Κατερίνα Ηλιοπούλου
ΑΝΑΣΚΑΦΗ
Και
όταν κολυμπάω δεν είμαι μόνη
Κολυμπάω
μέσα στην πλησμονή των μελών τους
Μικρό
κοπάδι ψάρια που αγγίζονται
η μαμά,
ο μπαμπάς (συνομήλικοί μου), η αδελφή
μου κι εγώ
διασχίζουμε
τα καλοκαίρια
Ανάμεσα
στα άλλα σώματα προσπαθώ να φτάσω
εκείνο
του εκλιπόντος, του σφόδρα επιθυμούμενου
Είναι
γελοίο να κλαις μες στο νερό
Εδώ
βρισκόμαστε κάτω από την αλμυρή κρούστα
του
καλοκαιριού όπου όλα είναι ζεστά, πικρά
και θολά
Βουτάω
το κεφάλι μου βαθιά με μάτια διάπλατα
πρέπει
να πάω πιο κοντά, όχι το σώμα, ούτε το
πρόσωπο
τα
δάχτυλα, τις μικρές πτυχώσεις πάνω στα
δάχτυλα
και
τώρα επιτέλους διακρίνω τις κηλίδες
του
αλατιού πάνω στο ηλιοκαμένο δέρμα
μια
φλέβα στο λαιμό, μια κατακόκκινη, σαν
ψεύτικη
κρεατοελιά
κάτω από τη μασχάλη
πράγματα
που βλέπεις όταν βουτάς
βαθιά
στην αγκαλιά κάποιου
πράγματα
που το νερό κρατάει άθικτα
και με
την τελευταία ανάσα που μου μένει
αγγίζω
τα σγουρά μαλλιά
πριν
βγω ξέπνοη στην επιφάνεια
κρατώντας
το χέρι του μες στο δικό μου
ζώα
δίδυμα που καθρεφτίζουν τις μορφές τους
*
Ο
ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΟΥ ΟΧΤΩ ΧΡΟΝΩΝ
Στην
αρχή ήταν βρέφος απαρηγόρητο
Με
καλούσε από μακρυά
Μια
παρουσία καινοφανής και οριστική
Ακόμα
και όταν έκλεινα τα μάτια το πρόσωπό
του επέμενε
να
συσπάται πίσω από τα βλέφαρά μου ανεξίτηλο
Πόνοι
μυστήριοι το διέτρεχαν στη μέση της
νύχτας
Ήταν
αγγελιοφόρος ενός μηνύματος που το
περιείχε
Αμετάδοτο
Φώλιαζε
στην αγκαλιά μου
βάρος
ασύλληπτο και διαρκές
Παρόλο
που δεν ήμουν η μητέρα του
ζητούσε
να το αναθρέψω με πράξεις που μου ήταν
άγνωστες
Κατάλαβα
ότι η διαδρομή ήταν αντίστροφη
Δεν
ήρθε σε μένα αλλά εγώ έπρεπε να πάω εκεί
Με
εξόριζε σε έναν τόπο
που δεν
υπήρχε σπιθαμή για να σταθώ
ούτε
κανένας μάρτυρας των γεγονότων
Σταδιακά
συμφιλιώθηκα με αυτή την αναχώρηση
από τον
εαυτό μου
ανέκτησα
την ιδιότητα του εξερευνητή
άρχισα
δειλά να καταγράφω από απόσταση
την
μυστηριώδη εμπειρία της άφιξής του
Αποσπάστηκε
από το σώμα μου
χωρίς
να πάψει να με κατοικεί
Τώρα
πια ξεχνιέται για ώρες παίζοντας
Σοβαρό
και διακριτικό μού κρατάει πότε πότε
το χέρι
Περπατάει
δίπλα μου
Κάνει
τα δικά του
Μόνο
τη νύχτα θέλει ακόμα
να το
κοιμίζω με ιστορίες
*
FOR
EVER AND EVER
Ο κήπος
ήταν πολύ δύσκολος
Άλλαζε
ασταμάτητα
Με
μοχθηρία κρυβόταν στις σκιές του
Αλυχτούσε
με μια ανατριχιαστική λεπτή φωνή
τα
βράδια με φεγγάρι
Μας
μόλυνε
με τα
ρεύματα των αρωμάτων του
Ταλαιπωρούσε
την ακοή μας με εκρήξεις ανθών
Μας
τύφλωνε με χρώματα
Μας
τύλιγε σε πλήθος πέπλων
Όμως
εμείς τον αγαπούσαμε τόσο πολύ που
αποφασίσαμε να ενωθούμε μαζί του
Η
τελετουργία που επινοήσαμε ήταν
λεπτομερής και μεθοδική
Με
μυστικότητα μοχθούσαμε κάτω από τον
ήλιο του μεσημεριού:
Πρώτα
κόψαμε όλα τα φύλλα της λεμονιάς
Μετά
ένα λεπτό στρώμα λεμονανθών που διαλύθηκαν
αμέσως
Kέρινοι
και νεκρικοί μάς εξασφάλισαν την σαρκική
δύναμη του αρώματός τους
για
θεμέλιο
Έπειτα
προσθέσαμε όλα μαζί τα λουλούδια:
Φρέζες,
φούξιες, μενεξέδες
κατιφέδες
και πασχαλιές
τα
κρινάκια της Παναγίας και ο γέρος
Τέλος
τα ροδοπέταλα από όλα τα τριαντάφυλλα:
τα
μαγιάτικα, απαλά πέταλα που ξελιγώνουν,
βελούδινα
φέρετρα στα όνειρα χιλιάδων μελισσών
μεθυσμένα
από το δηλητήριο των κεντριών τους,
τα λευκά
και ροζ της αναρριχώμενης τριανταφυλλιάς
τόσο
ενδοτικά που παραδόθηκαν τρέμοντας στα
χέρια μας
γυμνά
με ένα φύσημα
Ματώσαμε
τα μπράτσα μας μες στα κορμιά τα πράσινα
Ήταν
ακόμα κήπος
Αλλά
πιο πολύ
τώρα
στερημένος
Κάτι
έλειπε
Έπρεπε
να λείπει
Κήπος
και μνήμα
Ξαπλώσαμε
λαχανιασμένοι
Θριαμβευτές
Αφανισμένοι
της άνοιξης
Στο
λουλουδένιο στρώμα
Αμίλητοι
ακούγαμε τις ρίζες μας να τρίζουν
καθώς
απλώνονταν και τρύπωναν και έσκαβαν
βαθιά
Κλάματα
ακολούθησαν
Κραυγές
θυμός και βία
Νουθεσίες
και μεταμέλεια για την καταστροφή
Οι
ιδιοκτήτες του σπιτιού και της ζωής μας
Οι
παράξενοι άλλοι
που
φωνάζαμε μα μα μπα μπα
σάρωσαν
την εφήμερη κυριαρχία μας.
Δεν
μπόρεσαν να καταλάβουν το βάθος του
εγχειρήματός μας
Σήμερα
πρώτη μέρα της άνοιξης
σ’
άλλον αιώνα τους φωνάζω:
«Νικήσαμε,
νικήσαμε, ανόητοι!
Το
κάναμε να διαρκέσει για πάντα!»
*
ΤΟ
ΚΛΕΙΔΙ
(για
την Άλεξ)
Όταν
περπατούσε κοίταζε πάντα κάτω
Το
ορθάνοιχτο στόμα του ορίζοντα δεν
ασκούσε πάνω της καμιά επίδραση
Άλλες
προοπτικές την κατάτρυχαν
Οι
φλέβες της πέτρας διέτρεχαν το κορμί
της
Οι
κοχλίες των κοχυλιών περιστρέφονταν
αντίστροφα
και τα
μικρά πλάσματα που ζούσαν μέσα τους,
άλλαζαν πλευρό
Οι
αχιβάδες ανοιγόκλειναν τα χείλη τους
Και η
άμμος, ο μάρτυρας της συνεχούς διαίρεσης,
Ζητούσε
επίμονα συγχώνευση
Νομίζαμε
πως ήτανε συλλέκτρια
Όμως
εκείνη έψαχνε μονάχα το κλειδί
Καμιά
φορά το έβρισκε
Και
τότε άνοιγε το τοπίο και την κατάπινε
Όπως
ένα κύμα καταπίνει ένα άλλο κύμα αδελφικό
Είχε
το χάρισμα να επιστρέφει
ολόκληρη
ακόμα
και αν
***
Κατερίνα
Ηλιοπούλου. Έχει εκδώσει
τρία βιβλία ποίησης – πιο πρόσφατο, Το
βιβλίο του χώματος
(2011). Γράφει επίσης κριτικά κείμενα για
την ποίηση και διευθύνει το εξαμηνιαίο
περιοδικό «ΦΡΜΚ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου