Αντωνία Γουναροπούλου
ΧΙΟΝΙ
Χιονίζει απόψε,
όπως όλο το καλοκαίρι.
Επιτέλους το αγγίζω,
κεκαυμένα δάχτυλα
του Θωμά.
Ποτέ ξανά δε θα μπορέσω
το χιόνι.
ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ
Κάποιες γυναίκες κρυφτήκαν στον παράδεισο
αφού πρώτα τα σεντόνια μύρισαν λεμόνι
και η κουζίνα ζεστό ψωμί.
Όμως κι ο παράδεισος είναι παιχνίδι
βαριόμαστε και το πετάμε
γιατί όχι και με χέρια που μυρίζουν λεμόνι
ή φρέσκο ζεστό ψωμί.
ΧΕΙΛΗ ΑΠ' ΤΟ
ΚΑΤΑΡΤΙ ΤΟΥ ORIENT
Θα ήθελα τουλάχιστον να θέλω
ένα διάλειμμα απ’ το μισό χαμογελάκι
που ’χει καρφιτσωθεί στα χείλη μου σαν μαρτυρικό.
Kάτι όχι που ορκιζόμουνα, ναι που ερωτευόμουν,
κάποια ιδέα ευλάβειας
σε προσκυνήματα δεύτερων πραγμάτων
θα ήθελα παιγνιωδώς καμιά φορά να θέλω
να τα διπλώσω στα δύο, στα τέσσερα, στα οχτώ,
τολμηρά καραβάκια Κυριακής
ανοιγμένα στα νερά ενός φραγμένου νεροχύτη.
Είναι όμως τα χείλη μου ψίχα από κατάρτι
που σήκωσε κάποτε πανί
για έναν αυτοκράτορα, μια μάχη
το θάνατο ενός μακρύμαλλου αγοριού.
Μετά,
ποιος αυτοκράτορας, ποια μάχη, ποιο αγόρι.
Έγινε πια φερμένο τρόπαιο σε αλλότρια γη
μια ξύλινη νεκρή σκαμμένη μνήμη
προορισμένη να σαπίσει κάτω απ’ το χώμα με τιμές
σαν σμιλεμένο λίκνο για ήρωες.
Θα ήθελα λοιπόν τουλάχιστον να θέλω
μια οποιασδήποτε μορφής συνδιαλλαγή
με αυτοκράτορες, μάχες, αγόρια
και άλλα τέτοια δεύτερα και ακριβά
που κάποτε μου ήταν βλοσυρά σαν πένθος
ή μου γελούσαν σαν λυτά μαλλιά.
ΠΡΩΙΝΟ, 1970
Πρωτομαγιά και τα ρούχα λικνίζουν
στην όχθη ένα σώμα,
δοσμένο στο νερό
το χώμα που ήσουν
και έσκαβες.
Ίχνη από μέρες στα μαλλιά,
στο μουσκεμένο ύφασμα,
μιλούν για το χρόνο
που ξημερώνει σιωπηλά
στο βασίλεμά σου –
πνίγουν τη φωνή κάτω απ’ τις φτερούγες τους
σήμερα τα πουλιά.
“ΑΠΟ ΖΑΦΕΙΡΙ, ΓΙΑΤΙ ΑΥΤΗ Η ΠΕΤΡΑ ΦΕΡΝΕΙ ΥΠΝΟ”
Ο άντρας μου κοιμάται στο κρεβάτι
Ο παππούς σ’ ένα κουτί
Ο ξάδερφος δίπλα στο σκουλήκι ψηλά στον αετό
στον πεσμένο σοβά του ιερού και στη ράχη του πουνέντε
Ο ταχυδρόμος πηγαίνει γράμματα για μένα σ’ άλλες διευθύνσεις
Οι δρόμοι που δεν παίρνω τυλίγονται ρολό σ’ ένα μικρό υποπόδιο
κάτω από το γραφείο
Στην κινέζική μου μπιζουτιέρα μαζεύονται για το λαιμό
για τους καρπούς τα δάχτυλα φο μπιζού οι αναπηρίες
Ο άντρας μου κοιμάται στο κρεβάτι
Ο παππούς σ’ ένα κουτί
Ο ξάδερφος –
Κι εγώ με δίχως στόμα κουταβίσιο βλέμμα κοιτώ να
τους κοιτώ με μάτια όλο και πιο γαλακτερά
κι όλα να με κουράζουν πριν γίνει καν απόγευμα.
ΤΟ ΚΟΥΒΕΡΛΙ
Στεκόταν στην πόρτα και κοιτούσε
το πλάτος και το μήκος
που έδωσε η μάνα της
στο άσπρο νήμα.
Άπλωναν επίπεδα φτερά τα περιστέρια.
Το σώμα που τα τίναζε ψηλά
το σκέπαζε απόψε
μαύρος ουρανός από οξιά.
*
Αντωνία Γουναροπούλου. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Εργάζεται ως μεταφράστρια και διορθώτρια/επιμελήτρια. Έχει δημοσιεύσει δύο ποιητικές συλλογές: Το άστρο του Βορρά (2010) και Το άστρο του Τίποτε (2013), κι ένα βιβλίο με πεζά, Κυνηγοί και λύκοι (2017).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου