Δήμητρα Κωτούλα
«Αυτή η αλμυρή ουσία στη γλώσσα ποίηση είναι» *
«Τότε η Πούλια πετάει της γριάς το μαχαίρι και γίνεται ένας κάμπος που δεν είχεν άκρα. Μα η μητρυιά πέρασε μάνι μάνι τον κάμπο και πάλι τα φτασε. Τότε κι η Πούλια ρίχνει της γριάς το χτένι και γίνεται ένας πυκνός λόγγος από αγκάθια. Εκείνη πέρασε κι αποκεί και τότε η Πούλια έρριξε τ’ αλάτι και γίνηκε μια λίμνη θεόρατη. Έκανε η μητρυιά να περάσει αλλά που;» «Η Πούλια κι ο Αυγερινός», Ελληνικά Παραμύθια, Συλλογή Γ.Α. Μέγα, Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2014, σελ. 52.
Τα ποιήματα, οι στροφές και οι στίχοι, που παρουσιάζονται εδώ, τουλάχιστον στα μάτια των δικών μου αναγνωστικών αναζητήσεων, έχουν τη δύναμη -και τη χάρη- να ασκούν στον αναγνώστη/ακροατή μια επίδραση σχεδόν ιαματική, ανάλογη με εκείνη που είχαν, κάποτε, για μας τα παραμύθια. Υπό άλλο πρίσμα, συνιστούν για μένα μερικούς από τους πιο εύγλωττους οδοδείκτες στον αγώνα της ελληνικής γλώσσας για την κατάκτηση της αυτοσυνειδησίας της από τον δέκατο ένατο αιώνα μέχρι σήμερα. Αφορμή για την παρούσα συγκεντρωτική εκ νέου ανάγνωσή τους είναι μια διπλή επέτειος: τα διακόσια χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και τα δέκα χρόνια των ποιητικών εκδηλώσεων «Με τα λόγια (γίνεται)». Στο πλαίσιο αυτό, θεωρώ ότι κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η αέναη επιμονή, η αντοχή και η αποφασιστικότητα να διεκδικούν και να διατρανώνουν, με τους δικούς τους όρους το καθένα, το ζητούμενο της ελεύθερης, αυτόβουλης και προσωπικής σχέσης μας, μέσα στις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες, με πρόσωπα και πράγματα. Τη βεβαιότητα ότι ο αγώνας και η αγωνία για τη νοηματοδότηση της ζωής, τη σφυρηλάτηση της ατομικής και συλλογικής ταυτότητάς μας, ως πολίτες, αιώνες τώρα, μέσα στην ίδια γλώσσα, μπορεί, εν τέλει, με τη συνδρομή και της σωστά καλλιεργημένης ποιητικής ευαισθησίας, να κερδηθεί, όσο κι αν φαντάζει κάποτε άνισος, όσο κι αν επιμέρους μάχες μπορεί να έχουν οριστικά χαθεί.
Το να μιλήσει κανείς, με αφορμή την παρουσίαση αυτή, για τη διάρκεια, τη διαύγεια ή το αδιάπτωτα συνεχές της ελληνικής γλώσσας θα ήταν αυτονόητο, αυταπόδεικτο και, εν πολλοίς, περιττό. Εκείνο που, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει κυρίως να επισημανθεί σε σχέση με τα κείμενα αυτά, είναι ότι το καθένα τους, με τον τρόπο του, πραγματεύεται ξεχωριστά, ως θύλακας σημασιών, ύφους, ήχων και ρυθμών μέσα στο σώμα της ελληνικής γλώσσας, έναν τόπο, μια καταφυγή νοήματος, κατακτημένη σε επίπεδο τόσο βαθιά προσωπικό που ανοίγεται στην πιο ουσιαστική συλλογικότητα, μας αφορά όλους. Κείμενα λεπτής οδύνης, μας αποκαλύπτονται με παρρησία και πυγμή, σχεδόν σαν σκάνδαλο, μια απελπισμένη, άνιση πολλές φορές επανάσταση -δεδομένου των αντίξοων, κάποτε, κοινωνικοπολιτικών συνθηκών- στην περιπέτεια του ελληνικού λόγου. Περισσότερο «βατά» μερικά από αυτά, άλλα πιο δύστροπα ή δυσπρόσιτα, πάντοτε όμως καλογυμνασμένα, έρχονται και βρίσκουν τον συνειδητοποιημένο, επαρκή αναγνώστη και όχι μόνο, συχνά σε ανύποπτο χρόνο, για να του υπενθυμίσουν την ανεξαίρετη και αμετάκλητη ευθύνη του στη σφυρηλάτηση της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας, την ευθύνη του απέναντι στο παρελθόν και το μέλλον αυτής της γλώσσας, που, εν πολλοίς, ταυτίζεται με το δικό του.
