Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

απρίλιος 2024 _ luljeta lleshanaku + lord byron


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Λουλιέτα Λεσανάκου

  

ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ

 

Όταν γεννιέται ένα παιδί του δίνουμε το όνομα ενός προγόνου,

όνομα που δεν παύει να ανακυκλώνεται.

Δεν είναι νοσταλγία, αλλά ο φόβος μας για το άγνωστο.

Μαζί με ένα μπαούλο ρούχα, λίγες φωτογραφίες και ένα μαχαίρι με

αστραφτερή λεπίδα,

οι μετανάστες πήραν και τα ονόματα των τόπων τους

και τα μέρη που κατέκτησαν τα ονόμασαν Νιου Τζέρσεϋ, Νέο Μεξικό,

Ιεριχώ, Νέα Υόρκη και Μάντσεστερ.

Ο φόβος για το άγνωστο κυριαρχεί και στους ουρανούς.

Δώσαμε στους πλανήτες και στα αστέρια ονόματα εκδικητικών και

πεισματάρικων θεών: Άρης, Δίας, Κρόνος, Αφροδίτη και Κένταυρος.

Μια προστασία συμπαντική.

Ονόματα που μας καθοδηγούν σαν τα κυνηγόσκυλα στο κυνήγι,

για να καθαριστεί ο δρόμος από τα απρόσμενα της μοίρας.

Αποκαλούμε «πεπρωμένο» τον κοινό μας φόβο για το άγνωστο,

ορισμός ασαφής, χωρίς γένος και κλίση.

Η εξουσία του είναι σαν χιτώνας που κρέμεται

στον ώμο ενός Ρωμαίου γερουσιαστή,

αφήνοντας μόνο τον άλλο ώμο γυμνό και ελεύθερο.

 

*

 

ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ

 

Ένα από εκείνα τα πρωινά,

που όλοι οι δείκτες του ρολογιού δείχνουν το ναδίρ

και το γκρι του χιονιά εξουδετερώνει το κάψιμο στο στομάχι

και η μοναξιά είναι ένα συμβάν που χτυπάει την πόρτα,

φτάνει ένα βιβλίο, παραγγελία προ πολλών εβδομάδων, που αφήνει ο ταχυδρόμος στο κατώφλι,

δίχως να χρειάζεται την έγκριση του παραλήπτη.

Είναι το βιβλίο Γεωγραφία ΙΙΙ της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ.

Άψογα συσκευασμένο, με τη διεύθυνση τυπωμένη καθαρά στο χαρτί

και μια φωτογραφία ενός αυστηρού πολιτικού σε τρία γραμματόσημα.

Ο προηγούμενος αναγνώστης, ή κάποιος μεγαλύτερός μου,

έχει υπογραμμίσει στίχους και κρατώντας σημειώσεις στην άκρη

σύγκρινε την τοποθεσία του με αυτήν της συγγραφέως.

Πρόκειται για ένα νησί που η Μπίσοπ αποκαλούσε «Tο καημένο καλό μου νησάκι,

απάτητο και αβάφτιστο. Κανένα βιβλίο δεν το έχει αποδώσει με ακρίβεια».

Ποιος είναι ο αναγνώστης; Άντρας ή γυναίκα;

Ίσως να ξάπλωνε, χωρίς κάποιον στο πλευρό

όταν υπογράμμιζε έντονα με κόκκινο,

ή να περίμενε στο αεροδρόμιο εξαιτίας μιας καθυστερημένης πτήσης,

όταν σημείωνε με μπλε.

Ενώ οι κύκλοι που περικλείουν τις λέξεις είναι ισοβαρείς·

πρέπει να έχεις καταρρεύσει για να τους κατανοήσεις.

Ήρθε και εμένα η σειρά μου να καταγράψω τη δική μου τοποθεσία.

Δεν υπάρχει άδειο μέρος ούτε για τις σκιές.

Τα ίχνη μου είναι μαύρη καμπύλη από καφέ και στάχτη.

Ο φόβος της σαφήνειας.

Ο επόμενος αναγνώστης μπορεί να είναι η κόρη μου, ή κάποιο εγγόνι,

κάποιος που απολαμβάνει το σκοτάδι και τη μυρωδιά του μολυβιού.

Της μένει να διπλώσει τις σελίδες, να σκίσει τις γωνίες με τα χείλη της,

ή, χωρίς να το αντιληφθεί, να πέσει μια ξανθιά τρίχα από τα μαλλιά της.

Όμως, άλλος αναγνώστης

μπορεί να μην αφήσει κανένα ίχνος

και να πουλήσει το βιβλίο σε κάποιον συλλέκτη

ως γεωγραφικό άτλαντα,

δημιουργώντας τη δική του γεωγραφία,

ή θρησκεία.

Τα μεταχειρισμένα βιβλία είναι η κρυψώνα σου,

σαν σπίτι που μόλις εκκενώθηκε, αφήνοντας τα πάντα μισοτελειωμένα:

την πεινασμένη γάτα που γρατζουνάει τα ντουλάπια, τα παπούτσια που λείπει το ταίρι

τους,

τη βρύση που στάζει, τα ζεστά κρεβάτια,

την τηλεόραση που παίζει σιωπηλά το πρόγραμμά της,

και τον χρόνο που χρειάζεται θεατές για να υπάρξει.

 

*
 

ΟΙ ΣΚΑΛΕΣ

 

Ο πατέρας μου είχε μανία με τις σκάλες

πότε τις γκρέμιζε, πότε τις έφτιαχνε

άλλες φορές από μέσα, άλλες φορές απ’ έξω

δίχως να βρίσκει τρόπο να ανεβεί.

Το ίδιο ένιωθα και εγώ.

Από εκεί ψηλά η θέα είναι αλλιώτικη· οι δρόμοι μοιάζουν με σφιχτά σχοινιά,

οι κήποι είναι κρυμμένοι πίσω από τα σπίτια σαν ερωτικά σημάδια στο λαιμό

και μια σκόνη συμπαντική κρύβει την διπλή τροχιά των περαστικών

γύρω από ένα αστέρι και από τον εαυτό τους.

Ενώ η σιδηροδρομική γραμμή με τις κίτρινες

και μαύρες της γραμμές,

δεν είναι οχιά που ανατριχιάζει τη σάρκα.

Όσες φορές κι αν προσπάθησα να αποφύγω τις σκάλες,

κλείστηκα στο ασανσέρ, ανάμεσα σε δύο ορόφους, σε έναν αριθμό παράξενο.

Η συνέχεια περιττεύει.

Έπειτα, είναι κι αυτές οι κυλιόμενες σκάλες

που σε παραδίδουν σαν δέμα άθικτο σε άλλη εποχή,

χωρίς να ξέρεις τι έχεις μέσα.

Η ποίηση ήταν πάντα μια ανύψωση,

ένας πειρασμός μέσω της άρνησης, μια αποφατική θεολογία.

Το δωμάτιο όμως στον δεύτερο όροφο παραμένει υγρό, κρύο, άδειο.

Κάποια άλλη γυναίκα επιλέγει να ταυτιστεί με μια πληγή από τα παλιά,

που προκάλεσε ένα καρφί σε ξύλινες σκάλες.

Η θεία μου, για παράδειγμα, δείχνει τα υποθετικά σημάδια του τετάνου στην κοιλιά της

σαν να μετράει τα παλικάρια που τσακώθηκαν για χάρη της.

Δεν έμαθα ποτέ τι έψαχνε με τις ώρες στην ταράτσα,

βράδια όπως εκείνα που είχαν έναν αέρα ιδεολογίας,

αλλά μπορώ να φανταστώ το θλιβερό τρίξιμο των σκαλοπατιών, την επίσημη κάθοδό της,

μια παρακμή, όπως κάθε άλλη, χωρίς επιστροφή.

 

~ μτφρ.: Ιοάνα Μέτα

 

*

Luljeta Lleshanaku. Γεννήθηκε στο Ελμπασάν της Αλβανίας. Μόνον μετά την κατάρρευσή του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα, μπόρεσε να σπουδάσει Αλβανική Φιλολογία και Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων. Εργάστηκε ως καθηγήτρια, δημοσιογράφος, σεναριογράφος και εκδότρια λογοτεχνικών περιοδικών. Τα οκτώ ποιητικά βιβλία της έχουν λάβει πολλά εθνικά και διεθνή βραβεία και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και σλοβακικά.

Ιοάνα Μέτα. Γεννήθηκε στον νομό Κοζάνης. Σπούδασε Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία στο ΑΠΘ και, σε μεταπτυχιακό επίπεδο, Μετάφραση και Διερμηνεία στο Πανεπιστήμιο του Surrey (Η.Β.). Ζει και εργάζεται στο Λονδίνο ως Transcreation Account Executive σε διαφημιστική εταιρεία. Μεταφράζει ποίηση από τα αλβανικά και τα αγγλικά.

*









Παναγιώτης Ιωαννίδης

 

Ο Μπάυρον στην Βενετία το 1817

 

Από τις 10 Νοεμβρίου του 1816, ο 28χρονος Μπάυρον, έχοντας ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του και περάσει ένα διάστημα στην Γενεύη (όπου θα συναναστραφεί τον Σέλλεϋ και την συντροφιά του), βρίσκεται στην Βενετία. Προς το τέλος του έτους, δημοσιεύεται το Γ’ Άσμα του Τσάιλντ Χάρολντ.

Στις 12 Ιανουαρίου του 1817, η Κλαίρ Κλαιρμόν, ετεροθαλής αδελφή της Μαίρης Σέλλεϋ, γεννά εκτός γάμου, στο Μπαθ της Αγγλίας, την κόρη τους Αλλέγκρα – που θα πεθάνει πέντε χρονών, δυο χρόνια παρά μία ημέρα πριν απ’ τον πατέρα της.

Ενάμισυ μήνα αργότερα, στις 28 Φεβρουαρίου του 1817, ο Μπάυρον γράφει στον 38χρονο φίλο του, τον Ιρλανδό συγγραφέα με την επίσης ταραχώδη ζωή, Τόμας Μουρ:

«… Αν ζήσω άλλα δέκα χρόνια, θα δεις, ωστόσο, ότι δεν έχω ξοφλήσει – δεν εννοώ με τη λογοτεχνία, γιατί αυτό δεν είναι τίποτα· κι ίσως φανεί αρκετά παράξενο που θα το πω, δεν θεωρώ πως είναι η αποστολή μου. Αλλά θα δεις πως κατιτίς θα κάνω –χρόνου και τύχης επιτρεπόντων– που «σαν την κοσμογονία, ή την δημιουργία, του κόσμου, θα καταπλήξει τους φιλοσόφους όλων των αιώνων». Αλλ’ αμφιβάλλω αν θα βαστάξει η κράση μου. Την έχω, κατά διαστήματα, εκγυμνώσει* άκρως διαολεμένα…»

Στην ίδια επιστολή, του γράφει κι ένα ποίημα – από τα πιο ξακουστά, έκτοτε, του αγγλικού λυρισμού:

 

Λοιπόν δεν θ' αλητέψουμε άλλο πια
Μέχρις αργά, στην νύχτα τη βαθειά,
Κι ας αγαπά σαν πρώτα η καρδιά,
Κι ας φέγγει η σελήνη όμοια λαμπρά.

Γιατί το ξίφος πια, η θήκη δεν βαστά,
Και την ψυχή, το στήθος δεν κρατά,
Και η καρδιά κάποτε πρέπει ν' ανασαίνει,
Και η αγάπη, κι αυτή να ξαποσταίνει.

Και αν η νύχτα φτιάχτηκε για έρωτα,
Κι αν ξημερώνει πάντα πολύ σύντομα,
Εμείς δεν θ' αλητέψουμε άλλο πια
Μες στης σελήνης την φεγγοβολιά.

 

Μα εκείνος θα ‘αλήτευε’ για εφτά χρόνια ακόμη, μέχρι να εξαντλήσει εντελώς την κράση του.

 

* Στην έκδοση της Εκλογής Ποιημάτων και Πεζών του Μπάυρον σε επιμέλεια και με εισαγωγή του Γ.Χ. Ώντεν (The New American Library, 1966), την οποία ακολουθώ, είναι υπογραμμισμένο το “o” στο “exorcise” [ξορκίζω], σαν για να τονιστεί το λογοπαίγνιο με το πιο αναμενόμενο “exercise” [(εκ)γυμνάζω, αλλά και χρησιμοποιώ].


~

Παναγιώτης Ιωαννίδης. Τέσσερα βιβλία ποίησης· πιο πρόσφατο: Ρινόκερως (2020). Συμμετοχή σε δύο βιβλία δοκιμίων· πιο πρόσφατο: Τι μας μαθαίνει η τέχνη – Η καλλιτεχνική πράξη ως διεργασία γνώσης (2020). Μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού “[ΦΡΜΚ]”· ιδρυτής και επιμελητής των ποιητικών εκδηλώσεων “Με τα λόγια (γίνεται)”.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου