, κουνώντας

 τα με δύναμιν και τέλος φωνάζοντας, καθώς τα ρίχνουν με ζέσιν ελπιζόντων:

«Ντόρτια!...Δυάρες!...Εξάρες!...»,  όσοι, λέγω, σε αυτά τα καφενεία  κάθεσθε,

στη ζέστη του καλοκαιριού, την ώρα που φέρνετε στα χείλη σας το δροσερό

ποτήρι, ή, μέσα στο ψύχος του χειμώνος τον αχνιστόν καφέ, προσμένοντας

κάποιαν υπουργικήν απόφασιν, μετάθεσιν, ή κάποιο κέλευσμα ανεξιχνίαστον

της Μοίρας, όσοι στα καφενεία της Πρεβέζης κάθεσθε, προσμένοντας τίς οίδε

τί –μην τον ξεχνάτε.

Σε όλους τους τέτοιους καφενέδες – Πρεβέζης, Αθηνών, Πατρών– πάντα η

ψυχή του θα πλανάται, όπως και  εις τα στυγνά γραφεία τόσων νομαρχιών

και υπουργείων, όπου ο ποιητής σε όλον του τον βίον, τις μέρες του εν μέσω

τρομεράς ανίας μετρούσε σαν κομπολόι βαρετό, αυτός που έσφυζε εν τούτοις

–ώ, ειρωνεία– από θεσπέσια οράματα, για πράγματα που ο κόσμος ο πολύς, ο

κόσμος ο κοντόφθαλμος ή και ο χυδαίος, χίμαιρες ή ουτοπίες τα ονομάζει.

Διότι, αναμφιβόλως, ο ποιητής αυτός επάλλετο από τοιαύτα οράματα και αν

έλεγε ότι ο ίδιος ιδανικά δεν είχε –είχε, μα από σεμνότητα ή απαλότητα ψυχής

ή φόβον, ντρεπόταν να τα περιγράψη, ντρεπόταν να τα πη ή να τα ονομάση,

αφού ήσαν όλα εδεμικά και πίστευε ότι ποτέ δεν θα μπορούσε, παρά μονάχα

στα οράματά του τ’ απόκρυφα να τα εκφράση, να τα φθάση, ωσάν να ήτο

κατηραμένος, κολασμένος ο νέος αυτός, ο τόσον (έξω από την πράξιν την

στερνήν και ίσως μέσα σε αυτήν) ο τόσον πολύ εν τη ουσία ευλογημένος.

[…]

Μη πήτε λοιπόν λόγον κακόν δια τον νέον αυτόν που εις την Πρέβεζαν εχάθη.

Ήτο σπουδαίος ποιητής, που από τρίχα μόλις θα έψαλλε τους οργασμούς της

γης και όλους τους έρωτες των άστρων, αν Μοίρα σκληρή δεν έστεφε το

μέτωπόν του με βαθυπράσινον κισσόν που εκόπη από τάφους, μα που και

έτσι ακόμη είναι κισσός, φυτό σπαρμένο απ’ τους θεούς, όπως και η δάφνη.

Μη τον ξεχνάτε λοιπόν τον νέον αυτόν, το κάθετον τούτο λάβαρον της

θλίψεως και του θανάτου.»

 

Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928)

Τα ποιήματα που ακολουθούν είναι από την έκδοση Άπαντα Α΄, φιλολ. επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Αθήνα, 1965

Από τα Νηπενθή, σ. 60:

                                        Το φεγγαράκι απόψε

                                    Το φεγγαράκι απόψε στο γιαλό

                                    θα πέσει, ένα βαρύ μαργαριτάρι.

                                    Κι απάνω μου θα παίζει το τρελό

                                    τρελό φεγγάρι.

 

                                    Όλο θα σπάει το κύμα ρουμπινί

                                    στα πόδια μου σκορπίζοντας αστέρια.

                                    Οι παλάμες μου θα ’χουνε γενεί

                                    δυο περιστέρια˙

                       

                                    θ’ ανεβούν –ασημένια δυο πουλιά–

                                    με φεγγάρι –δυο κούπες– θα γεμίζουν,

                                    με φεγγάρι τους ώμους, τα μαλλιά

                                    θα μου ραντίζουν.

 

                                    Το πέλαγο χρυσάφι αναλυτό.

                                    Θα βάλω τ’ όνειρό μου σε καΐκι

                                    ν’ αρμενίσει. Διαμάντι θα πατώ

                                    λαμπρό χαλίκι.

 

                                    Το γύρω φως ως θαν τη διαπερνά,

                                    η καρδιά μου βαρύ μαργαριτάρι.

                                    Και θα γελώ. Και θε να κλαίω…Και νά,

                                    νά το φεγγάρι!

 

Από τη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες, σ. 125:

 

«Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα»

                                    Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

                                    είδα το βράδυ αυτό.

                                    Κάποια χρυσή, λεπτότατη

                                    στους δρόμους ευωδιά.

                                    Και στην καρδιά

                                    αιφνίδια καλοσύνη.

                                    Στα χέρια το παλτό,

                                    στ΄ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.

                                    Ηλεκτρισμένη από φιλήματα

                                    θα’ λεγες την ατμόσφαιρα.

                                    Η σκέψις, τα ποιήματα,

                                    βάρος περιττό.

 

                                    Έχω κάτι σπασμένα φτερά.

                                    Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε

                                    το καλοκαίρι αυτό.

                                    Για ποιαν ανέλπιστη χαρά,

                                    για ποιες αγάπες,

                                    για ποιο ταξίδι ονειρευτό.

 

Και από την ίδια συλλογή, σ. 165, το ποίημα

 

                               Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο

                                    Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.

                                    Μαίανδροι στον χορό τους με τραβάνε.

                                    Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα ‘ναι

                                    ζήτημα ύψους.

 

                                    Σύμβολα ζωής υπερτέρας,

                                    ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,

                                    λευκές άκανθες ολόγυρα σ’ ένα

                                    Αμάλθειο κέρας.

 

                                    (Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,

                                    πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου!)

                                    Όνειρο ανάγλυφο, θα’ ρθώ κοντά σου

                                    κατακορύφως.

 

                                    Οι ορίζοντες θα μ’ έχουν πνίξει.

                                    Σ’ όλα τα κλίματα, σ’ όλα τα πλάτη,

                                    αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,

                                    έρωτες, πλήξη.

 

Α! Πρέπει τώρα να φορέσω

τ’ ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.

Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,

πολύ θ’ αρέσω.

                                   

 

Δίχως η μουσική να σταματήσει…   

 

Νίκος Αντωνάτος (γεν. 1937)

Από τη συλλογή Εικών ή Λίθος, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2014, σ. 41:

                                               

Δεύτερη φωνή

                                    Τις νύχτες που ονειρεύομαι

                                    μ’ ακούει η φωνή μου

                                    τραγούδια να της λέω που

                                    δεν ξέρει

 

                                    Κι όταν ξυπνώ, εκείνη

                                    με περιμένει άγρυπνη κι όπως

                                    η μάνα που με γέννησε

                                    φωνάζει

                                   

                                    Πού γύρναγες όλη τη νύχτα

                                    προκομμένε!

 

Και από Τα χειρόδεικτα, Αθήνα, Θεμέλιο, 2017, σ. 30:

                                                Τα πλήκτρα

                                    Μετά από τόσες ήττες

                                    αν αντέχω

                                    είναι που εσύ

 

                                    χτυπάς τα άσπρα πλήκτρα των

                                    φωνηέντων καρδιά μου.

 

 

Γιάννης Βαρβέρης (1955-2011)

Η επιλογή που ακολουθεί είναι από τα Ποιήματα Α΄(1975-1996), Αθήνα, Κέδρος, 20001, 2013].

Από τη συλλογή Ο κύριος Φογκ (1993), σ. 351:

                                    Τι είπε η μουσική για τον κύριο Φογκ

                                    –Χρόνια τον εξευμένιζα με φλοίσβους

                                    πάντοτε μ’ απειλούσε με σιωπή.

 

Και από την ίδια συλλογή, σ. 337:

 Το ηλιακό ρολόι

                                    Όταν ο κύριος Φογκ

                                    ήθελε να δει τι ώρα είναι

                                    έσκυβε από την πολυθρόνα

                                    και κοίταζε το πρόσωπό του στο νερό:

                                    όμορφος παρά μελαγχολικός και δέκα δευτερόλεπτα

                                    τρυφερός κι αγέρωχος και σαράντα δευτερόλεπτα

                                    λυπημένος και λυπημένος ακριβώς

                                    του απαντούσε το νερό.

                                    Μόνο τη νύχτα

                                    η ώρα ήτανε πάντα

                                    νύχτα.

                                    Όταν μια νύχτα ολόκληρη

                                    σου δίνεται

                                    δεν την ρωτάς ποτέ

                                    τι ώρα είναι.

 

Από τη συλλογή Ο θάνατος το στρώνει (1986), σ. 235:

                                    Μονόλογος στο όρος Αιγάλεω

                                                                                    (Μιλάει Εκείνος)

                                    –Σ’ αυτό το χαμηλό βουνό

                                    με θέα προνομιακή πάνω στο θρόνο

                                    ξέροντας τι χρησμούς πατώ

                                    σε τι στενά τους ρίχνω

                                    θα δίνω παραγγέλματα μέχρι το βράδυ.

                                    Μετά συντετριμμένος ίσως κλάψω

                                    και τα χρυσά μου ενδύματα να σκίσω

                                    μπρος στα κουρέλια του στρατού των ηγεμόνων.

                                    Ψυττάλεια Θερμοπύλες Σικελία

                                    ποιος να υποψιαστεί˙

                                    σήμερα Ξέρξης

                                    χτες Λεωνίδας

                                    αύριο Αλκιβιάδης.

 

Και, τέλος, από τη συλλογή Άκυρο θαύμα (1996), σ. 372:

                                                Σώμα σε μπάνιο

                                    Το σώμα χαλαρώνει στη μπανιέρα

                                    ενταφιασμένο αφρόλουτρα, νερά.

                                    Εξέχει το κεφάλι και θαυμάζει

                                    ακίνδυνα τα κύματα. Μπουνάτσα.

                                    Πρόβα νεκρού σε σίγουρο παρόν

                                    και για παρόν

                                    πρόβα μη μέλλοντος.

                                    Πλαδαρότης μηδέν.

                                    Χάδια του σφουγγαριού

                                    στο σώμα λεν ευχαριστώ που υπάρχει.

                                    Ξεπροβάλλει. Να ένα γόνατο δειλό.

                                    Βγήκε να δει. Κρύβεται πάλι.

                                    Όμως ποιο δάχτυλο τα βρήκε με την αλυσίδα

                                    κι όλο το χθες σε θόρυβο ρουφιέται;

                                    Το σώμα πανικόβλητο

                                    προς τον πυθμένα υποχωρεί

                                    παλεύει να ντυθεί

                                    τ’ απόνερά  του.

                                    Πέφτει σε ξέρα τελικά.

 

                                    Μετά, τι να κρατήσουνε τα ρούχα.

                                    Σώμα θα ξεβραστεί σε μέρα πάλι.

 

 

 

Τέταρτη ενότητα: Ο άνεμος όταν φυσά, οι καλαμιές γεμίζουν αυλητρίδες

                                    Ανδρέας Εμπειρίκος, «Ο Πλόκαμος της Αλταμίρας» (1936-1937)

 

Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941)

Τα δύο ποιήματα που ακολουθούν είναι από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα, επιμ. Γ. Μαρινάκη, Αθήνα, Βιβλ. της ‘Εστίας’, 1961

Το πρώτο είναι από την ενότητα «Αστέρια» και την υποενότητα «Μορφές της Ανάμνησης», σ. 31:

                                                Γοητεία

                                    Έλα με το λευκό ξημέρωμα

                                    Γιορτή της καρδιάς μου,

                                    Στα περασμένα

 

                                    Τα νήπια καρδιοχτύπια

                                    Ξανάνιωσα σαν χτες

                                    Στο ρεμβώδες ακρογιάλι

                                    Όπου η θάλασσα βογγούσε

                                    Σπαρταριστή μητέρα

                                   

                                    Έρχομαι

                                    Και κλαίει στ’ απόμακρα

                                    Ένα γλυκό στοιχείο

                                    Ράθυμο αηδόνι

                       

                                    Πάει η ψυχή μ’ εσένα

                                    Αλαργινή εξαφάνιση

                                    Πάλι ο ήσυχος

                                    Ο αχώριστος της σιωπής

                                    Βρίσκομαι στη φωλιά μου

                                                                                    Μονταππόνε 11-14.3.35

 

Και από την ενότητα «Εικόνες ρέμβης», σ. 62:

                                                Δεν είμαστε ποιητές

                                    Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε

                                    Σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα

                                    Παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους

                                    Τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου

                                    Και στη σκόνη του καιρού

                                    Σημαίνει πως φοβόμαστε

                                    Και η ζωή μας έγινε ξένη

                                    Ο θάνατος βραχνάς

                                                                                    2.4.38

                       

Αλεξάνδρα Πλαστήρα (γεν. 1954)

Από τη συλλογή Το φως που βλέπουμε τώρα, Αθήνα, Στιγμή, 1986, σ. 43:

                                Σκιά στο χρώμα

                                    Το κόκκινο

                                    που θέλουν

τα παιδιά

 

οι στέγες

το παίρνουν

σαν μεγαλύτερες

 

και από τη συλλογή Νερό στο πρόσωπο, Αθήνα, Άγρα, 1993, σ. 20:

                               Κλειδί της βιόλας

                        Έτσι κι ο ουρανός στο νερό

                        το βαθύ σκέφτεται

                        και το νερό στέκεται επάνω

                        για το βαθύ

                                   

Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005)

[Από συνέντευξή του το 1994 στα “ΝΕΑ” στη Μικέλα Χαρτουλάρη: «Ο υπερρεαλισμός με βοήθησε, όμως η φωνή μου ήταν μια άλλη προσωπική φωνή που κι εγώ δεν μπορώ να τη εξηγήσω πώς βγήκε…»]

Επιλογή  από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα (1945-1971), Αθήνα, Κέδρος, 1977.

Από τη συλλογή Με το πρόσωπο στον τοίχο (1952), σ. 108:

                                    Γλίστρησε μέσ’ στα δάχτυλά σου

                                    ο έρωτας

                                    κι έπεσε

                                    σ’ ένα ποτήρι μ’ αίμα

                                    σ’ έναν καθρέφτη κύλησε

                                    σκοτεινιασμένο

                                    πάνω του έβρεχε

                                    μια φοβερή βροχή

                                    χάθηκε σ’ ένα δάσος μέσα

                                    γεμάτο

                                    ίσκιους

                                    τραγούδια

                                    πουλιά

Από τη συλλογή Το Σκεύος (1971), σ. 258:

                                                Το ανέβασμα

                                                                        Στον Κυριάκο Ρόκο

                        Στριφογυρίζει ο ποιητής επάνω στον τροχό του

                        στριφογυρίζει ο ποιητής δαιμονισμένα

                        ένα κεφάλι αλόγου σπασμένο μεσ’ στα πόδια του

                        μία γυναίκα ανοίγει τ’ άσπρο στόμα να δαγκάσει

                        φίδια φαρμακερά τον τριγυρίζουν

                        χάμω κυλάνε κέρματα

                        καύκαλα τσακισμένα ριγμένα μέσ’ στη λάσπη του

                        και στρογγυλά χαλύβδινα λουλούδια να σφυρίζουν

                                   

καθώς στριφογυρνάει ο ποιητής

αρχίζει ν’ ανεβαίνει

όπως γυρίζει φρενιασμένα

κι όπως γυρίζει φρενικά

αρχίζει ν’ ανεβαίνει

 

το ένα του χέρι είναι σβηστό

στο άλλο να κρατάει ένα αναμμένο κάρβουνο

 

                                               

Μαρία Λαϊνά (γεν. 1947)

Μικρή επιλογή από τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της Σε τόπο ξερό (Ποιήματα 1970-2012), Αθήνα, Πατάκης 2015.

Ξεκινώ με το μότο στην ενότητα «Τα ταξίδια» από τη συλλογή Ρόδινος φόβος (1992), σ. 244:

                        Με τον τρόπο του ποιητή

                        που δεν ξέρει να γράφει

                        παρ’ αλλάζει μορφή

                        έρποντας

                        με τα πολλά του στόματα

                        πάνω στο φύλλο.

 

Από το Δικό της (1985), σ. 133:

                                    Τοιχογραφία

                        Σώζεται η αρχή απ’ τους μηρούς

                        σε άτονο γαλάζιο

                        τμήμα ποδιού ακόσμητο προς τα αριστερά

                        και τμήμα απολήξεως φορέματος.

                        Στο δέρμα διακρίνονται γραμμές

                        κυρίως οξυκόρυφες.

                        Ο χώρος του λαιμού διακόπτεται

                        Απ’ τον αριστερό βραχίονα

                        που φέρεται προς τα επάνω

                        ενώ μονάχα το δεξί στήθος δηλώνεται

                        με ελαφρά καμπύλωση.

                        Από το κάτω μέρος του προσώπου

                        Λείπει το μεγαλύτερο κομμάτι.

                        Κόκκινα τρίγωνα ή τόξα

                        σ’ όλο το άσπρο του βολβού.

                        Σώζεται επίσης η κορδέλα των μαλλιών

                        Και η στροφή του σώματος

                        που ασφαλώς προϋποθέτει

                        ανάλογες κινήσεις των χεριών.

 

                        Λείπει το έδαφος του έρωτα.

                       

Τέλος, από τη νέα συλλογή της Ό,τι έγινε. Άνθρωποι και φαντάσματα (Αθήνα, Πατάκης, Δεκ. 2020, σ. 52) το ποίημα

                                    Τι κρίμα

                        Ο ρεμβασμός μου έχει χαθεί

                        κι οι λεπτεπίλεπτες αισθήσεις.

                        Σ’ άλλα παλιότερα φθινόπωρα

                        Κυλούσα μέσα στη βροχή και την ομίχλη

                        νωχελικά και μάλιστα

                        με κάποια αβροφροσύνη

προς τους άλλους.

Τώρα πια, όχι˙

τώρα, η θλίψη και ο πόνος

με κάνουν άξεστη

προτού καν γράψω δύο λέξεις.

Τι κρίμα

ο καιρός μου πέρασε

πρέπει να επιστρέψω το αηδόνι μου στο δέντρο.

                       

 

Η περιδιάβαση αυτή ξεκίνησε με ένα μότο από τις «Παλάβρες της κυρα-Ροδαλίνας» της Ελένης Βακαλό και με ανάγνωση αποσπασμάτων από το έργο του Διονύσιου Σολωμού «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι». Κλείνει με Ελένη Βακαλό και από τις «Παλάβρες» πάλι, με την πιο ‘σολωμική’ φωνή της στο ποίημα «Η κονταρομαχία».

 

Ελένη Βακαλό (1921-2001)

Από το βιβλίο Οι παλάβρες της κυρα-Ροδαλίνας, Αθήνα, Ύψιλον, 1984, σ. 13:

Η κονταρομαχία

                                    Το τοπίο γυμνό

                                    Ξυρισμένος ο αγρός

                                    Και δυο λόφοι

                                    Είναι ο μαύρος και ο άσπρος ιππότης

 

                                    Σταυρωτά κάθε τόσο ορμούν

                                    Τα κοντάρια μπροστά τα κρατούν

                                    Και σηκώνεται σκόνη

 

                                    Έχει και συνέχεια

 

                                    Της κυρά Ροδαλίνας της κάπνισε

                                    Για ιππότες και τέτοια

 

                                    Που έχουν λιώσει

 

                                    Η πανοπλία τους καβαλικεύει

                                    Σαν κάσα άδεια απ΄ το νεκρό της

 

                                    Κι ενώ καλπάζουν

                                    Κούφια χτυπάνε

                                    Χαλαρωμένα τα μέταλλά τους

                                    Απ΄ τις αρθρώσεις

 

                                    Ιππότης βάζει στην πανοπλία

                                    Το θάνατό του

                                    Σαν κάσα άδεια απ΄ το νεκρό του

                                   

Από τα Επιλεγόμενα, Αθήνα, Νεφέλη, 1997:

            Μικρές σημειώσεις για την ποίησή μου. Το άλλο του πράγματος (σ. 21)

                                    Είναι πράγμα

                                    Το άλλο του πράγματος

                                    Γιατί ενάντιο σε μένα

                                    Και όμορφο

                                    Το πλησίον που χάνεται

                                    Το μετατρέπω σε ρήμα

                                    Εννοείται ο αέρας

                                    Και βόσκει

                                    Ψηλώνοντας απ΄ το χόρτο

                                    Το πράσινο ως χρώμα

 

                                    Επιμένω στα παραδείγματα

 

                                    Εξηγώ έτσι κάθε αντικατάσταση

                                    Στη φύση της γλώσσας

 

                         «Στο θόλο του ομιλούμενου…» (σ. 25)

                                    Στο ρόλο του ομιλούμενου

                                    Η λέξη εξαντλείται ως πράγμα

                                    Και τότε το πράγμα υπάρχει

                        εξ αρχής

                                    Άγλωσσοι οι ποιητές

                                    Γίνονται ποιητές

                                    Έτσι όπως εγώ τους θέλω

                       

                         «Η γλώσσα σκεπή…» (σ. 28)

                                    Η γλώσσα σκεπή

                                    Εγώ, ως πράγμα φωνής

                                    Άλεκτο

 

Και για το τέλος, το ποίημα του Ν. Δ. Καρούζου  (από την έκδοση Ποιήματα, Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 19792, σ. 85):

Με κίτρινα μεγάλα γράμματα

                        Ο ποιητής κύριοι περισσεύει!

                        Μου τόπαν οι τσιγγάνες ένα βράδυ.

                        Μου τόχε πει κι η μάνα μου παλιότερα:

                        «Πρόσεξε, πρόσεξε σ’ αυτό τον κόσμο που σ’ έφερα.

                        Στο λέω για το καλό σου, παιδάκι μου,

                        CINTURATO  υπάρχει μόνο PIRELLI

                        Μα εγώ δεν την άκουσα.

                       

Λογιάζω πως ποίηση είναι αυτή η ανυπακοή που διεκδικεί τη γλώσσα, τη γλώσσα που μας διεκδικεί.

 

 

Γενάρης 2021 

                                                                       

 

Σημειώσεις

[1]
Ευχαριστώ θερμά τον Παναγιώτη Ιωαννίδη που μου έδωσε την ευκαιρία να συμμετάσχω, στις 20 Ιανουαρίου 2021, στη διπλή επετειακή εκδήλωση του “Με τα λόγια (γίνεται)”: Γιορτάσαμε τα δέκα χρόνια συνεχούς παρουσίας του στα πολιτιστικά δρώμενα της χώρας μας, αλλά, παράλληλα, τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821.

[2] Στα κείμενα ακολουθείται η ορθογραφία των εκδόσεων που μνημονεύονται, πλην του πολυτονικού. 

[3] Βλ. το ομότιτλο διήγημα του Μ. Καραγάτση στη συλλογή Η Μεγάλη Λιτανεία, όπου παρουσιάζει τον Κάλβο στο Παρίσι, τη σύλληψή του και τη σύνθεση του ποιήματος στο κελί του.

 

*

 

Μαίρη Γιόση. Ποιήτρια, φιλόλογος και μεταφράστρια. Ως Καθηγήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ δίδαξε τραγωδία και ποιητική, αρχαϊκή λυρική ποίηση, Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Πέρα από το επιστημονικό και μεταφραστικό της έργο έχει δημοσιεύσει έξι ποιητικά βιβλία (τα δύο πρώτα με το όνομα Μαίρη Κάσου): Πασιφάη (1981), Τοπίο Κατάβασης (1985), Ειδική Διαδρομή (1990), Οι Γάμοι (1995), Χαμηλός Ουρανός (2006) και Η κοίτη (2021).