«Να μην τελειώνεις με το παρελθόν/ να το πλησιάζεις τόσο/ που να φαίνονται από μακριά οι φωτιές/ κι ύστερα πάλι ν’ απομακρύνεσαι/ μετά απ’ τον βαθύ τον ύπνο/ πλάι στην ακίνητη λίμνη/ το μεσημέρι/ με την αραιή φιλτραρισμένη της ζωή/ τη σμίκρυνση του φόβου/ και τον homo ludens/ και τη συκιά την άκαρπη/ όπου πρωτάκουσες απόγευμα το θρόισμα του φιδιού/ και μάζεψες ύλες ταις αμαρτίες ενώπιόν σου...».
(Νίκη Μαραγκού, Να μην τελειώνεις με το παρελθόν, Τα υπό κήπων (1980), από τη συγκεντρωτική έκδοση Νίκη Μαραγκού, Divan 1967-2000, Αθήνα: Το Ροδακιό, 2005).
Η ποίηση, τουλάχιστον εκείνη που σέβεται και τιμά τη γλώσσα και τον αναγνώστη, ποτέ «δεν τελειώνει με το παρελθόν». Τα ποιήματα που επιζούν έχουν τη δύναμη ν’ αναδεύουν τα νερά της ύπαρξης, τόσο βαθιά ώστε ν’ αναστοχάζονται επ’ αυτού και, κριτικά αποδομώντας το, να εισάγουν κάθε φορά κάτι νέο. Έχουν κι ένα άλλο χαρακτηριστικό: Είναι, συνήθως, ποιήματα «που ζουν έξω από τα βιβλία».
«Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα, που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δεν νοιάστηκαν αν μου αρέσουν».
(Νίκος Χουλιαράς, Δρόμος, Η Λέξη, τευχ. 147 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1998.)
Δεν είμαι βέβαιη αν τίθεται θέμα γούστου σε ποιήματα που αναδιατάσσουν τόσο ισχυρά τα δομικά στοιχεία της ύπαρξης και της πραγματικότητας γύρω μας. Είτε μας αρέσουν είτε όχι, θεωρώ ότι απλά δεν μπορούμε να τα αγνοήσουμε. Ακόμη κι αν μας ενοχλούν με τον λόγο ή τον τρόπο τους, τείνουμε -είναι σχεδόν αναπόφευκτο;- να καταφεύγουμε σ’ αυτά ειδικά στις χαμηλές ώρες μας, όταν όλα μέσα μας έχουν ειπωθεί και παρακμάζουν, όταν αφηνόμαστε στις περιστάσεις να μας δώσουν το ανάλογο σχήμα, όταν, στην αναμέτρησή μας με εχθρούς συχνά φανταστικούς, προσφεύγουμε σε ό,τι φέρνει τη γλώσσα επικίνδυνα κοντά στην προσευχή ή τη σιωπή. Άλλωστε τι γεννά ένα ποίημα, παρά η ανταπόκριση ανάμεσα στη θέληση της γλώσσας, στην εξουσία του λόγου, στην ερεθισμένη λέξη και στις αντιστάσεις της σιωπής;
«Την νύχτα, Δέσποτα Χριστέ μου,/ τον νου και την ψυχή μου φύλαττέ μου/ σαν γύρω μου αρχινούν και περπατούνε/ Όντα και Πράγματα που όνομα δεν έχουν/ και τ’ άσαρκα ποδάρια των στην κάμαρή μου τρέχουν/ και κάμνουν στο κρεβάττι μου κύκλο για να με διούνε-…Κρύψε με από την όρασί των, Δέσποτά μου./ Και σαν μιλούν ή τρίζουνε, μη αφήσεις ως τ’ αυτιά μου/ κανέν’ από τα λόγια των νά ’ρθει τα αφορεσμένα,/ μην τύχει και μες στην ψυχή μου φέρουν/ καμιά φρικώδη ανάμνησι απ’ τα κρυφά που ξέρουν».
(Κ.Π. Καβάφης, Τρόμος (1894), από τη συγκεντρωτική έκδοση Κ.Π. Καβάφης, Κρυμμένα ποιήματα (1877-1923), επιμ. Γ.Π. Σαββίδης – Κ. Σκλαβενίτη, Αθήνα: Ίκαρος, 2000).
«Εψές είδα στον ύπνο μου/ ένα βαθύ ποτάμι/ -Θεός να μην το κάμει/ να γίν’ αληθινό!/ Στην όχθη του στεκότανε/ γνωστό μου παλληκάρι/ χλωμό σαν το φεγγάρι/ σαν νύχτα σιγανό…Στα ρέματα παράσκυψα/ να τονε ευρώ γυρεύω./ Στα ρέματ’ αγναντεύω-/ το λείψανό μ’ αχνό!.../ Εψές είδα στον ύπνο μου/ ένα βαθύ ποτάμι,/ Θεός να μην το κάμει/ να γίν’ αληθινό!»
(Γ.Μ. Βιζυηνός, Το όνειρον, Ατθίδες αύραι (1883), από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ.Μ. Βιζυηνός, Το τέλος του παραμυθιού ή η αρχή του ονείρου, επιμ. Λ. Χατζοπούλου, Αθήνα: Ερμής, 2001).
Απόηχοι από τον τρόπο του Καβάφη και του Βιζυηνού να διαχειρίζονται το υπαρξιακό βάσανο -που πάντα για έναν ποιητή, ξεπερνώντας το αυστηρά ατομικό, συντελείται και στο πεδίο της γλώσσας- ψηλαφούνται, για μένα τουλάχιστον, πολύ απτά στο ποιητικό σύμπαν του Τάσου Λειβαδίτη. Η υψηλή μοναξιά του ποιητή-αφηγητή, ο πράος τρόπος τής οδύνης του, η γόνιμα καταφατική απόγνωσή του φαίνεται να μας πείθουν ότι οι ασπρόμαυρες μονομαχίες μας με τις λέξεις είναι, εν τέλει, η πιο φυσική από τις μεταφυσικές καταστάσεις που κληρώθηκαν στον άνθρωπο, το εφαλτήριο για να επαναπροσδιορίσουμε τις οντολογικές συντεταγμένες μας. Εφευρίσκοντας, ακόμη και στις πιο αντίξοες συνθήκες, νησίδες επιβίωσης για το ανθρώπινο, το αδικαιολόγητα κάποτε πληθωρικό σύμπαν του Λειβαδίτη διαφυλάσσει, όπως και αυτό του Μιχάλη Γκανά, για αναγνώστες και ποιητές τόσο τα ποιήματα όσο και τις αφορμές τους.
«Ημερολόγιο ήσυχο στον τοίχο, μια ημερομηνία κι οι άγιοι σιωπηλοί, χλωμοί κι αναμάρτητοι, σημειωμένοι μόνο με το μικρό τους όνομα, όπως τους φώναζε η μητέρα τους./ Κύριε, κανείς δεν ήθελε να μεγαλώσει».
(Τάσος Λειβαδίτης, Αγιότητα, Ο τυφλός με τον λύχνο (1983), από την συγκεντρωτική έκδοση Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, τομ. 3, επιμ. Θ. Συβίλος, Αθήνα: Μετρονόμος, 2015).
«Κι εσύ που ξέρεις από ποίηση κι εγώ που δεν διαβάζω διακινδυνεύουμε. Εσύ να χάσεις τα ποιήματα κι εγώ τις αφορμές τους».
(Μιχάλης Γκανάς, Περί ποιήσεως, Μιχάλης Γκανάς, Τα μικρά (1969-1999). Άγνωστα και γνωστά ποιήματα, Αθήνα: Καστανιώτης, 2000).
«…Εγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος,/ μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,/ και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα,/ τις δίψες, τις παραχωρήσεις,/ μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλωσύνες μου/ συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου/ να τελειώνω- α, εσείς,/ εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,.../ κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή/ με λυτρώσατε απ' τους αιώνιους φόβους της ήττας./ Είμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο/ το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,/ ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,/ ένας Θεός καθόλου αθάνατος,/ γι' αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική κι ανεπανάληπτη στιγμή του».
(Τάσος Λειβαδίτης, Το υπόγειο, Σύμβολο πίστεως. Ποιήματα (1958-1964), από την συγκεντρωτική έκδοση Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, τομ. Α, επιμ. Θ. Συβίλος, Αθήνα: Μετρονόμος, 2015).
Ομολογουμένως, η υψηλή ταπείνωση ενός «καθόλου αθάνατου Θεού» συνάδει με τον δημιουργό-ποιητή. Κύριο έργο του, στις πιο φωτισμένες και ουσιαστικές στιγμές του, είναι να συντηρεί τα ποιήματα και, κυρίως, τις αφορμές για ποίηση -τη σύνθεση ή την ανάγνωση ενός ποιήματος-, να κρατάει ενεργές κι ετοιμοπόλεμες τις περιοχές του λόγου που αφορούν στο πιο δημιουργικό κομμάτι μας, εκείνες που συντηρούν μια γλώσσα στο σύνολό της. Αν το επαρκές ποίημα, κι όχι η τυχαία ποιητική σύνθεση, προσπαθεί να συλλάβει τη συγκεκριμένη κίνηση της ενεργούς ευαισθησίας μιας σκεπτόμενης συνείδησης, αναπόφευκτα επιστρατεύει στη διαδικασία αυτή τον ρυθμό, τη μουσικότητα, το μέτρο, την ομοιοκαταληξία σε όλο το εύρος και τα είδη της.
«Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα τα ’ζησα/ κοντά στ’ ακρογιάλι,/ στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,/ στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη./ Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη/ ζωούλα προβάλλει,/ και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα/ των πρώτων μου χρόνων κοντά στ’ ακρογιάλι,/ στενάζεις, καρδιά μου, το ίδιο αναστέναγμα:/ Να ζούσα και πάλι/ στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,/ στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη…».
(Κωστής Παλαμάς, Μια πίκρα, Οι καημοί της λιμνοθάλασσας (1912), από τη συγκεντρωτική έκδοση Κωστή Παλαμά, Άπαντα, τ. Ε΄, Αθήνα: Σ. Μπίρης-Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 1975).
«…Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου
τα χείλη.../ Δολερά
ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη/
κι όσο ο γήλιος να πέσει και νά ρθει το δείλι,/
το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ’ οι φίλοι./ Μα γιατί να σταθείς να σε
πιάσουν! Κι ακόμα,/ σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τί πες «Νά με»!/ Αχ! δεν
ξέρει, τί λέει το πικρό μου το στόμα!/ Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’
ακόμα!».
(Κώστας Βάρναλης, Η μάνα του Χριστού (1922), από τη συγκεντρωτική έκδοση Κώστας Βάρναλης, Ποιητικά: Το φως που καίει. Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Ποιήματα, Αθήνα: Κέδρος, 2006).
Η αυθόρμητη κατεβασιά νωπού νοήματος στην ποίηση που σέβεται τον εαυτό της και τον αναγνώστη κάθε άλλο παρά ερασιτεχνική μπορεί να είναι. Στίχοι σαν αυτοί του Παλαμά και του Βάρναλη, με τον θρίαμβο του άψογα δουλεμένου ρυθμού και της μουσικότητάς τους, είναι πολύ περισσότερο δουλεμένοι από όσο ίσως φανταζόμαστε. Γλιστράνε κάτω απ’ το δέρμα των όποιων περιστάσεων του βίου μας, εγκαθίστανται στις ζωές μας, έρχονται, φεύγουν και μας ξαναβρίσκουν αποκαθιστώντας το ποιητικό πρωτίστως ως βίωμα, και το ποίημα ως αυτό που από αρχαιοτάτων χρόνων ήταν: απολαυστική, συμμετοχική, μοιρασμένη δηλαδή, εμπειρία ακρόασης ρυθμών και τόνων, κάτι που εκφωνείται, σμιλεύεται στον και σμιλεύει τον νου, κάτι που μπορεί να δώσει ρυθμό και στο σώμα – αναγκαίο σε κάθε είδους «πόλεμο» ή αναμέτρησή μας με την αδυσώπητη πραγματικότητα, ικανό να εμπνεύσει ή να επισφραγίσει ακόμη και μια επανάσταση.
«Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη/ Περπατώντας η Δόξα μονάχη/ Μελετά τα λαμπρά παλικάρια/ Και στην κόμη στεφάνι φορεί/ Γεναμένο από λίγα χορτάρια/ Που είχαν μείνει στην έρημη γη».
(Διονύσιος Σολωμός, Η δόξα. Η καταστροφή των Ψαρών, Διονυσίου Σολωμού Τα άπαντα και η Ζάκυνθος, Εν Αθήναις: Εκ του τυπογραφείου Παρασκευά Λεονή, Β΄ έκδοση: Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, Εκδοτικός οίκος «Περίπλους»).
Άλλωστε, για να γυρίσουμε στο παρελθόν και την καταγωγή του ποιητικού, πριν από την ιστορία και πολύ πριν από όποιους σύγχρονους πειραματισμούς και δραματοποιήσεις – έτσι δεν λειτουργούσαν τα έπη ή τα παραμύθια; Αλλά η ποίηση ξέρει να φυλά τα νώτα της, και, με τη διακριτική σοφία της, και τα νώτα των έτσι κι αλλιώς ευαίσθητων λειτουργών και αναγνωστών της. Πέρα από τις οποιεσδήποτε αισθητικές απολαύσεις, το ποίημα, αποτελώντας τη μεγαλύτερη δυνατή συμπύκνωση νοήματος στη μικρότερη δυνατή ποσότητα μιας γλώσσας, σπεύδει, κυνικά κάποτε, να μας προειδοποιήσει: Είμαστε χρεωμένοι τις ζωές μας, η ηθική ευθύνη για το πώς θα ζήσουμε βαραίνει αποκλειστικά εμάς, χρειάζεται να απεκδυθούμε τις αυταπάτες μας, τις κακώς εννοούμενες ταπεινοσχημίες μας, όλες τις άλλες, λίγο ή πολύ εγωιστικές, αιματοχυσίες μας. Οφείλουμε πάντα να κρατάμε τον νου ανοιχτό, τον φακό προσαρμοσμένο σωστά: Το ανθρώπινο πρόσωπο, πόσο μάλλον ένας καλλιτέχνης και δη ο ποιητής, αναλαμβάνουν τον πιο μεγαλειώδη ρόλο τους μετά θάνατον, τότε που πια δεν θα υπάρχουν.
«Στης γήινής
σου πορείας το τέρμα σαν εγγίσεις/ και των βημάτων σου διακόψεις τη γραμμή,/
την υψηλή
κι επίσημη τούτη στιγμή/ σκέψου καλά το χρέος σου πο’ ’χεις να εξοφλήσεις».
(Γιώργος Βαφόπουλος, Το Όρος των Ελαιών (Εις εμαυτόν), Τα ρόδα της Μυρτάλης (1931), από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θ. Βαφόπουλος, Άπαντα τα ποιητικά, Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, 1990).
«Ο σάκος μου κενώθηκε, ο σάκος μου ο δερμάτινος/ Έπρεπε να οικονομείς το ανοικονόμητο, έπρεπε ν’ αποταμιεύεις/ Τον εαυτό σου κλέβοντας, κόβοντας από πάνω σου/ Με υπεξαίρεση, με αποκοπή γυμνή, μ’ ένα μαχαίρι/ Κομμάτι από τη σάρκα σου, λίγο από το χώμα σου/ Χώμα για το χώμα, για την οφειλή της γης/ Ο χρεώστης είμαι ο ανεξόφλητος, ο υποθηκευμένος/ Όλος/ τον Πιστωτή τον άτεγκτο, τον Αργυραμοιβό ψυχών και σωμάτων…».
(Γιώργος Θέμελης, Οίκος εμπορίου [Ποίημα από σκηνής σε δύο φωνές και χορό], Γιώργος Θέμελης, Οίκος εμπορίου, Θεσσαλονίκη, 1974).
«Ψυχή, μη λησμονείς την έπαρση./ Το
άσπονδο που τρέφεις,/ σαν έρωτας σκληρότατος υπάρχει/
και εισχωρεί ως το μεδούλι του σκελετού,/ που
συγκρατεί του σώματος την ύψωση…./ Μη λησμονείς την έπαρση./ Μονάχα, όταν σου
γίνει δοκιμασία, ψυχή,/ θα μάθεις τη σημασία/ της άκρατης, σφοδρής υπερηφάνειας/ το
ακόρεστο μυστικό».
(Ζωή Καρέλλη, Της μοναξιάς και της έπαρσης (1951), από τη συγκεντρωτική έκδοση Τα Ποιήματα της Ζωής Καρέλλη, τομ. Α΄ (1940-1955), Αθήνα: Εκδόσεις των φίλων, 1973).
Η ποίηση έτσι κι αλλιώς γίνεται στην κόψη του ξυραφιού. Θα τολμούσα να πω ότι η επιδεξιότητά μας ως ποιητές συνίσταται στην επιδεξιότητα που θα επιδείξουμε τη στιγμή που, αναπόφευκτα, κάνουμε λάθος. Και η επιδεξιότητά μας ως ανθρώπων, τις στιγμές που καλούμαστε να διαχειριστούμε τη δυσκολία ή την, αναπάντεχη συχνά δυστυχία μας. Είμαστε πολίτες της άγνωστης λίγο ή πολύ επικράτειας της γλώσσας μας, του άδηλου λίγο ή πολύ χρόνου της ζωής μας. Η ποίηση, η πιο χαρισματική ίσως, μορφή γνώσης που διαθέτουμε, ό,τι μας σώζει από τη βαρβαρότητα του εύγλωττου, την αναλήθεια της κοινής γνώμης, την κακοτοπιά του εύσχημου, του εύκολου και του εύπεπτου, συχνά στοχεύει στο ανέφικτο. Ιστορικά, για να θυμηθούμε και πάλι τον επετειακό χαρακτήρα αυτής της παρουσίασης, το έχει εμπνεύσει και έχει εμπνευστεί από αυτό: Μόνο έτσι θα μπορούσε στον αναγκαία μάταιο κόσμο μας, στον απηνή, πεπερασμένο ιστορικό χρόνο να επιτευχθεί, εν τέλει, το εφικτό.
«Ξέρεις το απόγευμα/ ξάπλωνα σε μια αναπαυτική/ κοιτάζοντας τη θάλασσα/ κάνοντας ακροβατικά στον άνεμο/ αγαπούσα εσένα μα και τον άλλο/ και ο Ζήνωνας μού έγραφε:/
«ο κόσμος σου δεν είναι εφικτός»/ θα το δεις».
(Νίκη Μαραγκού, Μέρες του 1967, Ποιήματα μιας άλλης εποχής, από τη συγκεντρωτική έκδοση Νίκη Μαραγκού, Divan 1967-2000, Αθήνα: Το Ροδακιό, 2005).
Άλλωστε, ως γνωστόν, τα πράγματα επιζούν του νοήματός τους. Τα ποιήματα, ως εναλλακτικά μιας παρουσίας, στην πραγματικότητα δε μιλούν, ούτε πράττουν, απλά υπάρχουν. Με χρεωμένη τη σιωπή τους. Τη σιωπή που εξ ορισμού περιτρέχει και συναποτελεί την ποιητική σελίδα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι ιστορικά, πολιτικά, κοινωνικά ή υπαρξιακά άμοιρα ευθυνών ή αθώα.
«Έτσι τους μίλησα και κρατούσα τα μάτια ορθάνοιχτα μέσα στη νύχτα..../ Τότε τα πράγματα με πλησίασαν ανάλγητα και αυτά περιγράφω./ Προχωράω σε βάθος./ Διαπερνώ τον χώρο του λόγου./ Αρθρώνω τους φθόγγους που βγαίνουν απρόθυμοι απ’ την καρδιά των αντικειμένων./ Περισφίγγω ασφυκτικά το αντικείμενο./ Ενσωματώνω κι ενσωματώνομαι στις μορφές του αντικειμένου./ Η γλώσσα ακόμα ανάπηρη.../ Μετράω σιωπή».
(Μαντώ Αραβαντινού, Γραφή Γ΄(1964-1967), Μαντώ Αραβαντινού, Γραφές Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Αθήνα: Μαραθιάς, 1998).
«Α κακό χρόνο νάχουνε οι λέξεις όχι οι λέξεις οι κενές αλλά αυτές που χαϊδεύουμε και μας χαϊδεύουν προτού κοιμηθούμε... θα πεθάνω μασουλούσα τα φυλλαράκια της αγριοπιπεριάς ο ήλιος βασίλευε με τη χλαλοή του δρόμου και τον κονιορτό μα τι σκίζεται έτσι μες στον λίβα ποιανού τρυφερότητα γδέρνουνε τώρα δε βλέπω τίποτε αυτή η αλμυρή ουσία στη γλώσσα μου δάκρυα είναι ή αίμα δεν ξέρω τίποτε άλλο δεν ξέρω να πω παρακάτω».
(Μάτση Χατζηλαζάρου, Οδυρμός, Κρυφοχώρι, Αθήνα: Εκδόσεις Τετράδιο, 1951 από την συγκεντρωτική έκδοση Μάτση Χατζηλαζάρου, Ποιήματα 1944-1985, Αθήνα: Ίκαρος, 1989).
Η έντιμη ποιητική μάς υποχρεώνει, αναγνώστες και ποιητές, στο τέλος της να σιωπήσουμε. Αλλά αφού πρώτα έχουμε προχωρήσει σε μια έντονη υπαρξιακή διαστολή, έχουμε διασχίσει με το δικό μας βήμα την πραγματικότητα και τους ρυθμούς της. Η σιωπή του ποιήματος είναι σπλαχνική, ηχηρή: Διασώζει μέσα της την ενσυναίσθηση ότι υπάρχει ακόμη μια άγρια χαρά, σχεδόν παιδική, που αξίζει να τη ζήσουμε, ένας νωπός ακόμη πόνος που αξίζει να τον αντικρίσουμε, ένας λεπτός, αδιόρατος σπαραγμός που αξίζει να τον φωτίσουμε, αφού θα μας κάνει περισσότερο ανθρώπινους.
«Να μη λυπάσαι που πέφτουν/ τα φύλλα φθινόπωρο./ Η δική σου τρυφερότητα θαν τα φέρει/ και πάλι στα δέντρα./ Δάκρυα μη χαλνάς· όλοι ανήκουμε/ στην ανάσταση».
(Νίκος Καρούζος, Παραίνεση (1986), Θρίαμβος χρόνου, Αθήνα: Απόπειρα, 1997).
«Δε με κατάλαβες, όλη τη νύχτα/ ήμουνα πλάι σου, προσπαθούσα να κλείσω/ τα παράθυρα, πάλευα – όλη νύχτα./ Ο αγέρας επέμενε./ Άπλωσα τότε/ τις παλάμες μου πάνω σου σαν/ δύο φύλλα ουρανού, και σε σκέπασα./ Έπειτα βγήκα στον εξώστη και κοίταζα/ Δίχως χέρια τον κόσμο».
(Νικηφόρος Βρεττάκος, Ολονυχτία, Το βάθος του κόσμου (1961), από τη συγκεντρωτική έκδοση Νικηφόρου Βρεττάκου Τα ποιήματα, Αθήνα: Τα τρία φύλλα, 1999).
«Μέσα στην κρύα λιακάδα εννέα το πρωί/ Μ’ εσωστραμμένους απ’ όλη τη νύχτα ακόμα/ Όλους τους ζωικούς οργανισμούς/ Και με τον Υμηττό ένα απλό περίγραμμα.../ Κλαίω.../ Καθώς τους βλέπω κάτω από τ’ οριακό αυτό φως/ Με τη στρογγυλεμένη αιωνιότητα/ Που άνοιξα ενάντια στο ζόφο σαν ομπρέλα...».
(Νίκος Φωκάς, Ήλιος με παγωνιά, Ένα σημείο προσήλωσης, Αθήνα: Ύψιλον/βιβλία, 1993).
Εξ ορισμού το ποίημα πασχίζει να πει κάτι πιο οριστικό από μια πηγαία έξαψη, κάτι πληρέστερα αρτιωμένο. Η ποιητική γλώσσα αναζητά όχι το πράγμα μέσα στη γλώσσα, αλλά τη γλώσσα του πράγματος. Καλογυμνασμένη, ενεργή μετέχει στη ζωή των πραγμάτων μέχρι να υγρανθεί η πραγματικότητα, ν’ αναφανεί η εικόνα. Και, φυσικά, στη διαδικασία αυτή διασώζει την αρχοντιά της γλώσσας, το φιλότιμο του δημιουργού, την τιμή της ανθρώπινης δημιουργικότητας.
«Χαμήλωνε το φως πάνω από τη συννεφιασμένη μέρα, κανείς δεν αποφάσιζε.../ «Την άνοιξη, το καλοκαίρι, ραγιάδες...»/ Θυμότανε κανείς γέροντες δασκάλους που μας άφησαν ορφανούς./ Ένα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:/ «Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας/ πάμε στο σπίτι μας ν’ ανάψουμε το φως».
(Γιώργος Σεφέρης, Η τελευταία μέρα (1939), Ημερολόγιο καταστρώματος Α΄, από τη συγκεντρωτική έκδοση Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Αθήνα: Ίκαρος, 1989).
Παρόλο που σε μια δημιουργία δεν υπάρχει τίποτε που δεν είναι συνειδητό στο δημιουργό, το ποίημα, ως τελικό αποτέλεσμα, ξεπερνά τον ποιητή, που αργά ή γρήγορα θα πρέπει να το εγκαταλείψει. Το κύριο και ένα αφήγημα της ποίησης, πόσο μάλλον της ελληνικής, είναι το γεγονός ότι αιώνες τώρα γίνεται, πραγματώνεται σε μια σειρά από ποιήματα, σαν αυτά που παρουσιάζονται εδώ, λίγο ή πολύ ψευδώνυμα, κοινόχρηστα, με θηριώδεις αντοχές στην επέλαση των όποιων ιστορικών, πολιτικών και όποιων άλλων «-ικών» κατακλυσμών. Συχνά μάλιστα, στο μεταίχμιο τεμνόμενων κοσμικών σφαιρών. Συχνά, χωρίς να διαφαίνεται εκ των προτέρων σαφές και ξεκάθαρο το τέλος, ο προορισμός.
«Μέσα σε πλάνο όραμα την πλάση την αιωνία,/ υψώθηκε το πνεύμα μου και σαν αετός περνάει/ Κι ως πάει πετά χρυσές ματιές/ και το σαϊτεύει η θεία/ η ωραία ζωή κι ο θάνατος το περιτριγυρνάει./ Μα εκείνο πάντα ατάραχο χτυπώντας τα φτερά του/ ζωή μαζί και θάνατο δεν παύει να τηράει/ μ’ ένα γαλήνιο λογισμό που αστράφτει στη ματιά του/ για ποιαν αιτία ξεκίνησε και για ποιαν τάχα πάει...».
(Ιωσήφ Ραφτόπουλος, Ζωή και Αγάπη, Βιβλίο Η΄(1914), από τη συγκεντρωτική έκδοση Ιωσήφ Ραφτόπουλος, Ποιήματα - Άπαντα τα ευρεθέντα, επιμ. Μιχάλης Γ. Μπακογιάννης, University Studio Press, 2021).
Αλλά «Ο καιρός μου πέρασε./ Πρέπει να επιστρέψω το αηδόνι μου στο δέντρο» (Μαρία Λαϊνά, Τι κρίμα, Ό,τι έγινε. Άνθρωποι και φαντάσματα, Αθήνα: Πατάκης, 2020). Είναι φανερό: Η ποιητική παράδοση μιας γλώσσας συνίσταται από το σύνολο των έργων που έχουν κατά καιρούς γραφτεί σ’ αυτή τη γλώσσα, αλλά δεν ισούται με το άθροισμά τους. Υπάρχει πάντα κάτι παραπάνω, κάτι που ξεπερνά το κάθε ένα μεμονωμένο ποίημα, κάτι που δεν ταυτίζεται απόλυτα με την πραγματικότητα κανενός από τα έργα που γράφτηκαν, κάτι που εν τέλει αποτυπώνεται στη μεταμέλεια κάθε έργου, και όχι μόνο ποιήματος, που τελικά πραγματώθηκε, καταγράφηκε. Ειδικά το ποιητικό ενδιαφέρεται για τον λόγο, όχι απαραίτητα τον ενσαρκωμένο λόγο ή τις συνθήκες της ενσάρκωσής του. Αυτό που εξ ορισμού επιθυμεί όσο τίποτε άλλο ο ποιητής είναι να παραμένει αμέτοχος ή ορθότερα σε μια γόνιμα στοχαστική, βαθιά συμμετοχική σιωπή που, ουσιαστικά αποτελεί την άλλη όψη της πιο επαναστατικής δράσης την οποία ξέρει τόσο καλά να εμπνέει. Και ό,τι εξ ορισμού τού έλαχε, αιώνες τώρα, είναι να καταλήγει πάντοτε στις λέξεις.
«Έβλεπα ότι από παλιά/ έδιναν διεξόδους στο πολιτειακό/ με λαφυραγωγίες, με μάχες/ και έκαναν ύστερα αγάλματα/ στους Θεούς ή στους πεθαμένους./ Ήθελα να μείνω αμέτοχος/ και κατέληξα σ’ αυτές τις λέξεις».
(Τάκης Γραμμένος, Εξαιτίας πολιτικής (2001), Επιτύμβια ποιήματα, Ποίηση τευχ. 30, Φθιν.-Χειμ. 2007).
________________
* Ο τίτλος παραλλάσσει ημιστίχιο της Μάτσης Χατζηλαζάρου: «...αυτή η αλμυρή
ουσία στη γλώσσα μου δάκρυα είναι» (Οδυρμός, Κρυφοχώρι, Αθήνα: Εκδόσεις Τετράδιο, 1951 από την συγκεντρωτική
έκδοση Μάτση Χατζηλαζάρου, Ποιήματα 1944-1985,
Αθήνα: Ίκαρος, 1989). Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στον Παναγιώτη Ιωαννίδη,
ψυχή και εμπνευστή του «Με τα λόγια (γίνεται)»
για την τόσο τιμητική αυτή ανάθεση, στην Ελληνοαμερικανική Ένωση και το Ίδρυμα
Μποδοσάκη για την φιλοξενία της στις ιστοσελίδες τους, καθώς και το “The Books’ Journal” για την έντυπη εδώ παρουσίασή της.
Δήμητρα Κωτούλα. Κυκλοφορεί η τρίτη ποιητική συλλογή της, Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος, καθώς και η μετάφρασή της του τελευταίου βιβλίου τής Λουίζ Γκλικ σε συνεργασία με τον Χάρη Βλαβιανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου